Τ Α Λ Ω Σ
 
ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
 
ΤΟΜΟΣ ΚΕ΄ (2017)
 
 
 
ΙΩΑΝΝΗΣ  ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
ΟΨΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΚΡΗΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
 
 
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΠΑΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ
 
 
 
 
 
 
ΧΑΝΙΑ ΚΡΗΤΗΣ
 
 
***
 
 

 

 

Τ Α Λ Ω Σ

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

ΤΟΜΟΣ ΚΕ΄ (2017)

 

 

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ

 

ΟΨΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ

ΚΑΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

ΠΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ (ΣΕΛ. 7)

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ (ΣΕΛ. 15)

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ (ΣΕΛ. 21)

ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ (ΣΕΛ. 21)

ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΣΕΛ. 105)

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ (ΣΕΛ. 127)

ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΣΕΛ. 208)

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ (ΣΕΛ. 216)

ΤΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΉ ΚΡΗΤΗ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ (ΣΕΛ. 224)

ΤΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΣΕΛ. 330)

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ (ΣΕΛ. 373)

ΤΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΣΕΛ. 417)

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (423)

 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ (429)

 

   

***

 

 

ΠΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

                                     

Α. Προλεγόμενα.

Ο άνθρωπος, στην προσπάθειά του να ζήσει ειρηνικά μέσα στην κοινω-νία, που ο ίδιος δημιούργησε, εμπνεύστηκε σε κάποια φάση της ιστορικής πορείας του την έννοια του δικαίου και κατανόησε τη σημασία του. Στη συνέχεια, προχώρησε στη διατύπωση και παγίωση συγκεκριμένων σχετικών αρχών και κανόνων. Μετά τα αρχέγονα στάδια, το δίκαιο διακρίθηκε σε δημόσιο, που ρύθμιζε τις σχέσεις πολιτών και δημοσίου, και ιδιωτικό, που ρύθμιζε τις έννομες σχέσεις των ιδιωτών μεταξύ τους. Με την πάροδο των αιώνων το δίκαιο εξελίχτηκε. Οι νόμοι, που αρχικά ήταν προφορικοί, γρά-φτηκαν, για να είναι κοινοί σε όλους. Μεγάλοι νομοθέτες τους βελτίωσαν και τους εμπλούτισαν, κατά καιρούς. Οι γραπτοί νόμοι της Γόρτυνας απο-τελούν απτό παράδειγμα της εξελικτικής πορείας του δικαίου στην Κρήτη, όπως αυτοί του Λυκούργου, του Δράκοντα και του Σόλωνα της πορείας του στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο. Οι Ρωμαίοι στήριξαν την κοσμοκρατορία τους πάνω στη δύναμη της νομοθεσίας τους. Το corpus juris civilis θεωρή-θηκε το λαμπρότερο από τα έργα τους. Οι Βυζαντινοί, ως γνήσιοι συνεχιστές της ρωμαϊκής ιστορίας, φρόντισαν να προσαρμόσουν την παραδοσιακή τους νομοθεσία στους κανόνες της χριστιανικής θρησκείας, η οποία έδωσε νέα φυσιογνωμία στην αυτοκρατορία.

Οι Κρητικοί, από τη στιγμή που το νησί τους αποτέλεσε τμήμα του Βυζαντινού κράτους, υιοθέτησαν κατά βάση το διαφοροποιημένο βυζαντινό δίκαιο. Η ομαλή λειτουργία του διακόπηκε, όταν για περίπου ενάμισυ αιώνα κυριάρχησαν οι Σαρακηνοί στο νησί (824-961). Το αραβικό δίκαιο πρέπει να επηρέασε σημαντικά τους Κρητικούς, αφού αναγκάστηκαν να το ακολου-θήσουν στους περισσότερους από τους τομείς της καθημερινής ζωής και δραστηριότητάς τους. Όταν τα στρατεύματα του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά επανέφεραν το νησί στους κόλπους της βυζαντινής αυτοκρατορίας, άρχισε και η επαναφορά του βυζαντινού δικαίου σ’ αυτό. Πριν, όμως, καλά- καλά προφθάσουν οι κάτοικοι να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα, εκδηλώθηκε η ανίερη 4η σταυροφορία, που άλλαξε τα δεδομένα σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια. Μετά την πτώση της βασιλεύουσας (1204) πολλές καθαρά ελληνικές περιοχές έπεσαν στα χέρια των δυτικών εισβολέων. Οι Βενετσιάνοι κατέλαβαν την Κρήτη και την κράτησαν πάνω από 400 χρόνια (1211-1669). Οι νόμοι που ίσχυαν επίσημα μέχρι τότε στο νησί ήταν, όπως αναφέραμε, κατά βάση οι βυζαντινοί. Το αραβικό δίκαιο λογικά είχε τεθεί στο περιθώριο. Αν αναλογιστεί κανείς ότι Βυζάντιο και Βενετία ανήκαν παλιότερα στο ενιαίο ρωμαϊκό κράτος, πριν αυτό διασπαστεί σε ανατολικό και δυτικό, μπορεί να καταλήξει σε ένα πρώτο συμπέρασμα ότι πολλοί από τους νόμους τους (Βυζαντίου και Βενετίας) είχαν κάποιες ομοιότητες, μια και είχαν κοινή αφετηρία.

Στη διάρκεια των τετρακοσίων χρόνων της ενετικής κατοχής, οι λαοί που κατοικούσαν στο νησί (Κρητικοί και Ιταλοί), όπως και οι ρυθμιστικοί κανόνες δικαίου, αναμίχτηκαν τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε κατά την τελευ-ταία περίοδο της συνύπαρξής κανείς δεν μπορούσε να ισχυριστεί με βεβαιό-τητα αν οι νόμοι που ίσχυαν είχαν καθαρά βυζαντινή ή ιταλική προέλευση, όπως και ελάχιστοι ήταν οι άνθρωποι που μπορούσαν να είναι σίγουροι για τη δική τους εθνική καταγωγή. Αν δηλαδή ήταν Έλληνες ή Ιταλοί. Ακόμα και τα διαφορετικά δόγματα που ακολουθούσαν, ορθόδοξο και δυτικό, είχαν εκφυλιστεί τόσο, που και πάλι κανείς δεν ήξερε αν το δόγμα που ακολου-θούσε ήταν προγονικό ή επίκτητο.

Πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι οι Βενετοί ήταν πάνω απ’ όλα έμποροι. Όταν κατακτούσαν κάποια περιοχή με χριστιανούς κατοίκους, όπως στην περίπτωση της Κρήτης, είχαν ως κύριο μέλημα αρχικά να παγιώ-σουν την κατάκτησή τους και, στη συνέχεια, να την εκμεταλλευτούν οικονο-μικά. Για να επιτυγχάνουν ευκολότερα το στόχο τους φρόντιζαν εξαρχής το σταδιακό εκλατινισμό των κατοίκων με ήπια μέσα. Γνώριζαν ότι τα βίαια μέτρα προκαλούσαν επιζήμιες καταστάσεις. Στον τομέα αυτό ενεργούσαν με προγραμματισμό και μεθοδικότητα. Προσπαθούσαν δηλαδή να περάσουν στους κατεκτημένους λαούς το δικό τους δίκαιο και τους δικούς τους τρόπους ζωής και σκέψης, με διάφορους τρόπους. Παράλληλα, η παπική εκκλησία, που τους ακολουθούσε κατά πόδα στις κατακτήσεις τους, φρόντιζε από την πλευρά της πώς θα προσέλκυε τους υπόδουλους ορθόδο-ξους στον καθολικισμό. Το πιο βασικό ίσως όπλο στον αγώνα αυτό της Γαληνότατης Δημοκρατίας και του πάπα ήταν οι συμβολαιογράφοι, οι νοτάριοι, όπως τους αποκαλούσαν. Αν ανάγκαζαν τους στυλοβάτες αυτούς της ομαλής κοινωνικής και οικονομικής λειτουργίας και ισορροπίας να γράφουν όλες τις πράξεις τους στα λατινικά, θα εξανάγκαζαν όλους τους κατοίκους να μάθουν αναγκαστικά τη λατινική γλώσσα. Αυτό θα ήταν το πρώτο βήμα για τον εκλατινισμό τους. Το δεύτερο βήμα θα γινόταν αν τους ανάγκαζαν να περνούν μέσα από τις πράξεις τους το τυπικό του δυτικού δικαίου ή κάποιους από τους κανόνες του, εξοβελίζοντας σταδιακά το βυζαντινό δίκαιο που επικρατούσε μέχρι τότε, ανάμικτο, όπως αναφέραμε με προηγούμενους παραδοσιακούς τοπικούς δικαιακούς κανόνες. Η επιβολή της λατινικής γλώσσας ευνοούσε και την παπική εκκλησία, γιατί η γνώση της άνοιγε προοπτικές για την αποδοχή του καθολικισμού. Για το λόγο αυτό δόγης και πάπας συμφώνησαν εξαρχής να καταργηθούν στο νησί όλες οι ορθόδοξες επισκοπές. Οι καθολικές, που ιδρύθηκαν αμέσως μετά την κατά-κτηση στη θέση τους, θα αποτελούσαν τις κυψέλες του παπισμού.  Σκέφτη-καν δηλαδή οι άνθρωποι του πάπα ότι η έμμεσα επιβαλλόμενη λατινική γλώσσα στους ντόπιους και η έλλειψη ταγών της ορθοδοξίας θα σήμαινε και τη σταδιακή εξαφάνιση του μισητού ανατολικού δόγματος στο νησί. Παράλληλα, οι άνθρωποι του δόγη ήλπισαν, όπως αναφέραμε, ότι η πολιτική αυτή θα βοηθούσε και στον αφελληνισμό των Κρητικών. Αυτό θα ήταν ευνοϊκό για την απρόσκοπτη διοίκηση του νησιού, αφού ως καθολικοί και εκλατινισμένοι θα περιόριζαν τις εξεγέρσεις κατά της εξουσίας, όπως παρα-δοσιακά συνήθιζαν[1]. Το σχέδιο, θεωρητικά τουλάχιστον, στηριζόταν πάνω σε λογικές βάσεις. Το σφάλμα που έκαναν δόγηδες και πάπες ήταν ότι δεν υπολόγισαν σωστά τις αντιστάσεις του ελληνικού ορθόδοξου στοιχείου. Εξάλλου ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι η πολιτιστική τουλάχιστον μετα-τροπή και αλλοτρίωση επιτυγχάνεται, μόνο όταν ο επιβαλλόμενος πολιτι-σμός σε ένα λαό είναι ανώτερος από τον υπάρχοντα. Όταν οι πολιτιστικές ρίζες είναι βαθιές και στέρεες, οι πολιτιστικές αλλαγές είναι από δύσκολες έως αδύνατες. Το ίδιο συμβαίνει και με τις θρησκευτικές δοξασίες.

Όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο οι εκπρόσωποι των δόγηδων διαπί-στωναν ότι στην Κρήτη οι προσπάθειές τους να αφελληνίσουν τους κατοί-κους και να τους οδηγήσουν στον καθολικισμό αποδεικνύονταν μάταιες. Με άλλα λόγια, οι νοτάριοι μπορεί να έγραφαν στα λατινικά, αλλά οι κάτοικοι δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ να μάθουν τη νεκρή αυτή γλώσσα. Πίστευαν όσα τους μετέφραζαν, με αποτέλεσμα πολλές φορές να δημιουργούνται μεγάλες αναστατώσεις, γιατί, όπως σε όλους τους κλάδους, έτσι και στη νοταριακή κοινότητα εμφανίζονταν, πολύ συχνά, και οι κίβδηλοι. Οι συνεχείς αντι-παραθέσεις σε πόλεις και χωριά δυσκόλευαν τις εισπρακτικές και διοικητικές τακτικές των κατακτητών και καθιστούσαν προβληματική την διατήρηση του «βασιλείου»[2] και επισφαλή τα κέρδη από την εκμετάλλευση των κατοί-κων. Επειδή, όπως αναφέραμε, οι Βενετοί πάνω από όλα έθεταν το χρήμα, κάποια δεδομένη στιγμή άφησαν κατά μέρος τη φιλόδοξη, αλλά αποτυχη-μένη πολιτική τους και αποφάσισαν να αποκαταστήσουν την ηρεμία στο νησί, προκειμένου οι εισπράξεις τους να αυξηθούν. Έτσι, επέτρεψαν στους νοταρίους της υπαίθρου να χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα, για να είναι κατανοητές στους συμβαλλόμενους οι πράξεις τους, και στους κατοί-κους των πόλεων να χρησιμοποιούν την ιταλική, αντί της λατινικής, για τον ίδιο λόγο[3]. Μια ζωντανή γλώσσα ήταν, οπωσδήποτε, πιο κατανοητή από μια νεκρή. Γενικά, το μόνο που πέτυχαν οι άνθρωποι της Γαληνότατης Δημο-κρατίας, μέσα στο μακρύ χρονικό διάστημα της κυριαρχίας τους στην Κρήτη, ήταν να αναγκάσουν τους ντόπιους να αποδεχθούν κάποια δυτικά δικαιακά στοιχεία, όπως φαίνεται μέσα στις συμβολαιογραφικές πράξεις. Αυτό συνέβηκε γιατί, όπως αναφέραμε, το τυπικό των πράξεων ήταν προκα-θορισμένο από τη Διοίκηση. Στη βάση τους όμως οι νοτάριοι εξακολου-θούσαν να ακολουθούν το βυζαντινό δίκαιο, όπως αυτό είχε αναμιχθεί με τις τοπικές παραδοσιακές συνήθειες. Εξάλλου, όπως προλέχθηκε, το βενετικό και το βυζαντινό δίκαιο δεν διέφεραν πολύ, αφού και τα δύο είχαν αφετηρία το ρωμαϊκό.

Παράλληλα, μπορεί να καταργήθηκαν οι ορθόδοξες επισκοπές και να υποχρεώνονταν όσοι από τους ντόπιους ήθελαν να γίνουν ορθόδοξοι παπά-δες να ταξιδεύουν σε περιοχές εκτός του νησιού, προκειμένου να πάρουν το χρίσμα, αλλά οι δυτικές επισκοπές δεν απέκτησαν ποτέ πιστούς, «ποίμνιο». Επειδή η άδεια και το ταξίδι απαιτούσαν πολλά έξοδα και χρονοβόρες διαδικασίες, οι ενδιαφερόμενοι δεν δίσταζαν να πουλούν ακόμα και την περιουσία τους για να τα εξασφαλίσουν. Θεωρούσαν υπέρτατο καθήκον τους να γίνουν ορθόδοξοι ιερείς και να κρατήσουν με κάθε τρόπο τους συντοπίτες τους στο δόγμα των προγόνων τους. Έτσι, σταδιακά παρουσιάστηκε το φαινόμενο να φυτρώνουν σε κάθε πόλη και χωριό ορθόδοξοι ιερείς κατά πολύ περισσότεροι από όσους χρειάζονταν. Σε κάποια μάλιστα φάση αναγκάστηκε η ίδια η βενετική διοίκηση να καταργήσει πολλούς, γιατί  ο μεγάλος αριθμός τους, ιδίως στα χωριά, δημιουργούσε πολλά προβλήματα.[4] Συμπερασματικά, παρά τις μεγάλες προσπάθειες και τη συστηματική δου-λειά οι εκπρόσωποι της παπικής εκκλησίας δεν κατόρθωσαν να αποσπάσουν τους ντόπιους από το ορθόδοξο δόγμα. Οι δυτικές επισκοπές των επαρχιών υπολειτουργούσαν, οι καθολικοί επίσκοποι αναγκάζονταν να ζουν μακριά από αυτές για να νιώθουν ασφαλείς και μερικές φορές δεν δίσταζαν να εγκαθίστανται μόνιμα στη Βενετία και να «διοικούν» από εκεί την επισκοπή τους. Ο τίτλος του δυτικού επισκόπου στην Κρήτη έπαψε να έχει ουσιαστικό περιεχόμενο. Κατάντησε εμπορικός τίτλος και τον αποκτούσαν άτομα ασήμαντα, με αποκλειστική επιδίωξη το κέρδος[5]. Οι καθολικές εκκλησίες ακόμα και στις πόλεις δέχονταν ελάχιστους πιστούς, ενώ οι ορθόδοξες γέμιζαν. Γενικά, οι προσπάθειες της Διοίκησης και της παπικής εκκλησίας  απέτυχαν παταγωδώς.  Στο τέλος  εγκατέλειψαν και οι δύο αυτές αρχές κάθε σχετικά προσπάθεια και στο νησί επικράτησε θρησκευτική, κοινωνική αλλά και εθνολογική σύγχυση. Η μεταπήδηση από τη μια εθνότητα στην άλλη και από το ένα δόγμα στο άλλο κατάντησε να είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κατάστασης των κατοίκων. Όποιος αποκτούσε χρήματα, γινόταν -αν δεν ήταν- καθολικός και μιλούσε ή προσπαθούσε να μιλήσει βενετικά. Αντίθετα, όποιος φτώχαινε γινόταν -αν δεν ήταν- ορθόδοξος και μιλούσε ελληνικά. Αυτό σήμαινε, με δεδομένο ότι ελάχιστοι αποκτούσαν ή διατηρούσαν τον πλούτο τους στο νησί,  ότι το σύνολο σχεδόν των κατοίκων ήταν ορθόδοξοι και μιλούσαν ελληνικά[6].

Πριν προχωρήσουμε στην ανάπτυξη του θέματος, πρέπει να σημειώσουμε αδρομερώς  για τους μη νομικούς αναγνώστες μας ότι σήμερα το ιδιωτικό δίκαιο χωρίζεται στο αστικό, που καθορίζει τις έννομες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών,  και στο εμπορικό, που καθορίζει τις έννομες σχέσεις μεταξύ των εμπόρων. Στο μεγαλύτερο μέρος του (το ιδιωτικό δίκαιο) είναι ενδοτικό, μπορούν δηλαδή οι ενδιαφερόμενοι να κάνουν σε διάφορους τομείς συμφω-νίες διαφορετικές και από αυτές που προβλέπει ο νόμος. Το αστικό δίκαιο χωρίζεται σε γενικές αρχές, στο ενοχικό, εμπράγματο, οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο.

Το οικογενειακό δίκαιο, που θα καλύψει με τις περιπτώσεις του ολό-κληρο το πρώτο μέρος της παρούσας μελέτης, περιλαμβάνει όλα τα σχετικά με το γάμο, τις υποχρεώσεις των συζύγων, το διαζύγιο, τη μέριμνα των παιδιών, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των γονέων και των τέκνων, όπως και την υιοθεσία και τη διατροφή συζύγων ή και συγγενών. Το κληρο-νομικό δίκαιο, που θα αποτελέσει το κύριο αντικείμενο του δεύτερου μέρους, ρυθμίζει την κληρονομική διαδοχή, τις διαθήκες, την επαγωγή της κληρονομιάς στους κληρονόμους, την κληρονομική αναξιότητα, την κληρο-δοσία και τη νόμιμη μοίρα.

 

Β. Περιεχόμενο και δομή της μελέτης.

Στην παρούσα μελέτη θα προσπαθήσουμε, με βάση τα υπάρχοντα νοτα-ριακά έγγραφα που αναφέρονται στη δυτική Κρήτη, να διακρίνουμε και να αναλύσουμε τους κανόνες που ρύθμιζαν κατά τα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας το κληρονομικό και οικογενειακό δίκαιο των κατοίκων του νησιού, Ελλήνων και Βενετών. Επίσης θα επιχειρήσουμε, όπου είναι εφικτό, να επισημάνουμε ποιες από τις αρχές  δικαίου είχαν δυτική προέλευση, ποιες αποτελούσαν συνέχεια του βυζαντινού δικαίου, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στην Κρήτη, και, τέλος, ποιες ανήκαν αποκλειστικά σε άγραφτους πατρο-παράδοτους κανόνες. Αρχικά, οι νοτάριοι, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, υπο-χρεώθηκαν να γράφουν τις δικαιοπραξίες τους στα λατινικά, προκειμένου να εισαγάγουν τις δυτικές ορολογίες δικαίου και να κάνουν γνωστή στους πολλούς την επίσημη γλώσσα της παπικής εκκλησίας. Αργότερα οι βενετικές αρχές, εξαιτίας των ανυπέρβλητων δυσκολιών που προκαλούσε στους απλούς κατοίκους, η χρήση της λατινικής, επέτρεψαν τη χρησιμοποίηση της ιταλικής και της ελληνικής στον ευαίσθητο αυτόν τομέα. Έτσι τα πράγματα κάπως βελτιώθηκαν. Πάντως μέσα στα τόσα χρόνια της «γλωσσικής λατινο-κρατίας» πολλές δυτικές  δικαιακές αρχές, όπως ήταν φυσικό, εισχώρησαν και παγιώθηκαν στο κρητικό τοπικό δίκαιο.

Στην ανάπτυξη του θέματός κρίθηκε απαραίτητο να υπάρχει διαχωρισμός υπαίθρου και πόλεων. Προφανώς πολλές όψεις του οικογενειακού και του κληρονομικού δικαίου ήταν κοινές, όχι  όμως όλες. Με βάση τα παραπάνω, η όλη μελέτη χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, αφού δίδονται αδρομερώς, σε μορφή εισαγωγικού σημειώματος, οι βασικές αρχές του οικογενειακού δικαίου κατά την περίοδο του Βυζαντίου, απαριθμούνται όλες οι περιπτώσεις, διαφοροποιημένες ή όχι, που εντοπίστηκαν κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, χωριστά, όπως αναφέραμε, στην ύπαιθρο και χωριστά στην πόλη. Κατά συνέπεια, το πρώτο μέρος χωρίζεται σε δύο κεφάλαια, από τα οποία το ένα αναφέρεται στην ύπαιθρο και το άλλο στην πόλη του Ρεθύμνου. Και στο δεύτερο μέρος υπάρχει η ίδια δομή. Προηγείται ως εισα-γωγικό σημείωμα αδρομερής αναφορά στις βασικές αρχές του βυζαντινού δικαίου, που ίσχυε στην Κρήτη μέχρι τις αρχές του 13ου αι., και ακολουθούν οι περιπτώσεις, διαφοροποιημένες ή όχι, που ίσχυσαν μετά την κατάληψη του νησιού από τους ανθρώπους του βενετού δόγη. Και αυτό χωρίζεται σε δύο κεφάλαια, με το πρώτο να εξετάζει τις κληρονομικές συνήθειες των κατοίκων της πόλης και το δεύτερο αυτές των κατοίκων της υπαίθρου.

 

Γ. Βασικές πηγές της μελέτης.

Η όλη μελέτη θα στηριχθεί στα έξι πρωτόκολλα των νοταρίων του δια-μερίσματος Ρεθύμνου, που διασώθηκαν στα αρχεία της Βενετίας και έχουν δημοσιευτεί. Και τα έξι αναφέρονται στον δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα. Στα συγκεκριμένα πρωτόκολλα περιλαμβάνονται συνολικά 2.288 πράξεις. Από αυτές οι 287 σχετίζονται με το οικογενειακό δίκαιο (προικο-σύμφωνα, εκτιμήσεις, εξοφλήσεις προίκας, επιστροφή προίκας κ.ά.) και οι 152 με το κληρονομικό δίκαιο (διαθήκες, κωδίκελλοι, κληροδοτήματα κ.ά.). Από τους έξι νοταρίους, που έγραψαν τα παραπάνω πρωτόκολλα, οι δύο είχαν την έδρα τους σε χωριά και οι τέσσερις στην πόλη. Να σημειωθεί ότι, όπως αναφέραμε ήδη, οι νοτάριοι των χωριών έγραφαν τις πράξεις τους στα ελληνικά, ενώ αυτοί των πόλεων στα ιταλικά (παλαιότερα στα λατινικά). Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι της υπαίθρου ενδιαφέρονταν πρώτιστα για τους γάμους και δευτερευόντως για τις διαθήκες, αντίθετα με τους κατοίκους των πόλεων. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι από τις 287 πράξεις που σχετί-ζονται με τους γάμους και, κατ’ επέκταση, με το οικογενειακό δίκαιο οι 186 (ποσοστό 64%) συντάχτηκαν από τους δύο επαρχιώτες νοταρίους. Οι ίδιοι από τις 152 πράξεις που σχετίζονται με τις διαθήκες και, κατ’ επέκταση, με το κληρονομικό δίκαιο, συνέταξαν μόλις τις 34 (ποσοστό 22%).

Η εμφανής διαφοροποίηση των κατοίκων των χωριών και των κατοίκων των πόλεων στους τομείς αυτούς ήταν φυσιολογική. Οι χωρικοί ήσαν, κατά κανόνα, φτωχοί και ελάχιστα είχαν να αφήσουν με τη διαθήκη τους. Για το λόγο αυτό τις περισσότερες φορές απέφευγαν τη σύνταξή της, η οποία απαιτούσε χρόνο, ταλαιπωρία και έξοδα. Αυτά που είχαν και χωρίς διαθήκη πήγαιναν στα παιδιά και τη σύζυγό τους. Αυτό υπαγόρευε το γραπτό και το εθιμικό δίκαιο που ακολουθούσαν. Το αντίθετο συνέβαινε με τους γάμους. Έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον να βρουν μια γυναίκα για να μοιραστούν τις δυσκολίες της ζωής τους και κάποια προίκα για να προσπαθήσουν να περιορίσουν έστω και λίγο την παραδοσιακή ανέχειά τους. Ο γάμος ήταν γι’ αυτούς πολλαπλά αναγκαίος. Η δημιουργία οικογένειας, εξάλλου, αποτε-λούσε για τους ίδιους, εκτός των άλλων, μέσο καταξίωσης, και επίδειξης ικανότητας και ανδρισμού.

Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι των πόλεων, και ιδίως αυτοί που διέθεταν αρκετά χρήματα, ασχολούνταν πολύ περισσότερο με τη διαθήκη τους, την οποία έγραφαν και ξανάγραφαν, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες ζωής που αντιμετώπιζαν. Έπειτα άφηναν πολλά και σε άλλους πέρα από τους κληρονόμους τους, αφού είχαν αυτή την «πολυτέλεια». Οι πολλές αμαρτίες τους, που πιστοποιούνται με την ύπαρξη νόθων ή την εκμετάλλευση των αδυνάτων, τους οδηγούσαν συχνά να παραχωρούν μεγάλα κληροδοτήματα σε αναξιοπαθούντες για να δείξουν έστω και την τελευταία στιγμή ευσπλαχνία, όπως και σε μοναστήρια και εκκλησίες για επισκευές των οικημάτων τους ή σε παπάδες για επιπλέον από τα καθιερω-μένα μνημόσυνα. Όλα αποσκοπούσαν στη σωτηρία της ψυχής τους, που όλη τους τη ζωή παραμελούσαν. Παράλληλα, αν και για τους γάμους ενδιαφέ-ρονταν λιγότερο, δεν έπαυαν να επιδιώκουν κάποια καλή προίκα, ιδίως όταν ήταν οικονομικά εξαντλημένοι. Να σημειωθεί βέβαια ότι οι φτωχοί των πόλεων δεν διέφεραν και πολύ σε νοοτροπία από τους κατοίκους των επαρχιών, γιατί η φτώχεια είναι παντού η ίδια και συνήθως διαμορφώνει κοινούς χαρακτήρες. Το ίδιο συμβαίνει και με τον πλούτο. Οι πλούσιοι της υπαίθρου και των πόλεων ήταν απλώς πλούσιοι.

Εκτός από τα πρωτόκολλα των νοταρίων θα γίνεται αναφορά, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο, και στους δικαιακούς βυζαντινούς κανόνες, που συμπερι-λαμβάνονται στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου[7]. Το βιβλίο αυτό περιέχει τους σημαντικότερους νόμους του Βυζαντίου και αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, σύνοψη του τεράστιου σε έκταση βυζαντινού δικαίου. Το γεγονός ότι το ίδιο βιβλίο χρησιμοποιήθηκε ως βάση της νομολογίας στο νεοελληνικό κράτος που σχηματίστηκε από τις στάχτες του 1821, αποτελεί αδιαμφι-σβήτητο στοιχείο της σπουδαιότητάς του. Μην ξεχνάμε ότι πολλοί και από τους σημερινούς κανόνες δικαίου είναι στηριγμένοι επάνω του. Πέρα των βασικών αυτών πηγών, θα χρησιμοποιηθεί ως υποστηρικτικό υλικό κάθε έγγραφο ή δημοσίευμα σχετικό με το θέμα μας.

Στην αρχή κάθε κεφαλαίου κρίθηκε σκόπιμο να υπάρχει ο πίνακας περιεχομένων του συγκεκριμένου κεφαλαίου, για να είναι περισσότερο εύκολη η ανάγνωση και η κατανόηση του. Επίσης στην αρχή κάθε μέρους και κάθε κεφαλαίου θα υπάρχει και σχετική εισαγωγή προς διευκόλυνση και πάλι της μελέτης. 

Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η παρούσα μελέτη δεν αποτελεί ολοκλη-ρωμένη παρουσίαση του κρητικού δικαίου, όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά τα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας στο νησί, αλλά παρουσιάζει κάποιες περιπτώσεις του δικαίου αυτού. Εξάλλου ο τίτλος της μελέτης είναι όψεις δικαίου και όχι  δίκαιο.

    

 

 

***

 

  

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

ΒΥΖΑΝΤΙΟ

 


Α. Μνηστεία

Β. Γάμος

Γ. Απαγορευμένοι γάμοι

Δ. Δεύτερο γάμος

Ε. Επιστροφή προίκας

Στ. Δωρεές

Ζ. Διάλυση γάμου


 

Α. Μνηστεία.

Σύμφωνα με τη βυζαντινή νομοθεσία[8], οι οικογένειες των μνηστευμένων και οι  ίδιοι οι μνηστευμένοι όφειλαν να ακολουθούν ορισμένους δικαιακούς κανόνες και αρχές. Η μνηστεία γινόταν, κατά κανόνα, προφορικά και σπάνια γραπτά. Μπορούσε να γίνει αρραβώνας και μεταξύ απόντων, αν το απο-δέχονταν. Οι μελλόνυμφοι, προκειμένου να αντιλαμβάνονται τι έκαναν, έπρεπε να ήταν και οι δύο πάνω από επτά ετών. Ιεροτελεστίες δεν επιτρέ-πονταν, παρά μόνο όταν είχε περάσει το κορίτσι το 13ο και το αγόρι το 14ο έτος της ηλικίας του. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να συμφωνούν και οι δύο. Όταν η κόρη δεν αντέλεγε στον πατέρα της, σήμαινε ότι συμφωνούσε. Ο πατέρας της αρραβωνιασμένης, όταν είχε την κηδεμονία της, μπορούσε να διαλύσει τον αρραβώνα. Όταν όμως, κατά τη διάρκεια του αρραβώνα, η κόρη ελευθερωνόταν από τα δεσμά της κηδεμονίας, δεν μπορούσε.

Η διάρκεια του αρραβώνα δεν μπορούσε να διαρκέσει πάνω από 2 χρόνια. Αν ο γαμπρός απουσίαζε πάνω από 3 χρόνια, η κοπέλα είχε τη δυνα-τότητα να επιλέξει άλλον άντρα.

Αν ο μνηστήρας ήθελε να κάνει κάποιο δώρο στη νύφη (προγαμιαία δωρεά), έπρεπε να το κάνει πριν από τον γάμο, γιατί μετά το γάμο δεν ίσχυαν οι δωρεές. Το ίδιο ίσχυε και για τη νύφη. Προίκα της γυναίκας λογιζόταν μόνο όσα είχε στην ιδιοκτησία της πριν από το γάμο.

Ο αρραβώνας μπορούσε να διαλυθεί, όταν η κοπέλα ήταν έγκυος από άλλον, όταν άλλαζε θρησκεία ή δόγμα και όταν πήγαινε σε μοναστήρι. Όποιος διέλυε τον αρραβώνα, πλήρωνε το λεγόμενο «γαμικό πρόστιμο».  Αυτό ίσχυε και για ανήλικους και για ενήλικους. Αν αρραβωνιασμένοι είχαν φιληθεί  και πέθαινε ο ένας από τους δυο τους πριν τον γάμο, αυτός που ζούσε κρατούσε το μισό της προγαμιαίας δωρεάς.

Οι άντρες από 20-25 ετών μπορούσαν να ζητήσουν απαλλαγή από την πατρική ή όποια άλλη κηδεμονία. Το ίδιο και οι γυναίκες από 18-25.

Ο προξενητής δεν έπρεπε να πληρώνεται. Αν κάποιος απαιτούσε χρήμα-τα, από τη στιγμή που δεν είχε κάνει σχετική συμφωνία, δεν έπαιρνε τίποτα. Αν είχε γίνει συμφωνία, δεν μπορούσε να πάρει πάνω από το 1/20 του συνόλου της προίκας και της προγαμιαίας δωρεάς. Αυτό γινόταν προφανώς, για να μην μετατρέπεται η εξασφάλιση γαμπρού ή νύφης, ο  γάμος γενικό-τερα,  σε εμπορική επιχείρηση.

Με βάση τα συμβόλαια που ακολουθούν, οι παραπάνω αρχές και διατά-ξεις θα πρέπει να ίσχυσαν, με πολύ μικρές αποκλίσεις, και στη βενετοκρα-τούμενη Κρήτη. Πιο συγκεκριμένα, τα όρια ηλικίας για σύναψη γάμου, όπως και για απαλλαγή από την πατρική κηδεμονία σχεδόν συμπίπτουν. Επίσης, για τα προγαμιαία δώρα γίνονται σε κάποιες από τις δικαιοπραξίες σύντομες αναφορές. Αντίθετα, για το ζήτημα του προξενιού και την αμοιβή των προξενητών δεν υπάρχει αναφορά. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν ίσχυε η σχετική συνήθεια. 

 

Β. Γάμος.

Απαραίτητη ηλικία για τη σύναψη γάμου ήταν για τον άντρα το 14ο έτος και για την κοπέλα το 12ο. Αυτό ίσχυε και για τους αυτεξούσιους και για τους υπεξούσιους (υπό κηδεμονία). Για να γινόταν γάμος έπρεπε να συμφω-νήσουν όχι μόνο ο γαμπρός και νύφη αλλά  και οι κηδεμόνες. Γάμος χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών ήταν άκυρος. Αν παντρευόταν κοπέλα κάτω των 12 ετών, γινόταν νόμιμη σύζυγος, μόνο όταν τα περνούσε. Μπορούσε ο άντρας να νυμφευόταν, ενώ ήταν απών, με επιστολή ή μέσω αντιπροσώπου. Σ’ αυτήν την περίπτωση όφειλε η γυναίκα να εγκατασταθεί στο σπίτι του γαμπρού. Αν αυτός πέθαινε, πριν επιστρέψει, τον πενθούσε για ένα έτος.

Αν ο πατέρας συλλαμβανόταν αιχμάλωτος ή εξαφανιζόταν από το σπίτι και δεν επέστρεφε μέσα σε τρία χρόνια, ο γιος ή και η κόρη μπορούσαν να παντρευτούν χωρίς τη συγκατάθεσή του.

Αν οι κηδεμόνες άδικα εμπόδιζαν τους κηδεμονευόμενους να παντρευ-τούν ή δεν τους έδιναν προίκα, αυτοί μπορούσαν να καταφύγουν στα δικαστήρια και να το απαιτήσουν.

Η ορφανή από πατέρα κόρη μπορούσε να παντρεύεται χωρίς τη συγκατά-θεση του κηδεμόνα, γιατί σ’ αυτόν ανήκε η διαχείριση της περιουσίας της και όχι τα σχετικά με το γάμο της. Όφειλε όμως η κόρη να έχει συμπληρώσει το 26ο έτος της ηλικίας της. Αν για το γάμο της διαφωνούσαν μητέρα, συγγενείς ή επίτροποι, τη λύση έδινε ο δικαστής.

Μπορούσε να γίνει γάμος και χωρίς προικοσύμφωνο «αρκεί να φυλαχθεί η διατύπωσις του νόμου».

Η ενήλικος αυτεξούσια μπορούσε να παντρευτεί νόμιμα και χωρίς τη θέληση του πατέρα της. Πιο συγκεκριμένα, όταν μια κοπέλα συμπλήρωνε το 25ο έτος της ηλικίας της και ο πατέρας της αμελούσε να την παντρέψει, μπορούσε να καταφύγει στο δικαστήριο και να απαιτήσει να την παντρέψει και να την προικίσει. Κανείς δεν έπρεπε να παντρεύεται κρυφά. Αν το έκανε, τον τιμωρούσαν, όπως και τον παπά που τον πάντρεψε[9].

 

Γ. Απαγορευμένοι γάμοι.

Οι συγγενείς διακρίνονταν σε τρεις κατηγορίες: α. ανιόντες (= όσοι μας γέννησαν, δηλαδή μάνα, πατέρας, παππούς...), κατιόντες (= όσοι γεννήθηκαν από εμάς, δηλαδή παιδιά, εγγόνια…) και πλάγιοι (= όσοι ανήκαν στην ίδια οικογένεια, δηλαδή αδέρφια, ξαδέρφια, ανίψια, θείοι…).

Ο γάμος ανάμεσα σε ανιόντες και κατιόντες ήταν απαγορευμένος. Αν κάποιος παραβίαζε την απαγόρευση, υφίστατο τιμωρία και δημευόταν η περιουσία του, όπως και η προίκα που είχε πάρει. Αν έκανε παιδιά, αυτά ήταν κάτω και από την κατηγορία των νόθων και δεν κληρονομούσαν τον πατέρα τους. Δεν μπορούσε κανείς να παντρευτεί, αδερφή, ανιψιά ούτε εγγονή από αδέλφια ή ανίψια, ούτε θεία, ούτε ξαδέρφια.

Υπήρχαν απαγορευμένοι γάμοι και με εξ αγχιστείας συγγενείς. Δεν μπο-ρούσε κανείς να πάρει προγονή ή νύφη του. Ούτε την κόρη της συζύγου του, που χώρισε και την έκανε μετά τον χωρισμό. Ούτε την μητριά ή την πεθερά, ούτε τη μνηστή του πατέρα ή του αδερφού μου. Ο θετός γιος δεν μπορούσε να παντρευτεί τη σύζυγο του πατριού του, ούτε ο πατριός τη δική του.

Όποιος παντρευόταν μοιχαλίδα, γινόταν και αυτός μοιχός, εκτός αν την είχε παλλακίδα. Αν της έγραφε περιουσία, αυτή πήγαινε στο δημόσιο.

Όποιος έκανε απαγωγή σε παρθένα, χήρα ή μνηστευμένη, δεν μπορούσε να την παντρευτεί ακόμα και με τη συγκατάθεση των γονιών του. Παράλ-ληλα, τιμωρούνταν ο ίδιος και όσοι τον βοήθησαν στην απαγωγή. Αν δεχόταν η κοπέλα το γάμο και αν ακόμα τεκνοποιούσε, όχι μόνο δεν τον κληρονομούσε, αλλά έχανε και τα δικαιώματα από την πατρική της περιου-σία. Αν δεν δεχόταν το γάμο, έπαιρνε την περιουσία της. Ο νονός δεν μπορούσε να παντρευτεί τη βαφτισιμιά του, ούτε τη μητέρα, ούτε την κόρη της, ούτε ο γιος του[10].

Με βάση τις σχετικές περιπτώσεις που συναντάμε στα πρωτόκολλα των νοταρίων, ίσχυαν, κατά κανόνα, οι παραπάνω βυζαντινές διατάξεις. 

 

Δ. Δεύτερο γάμος.

Η γυναίκα δεν μπορούσε να παντρευτεί ξανά, αν δεν περνούσε τουλά-χιστον ένα έτος από το θάνατο του άντρα της ή το δικαιολογημένο διαζύγιό της. Αν η ίδια ήταν υπαίτια για τη διάλυση του γάμου, όφειλε να περιμένει πέντε χρόνια. Αν είχε κατηγορηθεί ως μοιχαλίδα ή αν είχε ζητήσει χωρίς λόγο διαζύγιο, κλεινόταν σε μοναστήρι. Η γυναίκα που θα γεννούσε μέσα στο έτος του πένθους, μπορούσε αμέσως να παντρευτεί. Η μάνα μπορούσε να αναθρέψει τα παιδιά της, χωρίς να παντρευτεί δεύτερη φορά. Και αυτή ακόμα που παντρεύτηκε, αλλά έμεινε παρθένα όφειλε να πενθεί τον άντρα της. Αυτή που επιτρόπευε τα ανήλικα παιδιά της αν παντρευόταν ξανά, χωρίς να ζητήσει επίτροπο και να του δώσει όλους τους σχετικούς λογαρια-σμούς, υποθήκευε την περιουσία τη δικιά της και του συζύγου της στα παιδιά της, και αν αυτά πέθαιναν ανήλικα, δεν τα κληρονομούσε, ακόμα και αν το είχε ορίσει με τη διαθήκη του ο πατέρας τους.

Όταν γυναίκα αυτεξούσια, κάτω των 25 ετών, ερχόταν σε δεύτερο γάμο, όφειλε να έχει τη συγκατάθεση του πατέρα της ή αν αυτός είχε πεθάνει, των συγγενών της. Αν ήταν ενήλικη, δεν χρειαζόταν. Αν οι συγγενείς της είχαν άλλη πρόταση για γαμπρό, αποφάσιζε ο δικαστής ποια ήταν καλύτερη πρόταση. Αν τις έκρινε ισάξιες, επικρατούσε η επιλογή της γυναίκας.

Γυναίκα που δεν έδινε προίκα δεν μπορούσε να απαιτήσει την περιουσία του συζύγου της, εξαιτίας της προγαμιαίας δωρεάς, ούτε ο άντρας που δεν έδωσε προγαμιαία δωρεά, μπορούσε να απαιτήσει κάτι από την περιουσία της γυναίκας του, εκτός και αν η ίδια τού δώριζε κάτι.

 

Ε. Επιστροφή προίκας.

Ο νόμος φρόντιζε να διατηρεί τις ισορροπίες και να αποδίδει τη δικαιο-σύνη στο λεπτό θέμα της προίκας. Αν η προίκα ήταν ζώα και ψοφούσαν ή φορέματα και καταστρέφονταν, ο άντρας, σε περίπτωση επιστροφής της, έδινε το αντίστοιχο τίμημα. Αν αυτό συνέβαινε πριν το γάμο, τότε η ζημιά βάρυνε αποκλειστικά τη γυναίκα. Αν εκτιμούνταν τα ζώα και περνούσαν στην προίκα, ο άντρας ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει τα ίδια ή το αντίτιμό τους. Αν δεν εκτιμούνταν, δεν επιβαρυνόταν ο άντρας, εκτός αν ο ίδιος τα έβλαπτε. Γενικά, ο άντρας σε περίπτωση επιστροφής της προίκας, μπορούσε να μην έδινε τα ίδια αλλά το αντίτιμο όσων πήρε. Όταν γινόταν ο γάμος, αυτός που απαιτούσε την υπεσχημένη προίκα δεν ήταν η γυναίκα αλλά ο άντρας. Αν αυτός που υποσχέθηκε την προίκα ήταν πάνω από 25 ετών, άντρας ή γυναίκα, ήταν υποχρεωμένος να τηρήσει την υπόσχεσή του. Αν δεν την έδινε σε διάστημα δύο ετών, πλήρωνε επιπλέον τόκο 3%. Η μάνα δεν ήταν υποχρεωμένη να προικίσει την κόρη της, ούτε μπορούσε ο άντρας να το απαιτήσει,  αν η ίδια δεν το ήθελε.

Σε περίπτωση επιστροφής της προίκας, αν η κόρη ήταν υπεξούσια, την έπαιρνε από κοινού με τον πατέρα της. Ο πατέρας, σε περίπτωση δεύτερου γάμου της κόρης του, δεν μπορούσε να της δώσει προίκα μικρότερη από αυτή που της είχε δώσει στον πρώτο. Το προνόμιο της γυναίκας να απαιτεί την προίκα της δεν το είχαν οι συγγενείς της, παρά μόνο τα παιδιά της[11]. Μετά το θάνατο της γυναίκας μπορούσε ο άντρας να απαιτήσει την προίκα που του είχαν υποσχεθεί μέσα σε 10 χρόνια. Αν η γυναίκα είχε περιουσία άλλη πλην της προίκας, χωρίς να έχει αποδεικτικά στοιχεία, η περιουσία αυτή ανήκε δικαιωματικά στον άντρα ή τα παιδιά.

Μόνο για τους παρακάτω 5 λόγους δημευόταν η προίκα: καθοσίωση, δημόσια βία, πατροκτονία, δηλητηρίαση, ανδροκτονία. Αν ο πατέρας αφού προίκιζε την κόρη του, ξόδευε την περιουσία του και πέθαινε άπορος, η γυναίκα του δεν μπορούσε να πάρει από την κόρη της παρά μόνο όσα της έχει δώσει η ίδια. Τα εξωπροίκια, όταν υπήρχαν, δεν ήταν του άντρα, εκτός αν του είχαν παραχωρηθεί ειδικά. Αν τα ξόδευε χωρίς τη συγκατάθεση της γυναίκας του, τα επέστρεφε σαν την προίκα. Η γυναίκα μπορούσε να τα δώριζε όπου ήθελε σαν να ήταν δική της προίκα ή κληροδότημα[12].

 

ΣΤ. Δωρεές.

Οι δωρεές μεταξύ άντρα και γυναίκας δεν ίσχυαν σε νόμιμους ή και απαγορευμένους γάμους. Η γυναίκα μπορούσε να δωρίσει ό, τι ήθελε στην κόρη της, αλλά όχι, εν ζωή, στον άντρα της, ούτε ο πεθερός στο γαμπρό του[13].

 

Ζ. Διάλυση γάμου.

Ο γάμος μπορούσε να διαλυθεί μόνο στις παρακάτω περιπτώσεις:

α. Όταν ο σύζυγος για τρία χρόνια δεν ικανοποιούσε τη σύζυγο. Στην περίπτωση αυτή μπορούσε η γυναίκα να πάρει την προίκα της και αυτός τις προγαμιαίες δωρεές. 

β. Όταν η γυναίκα, κατά την περίοδο αιχμαλωσίας του συζύγους της, έκανε δεύτερο γάμο. Στην περίπτωση αυτή, έχανε την προίκα της και ο άντρας τις προγαμιαίες δωρεές.

γ. Όταν η γυναίκα σκότωνε τα έμβρυα, γιατί δεν ήθελε παιδιά.

δ. Όταν κάποιος ήθελε να ακολουθήσει ασκητικό βίο ή να μπει σε μοναστήρι.

ε. Όταν δεν έβρισκε ο άντρας τη γυναίκα παρθένο.

Όταν ο σύζυγος έδερνε τη γυναίκα του με μαστίγιο ή ξύλο χωρίς λόγο, ο γάμος δεν διαλυόταν, αλλά ο δράστης υποχρεωνόταν να δώσει 1/3 της προγαμιαίας δωρεάς.

Η γυναίκα, όταν ο άντρας της βρισκόταν στο στρατό, και αν ακόμα μάθαινε ότι πέθανε, δεν μπορούσε να παντρευτεί ξανά, εκτός και αν ορκί-ζονταν μάρτυρες ότι τον είδαν νεκρό. Αλλά και πάλι όφειλε να περιμένει ένα χρόνο[14].

Γενικά, τα σχετικά με το οικογενειακό δίκαιο συμβόλαια, που περιλαμβά-νονται στα πρωτόκολλα των νοταρίων Ρεθύμνου, δεν καλύπτουν όλες τις παραπάνω περιπτώσεις.  Μπορεί όμως να διαπιστώσει κανείς, στις περιπτώ-σεις που καλύπτουν, ότι υπάρχει πλήρης σχεδόν ταύτιση του βυζαντινού και του κρητικού δικαίου, όπως διαμορφώθηκε μετά τη βενετική κατάκτηση. Αυτό σημαίνει ότι το βενετικό δίκαιο δεν μπόρεσε να εξοβελίσει πλήρως ή να αντικαταστήσει το υπάρχον. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που επικράτησε, οι νοτάριοι το επισημαίνουν έμμεσα αλλά και άμεσα σημειώνοντας: κατά τη βενετική συνήθεια (more veneto). Με άλλα λόγια, το χαρακτηρίζουν βενε-τικό, για να δείξουν ότι ξέφευγε σαν ξενόφερτο από το δικό τους, το παρα-δοσιακό δίκαιο.


             

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΚΡΗΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ

              

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

 

ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 


ΕΝΟΤΗΤΑ 1η: Η μνηστεία.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η: Ο γάμος.

Α. Προϋποθέσεις γάμου.

Β. Οι αντιπρόσωποι.

Γ. Χωρίς αντιπροσώπους.

Δ. Οι μάρτυρες.

Ε. Πατρική και μητρική ευλογία.

ΣΤ. Τόπος σύνταξης συμβολαίου.

Ζ. Το συμβόλαιο γάμου.

Η. Έτοιμα συμβόλαια γάμου.

Θ. Χρόνος σύνταξης συμβολαίου.

Ι.  Τόπος τέλεσης του μυστηρίου.

ΙΑ. Χρόνος τέλεσης μυστηρίου.

ΙΒ. Καθορισμός χρόνου τέλεσης μυστηρίου.

ΙΓ. Ετεροχρονισμένοι γάμοι … αρραβώνες διαρκείας.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3η: Η προίκα.

Α. Εκτίμηση προίκας.

α. Κινητή προίκα.

β. Ακίνητη προίκα.

Β. Χρόνος και τόπος εκτίμησης.

Γ. Περιεχόμενο προίκας.

α. Ακίνητα.

β. Ρουχισμός.

i. Για πλούσιους.

ii. Για φτωχούς.

γ. Πολύτιμα μέταλλα και λίθοι.

δ. Μετρητά.

ε. Έπιπλα/ οικοσκευή.

στ. Κληροδοτήματα.

ζ. Η προσαύξηση του 25%.

η. Τρόποι εκτίμησης.

Δ. Ειδικές περιπτώσεις προικο-δότησης.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4η: Προικώες παράμε-τροι.

Α. Διαιτητικοί δικαστές.

Β. Οικογενειακοί διακανονισμοί.

Γ. Εγγυητές καταβολής προίκας.

Δ. Το τυπικό  συμβολαίου εκτί-μησης και παράδοσης προίκας.

Ε. Ανήλικοι μελλόνυμφοι.

ΣΤ. Παρουσία εκπροσώπου εκ-κλησίας.

Ζ. Εξασφαλίσεις.

Η. Ανακοίνωση συμβολαίου στη νύφη.

Θ. Συμμετοχή νύφης στην πατρι-κή περιουσία ή αποκλήρωση.

Ι. Προίκες με δόσεις και δανεικά.

ΙΑ. Προίκα με τόκο.

ΙΒ. Προικώες ενισχύσεις.

ΙΓ. Προίκα … γαμπρού.

ΙΔ. Συμβόλαια γάμου που ξεχωρί-ζουν (μέγιστες και ελάχιστες προίκες).

ΙΕ. Πανωπροίκια.

ΙΣΤ. Προίκα με προκαταβολή.

ΙΖ. Τα δώρα του γαμπρού.

ΙΗ. Αντιπροίκια.

ΙΘ. Ταυτόχρονη συμφωνία γάμου και εκτίμηση προίκας.

Κ. Προίκες χωρίς εκτίμηση.

ΚΑ. Προίκα για προίκα.

ΚΒ. Ετεροχρονισμένες εξοφλή-σεις προίκας.

ΚΓ. Ετεροχρονισμένες επικυρώ-σεις.

ΚΔ. Ετεροδημότες.

ΚΕ. Εξασφάλιση/ τελική εξόφλη-ση.

ΚΣΤ. Προίκες μόνο στο χαρτί.

ΚΖ. Νόθοι και προίκα.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5η: Διαζύγιο/ Επι-στροφή προίκας.

ΕΝΟΤΗΤΑ 6η: Ενδοοικογενει-ακές σχέσεις.

Α. Σχέσεις συζύγων.

Β. Σχέσεις γονέων και παιδιών. 

Γ. Σχέσεις αδερφών.

Δ. Σχέσεις πεθεράς και γαμπρού.

Ε. Σχέσεις θείων και ανιψιών.

ΣΤ. Σχέσεις ετεροθαλών αδερ-φών.

Ζ. Σχέσεις νόθων αδερφών.

Η. Σχέσεις με άλλους (συνανθρώ-πους, συγγενείς ή υπηρετικό προσωπικό).

ΕΝΟΤΗΤΑ 7η: Δωρεές και γηρο-κομήσεις.

ΕΝΟΤΗΤΑ 8η: Κηδεμονία/ Χει-ραφέτηση.

ΕΝΟΤΗΤΑ 9η: Φόρος αίματος.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Α. ΠΙΝΑΚΕΣ

Β. ΕΓΓΡΑΦΑ


 

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η: Η ΜΝΗΣΤΕΙΑ.

 

Η μνηστεία και ο αρραβώνας, που όπως αναφέραμε, υπήρχαν σαν θεσμοί  στο βυζαντινό δίκαιο, ίσχυαν και στην Κρήτη, που αποτελούσε τμήμα της αυτοκρατορίας, και προφανώς διατηρήθηκαν και κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας. Το γεγονός ότι στα νοταριακά κατάστιχα στα οποία στηρί-ζουμε τη μελέτη μας δεν υπάρχουν συμβόλαια μνηστείας παρά μόνο γάμου δεν έχει βαρύνουσα σημασία. Οι Κρητικοί απέφευγαν να επισημοποιούν με συμβόλαιο τους αρραβώνες τους, προφανώς για λόγους πρακτικούς και οικονομικούς. Ίσως η συμφέρουσα αυτή διαφοροποίηση οφειλόταν στους κατακτητές, που ως «επαγγελματίες έμποροι» αναζητούσαν τις πιο συμφέ-ρουσες λύσεις στα πάντα. Οι διαδικασίες για την ένωση δύο ατόμων με τα δεσμά του γάμου ήταν απλές και αυστηρά καθορισμένες. Αφού οι ενδιαφε-ρόμενοι συμφωνούσαν προφορικά το γάμο και συζητούσαν όλα τα σχετικά, πήγαιναν στον νοτάριο και έκαναν το συμβόλαιο γάμου (προικοσύμφωνο). Ως περίοδο μνηστείας θεωρούσαν, κατά κάποιο τρόπο, το χρονικό διάστημα από τη νοταριακή γραπτή συμφωνία μέχρι την τέλεση του μυστηρίου. Κατά συνέπεια, τα συμβόλαια, στα οποία η τέλεση του γάμου οριζόταν μετά από κάποιο μεγάλο ή μικρό χρονικό διάστημα, μπορούν να εκληφθούν και ως συμβόλαια αρραβώνα. Σε ελάχιστα από τα συμβόλαια αυτά γίνεται λόγος και για μνηστεία ή αρραβώνα.

Γενικά, πριν από τη βενετική κατάκτηση, κατά την περίοδο της μνη-στείας, που ουσιαστικά δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η επίσημη υπόσχεση για μελλοντικό γάμο, οι δύο νέοι γνωρίζονταν και οι οικογένειες τα έβρισκαν σχετικά με την προίκα. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα πρέπει να προσφε-ρόταν και από τα δύο μέρη κάποια, κατά κανόνα, πολύτιμα αντικείμενα (αρραβώνας, προγαμιαία δωρεά). Η παρουσία εκπροσώπου της εκκλησίας στη διαδικασία προσέδιδε και θρησκευτική διάσταση στο θέμα. Αφού έληγε η περίοδος αυτή, συντασσόταν το προικοσύμφωνο. Μετά τη βενετική κατο-χή, η περίοδος της μνηστείας αντί να τελειώνει άρχιζε με τη σύνταξη του προικοσυμφώνου.

Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους και τον περιορισμό ή καταποντισμό πολλών δυτικών συνηθειών, η μνηστεία πήρε ξανά και θρησκευτικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τον Παύλο Βλαστό, η όλη τελετή είχε ως εξής: ο γαμπρός με τους γονείς του, τους φίλους του και ένα παπά πήγαιναν στο σπίτι των γονιών της νύφης εν πομπή. Όταν έφταναν, ο γαμπρός και οι γονείς του πρόσφεραν στη νύφη τα χαρίσματα, δηλαδή ένα δακτυλίδι, τον αρραβώνα, και φλουριά ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Ακόμα συνήθιζαν να προσφέρουν περιδέραιο, σκουλαρίκια, σταυρό κ.ά. Ο παπάς διάβαζε κάποιες ευχές και η νύφη πρόσφερε ποτήρια κρασί σε δίσκο[15].

Μερικοί γονείς, ιδίως από τις τάξεις των βενετών ευγενών, συνήθιζαν να υπογράφουν συμβόλαια γάμου για τα παιδιά τους, πριν ακόμα αυτά ενηλι-κιωθούν. Ο λόγος της πρόωρης αυτής δέσμευσης ίσως πρέπει να αναζητηθεί, από το ένα μέρος, στην επιθυμία των γονέων να παντρέψουν έγκαιρα τα παιδιά τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν νόμιμους διαδόχους, και από την άλλη, σε πιθανές οικονομικές δοσοληψίες μεταξύ τους. Ίσως, δηλαδή, ο πατέρας του αγοριού να είχε ανάγκη ή να πρόβλεπε ότι θα είχε ανάγκη μελλοντικά τα χρήματα της προίκας της νύφης. Ίσως να επιθυμούσαν ο γιος ή η κόρη τους να πάρουν σύντροφο καθολικό και ομοεθνή τους. Ίσως, τέλος, να νόμιζαν ότι έτσι θα προστάτευαν τα παιδιά τους από τον κίνδυνο να ακολουθήσουν τον «κακό δρόμο». Και αυτό, γιατί πολλοί γόνοι μεγάλων και πλούσιων οικογενειών, όταν μεγάλωναν, δεν ήθελαν τη δημιουργία οικο-γένειας εξαιτίας των σχετικών δεσμεύσεων, αλλά προτιμούσαν τον ελεύθερο και τρυφηλό βίο. Οι σχέσεις τους με ελεύθερες γυναίκες είχαν ως αποτέ-λεσμα να αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των νόθων παιδιών στις πόλεις. Οι πρόωρες αυτές δεσμεύσεις αποτελούσαν ένα είδος μακρόχρονης μνηστείας. Οι, ελάχιστοι έστω, συντηρητικοί ευγενείς, προκειμένου να επιτύχουν την πρόωρη δέσμευση που αναφέραμε δεν δίσταζαν να αγνοούν και τους πιο βασικούς κανόνες νομιμότητας, όπως ήταν αυτοί των συγγενικών δεσμών. Για το λόγο αυτό ήταν υποχρεωμένοι, πριν προβούν σε συμβολαιογραφική πράξη του μελλοντικού γάμου, να έχουν την έγκριση ανωτάτου δικαστηρίου. Αυτό θα έκρινε κατά πόσο ήταν νόμιμος ένας τέτοιος γάμος.

O Δύο ευγενείς από τις μεγάλες οικογένειες των Κιότζα και των Σαγκου-ινάτσων αποφάσισαν να παντρέψουν τα παιδιά τους. Αρχικά η απόφασή τους ματαιώθηκε από δύο δικαστές, εκπροσώπους του δικαστηρίου των Επτά. Δεν παραιτήθηκαν, αλλά υπέβαλαν νέα δικαιολογητικά και απέδει-ξαν το άτοπο των ισχυρισμών των δικαστών. Με νέα απόφαση το δικα-στήριο έκανε δεκτή τη συμφωνία για το μελλοντικό γάμο των παιδιών τους[16].

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η: Ο ΓΑΜΟΣ.

Αν για τους ευγενείς κατοίκους των πόλεων και τους πλούσιους γαιο-κτήμονες ο γάμος ήταν μια απλή επιχείρηση για είσπραξη και εκμετάλλευση της προίκας, για τους υπόλοιπους κατοίκους του νησιού ήταν ζήτημα ζωής. Συνένωναν, δηλαδή, τις μικρές περιουσίες τους, για να μπορέσουν να στήσουν το νέο σπιτικό και να επιβιώσουν. Οι διαδικασίες μέχρι την τελετή του γάμου, η προίκα και οι σχέσεις ανάμεσα στους νεόνυμφους και τις οικογένειές τους σκιαγραφούσαν το οικογενειακό παραδοσιακό δίκαιο που αναπτύχτηκε, παράλληλα με το γραπτό, όταν αυτό υπήρχε. Η Κρήτη πριν να πέσει στα χέρια των Βενετών αποτελούσε βυζαντινή επαρχία, κατά συνέ-πεια, το γραπτό δίκαιο που ίσχυε στο ελληνικό αυτό κράτος και που ήδη αναφέραμε, θα ίσχυε και στο νησί. Επειδή οι δυτικοί κατακτητές έφεραν μαζί τους και το σχετικό με την οικογένεια δίκαιο της πατρίδας τους, θα πρέπει κανείς να υπολογίσει ότι αρχικά τουλάχιστον Έλληνες και Βενετοί ακολουθούσαν χωριστά ο καθένας το δικό του. Η πολύχρονη συμβίωση, όμως, και ο σχεδόν ολοκληρωτικός εξελληνισμός των Δυτικών αναμφίβολα επέδρασε και στον τομέα αυτό του δικαίου. Η ανάμιξη του δικαίου δημι-ούργησε ένα νέο δίκαιο, με άγραφους, κατά κανόνα, νόμους. Αποτελούσε ένα είδος συνισταμένης του νεόφερτου και του προϋπάρχοντος δικαίου. Όψεις, δηλαδή ποικίλες περιπτώσεις, του νέου αυτού δικαίου, που συμβα-τικά μπορούμε να αποκαλούμε Κρητικό, θα παρουσιάσουμε στην παρούσα και τις επόμενες ενότητες, με βάση  πάντα τα νοταριακά έγγραφα, στα οποία αυτές αποτυπώνονται με τον πιο ζωντανό και γλαφυρό τρόπο.

 

Α. Προϋποθέσεις γάμου.

Ο γάμος ανάμεσα σε στενούς συγγενείς ήταν απαγορευμένος από το βυζαντινό, το βενετικό και προφανώς το κρητικό δίκαιο. Οι λόγοι δεν ήταν μόνο ηθικοί και κοινωνικοί αλλά και προληπτικοί για την υγεία των παιδιών που θα γεννιόντουσαν. Οι βαθμοί της συγγένειας είχαν καθοριστεί επακρι-βώς και οι παρεκκλίσεις ήταν ελάχιστες.

O Ο γιατρός Ντανιέλ Φορλάνος για δικό του και ο διοικητής Φραγκίσκος Λομβάρδος για την κόρη του Αντριάνα αποφάσισαν γάμο, με την προϋπόθεση να εγκριθεί από την Αγία Έδρα, μια και είχαν συγγένεια 4ου βαθμού. Η προσφυγή στην Ρώμη έγινε και τώρα, περιμένοντας την απάντηση, συμφωνούν στο παρόν συμβόλαιο να περαστούν όλες οι προικώες συμφωνίες. Θα συνταχθεί και ένα παρόμοιο, που θα υπογραφεί και από τα δύο μέρη και θα κρατά ένα ο καθένας για εξασφάλισή του[17].

Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο γάμος ατόμων που είχαν συγγένεια μέχρι 7ο βαθμό απαγορευόταν[18]. Από τα παραπάνω παρα-δείγματα φαίνεται ότι οι, ευγενείς τουλάχιστον, Βενετοί στην Κρήτη ακο-λουθούσαν ακόμα και κατά τον 17ο αιώνα, στο συγκεκριμένο τομέα, το πατρογονικό τους δίκαιο και όχι το βυζαντινό ή το ντόπιο, όπως είχε διαμορφωθεί από τους Κρητικούς μέσα στις ιδιάζουσες συνθήκες συμβίωσής τους.

 

Β. Οι αντιπρόσωποι.

Για να γίνει ο γάμος έπρεπε να τηρηθούν ορισμένες απαραίτητες διαδικασίες. Οι δύο οικογένειες τον αποφάσιζαν, συνήθως μετά από προ-ξενιό, συζητούσαν το ύψος της προίκας, όπως και τον τρόπο πληρωμής της, και κατέληγαν στον νοτάριο, για να επισημοποιήσουν με συμβόλαιο τα συμφωνηθέντα. Οι περισσότεροι νοτάριοι δεν είχαν ειδικά γραφεία, αλλά δέχονταν τους πελάτες στο σπίτι τους, σε πλατείες, σε εκκλησίες, σε μοναστήρια, σε καταστήματα φίλων... Όσοι προτιμούσαν να συντάσσονται τα συμβόλαια γάμου στις εκκλησίες και τα μοναστήρια, το έκαναν για να τονίζουν με τον τρόπο αυτό την ιερότητά τους. Σε πολλές περιπτώσεις επέλεγαν το σπίτι της νύφης αλλά και του γαμπρού, προκειμένου να βρίσκονται οι ενδιαφερόμενοι στο οικείο περιβάλλον τους και να αποφεύ-γονται οι μετακινήσεις. Συνήθως τον γαμπρό και τη νύφη αντιπροσώπευαν οι πατεράδες τους. Αν κάποιος απ’ αυτούς είχε πεθάνει, τον αντικαθιστούσε η σύζυγος ή κάποιος στενός συγγενής. Αν ο γαμπρός ήταν μεγάλος σε ηλικία, δεν χρησιμοποιούσε αντιπρόσωπο. Το ίδιο συνέβαινε και με τις ώριμες νύφες ή τις χήρες, που πήγαιναν για δεύτερο γάμο. Σε περιπτώσεις που, κατά τη σύνταξη του συμβολαίου, ήταν παρών ο γαμπρός, μαζί με τον πατέρα του, τον πρώτο λόγο είχε ο πατέρας ως αντιπρόσωπος. Ο γαμπρός παρακολουθούσε απλώς τις συζητήσεις και στο τέλος συμφωνούσε- αν συμφωνούσε- με όσα αποφάσιζαν.

O Ο Αντρέας Κονταράτος για την κόρη του Μαριέτα και ο Τζώρτζης Καλλέργης για το γιο του Φραγκίσκο αποφάσισαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στις 30.000 υ(πέρπυρα). Παρών ήταν και ο γαμπρός που δήλωσε ικανοποιημένος από όσα συμφωνήθηκαν[19].

Η νύφη, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν εμφανιζόταν κατά τη σύνταξη του συμβολαίου του γάμου της. Μόλις τέλειωνε το συμβόλαιο, ο νοτάριος την επισκεπτόταν στο σπίτι της και εκεί της το διάβαζε. Κατά κανόνα, συμφωνούσε με όσα έγραφε, ίσως και γιατί δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Η επίσκεψη του νοταρίου γινόταν συνήθως την ίδια μέρα ή την επόμενη της σύνταξης του συμβολαίου. Όταν κάτι από αυτά που είχαν συμφωνηθεί στο συμβόλαιο «στράβωνε», μπορούσε η επίσκεψη να καθυ-στερήσει. Αυτό συνέβηκε με την αδερφή των Μιχέλ και Στέφανου Κυριάκη, που της είχαν υποσχεθεί 45.000 υ. προίκα. Ο νοτάριος την επισκέφθηκε δέκα μέρες μετά τη σύνταξη του σχετικού συμβολαίου[20]. Τη νύφη Μαριέτα Κονταράτου επισκέφτηκε ο νοτάριος σχεδόν τέσσερις μήνες μετά το γαμικό σύμφωνο. Φαίνεται ότι κάπου διαφώνησαν μετά συμφωνία, αλλά τελικά τα βρήκαν[21].

Εκτός από τους πατεράδες, που, όπως αναφέραμε, ήταν οι συνήθεις αντιπρόσωποι των νεόνυμφων, μπορούσε το συγκεκριμένο ρόλο να ασκή-σουν και άλλοι συγγενείς, κυρίως αδέρφια, θείοι ή νονοί.

α. Αδέλφια: Όταν ο πατέρας είχε πεθάνει και τα αδέρφια ήταν ενήλικα, κανόνιζαν μόνα τους ή σε συνεργασία με τη μάνα τους τα σχετικά με το γάμο της αδερφής τους. Αυτό ήταν αναμενόμενο, γιατί το ύψος της προίκας που θα συμφωνούσαν είχε άμεση σχέση με τη δική τους μελλοντική οικονο-μική κατάσταση. Αν, δηλαδή έπειθαν τον γαμπρό να δεχθεί  μικρή προίκα, θα έμενε σ’ αυτούς μεγαλύτερο μέρος από την πατρική κληρονομιά. Αν, αντίθετα, υποχρεώνονταν να καταβάλουν μεγάλα ποσά, θα συνέβαινε το αντίθετο. Υπήρχε, με άλλα λόγια, η πάγια αρχή, σε περίπτωση που πέθαινε ο πατέρας και άφηνε πίσω του ανύπαντρες κόρες, να τις προικίζουν και να τις παντρεύουν οι γιοι και, στη συνέχεια, να μοιράζονται την υπόλοιπη πατρική περιουσία. Κατά συνέπεια, τα αδέρφια μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον της προικοδότησης και όχι η μητέρα.  Έτσι έκαναν κανονικές διαπραγματεύσεις, παζάρια δηλαδή, με τον γαμπρό. Στο συμβόλαιο γάμου δεν περνούσαν τις διαπραγματεύσεις αλλά τα τελικά τους αποτελέσματα.

O Οι αδερφοί Νικολό και Αλβίζε Ντακιότζα, μαζί με την μητέρα τους Ρεγγίνα, αντιπροσώπευσαν την αδερφή τους Γιακουμίνα στη σύνταξη του συμβολαίου του γάμου της. Της υποσχέθηκαν 30.000 υ. και συμφώνησαν στον τρόπο καταβολής τους[22].  

O Τα αδέρφια  Φραγκίσκος και Χριστόφορος Μαρούδης, ως αντιπρόσωποι της αδερφής τους  Μαριέτας, υποσχέθηκαν στο συμβόλαιο γάμου της ως προίκα  4.000 υ. και κανόνισαν τον τρόπο καταβολής τους[23] .

O Ο Ιερώνυμος Νταμπρέσα αντιπροσώπευσε την αδερφή του στο συμβό-λαιο γάμου της και υποσχέθηκε στον γαμπρό προίκα 35.000 υ.[24]. Το ίδιο έκαναν και οι παπάδες Μιχελίν και Γιώργης Τζαμαδούρα  για την αδερφή τους Μαρούλα[25].

O Οι αδερφοί  Μιχέλ και Στέφανος Κυριάκη αντιπροσώπευσαν την αδερφή τους Έλενα στη σύνταξη του συμβολαίου γάμου της και της υποσχέ-θηκαν ως προίκα 45.000 υ.[26]

Όταν κάποιο από τα αδέρφια της νύφης ήταν ανήλικο, μπορούσε να παραβρίσκεται στη διαδικασία σύνταξης του συμβολαίου γάμου, αλλά δεν είχε ουσιαστικό ρόλο. Μπορούσε επίσης μαζί με τον αντιπρόσωπο της νύφης να παραβρίσκονται η ίδια η νύφη, όπως και συγγενικά της πρόσωπα, κυρίως αδερφές. Σε αυτή την περίπτωση η όλη διαδικασία προσλάμβανε περισσό-τερο πανηγυρικό χαρακτήρα.

O Οι αδερφοί Ιωάννης και Τζώρτζης Σαγκουινάτσοι  αντιπροσώπευσαν την αδερφή τους Φραγκεσκίνα στη σύνταξη του συμβολαίου γάμου της και υποσχέθηκαν στον γαμπρό προίκα 32.000 υ. Παρόντες ήταν ένας τρίτος αδερφός, η νύφη και δύο ακόμα αδερφές της[27].

Τα μικρά αγόρια, σε περίπτωση ορφάνιας, αντιπροσωπεύονταν από τα μεγάλα. Και αυτό γιατί, όταν πέθαινε ο πατέρας, τη θέση του, κατά κάποιο τρόπο, έπαιρνε το μεγαλύτερο από τα αγόρια του.

O Ο παπά Μιχέλ Αρκολέος αντιπροσώπευσε τον μικρό του αδερφό Κωστά-κη στο συμβόλαιο γάμου του. Σ’ αυτό υποσχέθηκε ότι θα φιλοξενούσε το ζευγάρι στο σπίτι του, με την προϋπόθεση ότι θα κρατούσε και θα εκμεταλλευόταν την πατρική περιουσία τους και τα έσοδα από την οικογενειακή εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου που διέθεταν. Όταν ο Κωστάκης αποφάσιζε να φύγει  από το σπίτι του με τη γυναίκα του, θα του έδινε τη μισή από όλη την περιουσία τους[28].

β. Θείοι: Σε περίπτωση που η νύφη ήταν ορφανή και από τους δύο γονείς ή τα αδέρφια της -αν είχε- ήταν ανήλικα, το γάμο της φρόντιζε κάποιος στενός, κατά κανόνα, συγγενής της, συνήθως θείος της. Το ίδιο συνέβαινε  και όταν ο πατέρας της, με τη διαθήκη του, είχε αφήσει κάποιο συγγενή ως επίτροπό της. Συχνά οι θείοι ή οι επίτροποι ήταν πιο γενναιόδωροι στις παροχές, γιατί δεν διαχειρίζονταν δικά τους χρήματα. Τα ανήλικα αδέρφια, μπορούσαν να παραβρίσκονται, αλλά και πάλι με δευτερεύοντα ρόλο.

O Η Ιζαμπέτα Βαρούχα ήταν μάλλον ορφανή και από τους δυο γονείς. Την παντρειά της φρόντισε ο θείος της ιερομόναχος Ιωάννης Βαρούχας, επονομαζόμενος και Κουλουράς. Ο ίδιος υποσχέθηκε ως προίκα 10.000 υ. Από αυτά έδωσε στον γαμπρό τα 6.904 υ. σε μετρητά και 3.906 υ. σε εκτίμηση ρούχων[29].

Με άλλα λόγια, του έδωσε και παραπάνω από την υπόσχεση.

O Ο Μαρίνος Γρίμπιας για την κόρη του μακαρίτη του αδερφού του, με την παρουσία και ιερωμένου, υπέγραψε το συμβόλαιο του γάμου της. Υπο-σχέθηκε στον γαμπρό 80.000 υ., από τα οποία  οι 8.000 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού[30].

O Ο ιερομόναχος Σωφρόνιος Πάγκαλος, θείος από μητέρα, της Όρσας Καλοσυνά, ήταν αντιπρόσωπος στο συμβόλαιο γάμου της μαζί με τα αδέρφια της παπά Νικολό και διάκο Τζώρτζη[31].  

Στη συγκεκριμένη περίπτωση κύριος αντιπρόσωπος είναι ο θείος και όχι τα αδέλφια της νύφης, που προφανώς από τους τίτλους τους (παπάς και διάκος) δεν ήταν ανήλικα. Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι ότι ανέθεσαν τον πρώτο λόγο στον θείο, εξαιτίας της ηλικίας του και ίσως κάποια γενναία συμμετοχή στην προίκα.

Σε κάποιες περιπτώσεις, ο θείος που αναλάμβανε τη φροντίδα του γάμου της ανιψιάς του, προκειμένου να ενισχύσει την προίκα της, παραχωρούσε σ’ αυτήν και μέρος της δικής του περιουσίας. Προφανώς οι περιπτώσεις αυτές υποδήλωναν ότι ο θείος ήταν πολύ πλούσιος ή δεν είχε δικά του παιδιά.

O Ο Νικολό Αχέλης για την ανιψιά του Ανέζα Αβράμη υποσχέθηκε στον Γερόλαμο Δάνδολο προίκα 80.000 υ. Από αυτά οι 10.000 υ. θα δίδονταν μετά το θάνατο του ίδιου και της γυναίκας του[32].

γ. Νονοί: Ο πνευματικός πατέρας, όπως αποκαλούσαν τον νονό, σε περί-πτωση που η βαφτισιμιά του έμενε ορφανή από πατέρα, μπορούσε να ανα-λάβει ο ίδιος τη φροντίδα του γάμου της. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις, ακόμα και αν ζούσε η μητέρα της.

O Ορφανή από πατέρα πρέπει να ήταν και η Καλή Καταγκαδοπούλα. Για το λόγο αυτό φρόντισε το γάμο της ο νονός της πατέρας Ιλαρίων. Αυτός υποσχέθηκε στον γαμπρό, που κατοικούσε σε γειτονικό στην πόλη χωριό, 1.000 υ. για προίκα και ένα σπίτι μετά τον θάνατό του. Από τα χρήματα της προίκας τα 200 υ. θα ήταν μετρητά και τα υπόλοιπα με εκτίμηση ρούχων και οικοσκευής. Παρούσες στο συμβόλαιο γάμου ήταν η μητέρα και η αδερφή της νύφης[33]. Η προίκα εκτιμήθηκε από τους ειδικούς και παραδόθηκε στον γαμπρό το σπίτι του Ιλαρίωνα. Η εκτίμησή της έφτασε στα 1.470 υ., αν και ο Ιλαρίων  είχε υποσχεθεί μόλις 800 υ. Τα επιπλέον προστέθηκαν στο τελικό ύψος της προίκας. Έτσι, αυτή από 1.000 υ. που αναγράφεται στο συμβόλαιο γάμου, έφτασε στα 1.670 υ.[34]

Ή ο νονός είχε κάνει λάθος στους υπολογισμούς του ή οι εκτιμητές θέλησαν να ξεφύγουν αρκετά από το πλεονέκτημα του 25% που συνήθως έδιναν ως «μπόνους» στις προίκες.

O Ο ευγενής Ιάκωβος Σαγκουινάτσος αντιπροσώπευσε τη βαφτισιμιά του και ο Κωνσταντίνος Πάτερος τον γιο του στη συμφωνία γάμου. Ο πρώτος πρόσφερε προίκα 2.000 υ. Ήταν κληροδότημα της γυναίκας του προς τη νύφη. Θα της έδινε τα 300 υ. σε μετρητά και τα υπόλοιπα σε εκτίμηση. Ο πατέρας του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο του το 1/3 της περιουσίας του[35].

 

 δ. Χήρες: Όταν ο πατέρας είχε πεθάνει, την ευθύνη για το προικο-σύμφωνο μπορούσαν να αναλάβουν οι χήρες, πάντοτε σε συνεργασία με τα αρσενικά παιδιά τους, εφόσον υπήρχαν και ήταν ενήλικα. Αυτό συνέβαινε όχι μόνο από την πλευρά της νύφης αλλά και του γαμπρού. Συχνά τους συνόδευαν, όπως έχουμε αναφέρει,  και άλλα συγγενικά τους πρόσωπα.

O Ο ευγενής χήρα Νικολόζα Κόρνερ θέλησε να παντρέψει την κόρη της Ντιάνα και πήγε μαζί με τον γιο της στο μοναστήρι, όπου θα συνα-ντιόνταν με τους αντιπροσώπους του γαμπρού και τον νοτάριο για να συντάξουν το σχετικό συμβόλαιο. Από την πλευρά του γαμπρού παρου-σιάστηκαν η μητέρα του ευγενής Όρσα Δανδόλου, χήρα και αυτή, με την αδερφή και τον αδερφό του μακαρίτη άντρα της. Η προίκα που υποσχέ-θηκε η Νικολόζα ήταν 90.000 υ.[36]

ε. Ξαναπαντρεμένες: Όταν γυναίκα ξαναπαντρεμένη είχε ανύπαντρα παιδιά από τον πρώτο της γάμο, αναλάμβανε αυτή αποκλειστικά την ευθύνη των προικοσυμφώνων τους. Στη διαδικασία μπορούσε να ήταν παρών και ο δεύτερος σύζυγος, αλλά ο ρόλος του ήταν καθαρά διακοσμητικός. Σε μερι-κές περιπτώσεις οι γυναίκες αυτές, προκειμένου να αποφεύγουν μετακινή-σεις, καλούσαν τον νοτάριο στο σπίτι τους, για να συντάξει εκεί το σχετικό συμβόλαιο. Ο νοτάριος, που συνήθως δεν είχε μόνιμο στέκι, πήγαινε με προθυμία, αφού με τον τρόπο αυτό περιόριζε και αυτός τις μετακινήσεις του. Και αυτό, γιατί όλοι οι ενδιαφερόμενοι, ακόμα και η νύφη, θα ήταν στο ίδιο σπίτι.           

O Η χήρα Βεργού Πουλακοπούλα κάλεσε τον νοτάριο Τρωίλο στο σπίτι της. Εκεί ήρθε και η Νικολόζα Σαγκουινατσοπούλα, σύζυγος Καλλέργη.  Η πρώτη για την κόρη της και η δεύτερη για το γιο της  από πρώτο γάμο συμφώνησαν γάμο.  Η προίκα ορίστηκε στις 8.000 υ.  Συμφώνησε και ο σύζυγος[37].

στ. Μητέρες αυτεξουσίων: Οι μητέρες σε μερικές φορές ήταν παρούσες στη διαδικασία σύνταξης του συμβολαίου γάμου του γιου τους, ακόμα και αν αυτός ήταν χειραφετημένος (αυτεξούσιος). Η παρουσία τους ήταν εντελώς τυπική, αφού ο γιος κανόνιζε τα πάντα. Ήταν όμως και ουσιαστική, όταν αποφάσιζαν να παραχωρήσουν κάποιο περιουσιακό στοιχείο από την προίκα τους (στον γαμπρό) και η παροχή αυτή έπρεπε να περαστεί στο σχετικό συμβόλαιο για πλήρη κατοχύρωση.

O Ο γαμπρός Δημήτρης Πράτικος έφερε μαζί και τη μάνα του, μόνο και μόνο για να υπογράψει στο συμβόλαιο γάμου ότι θα του έδινε ως «μητρι-κή ευλογία» τη μισή ακριβώς από την κινητή και ακίνητη περιουσία της[38].

ζ. Κουνιάδοι: Όταν ο πατέρας έλειπε σε ταξίδι, μπορούσε να τον αντι-καταστήσει ως αντιπρόσωπος της νύφης και κάποιος κουνιάδος, συνήθως αν δεν υπήρχαν αδέρφια ή άλλοι πιο στενοί συγγενείς. Η παρουσία κάποιου άντρα σε τέτοιες περιπτώσεις λογιζόταν ως επιβεβλημένη.

O Ο μάστρο Άγγελος Τρωίλος δέχτηκε να παραβρίσκεται «από ευγένεια» στη σύνταξη του συμβολαίου γάμου της κουνιάδας του Αντριάνας, μια και ο πατέρας της έλειπε σε ταξίδι. Η προίκα που υποσχέθηκε ήταν 4.000 υ. από τα οποία τα 500 υ. θα ήταν δώρα του γαμπρού. Θα τα πλήρωνε με ένα σπίτι, έναν ακάλυπτο χώρο και με εκτίμηση ρούχων και χρυσα-φικών[39].

η. Ετεροθαλείς αδερφοί: Όταν οι γονείς είχαν πεθάνει, μπορούσε ακόμα και ο ετεροθαλής αδερφός του πατέρα της νύφης ή του γαμπρού να παραστεί ως αντιπρόσωπος στα συμβόλαια γάμου.

O Ο ευγενής κρητικός Αλβέρτος Βαρούχας, ετεροθαλής αδερφός του πατέρα της νύφης, ανέλαβε την ευθύνη της σύνταξης του σχετικού προι-κοσυμφώνου. Υποσχέθηκε στον γαμπρό Αντρουλή Καλοτά για προίκα 22.000 υ. Από τα χρήματα αυτά τις 12.000 υ. θα άφηνε στη νύφη, με κληροδότημα, η μητέρα της Ελιά Επισκοποπούλα[40].

θ. Αυτεξούσια νύφη, υπεξούσιος γαμπρός: Σπάνια ήταν η περίπτωση, όπως αναφέραμε, να παραβρίσκεται η ίδια η νύφη στη σύνταξη του συμβο-λαίου γάμου. Ακόμα πιο σπάνια ήταν να παραβρίσκεται αυτή και ο γαμπρός να εκπροσωπείται από τον πατέρα του.

O Η χήρα Γιακουμίνα Κιότζα και ο ευγενής Τζουάννε Βισκόντε βρέθηκαν στο σπίτι της πρώτης και συμφώνησαν να παντρευτεί η Γιακουμίνα τον γιο του Τζουάννε. Προίκα της θα ήταν όλη η δική της περιουσία και όση της άφησε ο μακαρίτης πρώτος άντρας της. Όλα θα τα εκτιμούσαν και το σύνολό τους θα αποτελούσε το τελικό ύψος της. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στις 10.000 υ. Ο μπαμπάς και η μαμά του γαμπρού υποσχέ-θηκαν ως πατρική και μητρική ευλογία το αδερφικό του μερίδιο στο σύνολο της περιουσίας τους, αλλά μετά το θάνατό τους[41].

Γ. Χωρίς αντιπροσώπους.

Σε ελάχιστες περιπτώσεις παραβρίσκονταν στη σύνταξη και υπογραφή του συμβολαίου γάμου μόνο ο γαμπρός και η νύφη. Αυτό συνέβαινε, όταν και οι δύο ήταν ξαναπαντρεμένοι, βρίσκονταν σε σχετικά μεγάλη ηλικία ή δεν είχαν κάποιον στενό συγγενή για να τους αντιπροσωπεύσει.

O Ο Τζουάννε Γρίμπιας και η Νικολόζα Ζαραφτοπούλα πήγαν μόνοι τους στον νοτάριο για να συμφωνήσουν και να υπογράψουν το προικο-σύμφωνό τους. Η νύφη υποσχέθηκε ως δώρα του γαμπρού 1.000 υ. και για προίκα όλη την περιουσία που είχε. Είχε και μια κόρη, την Έλενα, από τον πρώτο της γάμο. Σ’ αυτήν θα άφηνε, τον καιρό της παντρειάς της, από τα πανωπροίκια που είχε πάρει μετά το θάνατο του πατέρα της 6.000 υ. Αν όμως οι θείοι της, μετά το γάμο της, αποφάσιζαν να της πάρουν την κηδεμονία της κόρης της, τότε οι 6.000 θα γίνονταν 3.000[42].

O Η Ιλιζέτα Μπαρότση και ο Κωνσταντίνος Αλμπινόνης, από Βενετία συμφώνησαν να παντρευτούν. Από την προίκα της 1.000 βενετικά δυο-κάτα θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Η αδερφή της νύφης υποσχέθηκε να της δώσει επιπλέον 30.000 υ.[43]

O Η χήρα Ελένη Κλωστομαλλοπούλα και ο Γιακούμης Σαλούστρος συμφώ-νησαν γάμο. Η νύφη υποσχέθηκε ως προίκα αυτή που είχε δώσει και στον πρώτο της άντρα. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στις 2.000 υ.[44]

Δ. Οι μάρτυρες.

Η συμφωνία γινόταν ενώπιον δύο τουλάχιστον μαρτύρων, οι οποίοι υπέ-γραφαν το συμβόλαιο γάμου, αμέσως μόλις το συνέτασσε ο νοτάριος. Σε μερικές περιπτώσεις πλάι στο όνομά τους έγραφαν και δύο σχετικά λόγια. Για παράδειγμα: Εγώ ο Αντώνιος Πικατόρος παραβρέθηκα και παρακλή-θηκα ως μάρτυρας (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 5ο). Σε μερικές περιπτώσεις συμβολαίων γάμου οι μάρτυρες που υπέγραφαν ήταν τρεις. Αυτό συνέβαινε ίσως, όταν στο συμβόλαιο παραχωρούνταν ως προίκες μεγάλες περιουσίες ή υπήρχε κάποια καχυποψία ανάμεσα στους «συμπεθέρους». Γενικά, ο τρίτος μάρτυρας δεν ήταν απαραίτητος, δηλαδή δεν επηρέαζε τη νομιμότητα του συμβολαίου (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 6). Η επιλογή των μαρτύρων  γινόταν προφανώς από τους συμβαλλόμενους. Πρέπει να επέλεγε κάθε πλευρά από ένα. Σε περίπτωση αδυναμίας, ο νοτάριος καλούσε κάποιο τυχαίο άτομο. Όταν το συμβόλαιο γινόταν σε κάποιο κατάστημα φίλου ή συγγενή, συνή-θως υπέγραφε ο καταστηματάρχης.

 

Ε. Πατρική και μητρική ευλογία.

Πολλές φορές ο πατέρας ή η μητέρα του γαμπρού, θεληματικά ή και εκβιαστικά, υπόσχονταν στο γιο τους κάποιες περιουσίες, προκειμένου αυτός να δεχτεί το γάμο. Τα υπεσχημένα, ακίνητα ή κινητά, που ουσιαστικά ήταν η «προίκα» του γαμπρού, δεν εκτιμούνταν, ονομάζονταν «πατρική» ή «μητρι-κή» ευλογία, καταγράφονταν στο συμβόλαιο γάμου και έπρεπε να δοθούν σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Δεν συνέβαινε όμως αυτό πάντα.

O Ο Αλέξανδρος Καλλέργης είχε υποσχεθεί στον γιο του Τζαννάκη, με το συμβόλαιο του γάμου του, τη μισή από την περιουσία του. Πατέρας και γιος όρισαν μοιραστές και χώρισαν στη μέση την περιουσία. Ένα χρόνο μετά ο γιος παραπονέθηκε ότι ήταν αδικημένος με τις περιουσίες που του έδωσαν. Ο πατέρας του δέχτηκε, με συμβόλαιο, να γίνει νέα μοιρασιά. Αυτή τη φορά μοιραστής/ διαιτητής ορίστηκε ο πεθερός του Τζαννάκη, o Τζώρτζης Πατελάρος [45].

Προφανώς ο πεθερός θα φρόντισε ώστε οι περιουσίες του γαμπρού του αυτή τη φορά να ήταν πιο ικανοποιητικές.

O Ο παπά Νικόλαος Ασπρέας στο συμβόλαιο γάμου του γιου του υποσχέ-θηκε ως πατρική ευλογία κατά την περίοδο του γάμου τη μισή από την κινητή και ακίνητη περιουσία του. Εξαίρεσε μόνο το χρυσάφι, το ασήμι και τα γυναικεία ρούχα που διέθετε και που προόριζε για την προίκα της κόρης του[46].

O Η Μαρούσα Μπαρότση υποσχέθηκε στο γιο της, στο συμβόλαιο του γάμου του, για μητρική ευλογία από όλη την προίκα και την περιουσία που διέθετε ίσο αδερφικό μερίδιο αλλά μετά το θάνατό της [47].

O Η μάνα του γαμπρού Δημήτρη Πράτικου, που ήταν παρούσα στη σύντα-ξη του συμβολαίου γάμου του γιου της, υποσχέθηκε ως μητρική ευλογία τη μισή από το σύνολο της περιουσίας της, κινητής και ακίνητης[48].

O Ο Μιχάλης Αρκολέος στο συμβόλαιο γάμου του γιου του υποσχέθηκε για πατρική ευλογία το ? της περιουσίας του[49].

O Ο μάστρο Θωμάς Σπόρος στο  συμβόλαιο γάμου του γιου του, στο οποίο «πέτυχε» προίκα και δώρα 4.000 υ., υποσχέθηκε ως πατρική ευλογία ένα αμπέλι 25 εργατών[50].

O Ο πατέρας του γαμπρού Τζανής Ασαρίτης υποσχέθηκε, με το συμβόλαιο γάμου, στον γιο του το κατάστημα που διατηρούσε στην πόλη, κοντά στη βενετική λέσχη. Αυτό θα γινόταν μόνο μετά το θάνατό του[51].

Δεν ήταν μόνο χρήματα που μπορούσε να προσφέρει ως «ευλογία» ένας γονιός στο γιο του αλλά και κάποια προνομιακά δικαιώματα.

O Η Ισαβέλα Μηλιώτη, με το συμβόλαιο γάμου του γιου της, υποσχέθηκε σ’ αυτόν ως μητρική ευλογία το δικαίωμα να ανακτήσει τα σπίτια που είχε κάποτε στην ιδιοκτησία της και που για την ώρα κρατούσε κάποιος άλλος. Θα τα ανακτούσε με δικά του χρήματα. Του παραχωρούσε ακόμα μισό λιόφυτο[52].

O Η χήρα Γιακουμίνα Κιότζα συμφώνησε να πάρει άντρα της τον Τζουάννε Βισκόντι. Το σύνολο της περιουσίας της θα λογιζόταν ως προίκα της. Ο μπαμπάς και η μαμά του γαμπρού υποσχέθηκαν ως πατρική και μητρική ευλογία το αδερφικό του μερίδιο στο σύνολο της περιουσίας τους αλλά μετά το θάνατό τους[53].

O Ο παπά Νικολό Νταλαμπέλας υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου του γιου του διάκου Αντώνιου το ? της συνολικής του περιουσίας κινητής και ακίνητης[54].

O Ο Τζουάννε Κιότζα, αφού εξασφάλισε, με το συμβόλαιο γάμου, στο γιο του προίκα πάνω από 130.000 υ., υποσχέθηκε ότι θα του έδινε και αυτός τη μισή περιουσία του. Θα την κρατούσε και θα την εκμεταλλευόταν όσο ζούσε, αλλά δεν θα μπορούσε να διαθέσει με τη διαθήκη του πάνω από 10.000 υ.[55]

Αφού οι αντιπρόσωποι συνέτασσαν το συμβόλαιο γάμου, πήγαιναν μαζί με τους μάρτυρες και τον νοτάριο στα σπίτια όσων εμπλέκονταν στις οικονο-μικές δοσοληψίες που αναφέρονταν σ’ αυτό, προκειμένου να αποσπάσουν τη συγκατάθεσή τους και την απαραίτητη υπογραφή τους.

O Η μητέρα του Φραγκίσκου Δάνδολου υποσχέθηκε σ’ αυτόν με το συμβό-λαιο γάμου του κάποιες ιδιοκτησίες. Ο νοτάριος με τους μάρτυρες την επισκέφτηκαν στο σπίτι της, αμέσως μετά τη σύνταξη του συμβολαίου, για να το επιβεβαιώσει[56].

Σε μερικές περιπτώσεις η μητέρα ή ο πατέρας που πρόσφερε τη σχετική «ευλογία» προσπαθούσε να τη δικαιολογήσει, ίσως για να μην έχει τη δυνα-τότητα να την προσβάλει κάποιος άλλος κληρονόμος του.

O Η μητέρα του Γερόλυμου Δάνδολου υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου του γιου της τη μισή περιουσία της αλλά μετά το θάνατό της. Η παρα-χώρηση έγινε: «από μητρική αγάπη και εξαιτίας του σεβασμού και της υπακοής που έδειξε σ’ αυτήν»[57].  

ΣΤ. Τόπος σύνταξης συμβολαίου.

Στην περίπτωση σύνταξης συμβολαίων γάμου οι συμβαλλόμενοι απέφευ-γαν τα συνήθη στέκια του συμβολαιογράφου, που ήταν τα καταστήματα ή οι δημόσιοι χώροι (πλατείες). Προτιμούσαν, όπως είπαμε, το σπίτι της νύφης, του γαμπρού, κάποιου συγγενή ή κάποια εκκλησία ή μοναστήρι. Οι εκκλη-σίες και τα μοναστήρια είχαν τον πρώτο λόγο, εξαιτίας του γεγονότος ότι προσέδιδαν στο συμβόλαιο γάμου όχι μόνο επισημότητα αλλά και «ιερό-τητα».

Ο μάστορας Πέρος Δαλαμπάδος προτίμησε το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής για το συμβόλαιο γάμου του[58]. Το ίδιο προτίμησαν και οι  μάστορες Αποστόλης Μαρούδης[59] και Γιώργος Σγουρός[60]. Την εκκλησία της Αγίας Άννας προτίμησε ο Κωνσταντίνος Βενέρης για τη σύνταξη του συμβολαίου γάμου της κόρης του[61]. Ο Αλβέρτος Βαρούχας, ενεργώντας για λογαριασμό της ανιψιάς του, κάλεσε τον νοτάριο για να συντάξει το συμβόλαιο γάμου της στο μοναστήρι του Αγίου Λαζάρου[62]. Ο Τζουάννε Αχέλης, ενεργώντας για λογαριασμό της ανιψιάς του Ανέζας Σκορδιλο-πούλας προτίμησε για τη σύνταξη του σχετικού συμβολαίου γάμου την εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην Μπαροτσανή αυλή[63], ενώ οι παπάδες Μιχελίν και Κωνσταντίνος Τζαμαδούρα, ενεργώντας για λογαριασμό της αδερφής τους, επέλεξαν για τον ίδιο λόγο το μοναστήρι της Ευτυχισμένης Παρθένου Μαρίας στο χωριό Λαγκά[64].

Γενικά, με βάση τα στοιχεία από τα πρωτόκολλα των τεσσάρων νοταρίων της πόλης, τόπος σύνταξης των συμβολαίων γάμου ήταν κατά σειρά: οι εκκλησίες και τα μοναστήρια (24%), το σπίτι της νύφης ή του αντιπροσώπου της (22,5%), το σπίτι του γαμπρού (10%) και το σπίτι (γραφείο) του νοτα-ρίου (10%) (Παράρτημα, πίνακας 3).

 

Ζ. Το συμβόλαιο γάμου.

Στο συμβόλαιο γάμου ή προικοσύμφωνο, όπως συνήθως το αποκαλούμε, οι νοτάριοι ακολουθούσαν ένα συγκεκριμένο τυπικό. Οι αποκλίσεις που υπάρχουν από τον έναν στον άλλον είναι πολύ μικρές. Το συμβόλαιο ξεκι-νούσε πάντα με επίκληση στον θεό ή τον Χριστό (στο όνομα του αιωνίου θεού, αμήν ή στο όνομα του Χριστού) και ακολουθούσε ο ακριβής χρόνος (το έτος … από τη γέννησή του κυρίου μας Ιησού Χριστού στις ... του μήνα …) και ο ακριβής τόπος σύνταξής του. Στη συνέχεια, παρουσιάζονταν  οι δύο πλευρές. Της νύφης πρώτα (ο τάδε, κάτοικος… ενεργώντας εξ ονόματος της κόρης του …) και μετά του γαμπρού (και ο δείνα, κάτοικος … ενερ-γώντας εξ ονόματος του γιου του …). Σημειωνόταν ότι συμφώνησαν γάμο, αφού πρώτα επικαλέστηκαν το όνομα της Παναγίας και ότι ο πατέρας της νύφης ή ο αντιπρόσωπός της θα την έπειθε να δεχθεί τον αναγραφόμενο στο συμβόλαιο γαμπρό ως άντρα της, σύμφωνα με τις διατάξεις της αγίας (μητέρας ή ρωμαϊκής) εκκλησίας. Σε ελάχιστες περιπτώσεις οι νοτάριοι σημειώνουν για τους καθολικούς στο συγκεκριμένο «και τις διατάξεις του ιερού συνεδρίου του Τρίδεντου»[65].  Μετά τα πρώτα αυτά στοιχεία, που ήταν τυπικά, ερχόταν το ουσιαστικό μέρος του συμβολαίου, δηλαδή το ύψος της προίκας και ο τρόπος καταβολής της. Αφού γράφονταν λεπτομερώς όλα τα σχετικά, το συμβόλαιο περνούσε στην πλευρά του γαμπρού. Αυτός ή ο αντιπρόσωπός του δήλωνε ότι συμφωνούσε με τα παραπάνω και ότι θα δεχόταν τη νύφη σαν νόμιμη σύζυγό του. Ακολουθούσαν διάφορες διευκρι-νίσεις ή  δεσμεύσεις, σε μερικές περιπτώσεις παροχές στο γαμπρό από τους οικείους του (πατρική ή μητρική ευλογία) και έκλεινε το συμβόλαιο με την παράκληση και υπογραφή των μαρτύρων. Στα περισσότερα συμβόλαια τονιζόταν ότι η προίκα ολόκληρη ή μέρος της θα δινόταν στον γαμπρό 8 μέρες πριν από την τέλεση του μυστηρίου, που θα γινόταν σε τόπο κοινής αποδοχής. Την ίδια μέρα συνήθως, αν επέτρεπαν οι αποστάσεις, ο νοτάριος πήγαινε στο σπίτι της νύφης, στην οποία διάβαζε το συμβόλαιο και ζητούσε να το υπογράψει, προκειμένου να λήξει η όλη διαδικασία. Πήγαινε επίσης, όπως ήδη αναφέραμε, και στα σπίτια όσων αναφέρονταν στο συμβόλαιο, (μητέρα, θείοι, άλλοι συγγενείς της νύφης ή του γαμπρού), προκειμένου να αποσπάσει και από αυτούς την έγγραφη αποδοχή των γραφομένων. Μόνο μετά από τη συλλογή των υπογραφών όλων των εμπλεκομένων, το συμβό-λαιο ολοκληρωνόταν και ήταν νόμιμο[66].

(βλ. Παράρτημα, έγγραφα 1-4).

 

Η. Έτοιμα συμβόλαια γάμου.

Μερικοί, ευγενείς κυρίως, όταν αποφάσιζαν γάμο των παιδιών ή και δικό τους, συνέτασσαν μόνοι τους το σχετικό συμβόλαιο, έβαζαν μάρτυρες να το υπογράψουν και το παρέδιδαν στον νοτάριο, για να το περάσει στο πρωτό-κολλό του, ώστε να αποκτήσει νομιμότητα (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 8). Ο νοτάριος, αφού το καταχωρούσε, πήγαινε στο σπίτι των ενδιαφερόμενων, τους το διάβαζε και ζητούσε την υπογραφή δύο μαρτύρων.

O Η χήρα Ανέζα Τεριανού κάλεσε τον νοτάριο στο σπίτι της και του έδωσε έτοιμη τη συμφωνία γάμου της κόρης της  Μαριέτας με τον Αντώνη, γιο του ευγενή Τζουάννε Κιότζα, για να την περάσει στο κατάστιχό του. Την υπέγραφαν πέντε άτομα από τα οποία τα τρία ήταν συγγενείς. Ο νοτάριος, αφού την πέρασε στο βιβλίο του, πήγε ξανά στο σπίτι της Ανέζας και της τη διάβασε. Ήταν παρόντες εκτός από την Ανέζα, η νύφη, ο πεθερός και ο γαμπρός. Τη δέχτηκαν όλοι και υπέγραψαν δύο μάρτυρες[67].

Θ. Χρόνος σύνταξης συμβολαίου γάμου.

Κατά κανόνα, η σύνταξη του συμβολαίου γάμου γινόταν σε περιόδους που οι μελλόνυμφοι και οι γονείς τους δεν είχαν επείγουσες εργασίες, ή σε περιόδους γιορτών, οπότε υπήρχε κάποιος ελεύθερος χρόνος. Με βάση και πάλι τα στοιχεία από τα πρωτόκολλα των τεσσάρων νοταρίων της πόλης,  η χρονική περίοδος που τα συνέτασσαν παρουσίαζε την παρακάτω εικόνα: Ο Απρίλιος, που συνήθως κουβαλά μαζί του το Πάσχα, είχε το προβάδισμα με ποσοστό πάνω από 20%. Ακολουθούσαν οι μήνες Δεκέμβριος και Ιανουά-ριος, που, εξαιτίας των μεγάλων γιορτών των Χριστουγέννων και των Θεο-φανείων, πλησίαζαν το 21%. Μικρότερη κίνηση είχε ο Φεβρουάριος με 10%. Με άλλα λόγια, οι μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, όπως ήταν το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και τα Φώτα, που πρόσφεραν κάποιες ημέρες αργίας στους Κρητικούς, μαζί με τον Φλεβάρη που τα κρύα του στερούσαν τη δυνατότητα για «εξωτερικές» δουλειές, «πρωταγωνιστούσαν» στα συνοι-κέσια και τη σύνταξη των συμβολαίων γάμου. Το φθινόπωρο ήταν το πιο «παραμελημένο», γιατί ήταν γεμάτο από άλλες εργασίες και κυρίως το όργωμα.

Γενικά και όλως συμβατικά, υπογράφονταν κατά το χειμώνα το 35% των προικοσυμφώνων, την άνοιξη το 31%, το καλοκαίρι το 20% και το φθινό-πωρο το 14%  (βλ. Παράρτημα, πίνακας 1).

 

Ι. Τόπος τέλεσης του μυστηρίου του γάμου.

Στο σύνολό τους σχεδόν οι γάμοι γίνονταν από κληρικούς στις εκκλησίες ή τα μοναστήρια, με την παρουσία κόσμου. Στα προικοσύμφωνα δεν αναφερόταν σχεδόν ποτέ η εκκλησία ή το μοναστήρι, στο οποίο θα γινόταν το μυστήριο. Συνήθως σημείωναν ότι «η ευλογία» θα γινόταν σε «από κοινού αποδεκτό μέρος».  Υπήρχαν όμως και οι εξαιρέσεις. Μερικοί, κυρίως ευγενείς, αντί να δεσμεύονται με τις υποχρεώσεις του γάμου, επέλεγαν κάποια γυναίκα και συμβίωναν μαζί της. Σε κάποιες περιπτώσεις η συμβί-ωση γινόταν μακρόχρονη και συνοδευόταν με απόκτηση παιδιών. Τα παιδιά αυτά, κατά κανόνα, αναγνωρίζονταν από τον πατέρα τους, αλλά δεν έπαυαν να θεωρούνται νόθα, αφού δεν προϋπήρχε γάμος. Μόνο ο γάμος, έστω και εκ των υστέρων μπορούσε να  τους δώσει νομιμότητα.

O Ο ευγενής Τζουάννε Σαγκουινάτσος συζούσε πολλά χρόνια με την Αντωνία Καλλέργη και έκανε μαζί της παιδιά, που ανέθρεψε σαν νόμιμα.  Τώρα επειδή πάντα της υποσχόταν γάμο και επειδή αυτή του είχε δείξει μεγάλη αγάπη, κάλεσε τον νοτάριο και του ζήτησε να συντάξει το σχετι-κό συμβόλαιο γάμου. Η Αντωνία δέχτηκε και κάλεσε τον ηγούμενο του Αρκαδιού, ο οποίος, μπροστά στον νοτάριο και τους μάρτυρες, ευλόγησε το γάμο μέσα στο σπίτι τους. Το συμβόλαιο υπέγραψε ο ηγούμενος και 3 καλόγεροι[68].

Είναι το μοναδικό συμβόλαιο στο οποίο ταυτόχρονα με το προικο-σύμφωνο γίνεται και ο γάμος. Πήγαν δηλαδή ο νοτάριος και ο ηγούμενος με 3 καλόγερους στο σπίτι του παράνομου ζευγαριού, όπου ο πρώτος συνέταξε το συμβόλαιο γάμου και οι υπόλοιποι τέλεσαν το μυστήριο του γάμου μέσα στο σπίτι. Ο ηγούμενος, που ήταν ορθόδοξος, αφού υπηρετούσε στο μοναστήρι του Αρκαδίου, πρέπει να ήταν πολύ νεωτεριστής. Τα έθιμα που επικρατούσαν λίγο πριν από την τελετή γάμου και αμέσως μετά, λίγο πολύ διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα, ιδίως στα χωριά, όπου συχνά αναβιώνουν παραδοσιακούς γάμους.

 

ΙΑ. Χρόνος τέλεσης μυστηρίου.

Το χρόνο τέλεσης του μυστηρίου του γάμου, μπορούμε να υπολογίσουμε από τα συμβόλαια εκτίμησης και παράδοσης της προίκας, γνωρίζοντας ότι αυτή γινόταν οκτώ μέρες πριν το μυστήριο ή την ίδια μέρα με το μυστήριο. Γενικά, ο μήνας που έχει τις περισσότερες παραδόσεις προίκας, κατά συνέ-πεια και τους περισσότερους γάμους, είναι ο Ιανουάριος. (16%). Ακολου-θούν ο Απρίλιος, ο Μάιος και ο Ιούλιος (από 12%). Με άλλα λόγια, πολλοί από τους γάμους που «κλείνονταν» στις γιορτές Χριστουγέννων και Θεοφα-νείων γίνονταν αμέσως και άλλοι μεταφέρονταν, για διάφορους λόγους,  στην άνοιξη και το καλοκαίρι (βλ. Παράρτημα, πίνακας 2).

 

ΙΒ. Καθορισμός χρόνου τέλεσης μυστηρίου.

Σε ελάχιστες περιπτώσεις στα συμβόλαιο γάμου οριζόταν η ακριβής ημερομηνία τέλεσης του μυστηρίου. Αυτό ίσως συνέβαινε ή γιατί από τη στιγμή σύνταξης του συμβολαίου όλα έπαιρναν το δρόμο τους, ώστε να μην υπάρχει λόγος ανησυχίας σε καμιά πλευρά, ή γιατί από τη στιγμή αυτή και οι δύο πλευρές είχαν πολλά να σκεφτούν και να κανονίσουν, ώστε δεν ήθελαν να έχουν χρονικές δεσμεύσεις. Δεν αποκλείει κανείς και την περίπτωση να εμφανίζονταν ενστάσεις ενδιαφερομένων στα υπεσχημένα του συμβολαίου.

O Δυο παπάδες, που ήθελαν να παντρέψουν την αδερφή τους με ένα διάκο, έκαναν το συμβόλαιο Αύγουστο και όρισαν ο γάμος να γίνει το Σεπτέμ-βριο[69].

O Ο Τζουάννε Νταπιασέντσα για την κόρη του και ο Μανόλης Μαυρέας για δικό του αποφάσισαν γάμο και εκτός των άλλων όρισαν ότι αυτός θα έπρεπε να γίνει μέσα στις γιορτές του Πάσχα ή λίγο πριν (βλ. Παράρ-τημα, έγγραφο 4).

ΙΓ. Ετεροχρονισμένοι γάμοι… αρραβώνες διαρκείας.

Μερικές φορές οι οικογένειες των μελλονύμφων συνέτασσαν κανονικά το συμβόλαιο γάμου των παιδιών τους, αλλά όριζαν, για διάφορους λόγους, ότι ο γάμος θα γινόταν μετά από παρέλευση αρκετά μεγάλου χρονικού διαστή-ματος. Το μεσοδιάστημα αυτό, μπορεί να θεωρηθεί, όπως προαναφέραμε, ως περίοδος αρραβώνων.

O Η χήρα Νικολόζα Κόρνερ και η χήρα Όρσα Δανδόλου συμφώνησαν ο γάμος των παιδιών τους να γίνει τρία χρόνια μετά την υπογραφή του συμβολαίου γάμου. Όρισαν το ύψος της προίκας και δέχτηκαν η κατα-βολή της να αρχίσει μετά τρία χρόνια, οκτώ μέρες πριν από τον γάμο, όπως συνήθιζαν[70].

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 3η: Η ΠΡΟΙΚΑ.

 

Α. Εκτίμηση προίκας.

α. Κινητή προίκα. Οκτώ μέρες πριν από την τέλεση του μυστηρίου του γάμου, ο πατέρας της νύφης όφειλε να δώσει για εκτίμηση τα προικιά που είχε υποσχεθεί στον γαμπρό. Την εκτίμηση έκαναν, κατά κανόνα, επαγγελ-ματίες. Τα χρυσαφικά και ασημικά εκτιμούσαν χρυσοχόοι, το ρουχισμό ράφτες και τα έπιπλα μαραγκοί. Τα ακίνητα τα εκτιμούσαν πριν ή και μετά το γάμο ειδικοί εκτιμητές κτημάτων ή σπιτιών, δημόσιοι ή όχι. Στις πλούσιες προίκες, στις οποίες τα φορέματα ιδίως και τα χρυσά κοσμήματα στοίχιζαν σημαντικά ποσά, οι εκτιμητές περιέγραφαν το κάθε αντικείμενο (ρούχο ή κόσμημα) με λεπτομέρεια, προκειμένου να δικαιολογήσουν το υψηλό ή όχι τίμημά του. Τους εκτιμητές επέλεγαν από κοινού η πλευρά της νύφης και του γαμπρού. Προτιμούσαν πρωτομάστορες, για να είναι ικανοί να εκτιμή-σουν σωστά το κάθε είδος και για να μην μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την κρίση τους. Πρωτοράφτες και πρωτοκουβερτάδες για το ρουχισμό, πρωτομαραγκοί για τα έπιπλα και πρωτοχρυσοχόοι για τα κοσμήματα αναλάμβαναν να εκτιμήσουν, κατά συνείδηση, όσα τους παρουσίαζε η πλευρά της νύφης. Από τη στιγμή που οι επαγγελματίες αυτοί εκτιμούσαν κατά συνείδηση, εννοείται ότι οι ενδιαφερόμενοι αναζητούσαν, εκτός από την επαγγελματική ικανότητα, και εντιμότητα. Έτσι κατέληγαν σε άτομα που ξεχώριζαν μέσα στην κλειστή κοινωνία τους για το ήθος και την ακεραιό-τητά τους. Οι εκτιμητές, κατά κανόνα, και πάλι, όταν παρέδιδαν την εκτίμη-σή τους, δήλωναν ότι εκτίμησαν κατά συνείδηση, όπως και αρχικά είχαν υποσχεθεί. Τελικά, συγκεκριμένοι πρωτομάστορες ειδικεύτηκαν στις προι-κώες εκτιμήσεις και απέκτησαν φήμη, με αποτέλεσμα να τους συναντάμε σχεδόν αποκλειστικά στις σχετικές δικαιοπραξίες[71].

Όταν τα εκτιμώμενα αντικείμενα ήταν πολλά, η πρόσθεση της αξίας τους, προκειμένου να βγει το τελικό ύψος της προίκας, αποτελούσε πρόβλημα στον νοτάριο και τους άλλους ενδιαφερόμενους. Έτσι, κάποιες φορές παρατηρούνται λάθη. Αν ήταν, κατά περίπτωση, ηθελημένα ή όχι, είναι άγνωστο.

O Ο Πέρος Δρόσος και ο γαμπρός του Απόστολος Μαρούδης εξέλεξαν ως εκτιμητές της προίκας, που ο πρώτος θα έδινε στην κόρη του, έναν πρωτοκουβερτά, έναν ράφτη και έναν πρωτοχρυσοχόο, που εκτίμησαν καθένας τα αντικείμενα της ειδικότητάς του. Ο νοτάριος, που πιθανότατα έκανε την τελικά πρόσθεση, σημείωσε σύνολο 8.060 υ.[72].

Το άθροισμα όμως των επιμέρους εκτιμήσεων ήταν στην πραγματικότητα 8.881υ. Το γεγονός ότι ποσό της διαφοράς, δηλαδή τα 821 υ., δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο, υποδηλώνει ότι κάποιοι νοτάριοι δεν ήταν τίμιοι ή δεν καλοί στα μαθηματικά. 

 

Σε μερικές περιπτώσεις έκαναν οι ίδιοι οι εκτιμητές τη λίστα με τις εκτι-μήσεις τους και την παρέδιδαν απευθείας στον νοτάριο για να την περάσει στο κατάστιχό του, ως είχε. Κατά τη σύνταξη του σχετικού συμβολαίου εκτίμησης ήταν παρόντες, πέρα από τον πεθερό και τον γαμπρό, και οι εκτι-μητές. Φαίνεται ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις η εκτίμηση δεν γινόταν ενώπιον κοινού, όπως στις περιπτώσεις που την καταγραφή έκανε ο ίδιος ο νοτάριος στο σπίτι της νύφης ή σε άλλο συγκεκριμένο τόπο. Ίσως, δηλαδή, οι γονείς, για διαφόρους λόγους, να μην ήθελαν να γίνει ευρέως γνωστή η προίκα της κόρης τους. Ίσως πάλι η παρουσία του νοταρίου στη διαδικασία της εκτί-μησης και της παραλαβής της προίκας να αύξανε και την αμοιβή του, οπότε την απέφευγαν. 

O Ο πρωτοχρυσοχόος Λεονταρίτης και οι πρωτοράφτες Τρωίλος και Σεκού-ρας έκαναν την εκτίμησή τους και παρέδωσαν τις λίστες τους στον Τζου-άννε Αχέλη. Κάτω από κάθε λίστα υπέγραφαν και από δύο μάρτυρες. Ήταν αυτοί που παραβρίσκονταν κατά την εκτίμηση. Ο Αχέλης, μαζί με τον γαμπρό Μιχάλη Κονταράτο και τους τρεις εκτιμητές πήγαν στον νοτάριο, του παρέδωσαν τις λίστες και του ζήτησαν να συντάξει το συμβόλαιο εκτίμησης και παραλαβής της προίκας από τον γαμπρό[73].

O  Η Γιακουμίνα Τρουλινού παρέδωσε στον άντρα της την προίκα που εκτίμησε ο Λέο Ρανούτσιος, μαζί με τη σχετική κατάσταση. Σ’ αυτήν το ύψος των προικιών έφτανε τις 3.867 υ.[74]

O Ο εκτιμητής Τζώρτζης Κουνούπης  παρέδωσε στον νοτάριο κατάσταση με την εκτίμηση των προικιών, διαβεβαιώνοντάς τον ότι τα  παρέλαβε ο γαμπρός Τζουάννε Σαλούστρος από τον πεθερό του. Η συνολική τους αξία ήταν 1.131 υ.[75]

Τις περισσότερες φορές τουλάχιστον για τα κυρίως προικιά εξέλεγαν, από κοινού, όπως αναφέραμε, έναν ή δύο εκτιμητές και συμφωνούσαν η κρίση του/τους να είναι αμετάκλητη, σύμφωνα με τη βενετική συνήθεια (more veneto) (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 10 και σχετική ενότητα). Σε λίγες περι-πτώσεις όριζε η κάθε πλευρά τον δικό της εκτιμητή.

O Δύο αδέρφια, οι παπάδες Τζαμαδούρα, αφού συμφώνησαν να δώσουν την αδερφή τους στο διάκο Αντώνιο Νταλαμπέλα, όρισαν δικό τους εκτιμητή, όπως έκανε και η πλευρά του γαμπρού και δήλωσαν ότι, αν οι εκτιμητές δεν συμφωνούσαν, θα έβαζαν και τρίτο[76].

Το παραπάνω συμβόλαιο έγινε στο χωριό Σκουλούφια, αλλά το συμβό-λαιο συνέταξε νοτάριος της πόλης. Ίσως στα χωριά οι κάτοικοι να ήταν πιο καχύποπτοι ή οι παπάδες δεν είχαν εμπιστοσύνη στους επίδοξους συνα-δέλφους τους.

 

 Όταν τα προικιά της νύφης ήταν λιγοστά, καλούσαν μόνο έναν εκτιμητή. Αυτό, όπως ήταν φυσικό, συνέβαινε σε φτωχά άτομα.

O Ο Δημήτρης Φούκης παρέδωσε δέκα κομμάτια όλα και όλα ως προίκα της κόρης του στον γαμπρό του Πέρο Δαλαμπάδο. Από αυτά τα εννιά ήταν ρούχα και το ένα ασημικό (δωδεκάδα πιρούνια). Για το λόγο αυτό συμφώνησαν να καλέσουν μόνο τον πρωτοράφτη Μιχελή Λούμπινο. Τα ασημικά τα εκτίμησαν από κοινού[77].

Η εκτίμηση των ασημικών δεν ήταν δύσκολη, αφού απλώς πολλαπλα-σίαζαν το βάρος τους με την τρέχουσα τιμή της ουγγιάς του ασημιού στην αγορά. Το ίδιο συνέβαινε και με μερικά απαραίτητα εργαλεία δουλειάς, όπως ο αργαλειός, που λίγο-πολύ όλοι γνώριζαν την αξία τους[78].

 

Οι επαγγελματίες εκτιμητές πρέπει να απαιτούσαν κάποια αποζημίωση για τις εκτιμήσεις που έκαναν, πράγμα που ωθούσε πολλούς ενδιαφερό-μενους να τους αποφεύγουν και να συμβιβάζονται με άτομα του περιβάλ-λοντός τους.

O  Ο πατέρας της νύφης Γιάννης Σουργκιάν εξέλεξε ως εκτιμητή της προίκας που έδινε στην κόρη του τον παπά Αντώνιο Νταφεράρα και ο γαμπρός Δράκος Φούσκαρης τον πατέρα του Αντώνιο[79]. (Παραδείγματα εκτίμησης κινητής προίκας βλ. Παράρτημα έγγραφα 5 και 7).

β. Ακίνητη προίκα. Οι εκτιμητές της προικώας ακίνητης περιουσίας είχαν πολύ πιο δύσκολη δουλειά από τους εκτιμητές της κινητής, γιατί «έπαιζαν» με μεγαλύτερα ποσά και όφειλαν να πηγαίνουν σε κάθε περιουσία χωριστά και να εξετάζουν όλα όσα θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην τελική αξία τηe (ελεύθερη ή υπόχρεη να πληρώνει δασμό στο κράτος, στον φεουδάρχη της περιοχής, σε εκκλησίες ή μοναστήρια, νοικιασμένη, υποθηκευμένη, ύπαρξη δέντρων, πηγών, δικαιωμάτων τρίτων κ.ά.). Ενώ τους εκτιμητές των κινητών όριζαν, συνήθως, από κοινού, τους εκτιμητές των ακινήτων επέλε-γαν, κατά κανόνα, χωριστά, δηλαδή η κάθε πλευρά το δικό της. Φαίνεται ότι οι γνώμες για τα σπίτια και τα χωράφια είχαν μεγαλύτερη απόκλιση από αυτές για τα ρούχα και τα χρυσαφικά. Σε περίπτωση που οι δύο εκτιμητές διαφωνούσαν μεταξύ τους, καλούσαν και έναν τρίτο. Αυτός ήταν υποχρεω-μένος να συμφωνήσει με τη μία από τις δύο εκτιμήσεις, η οποία και τελικά θα γινόταν δεκτή. Μερικοί από τους εκτιμητές για διάφορους λόγους ζητού-σαν να απαλλαγούν ή δήλωναν αδυναμία να επισκεφτούν τα υπό εκτίμηση ακίνητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι ενδιαφερόμενοι φρόντιζαν να τους αντικαθιστούν.

Ο Τζουάννε Γριμπιάς, με το συμβόλαιο γάμου, είχε υποσχεθεί στον γαμπρό του Λουκά Μπαρότση 160.000 υ. προίκα, αποκλειστικά με ακίνητα. Εξέλεξαν δύο εκτιμητές και αυτοί πήγαν για να εκτιμήσουν από τις ιδιο-κτησίες του Τζουάννε στο χωριό Γεράνι τόσες όσες κάλυπταν το ποσό αυτό. Επειδή διαφώνησαν, κάλεσαν και τρίτο εκτιμητή. Αυτός συμφώνησε με τη γνώμη του ενός. Στη συνέχεια, αντικαταστάθηκε ο ένας από τους δύο εκτιμητές, γιατί δεν μπορούσε να πάει για επιτόπια εκτίμηση των δέντρων κ.ά.  Η τελική εκτίμηση των ακινήτων έφτασε τις 128.000 υ. Επειδή ήταν για προίκα, πρόσθεσαν και κάποιο επιπλέον ποσοστό, ώστε να φτάσουν χοντρι-κά τις 160.000 υ. Έτσι, εξοφλήθηκε η προίκα[80].

O Ο Τζουάννε Σαγκουινάτσος είχε υποσχεθεί στο γαμπρό του Αντρέα Καλλέργη ακίνητη περιουσία. Τώρα την εκτίμησαν οι δύο ειδικοί και την ανέβασαν στις 17.790 υ. Σ’ αυτήν περιλαμβάνονται σπίτια, ελιές και έσοδα[81]. (βλ. και Παράρτημα έγγραφο 7).

Β. Χρόνος και τόπος εκτίμησης.

Με βάση τα συμβόλαια εκτίμησης και παράδοσης της προίκας, που περιλαμβάνονται στα πρωτόκολλα των νοταρίων της πόλης του Ρεθύμνου, η διαδικασία γινόταν κατά 32% τον χειμώνα, 35% την άνοιξη, 22% το καλο-καίρι και 13% το φθινόπωρο. Ο μήνας που είχε τις περισσότερες παραδόσεις ήταν ο Ιανουάριος (16%). Ακολουθούσαν ο Απρίλιος, ο Μάιος και ο Ιούλιος (από 12%). Οι γάμοι, δηλαδή, όπως ήδη αναφέραμε, που «κλείνονταν» στις γιορτές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων γίνονταν αμέσως ή περί-μεναν την άνοιξη και το καλοκαίρι (βλ. και ενότητα: Χρόνος τέλεσης μυστη-ρίου, όπως και Παράρτημα, πίνακας 2).

Με βάση τα παραπάνω συμβόλαια, προκύπτει ότι  οι γονείς της νύφης παρουσίαζαν, κατά κανόνα, (72%) τα προικιά στο σπίτι τους, όπου και γινόταν η εκτίμησή τους και η παράδοσή τους στον γαμπρό. Στις περι-πτώσεις αυτές πρέπει να υπολογίσουμε ότι η όλη διαδικασία γινόταν μπρο-στά σε κόσμο, τους μάρτυρες και τον νοτάριο, που κατέγραφε το αντικείμενο και την εκτίμηση. Μερικοί προτιμούσαν, όπως ήδη αναφέραμε, να συντάσ-σουν οι εκτιμητές μόνοι τους την λίστα με τις εκτιμήσεις τους και να την παραδίδουν στον νοτάριο, προκειμένου να την περάσει στο πρωτόκολλό του (6%). Σε λιγότερες περιπτώσεις η εκτίμηση γινόταν στο σπίτι του γαμπρού (3%), συγγενών/φίλων (6%) ή σε άλλο χώρο (6%). Ο άλλος αυτός χώρος πιθανόν να ήταν κάποιο αλώνι ή κάποια πλατεία του χωριού. Έχουμε και μία περίπτωση που η εκτίμηση έγινε σε μοναστήρι/ εκκλησία[82], αλλά εδώ προηγήθηκε διαφωνία, γιατί η μάνα της νύφης υποσχόταν στον γαμπρός της να καλύψει το υπόλοιπο της προίκας με ποσότητα κρασιού. Ίσως ο εφημέ-ριος να τους κάλεσε στην εκκλησία, προκειμένου να λύσει τη διαφορά τους (βλ. Παράρτημα, πίνακας 4).

Τα ήθη και τα έθιμα της παράδοσης της προίκας προφανώς διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα σε ένα μεγάλο βαθμό. Σύμφωνα με τον Π. Βλαστό, η όλη τελετή είχε ως εξής: τα προικιά εκτίθεντο στο σπίτι των γονιών της νύφης για μέρες και μπορούσε καθένας να τα δει. Οκτώ μέρες πριν από το γάμο φίλοι και συγγενείς του γαμπρού πήγαιναν στο σπίτι της νύφης συνοδευό-μενοι με λυράρη και τραγουδώντας ειδικά τραγούδια. Ήταν οι «προυκο-λόγοι». Στο σπίτι είχαν συγκεντρωθεί συγγενείς και φίλες της νύφης. Αφού δέχονταν τα σχετικά κεράσματα, έβαζαν τα προικιά σε σακιά, τα φόρτωναν στα γαϊδούρια τους και τα μετέφεραν στο σπίτι του γαμπρού τραγουδώντας και πάλι. Εκεί τους περίμεναν γαμπρός, γονείς και συγγενείς. Επακολου-θούσαν κεράσματα. Την ίδια μέρα έστελνε ο γαμπρός το νυφικό στη νύφη και τα αδέρφια του ή συγγενείς καλούσαν τον κόσμο να παραστεί στην τελετή. Όσοι καλούνταν έστελναν για δώρα διάφορα τρόφιμα που ήταν απαραίτητα στο τραπέζι του γάμου[83].

 

 

Γ. Περιεχόμενο προίκας.

Συνήθως η προίκα περιλάμβανε ρουχισμό, έπιπλα, οικοσκευή, ασημικά, χρυσαφικά, μαργαριτάρια. Παράλληλα, οι περισσότερες περιλάμβαναν και μετρητά, σπίτια, καταστήματα, χωράφια, αμπέλια, κήπους κ.ά. Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις που οι προίκες περιορίζονταν μόνο στο ρουχισμό και τα χρυσαφικά.

 

α. Ακίνητα: Tα ακίνητα, που παραχωρούσαν ως προικώα στη νύφη, πάντοτε εκτιμούνταν, όπως αναφέραμε, από εκτιμητές από κοινού απο-δεκτούς και η τιμή που αναγραφόταν στο συμβόλαιο ήταν η επίσημη.

Πολλές φορές τα ακίνητα που οι γονείς της νύφης υπόσχονταν στον γαμπρό μπορεί να μην ήταν ιδιοκτησιακά απολύτως ασφαλή. Για το λόγο αυτό ο γαμπρός απαιτούσε, σε περίπτωση που το ακίνητο, με δικαστική πράξη, πήγαινε σε άλλον, να αντικατασταθεί με άλλο ακίνητο, ρουχισμό… ίσης αξίας.

Ο Τζώρτζης Σαλούστρος υποσχέθηκε προίκα στην κόρη του 4.000 υ. Αυτά θα πλήρωνε με 800 υ. μετρητά και ένα κατάστημα στην πόλη. Επειδή όμως το κατάστημα το διεκδικούσαν και οι αδερφοί Κουλουρίδη και βρίσκονταν στα δικαστήρια, δήλωσε ότι σε περίπτωση που χάσει τη δίκη, θα καλύψει την τιμή του με εκτίμηση ρούχων, ένα χρόνο μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης[84].

Από τα ακίνητα τα σπίτια είχαν μικρή αξία, γιατί συνήθως ήταν πρόχει-ρες κατασκευές. Συγκριτικά η αξία των ρούχων, της οικοσκευής και των χρυσαφικών ήταν υψηλότερη. 

O Ο Πέρος Δρόσος είχε υποσχεθεί στον γαμπρό του 11.000 υ. για προίκα. Μέσα σ’ αυτά ήταν και ένα σπίτι που το εκτίμησαν μόλις 940 υ. Την ίδια στιγμή η εκτίμηση των ρούχων και των χρυσαφικών πέρασε τις 8.000[85].

 

Σε περίπτωση που ο γαμπρός επιθυμούσε να αλλάξει τα ακίνητα που του παραχωρούσαν ως προίκα, πουλώντας τα και αγοράζοντας άλλα ή ανταλ-λάσσοντάς τα με άλλα, τα νέα ακίνητα εντάσσονταν στην προίκα όπως τα προηγούμενα. Σε μερικά προικοσύμφωνα υπήρχε η συγκεκριμένη διευκρί-νιση. Ίσως ήταν αναγκαία, γιατί μπορούσε ο γαμπρός στο μέλλον να ισχυριστεί ότι ήταν δικά του -αφού αυτός τα είχε αγοράσει-  και όχι προικώα της γυναίκας του.

O Η Έλενα Καλλέργη, που ενεργούσε για την ανιψιά της, ζήτησε να προ-στεθεί στο γαμήλιο συμβόλαιο ότι o γαμπρός μπορούσε να ανταλλάξει μερικά κτήματα, αλλά τα νέα θα περιλαμβάνονται στην προίκα[86].

O Ο Νικολό Σαγκουινάτσος για την κόρη του Όρσα και ο Φραγκίσκος Γρίττης για τον γιο του Νικολό συμφώνησαν γάμο. Η προίκα της νύφης θα ήταν 70.000 υ. Από αυτές οι 50.000 υ. θα καλύπτονταν με περιουσίες στην Επισκοπή Αρίου. Αν ο γαμπρός άλλαζε μερικές από αυτές, οι νέες περιουσίες θα εντάσσονταν στην προίκα της νύφης[87].

O Οι αδερφοί Ντακιότζα έδωσαν ως προίκα στην αδερφή τους τις περιου-σίες που διέθεταν στα χωριά Ασώματο, Μεγαπόταμο και Όρος. Τα ακί-νητα αυτά θα εκτιμούσαν δύο κοινοί τους φίλοι, εκλεγμένοι και από τις δύο πλευρές. Σε περίπτωση διαφωνίας μπορούσε να κληθεί και ένας τρίτος από τους ίδιους εκτιμητές, που να έχαιρε κοινής εμπιστοσύνης. Το ποσό που θα τα εκτιμούσαν αυτοί ή οι περισσότεροι απ’ αυτούς, θα λογιζόταν ως η πραγματική τιμή και αξία τους. Σε περίπτωση που ο γαμπρός θα πουλούσε ή θα μεταβίβαζε σε άλλον την παραπάνω περιου-σία, θα υποθηκευόταν η δική του περιουσία και ο ίδιος θα επέλεγε αν θα κατέβαλε στη σύζυγό του την αξία της σε μετρητά ή ακίνητα[88].

Αντικείμενο προίκας αποτελούσε και το οποιοδήποτε έσοδο από οποια-δήποτε πηγή (ενοίκια, φόροι, εισφορές…). Η αξία του εσόδου πολλαπλασια-ζόταν με το 20, προκειμένου να βρεθεί η συνολική αξία της συγκεκριμένης πηγής του. Με άλλα λόγια το ακίνητο που απέδιδε ετήσιο έσοδο άξιζε το εικοσαπλάσιο του ετήσιου εσόδου. Ή το ετήσιο έσοδο ισοδυναμούσε με το 5% της αξίας της πηγής.

O Η χήρα Λουκιέτα Παλμεζάν μέσα στις 26.000 υ. που υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της  περιλάμβανε και ένα έσοδο 100 υ. το χρόνο που παραχώρησε στη νύφη ο θείος της ιερομόναχος Σιλιγάρδος. Το συγκεκριμένο έσοδο με το 5%  αντιστοιχούσε σε κεφάλαιο 2.000 υ.[89]

β. Ρουχισμός: Ο ρουχισμός, στις περισσότερες περιπτώσεις, αποτελούσε τη βάση της προίκας. Μέσα σ’ αυτόν, εκτός από τα τις προσωπικές, πρό-χειρες ή επίσημες, ενδυμασίες της νύφης, περιλαμβάνονταν και κάθε είδους σκεπάσματα, στρώματα, τραπεζομάντηλα, πετσέτες κ.ά. Χωρίς αυτά δεν μπορούσε να στηθεί νοικοκυριό. Εννοείται ότι τα είδη του ρουχισμού και η αξία τους ποίκιλλε από προίκα σε προίκα, γιατί ήταν ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα της οικογένειας που τα παρείχε. Αξίζει νομίζω να δούμε ξεχωριστά μερικές περιπτώσεις προικών με πλούσιο ρουχισμό και μερικές με υπερβολικά φτωχό:

 

i. Για πλούσιους. Οι ευγενείς συνήθιζαν να προσφέρουν στις κόρες τους πανάκριβο ρουχισμό. Οι λαμπρές φορεσιές, που η εκτίμησή τους ήταν  αρκετές χιλιάδες υπέρπυρα, εντυπωσίαζαν περισσότερο. Το αν πραγματικά το άξιζαν, μόνο οι εκτιμητές και οι ίδιοι μπορούσαν να ξέρουν. Η διαδικασία της εκτίμησης συνήθως έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα, όταν γινόταν μπροστά σε συγγενείς, φίλους και γνωστούς. Ήταν μοναδική ευκαιρία να επιδείξουν οι γονείς τον πλούτο και τη δύναμή τους. Η επίδειξη αυτή, από το ένα μέρος, αύξανε το σεβασμό των φίλων προς τα πρόσωπά τους και, από το άλλο, αποτελούσε κόλαφο στα μάτια των εχθρών τους. 

O Ο Ιάκωβος Σαγκουινάτσος κάλεσε τους πιο γνωστούς πρωτοραφτάδες της πόλης (Λέο Χορτάτζη και Αντώνη Βλαστό) για να εκτιμήσουν τα προικώα ρούχα της κόρης του. Παρών ήταν και ο γαμπρός που θα τα παραλάμβανε. Την πρώτη ενδυμασία που παρουσίασε εκτίμησαν 4.364 υ.! Μια άλλη εκτιμήθηκε  1.406 υ. και μια φούστα 728 υ. Το σύνολο 8 κομματιών έφτασε τις 9.806 υ.[90]

O Ο ευγενής κρητικός Πιέρο Γρίττης παρουσίασε ως προίκα της κόρης του 23 κομμάτια ρουχισμού, που εκτιμήθηκαν συνολικά 11.193 υ.[91]

O Ο ευγενής Αλβέρτος Βαρούχας πρόσφερε στο γαμπρό του ρουχισμό αξίας 10.154 υ. με πέντε και μόλις κομμάτια. Δύο ενδυμασίες εκτιμή-θηκαν από τους πρωτοράφτες Λέο Ρανούτσιο και Αντώνη Βλαστό σε 5.155 υ. και 3.326 υ., αντίστοιχα[92]. 

Τα παραπάνω ποσά ήταν πολύ μεγάλα για τα δεδομένα της εποχής, αν υπολογίσει κανείς ότι οι περισσότερες προίκες ήταν στο σύνολό τους κάτω από τις 2.500 υ.

O Ο πρωτοράφτης Μανόλης Τρωίλος, που κλήθηκε να εκτιμήσει τα ρούχα της κόρης του διοικητή Φραγκίσκου Λομβάρδου εκτίμησε από 2.500 υ. δύο φορεσιές της νύφης. Πλάι στην εκτίμησή του υπήρχε και η περι-γραφή: φορεσιά από άσπρο ατλάζι, με τα μανίκια της, κεντημένη όλη με μετάξι και χρυσάφι[93]

O Ο Ιερώνυμος Νταμπρέσα παρέδωσε τα ρούχα και τα χρυσαφικά που είχε υποσχεθεί στον γαμπρό του Μιχέλ Κυριάκη. Μετρήθηκαν 31 είδη ρουχι-σμού  και εκτιμήθηκαν σε 11.574 υ. (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 7).

O Η Έλενα Κυριάκη είχε στην προίκα της 20 είδη ρουχισμού που εκτιμή-θηκαν 14.850 υ. (τρεις φορεσιές εκτιμήθηκαν: 3.310, 1636, 1.200, αντί-στοιχα)[94].

O Ο Αντρέας Κονταράτος έδωσε στη «μοναχοκόρη του» 24 είδη ρούχων, που εκτιμήθηκαν σε 16.642 υ. Μια και μόνο φορεσιά εκτιμήθηκε σε 2.538 υ.[95]

O Ο Αχέλης στο συμβόλαιο γάμου της ανιψιάς του είχε υποσχεθεί, εκτός των άλλων, 18.000 υ. σε ρούχα και 12.000 υ. σε χρυσαφικά. Στην εκτίμη-ση τα ρούχα έφτασαν τις 18.541υ. και ήταν μόλις 14 είδη. Μόνο οι 5 ενδυμασίες, που έδωσε, ξεπέρασαν συνολικά τις 12.000 υ.[96]

ii. Για φτωχούς. Εκτός από τον πλούσιο ρουχισμό υπήρχε και ο φτωχικός που συνόδευε τις οικονομικά ανίσχυρες οικογένειες της πόλης. Στις φτω-χικές προίκες εκτιμούσαν και το πιο απλό κομμάτι, προκειμένου να δώσουν σ’ αυτές συνολικά κάποια βαρύτητα.

O Ο πατέρας Ιλαρίονας Δομίνος υποσχέθηκε προίκα στη βαφτισιμιά του Καλή 1.000 υ. και το σπίτι του αλλά μετά το θάνατό του[97]. Λίγες μέρες μετά έγινε η εκτίμηση. Εκτιμήθηκαν 9 είδη ρουχισμού, ένα ζευγάρι πασούμια και έπιπλα (ντουλάπα, κασέλα και τελάρο) συνολικά 1.470 υ.[98] Τα πασούμια εκτιμήθηκαν 25 υ. και δυο ποδιές 70 υ.

 

Όταν οι προίκες ήταν εντελώς ασήμαντες, απέφευγαν να αναγράφουν το συνολικό τους ύψος τους και, ως εκ τούτου, και τις επί μέρους εκτιμήσεις.

O Η Αντριάννα Γληγοροπούλα υποσχέθηκε στην κόρη της Αννίτσα ως προίκα λίγα ρούχα και 100 υ. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν τα συνη-θισμένα (10%)[99].

 

Υπήρχε και η άλλη περίπτωση. Να αναγράφονται, δηλαδή, στο προικο-σύμφωνο τα ρούχα που θα έδιναν ως προίκα χωρίς όμως τη σχετική εκτίμηση.

O Η Μαρία Κορνιαχτοπούλα υποσχέθηκε στην κόρη της Φράτζα ως προίκα κάποια λίγα ακίνητα που είχε και: 4 πουκάμισα, 3 φουστάνια, 4 μαξιλά-ρια με τις θήκες τους, δύο ποδιές, 1 κεφαλομάντιλο, δύο μπόλιες και δύο ζευγάρια σεντόνια[100].

Η έλλειψη εκτίμησης στερούσε τη δυνατότητα να καθοριστεί το ύψος των δώρων του γαμπρού. Αν ο γαμπρός ήθελε, μπορούσε να απαιτήσει την εκτίμηση. Όταν όμως ένωναν τις τύχες τους δύο άτομα που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, τέτοιου είδους απαιτήσεις φάνταζαν ανεδαφικές.

 

γ. Πολύτιμα μέταλλα και λίθοι. Στις πόλεις οι ευγενείς και οι πλούσιοι αστοί συνήθιζαν να προσφέρουν ως προίκα στις κόρες τους πολύτιμα μέταλ-λα, κυρίως χρυσάφι και ασήμι, όπως και πολύτιμους λίθους, όπως διαμάντια και μαργαριτάρια. Από τα ασημικά ξεχώριζαν μαχαιροπίρουνα, κύπελλα και μαχαίρα. Από τα χρυσά, σκουλαρίκια, δακτυλίδια και βραχιόλια. Τέλος από τα μαργαριτάρια κολιέ/περιδέραια. Οι περιγραφές των χρυσοχόων στα συμ-βόλαια είναι λεπτομερείς. Ζύγιζαν πρώτα τα χρυσά ή τα ασημένια και μετά, με βάση την τεχνική κατασκευής τους αλλά κυρίως με βάση την τρέχουσα στην αγορά τιμή του χρυσού και ασημιού, κατέληγαν στην εκτίμησή τους. 

O Ο πρωτοχρυσοχόος Αντώνης Σιρίγος, όταν εκτιμούσε τα ασημικά που περιλάμβανε η προίκα που παραχώρησε ο διοικητής Λομβάρδος στην κόρη του, έγραφε, μεταξύ των άλλων: δώδεκα ασημένια κουτάλια και δώδεκα πιρούνια, σε γραμμή βενετσιάνικη, τα οποία ζυγίζουν συνολικά 37,5 ουγγιές εκτιμήθηκαν με 18 υ. η ουγγιά σε 675 υ.[101]

O Οι δυο χρυσοχόοι, που ανέλαβαν να εκτιμήσουν την προίκα, την οποία έδωσε ο Νικολό Σιδεράκης στην κόρη του, εκτίμησαν συνολικά 4 χρυσά σκουλαρίκια, 4 χρυσά δακτυλίδια, ένα μαργαριταρένιο περιδέραιο, 6 ασημένια κουτάλια και 10 πιρούνια  σε 3.039 υ.[102]

O Ο Αχέλης στο συμβόλαιο γάμου της ανιψιάς του είχε υποσχεθεί, εκτός των άλλων, 18.000 υ. σε ρούχα και 12.000 υ. σε χρυσαφικά[103].

O Ο ευγενής Αλβέρτος Βαρούχας πρόσφερε ως προίκα στην κόρη του, πλην των άλλων, χρυσαφικά, μαργαριτάρια και ασημικά αξίας 10.432 υ. Μόνο ένα κολιέ χρυσό με ρουμπίνια και σμαράγδια εκτιμήθηκε 6.600 υ.[104]

O Τα αδέρφια Μαρούδη στο συμβόλαιο γάμου της αδερφής τους υποσχέ-θηκαν στον γαμπρό ως προίκα 4.000 υ., από τα οποία τα 600 υ. σε χρυσα-φικά και τα υπόλοιπα σε ρουχισμό[105].

O Ο Ιερώνυμος Νταμπρέσα παρέδωσε τα ρούχα και τα χρυσαφικά που είχε υποσχεθεί στον γαμπρό του Μιχέλ Κυριάκη. Τα 11 είδη χρυσαφικών και ασημικών εκτιμήθηκαν 8.449 υ.[106] Συνολικά τα κυρίως προικιά πέρασαν τις 20.000 υ. (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 7).

O Στο συμβόλαιο εκτίμησης/παραλαβής προίκας της Έλενας Κυριάκη έχου-με 8 είδη χρυσαφικών/ασημικών που εκτιμήθηκαν 6.653 υ. (βραχιόλια = 1.365 υ., 67 μαργαριτάρια = 1.100 υ., 12 ασημένια πιρούνια και κουτάλια = 1.178 υ.)[107].

O Ο Αντρέας Κονταράτος έδωσε στη «μοναχοκόρη του» 8 κομμάτια χρυσαφικά, που εκτιμήθηκαν σε 6.541 υ. Το σύνολό τους έφτασε τις 23.183 υ., αν και η υπόσχεση ήταν 20.000 υ. Τα επιπλέον συμφώνησαν να προσμετρηθούν στο σύνολο της προίκας[108].

O Ο Ντανιέλ Λόγκος έδωσε μεταξύ άλλων στον γαμπρό του μάστρο Μιχελή και λίγα χρυσαφικά που εκτίμησε ο Μιχέλ Λενταρίτης σε 865 υ.[109] Αντίθετα ο ευγενής Μουδάτσος έδωσε στον γαμπρό του Καλλέργη 14 είδη αρκετά αξιόλογα[110] (βλ. Παράρτημα, έγγραφα 11 και 12).

δ. Μετρητά: Οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης και κυρίως οι φεου-δάρχες και οι πλούσιοι ευγενείς, μαζί με τα κινητά και ακίνητα της προίκας, υπόσχονταν και κάποια ποσά σε μετρητά. Τα ποσά αυτά ήταν, κατά κανόνα, περιορισμένα, και έρχονταν ως συμπλήρωμα των υπολοίπων προικώων. Γενικά, σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της Βενετοκρατίας στην Κρήτη υπήρχε στενότητα χρήματος. Αυτοί που είχαν ρευστό περισσότερο από τους άλλους ήταν προφανώς οι έμποροι, αλλά το χρησιμοποιούσαν κατά κύριο λόγο στη δουλειά τους και δευτερευόντως στις προίκες των θηλυκών μελών της οικογένειάς τους. Οι ίδιοι ως γαμπροί προτιμούσαν στην προίκα της γυναί-κας τους να υπάρχουν μετρητά, γιατί τους ήταν απαραίτητα στις επιχειρήσεις τους. Δεν τους ενδιέφερε αν τα μετρητά καταβάλλονταν εφάπαξ ή με δόσεις. Ίσως και να προτιμούσαν τις δόσεις…

O Ο Μιχέλ Κυριάκης ήταν γνωστός έμπορος της πόλης του Ρεθύμνου. Στο συμβόλαιο γάμου του συμβιβάστηκε με τον πεθερό του σε προίκα 35.000 υ., από τις οποίες οι 15.000 υ. θα ήταν σε μετρητά, που θα καταβάλ-λονταν σε αρκετές δόσεις[111].

O Ο ίδιος μαζί με τον αδερφό του πάντρεψαν μετά από έξι χρόνια την αδερφή τους Έλενα. Της υποσχέθηκαν ως προίκα 45.000 υ. από τις οποίες οι 12.000 υ. θα ήταν σε μετρητά και οι 3.000 υ. από ανείσπραχτο χρέος. Ουσιαστικά δηλαδή της έδιναν 15.000 υ. σε μετρητά. Τόσα είχε πάρει και ο Μιχέλ με την προίκα της γυναίκας του. Στο σύνολο της προίκας περιλαμβάνονταν και ενοίκια αξίας 10.000 υ. που είχαν αφήσει στην Έλενα ως κληροδότημα οι θείοι της[112].

Στις περισσότερες συμφωνίες γάμου τα μετρητά ήταν, όπως αναφέραμε, κατά πολύ λιγότερα από τα αντικείμενα εκτίμησης. Υπήρχαν βέβαια και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι ευγενείς, που, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας τους, αποτελούσαν εξαίρεση στον κανόνα.

O Ο Μαρίνος Γρίμπιας στο συμβόλαιο γάμου της ανιψιάς του υποσχέθηκε ως προίκα 80.000 υ. και δήλωσε  ότι το ποσό αυτό θα καλυπτόταν με την εκτίμηση τριών και μόνο γυναικείων ενδυμασιών από μετάξι και με μετρητά[113].  

O Η χήρα Νικολόζα Κόρνερ υποσχέθηκε στην κόρη της προίκα 90.000 υ. από τα οποία οι 40.000 υ. θα ήταν σε μετρητά. Οι δόσεις που ορίστηκαν για τα μετρητά κάλυπταν πέντε χρόνια[114].

Μερικές φορές πεθερός και γαμπρός συμφωνούσαν να δίδονται τα μετρη-τά σε απεριόριστες δόσεις, αλλά να καταβάλλεται σχετικά υψηλός τόκος στα εκάστοτε υπολειπόμενα χρήματα. Αυτό ήταν πιο βολικό και στις δυο πλευ-ρές, γιατί ο πάροχος διευκολυνόταν στην ανεύρεσή τους και ο δέκτης εισέ-πραττε τον τόκο.

O Ο Φραγκίσκος Σαγκουινάτσος υποσχέθηκε προίκα στην κόρη του 50.000 υ. από τα οποία θα ήταν σε μετρητά οι 24.000 υ. Η καταβολή των μετρητών θα γινόταν με δόσεις, αλλά θα καταβαλλόταν τόκος 6% στα εναπομένοντα κάθε φορά χρήματα[115].

Μέσα στα μετρητά λογαριάζονταν και τα ιδιωτικά πιστωτικά συμφω-νητικά, στα οποία φαινόταν κάποιο χρέος.

O Η Μαρούσα Λιτινοπούλα υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της 8.000 υ. σε ρούχα και 7.000 υ. σε μετρητά. Στο γαμπρό έδωσε αντί για μετρητά δύο ιδιωτικά συμφωνητικά, στα οποία φαινόταν ότι της χρωστούσε ο Μιχέλ Κόρσο 5.000 υ.[116]

Γενικά, τα μετρητά για τους περισσότερους δεν αποτελούσαν τον κορμό της προίκας αλλά το μέσο συμπλήρωσης του υπεσχημένου ύψους της.

O Ο Μάρκος Φαλέντος για την κόρη του Εργίνα και ο Τζουάννε Σαγκου-ινάτσος για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στις 10.000 υ. Αυτά θα δίδονταν με ένα σπίτι και όσα βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό. Τα υπόλοιπα με χρυσάφι,  ασήμι, ρούχα και μετρητά[117].

ε. Έπιπλα/οικοσκευή: Οι περισσότερες εκτιμήσεις γίνονται από χρυσο-χόους και ράφτες. Σε λίγες περιπτώσεις έχουμε και μαραγκούς για τα έπιπλα. Στους φτωχούς τα έπιπλα, όπως και τα χρυσαφικά, ήταν λιγοστά.

O Στην προίκα, που παρέδωσε η Μαρούσα Σεβαστοπούλα στο γαμπρό της, περιλαμβάνονταν ένα κρεβάτι, μια κασέλα και μια ρόδα πιεστηρίου. Τα εκτίμησε  ο μαραγκός Φραγκίσκος Πόκαρης[118].

O Στην προίκα, που παραδόθηκε από τον Ντανιέλ Λόγκο στο μάστρο Μιχελή και εκτίμησε ο ράφτης Αντώνης Βλαστός, υπήρχαν 3 κασέλες, 2 πάγκοι και τέσσερα σκαμνιά. Αυτά μαζί με δύο βαρέλια και ένα δοχείο λαδιού εκτιμήθηκαν σε 290 υ.[119]

Οι επιπλώσεις των σπιτιών φαίνονται καλύτερα στις καταγραφές της οικοσκευής. Αυτές γίνονταν, όταν πέθαινε ο νοικοκύρης, προκειμένου να διανεμηθεί η περιουσία του στους κληρονόμους του και κυρίως για να πάρει η χήρα σύζυγος την όποια προίκα της (βλ. Παράρτημα,  έγγραφο 13). Τα πιο συνηθισμένα έπιπλα ήταν οι κασέλες, τα μπαούλα, οι ντουλάπες, οι καρέ-κλες, τα κρεβάτια, τα τριπόδια κρεβατιού, με τις σανίδες και τον ουρανό τους, και τα γραφεία. Στις περισσότερες περιπτώσεις καθοριζόταν και το είδος του ξύλου από το οποίο είχε γίνει το έπιπλο ή η ύλη κατασκευής των άλλων αντικειμένων. Ενίοτε και το μέγεθός τους. Την οικοσκευή συμπλή-ρωναν κηροπήγια, δοχεία λαδιού, πίνακες και εικόνες, μαχαίρια, πιρούνια κουτάλια κ.ά.

O Στην καταγραφή της οικοσκευής του Ιάκωβου Βαρούχα βρέθηκαν μεταξύ άλλων και τα εξής: κασέλα από κυπαρίσσι, μεγάλη ντουλάπα, 9 καρέκλες από καρυδιά, 9 πίνακες, 3 καρέκλες από κυπαρίσσι και μία από κουκου-ναριά, ένα γραφείο και ένα κρεβάτι από κυπαρίσσι[120].

O Στην καταγραφή της οικοσκευής του Τζώρτζη Καλλέργη μεταξύ άλλων βρέθηκαν: πέντε κασέλες από κουκουναριά, η μία με διακόσμηση, μια εικόνα της Παναγίας, ένα τραπέζι φαγητού, ποτήρια, κηροπήγιο ορειχάλ-κινο, 7 πιάτα συνηθισμένα και 5 από την Κωνσταντινούπολη[121].

 

στ. Κληροδοτήματα: Σε μερικές περιπτώσεις στην προίκα της νύφης λογαριάζονταν και περιουσίες που οι γονείς της υπόσχονταν ότι θα της άφηναν μετά το θάνατό τους. Πολλές φορές οι χρονικά απροσδιόριστες υπο-σχέσεις αυτές ήταν ίσης ή μεγαλύτερης αξίας με τις άμεσες παροχές. Επίσης, υπολογίζονταν και τα κληροδοτήματα που πιθανότατα είχαν αφήσει στη νύφη κάποιοι συγγενείς ή γνωστοί, ακόμα και αν δεν είχαν εισπραχθεί.

O Η Ελιά Επισκοποπούλα υποσχέθηκε στην κόρη της 12.000 υ. με κληρο-δότημα που θα έπαιρνε μετά το θάνατό της. Το σύνολο της προίκας ήταν 22.000[122].

O Ο ευγενής Σαγκουινάτσος έδωσε προίκα στη βαφτισιμιά του, από κληρο-δότημα της συζύγου του, 2.000 υ. Τα 1.700 υ. ήταν σε εκτίμηση ρούχων και ήταν 19 κομμάτια. Δυο πετσέτες φαγητού εκτιμήθηκαν σε 14 υ. και ένα βέλο σε 6 υ.[123]

Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο ευγενής προσπαθούσε με ευτελή αντι-κείμενα, όπως οι πετσέτες, να συμπληρώσει το ποσό του κληροδοτήματος.

 

ζ. Η προσαύξηση του 25%: Σε όλα τα κινητά είδη της προίκας και μερι-κές φορές και στα ακίνητα οι εκτιμητές έδιναν στην τελική τιμή τους αύξηση 25%. Τις περισσότερες φορές δεν το έγραφαν, αλλά απλώς το υπαινίσσο-νταν, σημειώνοντας ότι η εκτίμηση θα γινόταν, κατά τις συνήθειες της «πατρίδας». Επειδή στο βυζαντινό δίκαιο, που ίσχυε στο νησί, πριν από την κατάληψή του από τους Βενετούς, δεν συναντάται τέτοιου είδους διάταξη, υποθέτουμε ότι αποτελούσε αρχή του άγραφου τοπικού δικαίου ή το πιθανό-τερο δάνειο από το βενετικό δίκαιο. Στη δεύτερη περίπτωση, ο όρος «πατρί-δα» υποδήλωνε τη Βενετία. Η συνήθεια/διάταξη αυτή επικράτησε γρήγορα, γιατί άρεσε σε πλούσιους και φτωχούς. Οι πλούσιοι με τη συγκεκριμένη προσαύξηση παρουσίαζαν ακόμα υψηλότερες τις προίκες που πρόσφεραν και αύξαναν τις εντυπώσεις. Οι φτωχοί πάλι μπορούσαν τα λίγα που έδιναν να τα παρουσιάζουν κάπως περισσότερα και έτσι να αποφεύγουν τα πικρό-χολα σχόλια. Οι μόνοι θιγόμενοι ίσως ήταν οι γαμπροί, γιατί φαινόταν ότι έπαιρναν περισσότερα από όσα στην πραγματικότητα έπαιρναν. Αλλά και αυτοί κατά κάποιο τρόπο ικανοποιούσαν την αυταρέσκειά τους, δίνοντας την εντύπωση στους άλλους ότι ο γάμος τους ήταν επιτυχημένος, αφού συνοδευ-όταν με υψηλή ή έστω ανεκτή προίκα.

O Οι αδερφοί Σαγκουινάτσοι στην εκτίμηση των προικιών της αδερφής τους σημείωσαν ότι αυτά αυξάνονταν κατά 25%. Και δεν ήταν λίγα τα προικιά: 24 είδη ρούχων εκτιμήθηκαν σε 10.665 και 9 είδη χρυσών/αση-μικών σε 3.638[124].

 Στα ακίνητα απέφευγαν, κατά κανόνα, να προσάπτουν τη συγκεκριμένη αύξηση, με το σκεπτικό ίσως ότι, αν παρουσιαζόταν η ανάγκη να επιστραφεί η προίκα και τα «υπερεκτιμημένα» ακίνητα είχαν πουληθεί, ο γαμπρός θα όφειλε να επιστρέψει άλλα  ίσης αξίας ή το αντίτιμό τους. Υπήρχαν όμως και εξαιρέσεις.

O Ο Τζουάννε Γριμπιάς είχε υποσχεθεί στον Λουκά Μπαρότση ως προίκα εκτός των άλλων και 160.000 υ. από τα κτήματα που είχε στο χωριό Γεράνι. Οι εκτιμητές πήγαν στο χωριό και ξεχώρισαν κτήματα αξίας 128.000 υ. Σε αυτά έβαλαν την προικώα προσαύξηση, οπότε καλύφθηκε το υπεσχημένο ποσό των 160.000 υ.[125]

Το μόνο είδος της προίκας που, σε καμιά περίπτωση, δεν είχε την προσαύξηση του 25% ήταν τα μετρητά. Οι νοτάριοι ήταν πολύ προσεκτικοί στο σημείο αυτό.

O Οι εκτίμηση που έδωσε σε ρουχισμό και χρυσαφικά ο ευγενής Αλβέρτος Βαρούχας στον γαμπρό του έφερε περίσσευμα 432 υ. από αυτά που του είχε υποσχεθεί. Το περίσσευμα αυτό χωρίς την προσαύξηση του 25% (δηλαδή 432-108= 324) συμψηφίστηκε στα μετρητά[126].

η. Τρόποι εκτίμησης: Στα περισσότερα συμβόλαια εκτίμησης και παρα-λαβής της προίκας σημειωνόταν ότι η εκτίμηση που θα έκαναν οι από κοινού ή όχι εκλεγμένοι εκτιμητές, θα ήταν αμετάκλητη, δηλαδή θα γινόταν αναγκαστικά δεκτή και από τις δύο πλευρές «κατά τη βενετική συνήθεια» (more veneto). Αυτό σημαίνει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι ντόπιοι είχαν υιοθετήσει σχετική αρχή του βενετικού δικαίου. Και αυτό, γιατί σχε-τική διάταξη, από όσα γνωρίζω, δεν υπάρχει στη βυζαντινή νομολογία.

Γενικά, η εκτίμηση της προίκας είχε επηρεαστεί από τα δυτικά έθιμα, στα σημεία που αναφέραμε, δηλαδή στη «χαριστική εικονική επαύξηση» 25% και στο αμετάκλητο της απόφασης των εκτιμητών «more veneto».

Οι εκτιμήσεις γινόταν με τρεις τρόπους. Ο ένας ήταν ο παραπάνω. Ο δεύτερος ήταν ο «κατά συνείδηση», που κατά κάποιο τρόπο μπορεί να συνέπιπτε και με τον πρώτο. Σύμφωνα με αυτόν, τα δύο μέρη εξέλεγαν έναν ή δύο από κοινού αποδεκτούς εκτιμητές και τους ζητούσαν να εκτιμήσουν το κινητό ή το ακίνητο με βάση τη συνείδησή τους και το φόβο του θεού. Τέλος, υπήρχε και ο πιο απλός αλλά και πιο ουσιαστικός τρόπος, σύμφωνα με τον οποίο εξέλεγε η κάθε πλευρά από έναν εκτιμητή και σε περίπτωση που δεν συμφωνούσαν στις εκτιμήσεις τους, καλούσαν έναν τρίτο από κοινού δεκτό και δέχονταν ως οριστική τιμή αυτή που πλησίαζε περισσότερο στην εκτίμηση του τρίτου ή έβγαζαν το μέσο όρο όλων των εκτιμήσεων.

O Ο Πέρος Δρόσος όφειλε να παραδώσει την εκτίμηση ρούχων, χρυσαφιού, ασημιού και μαργαριταριών στον Αποστόλη Μαρούδη π. Μανόλη, γαμπρό του, για λογαριασμό της προίκας που υποσχέθηκε στα συμβόλαια του γάμου. Για το λόγο αυτό εξέλεξαν από κοινού τον πρωτοκουβερτά Σταμάτη Κοσκίνη, το ράφτη Λουκά Μουδάτσο και τον πρωτοχρυσοχόο Νικολό Λενταρίτη, για να κάνουν την παραπάνω εκτίμηση κατά συνεί-δηση και αυτό που θα αποφασίσουν να είναι και να ισχύει, κατά τη βενετική συνήθεια, αμετάκλητα, υποσχόμενοι κ.λπ.[127]

Εδώ συμπίπτει το more veneto  και το κατά συνείδηση.

 

Δ. Ειδικές περιπτώσεις προικοδότησης.

Οι πάροχοι της προίκας συχνά στο συμβόλαιο γάμου άφηναν κάποια ποσά ή κάποιες υποσχέσεις μετέωρες ή διφορούμενες. Το έκαναν ίσως ηθελημένα, προκειμένου να μην τηρήσουν επακριβώς τη συμφωνία. 

O Ο διδάκτορας Λίμας στο συμβόλαιο γάμου της ψυχοκόρης της γυναίκας του, υποσχόταν στον γαμπρό 1.000 υ. σε μετρητά, εκτίμηση ρούχων και ένα κρεβάτι. Και άλλα 1.000 υ. με ένα σπίτι, που αναλάμβανε να του χτίσει. Μέχρι να το χτίσει θα του έβρισκε ένα άλλο για να μένει με τη γυναίκα του[128].

Στο παραπάνω συμβόλαιο δεν αναφέρονται ούτε δώρα του γαμπρού, ούτε το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο θα παραδιδόταν το νέο σπίτι. Όλα ήταν διφορούμενα για ευνόητους λόγους.

Άλλες φορές η παράδοση και η εκτίμηση της προίκας γινόταν χωρίς να έχει προηγηθεί συμβόλαιο γάμου. Όριζαν δηλαδή οι γονείς της νύφης έναν εκτιμητή, παρουσίαζαν τα προικιά της και τα παραλάμβανε ο γαμπρός.

O Ο Γιάννης Σουργκιάν πρόσφερε όσα είχε για προίκα της κόρης του Τζουάννας. Τα προικιά εκτιμήθηκαν από ιερέα στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων σε 8.240 υ. Δεν υπήρχαν μετρητά και ακίνητα. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν τα νόμιμα, δηλαδή 824 υ.[129]

Δεν φαίνεται να είχε προηγηθεί προικοσύμφωνο. Τόσα είχε ο πεθερός, τόσα έδωσε. Τα παρέλαβε ο γαμπρός και τέλειωσαν. Πρόκειται για το πιο απλό και πρακτικό γαμικό σύμφωνο.

 

Οι πλούσιοι ευγενείς και οι φεουδάρχες συχνά φρόντιζαν να παίρνουν υπό την προστασία τους και να παντρεύουν υπηρέτριες, ψυχοκόρες, παρα-δουλεύτρες ή και ερωμένες. Έβρισκαν κάποιον φτωχό μεροκαματιάρη, του έδιναν μια σχετικώς καλή προίκα και το όποιο πρόβλημά τους με την υπό προστασία γυναίκα λυνόταν ειρηνικά. 

O Ο φεουδάρχης Ντανιέλ Λόγκος θέλησε να παντρέψει τη Λουκρίτσια Ρονκάη με ένα βαρελά της πόλης. Του υποσχέθηκε προίκα 4.000 υ.[130] Τελικά του έδωσε κατά διαστήματα 865 υ. σε εκτίμηση χρυσαφικών[131], 3.001 υ. σε εκτίμηση ρουχισμού, 290 υ. σε έπιπλα και 880 υ. σε μετρη-τά[132].

Με άλλα λόγια, πολύ περισσότερα από όσα του είχε αρχικά υποσχεθεί. Δεν αναφέρεται αν ήταν παραδουλεύτρα, συγγενής ή ερωμένη του. Οι φεου-δάρχες συνήθιζαν να διασκεδάζουν στην προσωπική ζωή τους ασύστολα και ταυτόχρονα να παίζουν το παιγνίδι της κάλυψής τους με πολλούς τρόπους, ποντάροντας σε πολλά ταμπλό. Ένα ήταν και αυτό.

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 4η: ΠΡΟΙΚΩΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ.

 

Α. Διαιτητικοί δικαστές.

Πολλές φορές η πατρική ή η μητρική κληρονομιά δημιουργούσε έριδες ανάμεσα σε κληρονόμους και συγγενείς. Όταν επικρατούσε η λογική, όριζαν από κοινού ως διαιτητικό δικαστή κάποιον που έχαιρε του σεβασμού όλων τους και αυτός τις περισσότερες φορές έβρισκε τρόπο να γεφυρώσει το μεταξύ τους χάσμα Σε περίπτωση αποτυχίας του εγχειρήματος, αναγκαστικά κατέφευγαν στα δικαστήρια, με αποτέλεσμα όχι μόνο να εντείνουν το εχθρικό κλίμα ανάμεσά τους, αλλά και να υποβάλλονται όλοι τους σε μεγά-λα έξοδα. Όταν οριζόταν διαιτητικός δικαστής, συνήθως και τα δύο μέρη υπόσχονταν ότι θα έκαναν αποδεκτή την όποια απόφασή του, σύμφωνα με το βενετικό έθιμο (more veneto).

O Ο Τζουάννε Αχέλης και ο Τζώρτζης Σκορδίλης (θείος και ανιψιός) είχαν κληρονομικές διαφορές σχετικές με κάποιο υπόλοιπο από τη μητρική προίκα. Κατέφυγαν, με κοινή απόφαση, στον Ιωάννη Αντρέα Τρωίλο[133], γνωστό δικηγόρο της πόλης του Ρεθύμνου, και του ζήτησαν να γίνει διαιτητής στη διαφορά τους. Και οι δύο υποσχέθηκαν ότι θα θεωρούσαν την όποια απόφασή του τελεσίδικη. Αυτός μελέτησε τα δικαιολογητικά που του κατέθεσαν, σκέφτηκε τα πάντα και την επομένη κιόλας ημέρα αποφάσισε ότι έπρεπε ο Αχέλης να πάρει από τον Σκορδίλη 207 υ.[134]

Β. Οικογενειακοί διακανονισμοί.

Σε μερικές περιπτώσεις οι γονείς υποχρέωναν τα παιδιά τους να διατη-ρούν εξ αδιαιρέτου κάποιες περιουσίες, για διάφορους λόγους και κυρίως για να μην αναφύονται διενέξεις μεταξύ τους. Όταν, για παράδειγμα, είχαν μεγάλες εκτάσεις με βοσκότοπους, τις διατηρούσαν κοινές για να μπορούν και οι δύο πλευρές να βόσκουν ελεύθερα τα ζώα τους. Το ίδιο συνέβαινε με τις πηγές νερού για άρδευση, και μερικές φορές με τις δεκατίες[135], όταν, φυσικά, δεν αφορούσαν μεγάλο αριθμό ατόμων.

O Ο Τζώρτζης Καλλέργης στο συμβόλαιο γάμου του γιου του Φραγκίσκου, του υποσχέθηκε κάποιες από τις περιουσίες, που είχε σε συγκεκριμένο χωριό, εκτός από τις δεκατίες και τα βοσκοτόπια, που θα τα είχε εξ αδιαιρέτου με τον αδερφό του, όπως συνέβαινε και μέχρι τότε[136].

Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι οικογενειακές αυτές περιουσίες που έμε-ναν εξ αδιαιρέτου γίνονταν αιτία ενδοοικογενειακών διενέξεων.

O Ο Τζουάννε και ο Φραγκίσκος Κιότζα, από την μια πλευρά, και η νύφη τους Ανέζα, ως επίτροπος των παιδιών του μακαρίτη αδερφού τους Πιέρου, από την άλλη, και τα αδέρφια Κιότζα, παιδιά του μακαρίτη Τζουάννε, από μια τρίτη, αποφάσισαν με συμβόλαιο διακανονισμού να μοιράσουν τις δεκατίες, που εισέπρατταν εξ αδιαιρέτου, με τον εξής τρόπο. Θα εισέπραττε η κάθε πλευρά το σύνολό τους από μια χρονιά. Τη σειρά την αποφάσισαν με κλήρωση[137]. 

 

Γ. Εγγυητές καταβολής προίκας.

Σε ορισμένες περιπτώσεις οι γαμπροί απαιτούσαν συγκεκριμένες εγγυή-σεις για την παραχώρηση, κυρίως των ακινήτων και των μετρητών, της προίκας, επειδή  συχνά τα πεθερικά απέφευγαν να τηρήσουν τα υπεσχημένα ή τα ακίνητα που τους παραχωρούσαν δεν ήταν ξεκαθαρισμένα.  

O Ο Μανόλης Τρουλινός εγγυήθηκε στο γαμπρό του Μάρκο Σκορδίλη, με την τωρινή και μελλοντική περιουσία του, την ιδιοκτησία των ακινήτων της προίκας, σε περίπτωση που κάποιος τον ενοχλούσε[138].

 

Αν η νύφη ήταν ορφανή από πατέρα, μπορούσε να εγγυηθούν την κατά-βολή του συνόλου της προίκας κάποιο ή κάποια συγγενικά πρόσωπα.

O Η Μαρούσα Φραμπενετοπούλα, χήρα για την κόρη της Γιακουμίνας, και ο Γεωργιλάς Σαλούστρος για τον εαυτό του, κατέληξαν σε σύμφωνο γάμου. Ως προίκα και δώρα ορίστηκαν 8.500 υ. Αυτά θα δίδονταν με ένα χωράφι μισού μουζουριού, που είχε από τον πατέρα της έξω από το σπίτι της, με ορμεζίνα αξίας 50 ταλίρων, και τα υπόλοιπα με εκτίμηση ρούχων, χρυσαφιού, ασημιού και μαργαριταριών. Η παράδοση της προίκας θα γινόταν κατά το χρόνο της τελετής του γάμου. Τα δώρα του γαμπρού  θα  ήταν 850 υ. Παρούσες ήταν και οι αδελφές της νύφης, Ιζαμπέτα και Κλάρα, που ανέλαβαν την υποχρέωση να συμπληρώσουν  από  τα μερίδιά τους, αν χρειαζόταν, την παραπάνω προίκα[139].

Εδώ δεν αναφέρεται ότι η προίκα θα δινόταν οκτώ μέρες πριν από την τελετή του γάμου, αλλά την ίδια μέρα. Την τακτική αυτή, που ήταν σύμφωνη με το βυζαντινό δίκαιο, θα δούμε ότι ακολουθούσαν στα χωριά. 

O Ο Τζανής Σεμιτέκολος για την κόρη του Μαρκεζίνα και ο Μάρκος Κονταρίνης για δικό του συμφώνησαν γάμο, με την παρουσία βικάριου. Ως προίκα ορίστηκε το ποσό των 50.000 υ. και ένα σπίτι. Η μάνα της νύφης θα έδινε 8 μέρες πριν από το γάμο 15.000 υ. σε χρυσό, ασήμι, μαργαριτάρια και ρούχα. Τα υπόλοιπα θα δίδονταν με ακίνητα. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 6.000 υ. Τα αδέρφια της νύφης, αφού την αποκλή-ρωσαν, εγγυήθηκαν την καταβολή της προίκας με την περιουσία τους[140].

Συχνά, σε πλούσιες, κατά κανόνα, οικογένειες, η εξαγγελία της προίκας ήταν, περισσότερο ευκαιρία επίδειξης πλούτου και δύναμης. Μόλις όμως περνούσαν οι πρώτοι ενθουσιασμοί, ακολουθούσαν οι προβληματισμοί για τη δυνατότητα τήρησης των υπεσχημένων. Η προίκα παραδιδόταν οκτώ μέρες πριν από το γάμο. Μετά το γάμο, αν δεν υπήρχαν συγκεκριμένες δεσμεύσεις μέσα στα προικοσύμφωνα, οι υποσχέσεις πολλές φορές παρέ-μεναν για καιρό απλές υποσχέσεις.

O Ο Τζουάννε Σαγκουινάτσος συμφώνησε με τον ευγενή Αντρέα Καλλέργη να του δώσει την κόρη του Ιζαμπέτα με προίκα και αδερφομοίρια 37.000 υ. Οι 20.000 υ. θα δίδονταν με 100 χρυσά ισπανικά ρεάλια και με χωράφια. Οι 17.000 υ. με χρυσό, ασήμι, μαργαριτάρια και ρούχα. Οι 3.000 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού[141]. Η εκτίμηση και παράδοση της των χρυσαφικών και των ρούχων έγινε μετά περίπου οκτώ μήνες. Εκτιμή-θηκαν συνολικά 9.000 υ.[142]

Οι υπολειπόμενες μέχρι τις 17.000 υ. είναι άγνωστο αν ποτέ δόθηκαν στο γαμπρό. Πάντως μέχρι το 1646 που τελειώνει το πρωτόκολλό του ο νοτάριος δεν είχαν δοθεί.

Οι εγγυήσεις κρίνονταν όλως απαραίτητες και σε περίπτωση που η συμφωνία γάμου γινόταν σε περίοδο που έλειπε ο πατέρας της νύφης, Και αυτό γιατί ο πατέρας  πάγια λογιζόταν ως κύριος υπεύθυνος και πρώτος πληρωτής της προίκας.

O Ο Δημήτρης Φούκης έλειπε σε ταξίδι. Η γυναίκα του Ιζαμπέτα πήρε την πρωτοβουλία να παντρέψει την κόρη τους Κατερίνα. Έτσι, συμφώνησε με τον γαμπρό Λέο Καλογερέα να του δώσει προίκα 3.000 υ. Από αυτά τα 600 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού, σε μετρητά, και τα υπόλοιπα σε εκτίμηση ρούχων και ενός μικρού σπιτιού. Αν η Ιζαμπέτα δεν φαινόταν συνεπής στην καταβολή της προίκας, θα την πλήρωνε ο μάστρο Αγγε-λούτσος Τρωίλος, στο σπίτι του οποίου συνάχτηκε και το συμβόλαιο γάμου. Την ίδια μέρα πήγε ο νοτάριος με τους μάρτυρες στο σπίτι της νύ-φης, της διάβασε τη συμφωνία, τη δέχτηκε και υπέγραψαν οι μάρτυρες[143].

Κανονικά τα δώρα του γαμπρού έπρεπε να είναι 300, δηλαδή το 10%. Φαίνεται ότι ο γαμπρός πίεσε την πεθερά του και τα διπλασίασε. Ο Αγγελού-τσος μάλλον θα ήταν συγγενής της οικογένειας.

Σε περιπτώσεις που η νύφη ήταν ορφανή από πατέρα, η πλευρά του γαμπρού συνήθως ζητούσε πρόσθετες εγγυήσεις.

O Χήρα υποσχέθηκε ως προίκα στην κόρη της 6.000 υ. Επειδή, πιθανότατα, ο πατέρας του γαμπρού έκρινε ότι η χήρα δεν ήταν σε θέση να δώσει τόσα χρήματα, ζήτησε κάποιον εγγυητή. Την υποχρέωση αυτή ανέλαβε  ο μάστρο Γιώργης Σεκούρας. Αν η χήρα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα υπεσχημένα, αυτός ήταν υποχρεωμένος να εξοφλήσει τον γαμπρό[144].

Σε μερικές περιπτώσεις ο εγγυητής οριζόταν για συγκεκριμένα ποσά και όχι για το σύνολο της προίκας.

O Η χήρα Μαρούσα Λιτινοπούλα για την κόρη της Έλενα και ο παπά Μιχέλ Αρκολέος για τον μικρό του αδερφό συμφώνησαν γάμο με προίκα 15.000 υ. Από αυτές οι 8.000 θα καταβάλλονταν σε ρούχα και οι 7.000 υ. σε μετρητά. Από τα μετρητά τις 5.000 υ. θα εισέπραττε από αυτά που της χρωστούσαν, τα 1.000 υ. θα του δίδονταν οκτώ μέρες πριν το γάμο και τα υπόλοιπα 1.000 μετά 1½ χρόνο. Για τις 2.000 υ. αυτές των μετρητών μπήκε εγγυήτρια η Μαρούσα Νταπιασέντσα[145].

Δ. Το τυπικό του συμβολαίου εκτίμησης και παράδοσης προίκας.

Αφού καθορίζονταν λεπτομερώς ο χρόνος και ο τόπος εκτίμησης και παράδοσης, σημειώνονταν οι εκλεγμένοι και από τις δύο πλευρές εκτιμητές με την ειδικότητά τους (κουβερτάς, ράφτης, χρυσοχόος). Ακολουθούσαν οι λίστες ρούχων, οικοσκευής και χρυσαφικών. Ο πεθερός παρουσίαζε τα αντικείμενα, οι εκτιμητές όριζαν την αξία τους και ο νοτάριος την κατέγραφε πλάι στο καθένα. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι δύο πλευρές ζητούσαν από τους εκτιμητές να κρίνουν κατά συνείδηση. Αφού κατέληγαν στο συνο-λικό ποσό της εκτίμησης και οι εκτιμητές με όρκο διαβεβαίωναν ότι έκριναν κατά συνείδηση, οι δύο πλευρές δήλωναν ότι έμεναν ικανοποιημένες και ο γαμπρός παραλάμβανε την προίκα και εξασφάλιζε για το ποσό που εκτιμή-θηκε τον πεθερό ή τον όποιον αντιπρόσωπο της νύφης. Τα παραπάνω διαβε-βαίωναν και επισημοποιούσαν με την υπογραφή τους οι παρακαλετοί μάρτυρες (βλ. Παράρτημα, έγγραφα 5,7,10,11,12).

 

Ε. Ανήλικοι μελλόνυμφοι.

Σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, όταν η γυναίκα έκλεινε τα 25 χρόνια της, μπορούσε να πάρει όποιον ήθελε, χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών της. Ο πατέρας της δεν μπορούσε να την αποκληρώσει για το λόγο αυτό[146]. Μέχρι όμως την ηλικία αυτήν όφειλε να υπακούει στις εντολές του πατέρα της. Να σημειωθεί εδώ ότι απαραίτητη ηλικία για τη σύναψη γάμου ήταν για τον άντρα το 14ο έτος της ηλικίας του και για την κοπέλα το 12ο. Τη βυζα-ντινή αυτή διάταξη παραβίαζαν μερικοί γονείς, κυρίως ευγενείς, ακολουθώ-ντας ίσως το βενετικό ή το ντόπιο άγραφο δίκαιο. Έτσι, έπειθαν τα ανήλικα παιδιά τους να δεχθούν πρόωρα συμβόλαιο γάμου, προκειμένου να εξασφα-λίσουν μελλοντικά μια καλή προίκα ή ένα καλό γαμπρό. Με τον τρόπο αυτό πίστευαν ότι τα απέτρεπαν από τις «κακές παρέες» που μπορούσαν να τα οδηγήσουν σε σχέσεις εκτός γάμου, σε τρυφηλή ζωή και νόθα παιδιά, και παράλληλα εξασφάλιζαν και τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα. Τα ανή-λικα δεν είχαν και πολλά περιθώρια να αρνηθούν, εξαιτίας της απειρίας τους.

O Η Μαρίνα Σαγκουϊνάστου, χήρα του φιλόσοφου Ιερώνυμου Κιότζα, έπεισε τον ανήλικο γιο της Πιέρο να υποσχεθεί με συμβόλαιο γάμου ότι, όταν ενηλικιωνόταν, θα έπαιρνε σύζυγό του την Ανιέζα, κόρη του διδά-κτορα Τζώρτζη Ντακιότζα. Η προίκα της θα έφτανε τις 60.000 υ. Από αυτά οι 45.000 θα ήταν εκτίμηση χρυσαφικών και οι 15.000 σε μετρητά (10 ετήσιες δόσεις των 1.500). Στο ίδιο συμβόλαιο η χήρα έδεσε τον γιο της, προσθέτοντας τον όρο ότι θα την άφηνε να διαχειρίζεται την περιου-σία που του άφησαν ο πατέρας του και ο παππούς του. Εξάλλου αυτήν είχαν ορίσει με τις διαθήκες τους ως επίτροπο. Αν ο Πιέρος αποφάσιζε να την αμφισβητήσει, τότε θα έχανε όλη την περιουσία του. Η ίδια υποσχέ-θηκε ότι ο γιος της θα ενέκρινε τους όρους του συμβολαίου γάμου μόλις έκλεινε τα 16 του χρόνια. Αν δεν τους ενέκρινε, ήταν υποχρεωμένη η Μαρίνα να καταβάλει στη νύφη 2.000 βενετικά δουκάτα από τη δική της περιουσία, χωρίς καμιά αντίρρηση. Τα ίδια χρήματα θα πλήρωνε και ο Τζώρτζης, αν η κόρη του δεν δεχόταν κατά την ενηλικίωσή της  την παραπάνω συμφωνία[147].

ΣΤ. Παρουσία εκπροσώπου εκκλησίας.

Σε λίγες περιπτώσεις παραβρισκόταν στα συμβόλαια γάμου και εκπρό-σωπος της εκκλησίας, προκειμένου να τους προσδώσει ιερότητα και κύρος. Αυτό συνέβαινε κυρίως στους καθολικούς, έστω και εξελληνισμένους.

O Ο πατέρας Πιέρος Σανούδος παραβρέθηκε στο συμβόλαιο γάμου ανη-λίκων, ως εκπρόσωπος του καθολικού επισκόπου της πόλης, και πρό-σθεσε τις ευλογίες της εκκλησίας[148]. 

Το γεγονός ότι οι μελλόνυμφοι ήταν ανήλικοι ή ότι γονείς τους ήταν ευγενείς, προφανώς συνέτεινε στη σχετική πρωτοβουλία.

O Ο ίδιος πατέρας Σανούδος παραβρισκόταν και στο συμβόλαιο γάμου της Μαρίνας Μαρουδοπούλας με τον Ζαχαρία Τζάνε[149].

O Η χήρα Ανιέζα Πολάνη για την κόρη της Μαρκεζίνα και ο Μάρκος Κονταρίνης για δικό του συμφώνησαν γάμο με προίκα 50.000 υ., παρου-σία του βικάριου (δυτικού ιερέα) Παλμεζάν[150].

O Στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της χήρας Νικολόζας Κόρνερ και του Τζανέτου Κιότζα, που έγινε στο μοναστήρι των Ερημιτανών μοναχών, παραβρισκόταν και ο βικάριος και εφημέριος Μαρίνος Τετάλντης[151].

O Στο συμβόλαιο γάμου της Μαριέτας Σαγκουινάστου, που συντάχτηκε στο σπίτι της, παραβρέθηκε και ο αρχιδιάκονος δον Ιερώνυμος Διαμάντε[152]. 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι συμβαλλόμενοι αν και ήταν καθολικοί και βενετικής καταγωγής, ζήτησαν από τον νοτάριο, αφού διάβασε το συμβόλαιο στα ιταλικά, να το διαβάσει και στα ελληνικά. Ενδεικτικό του εξελληνισμού τους.

Σε κάποιες περιπτώσεις η παρουσία του κληρικού ίσως επηρέαζε θετικά και την αποδοχή, από μέρους τουλάχιστον της νύφης, των όρων του συμβο-λαίου.

O Στο συμβόλαιο γάμου της Όρσας Καλλέργη, που συντάχτηκε στο μονα-στήρι της Παναγίας των Ερημιτανών μοναχών, παραβρέθηκε και ο Ιωάννης Βαφτιστής Ντιμπρέσα, βικάριος και εφημέριος του ναού. Ο ίδιος εφημέριος  συνόδευσε τον νοτάριο, όταν επισκέφτηκε τη νύφη στο σπίτι της, προκειμένου να της διαβάσει το συμβόλαιο και να το υπογράψει. Η νύφη υποσχέθηκε μπροστά του ότι θα τηρούσε τους όρους του συμβο-λαίου[153] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 6).

Το γεγονός ότι σε κανένα από τα πρωτόκολλα των νοταρίων της πόλης δεν συναντάμε παρουσία ορθόδοξου ιερέα στις διαδικασίες σύνταξης του συμβολαίου γάμου, δεν υποδηλώνει ότι η ορθόδοξη εκκλησία απέρριπτε τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, αλλά ότι απλώς δεν τις θεωρούσε απαραί-τητες. Ίσως να ήταν και συμπτωματικό στα συγκεκριμένα πρωτόκολλα. Πιθανότατα, δηλαδή, σε κάποια άλλα από τα μη διασωθέντα να υπήρχαν ανάλογες περιπτώσεις, όπως υπήρχαν και στα χωριά (βλ. σχετική ενότητα στο Β΄ κεφάλαιο).

 

Ζ. Εξασφαλίσεις.

Τα συμβόλαια γάμου, όπως και τα άλλα συμβόλαια, φυλάσσονταν σε ειδικούς φακέλους και καταχωρούνταν στο πρωτόκολλο των νοταρίων. Οι συμβαλλόμενοι μπορούσαν να ζητήσουν σχετικά αντίγραφα για εξασφάλισή τους. Αν η προίκα που είχαν υποσχεθεί οι γονείς της νύφης, με το συμβόλαιο γάμου, καταβαλλόταν αμέσως, ζητούσαν από τον γαμπρό εξασφάλιση. Η εξασφάλιση αυτή δινόταν με το συμβόλαιο παράδοσης και παραλαβής της προίκας. Αν δεν καταβαλλόταν ολόκληρη, γινόταν νέο συμβόλαιο εξασφά-λισης, μετά την πλήρη εξόφλησή της. Όσοι από τους παρόχους δεν φρόντι-ζαν όχι μόνο να εξασφαλίζονται με συμβόλαιο, αλλά και να παίρνουν αντί-γραφό του, κινδύνευαν να βρεθούν σε δύσκολη θέση, σε περίπτωση κατά-στροφής του αρχείου του νοταρίου τους ή σε περίπτωση κακοπιστίας κάποιων μελών της οικογένειας του γαμπρού αλλά και της νύφης.

O Ο Κωνσταντίνος Αρκολέος είχε εισπράξει προίκα από την πεθερά του 3.000 υ. με ένα σπίτι και εκτιμήσεις διάφορων αντικειμένων. Το συμβό-λαιο γάμου και εξασφάλισης είχε συντάξει ο νοτάριος παπά Αντώνιος Δαφεράρας. Το αρχείο του συγκεκριμένου νοταρίου κάηκε σε πυρκαγιά και η πεθερά βρέθηκε σε δύσκολη θέση, γιατί δεν είχε το σχετικό αντί-γραφο συμβολαίου. Λίγα χρόνια μετά ο Κωνσταντίνος «για ελαφρώσει τη συνείδησή του και για να μην υποφέρει η ψυχή του», με νέο συμβόλαιο ομολογούσε ότι είχε πλήρως εξοφληθεί[154].

Δεν ξέρουμε αν η παραχώρηση του νέου συμβολαίου ήταν πράγματι αποτέλεσμα μόνο τύψεων ή και καταβολής νέων παροχών.

O Η χήρα Ανέζα Κατερίν είχε υποσχεθεί κάποια προίκα στην κόρη της Βικτορία  στο συμβόλαιο γάμου. Ο γαμπρός Ιλλαρίονας Σαγκουινάτσος, με συμβόλαιο εξασφάλισης, βεβαιώνει ότι πήρε τα χρήματα που του είχαν υποσχεθεί και ότι εξασφαλίζει για όλα τη σύζυγό του Βικτορία[155]. Πρέπει να είχαν περάσει πολλά χρόνια, γιατί τρεις μέρες μετά έκανε και τη διαθήκη του, με την οποία άφηνε την περιουσία του στη γυναίκα του[156].

Ήθελε ίσως πριν πεθάνει να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες που είχε και ήταν και αυτή μία (βλ. και ενότητα 6, Α: σχέσεις συζύγων).

 

Η. Ανακοίνωση συμβολαίου στην νύφη.

Οι μάρτυρες που υπέγραφαν το συμβόλαιο γάμου, κατά κανόνα, πήγαι-ναν, στη συνέχεια, μαζί με τον νοτάριο στο σπίτι της νύφης και της διάβαζαν το περιεχόμενό του. Αν αυτή συμφωνούσε, τέλειωνε εδώ η διαδικασία και οι μάρτυρες το επιβεβαίωναν. Συνήθως μαζί με τη νύφη άκουγαν τη συμφωνία και η μητέρα ή τα αδέρφια της, αφού η παραχώρηση της προίκας αφορούσε άμεσα ή έμμεσα όλους τους. Το γεγονός ότι οι νοτάριοι των πόλεων ήταν από το νόμο υποχρεωμένοι να γράφουν τις δικαιοπραξίες τους στα ιταλικά, δυσκόλευε την κατανόηση του περιεχομένου τους, αφού στο σύνολό τους σχεδόν οι κάτοικοι της πόλης γνώριζαν μόνο τα ελληνικά. Ο νοτάριος για να διευκολύνει την κατάσταση διάβαζε πρώτα το συμβόλαιο όπως το έγραψε και μετά το μετέφραζε και στα ελληνικά. Πολλές φορές σημείωνε την ενέρ-γειά του αυτή στο ίδιο το συμβόλαιο, άλλες φορές το παρέλειπε ως ευκόλως εννοούμενο.

·      «…Την ίδια μέρα και ώρα πήγα στο σπίτι που κατοικεί ο ενδοξότατος Καλλέργης και βρήκα την παραπάνω Όρσα τη νύφη, στην οποία διάβασα τα παραπάνω, μπροστά στους μάρτυρες. Τα δέχτηκε όλα, τα επαίνεσε και υποσχέθηκε να τα τηρήσει, παρουσία του εφημέριού της…» (βλ. Παράρ-τημα, έγγραφο 6).

·      «…Την ίδια μέρα και ώρα πήγα εγώ ο νοτάριος στο σπίτι που κατοικεί ο παραπάνω Τζουάννε, όπου βρήκα την Ανέζα, τη νύφη, και της διάβασα στα ελληνικά το παραπάνω συμβόλαιο γάμου. Αυτή, αφού το δέχτηκε, το παίνεσε και έμεινε ικανοποιημένη από όλα τα σημεία του, όπως έχουν,  παρακάλεσε για μάρτυρες…»[157].

·      «…Την ίδια μέρα και ώρα στο ίδιο σπίτι διάβασα τα παραπάνω στα ελληνικά στην Ιζαμπέτα, τη νύφη, μπροστά στους μάρτυρες Βόλο και Αρκολέο. Αυτή αφού τα δέχτηκε και τα επαίνεσε, παρακάλεσε για μάρτυρες τους ίδιους»[158].

·      «…Εγώ ο νοτάριος πήγα μαζί με τους μάρτυρες στο σπίτι του ευγενούς κρητικού Αλβέρτου Βαρούχα, όπου του διάβασα στα ελληνικά το συμβόλαιο γάμου, που έγινε...»[159].

Θ. Συμμετοχή νύφης στην πατρική περιουσία ή αποκλήρωση.

Οι γονείς της νύφης, αφού της παραχωρούσαν την μικρή ή μεγάλη προίκα, με το συμβόλαιο γάμου, την αποκλήρωναν, με το ίδιο συμβόλαιο, της στερούσαν δηλαδή το δικαίωμα συμμετοχής στην εναπομένουσα μητρι-κή ή πατρική περιουσία. Το ίδιο συνέβαινε και σε περίπτωση που οι γονείς είχαν πεθάνει και την ευθύνη του γάμου είχαν αναλάβει τα αδέρφια ή η μητέρα της νύφης.

O Η χήρα Μαρούσα Σεβαστοπούλα στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της υποσχέθηκε στο γαμπρό 7.000 υ. με διάφορα ακίνητα κ.ά. Η νύφη υπο-χρεώθηκε μετά από αυτά να παραιτηθεί από κάθε διεκδίκηση στην πατρική ή μητρική περιουσία, υπέρ της μάνας και των αδερφών της[160].

O Ο ευγενής Αλβέρτος Βαρούχας υποσχέθηκε προίκα στην κόρη του 60.000 υ. Στο ποσό συμμετείχε  και η ευγενής σύζυγός του Νικολόζα με 12.000 υ. από την προίκα της. Μετά από αυτά η κόρη αποκληρώθηκε. Δεν είχε δηλαδή κανένα δικαίωμα στην πατρική και μητρική περιου-σία[161].

Η αποκλήρωση της νύφης από την πατρική και μητρική περιουσία ίσχυε μόνο σε περίπτωση που υπήρχαν νόμιμοι κληρονόμοι από την πλευρά των αδερφών της. Αν εξέλειπαν οι κληρονόμοι, είχε το δικαίωμα, κάτω από ορι-σμένες συνθήκες, να διεκδικήσει  όσα νομικά της ανήκαν. Ήταν, ένα είδος, αποκλήρωση με προϋποθέσεις.

O Η Όρσα πήρε προίκα 20.000 υ. και αποκληρώθηκε. Έτσι η πατρική και μητρική περιουσία έμεινε στα δύο αδέρφια της. Στο συμβόλαιο γάμου προστέθηκε ο όρος ότι, σε περίπτωση που τα αδέρφια της πέθαιναν  χωρίς νόμιμους κληρονόμους, έπαυε να ισχύει η αποκλήρωση[162].

 

Σε ελάχιστες περιπτώσεις στο συμβόλαιο της αποκλήρωσης εκτός από την πατρική και μητρική περιουσία περιλάμβαναν και κάθε μελλοντικό κληροδότημα.

O Τα αδέρφια Κυριάκη στο συμβόλαιο γάμου της αδερφής τους Έλενας σημείωσαν ότι αυτή αποκληρωνόταν από την πατρική και μητρική περιουσία αλλά και από τυχόντα κληροδοτήματα[163].

 

Σε ελάχιστες, επίσης, περιπτώσεις οι γονείς, εκτός από την προίκα υπό-σχονταν στην κόρη τους και συμμετοχή στην πατρική ή μητρική περιουσία, μετά το θάνατό τους.

O Ο Γεώργιος Βλαστός, αφού κανόνισε τα σχετικά με την προίκα της κόρης του, όρισε ότι μετά το θάνατό του θα έπαιρνε και αυτή το 1/3 της περιου-σίας που θα άφηνε[164].

Ι. Προίκες με δόσεις και δανεικά.

Όταν η οικογένεια της νύφης αδυνατούσε να καταβάλει αμέσως στον γαμπρό ολόκληρη την προίκα που του υποσχέθηκε, ζητούσε, με το συμβό-λαιο γάμου, κάποιες διευκολύνσεις. Το γεγονός ότι οι γονείς υπόσχονταν περισσότερα από όσα μπορούσαν υποδηλώνει ότι πολλοί από τους γαμπρούς ήταν πολύ απαιτητικοί ή ότι κάποιοι από τους γονείς πολύ αισιόδοξοι. Υποδηλώνει επίσης τη σφοδρή επιθυμία των γονιών της νύφης να την «αποκαταστήσουν», πριν οι ίδιοι φύγουν από τη ζωή, για να έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους.

O Οι αδερφοί Ντακιότζα υποσχέθηκαν ως προίκα στην αδερφή τους Ρεγ-γίνα 30.000 υ. Η προίκα θα καταβαλλόταν με 4.000 υ. μετρητά, 5.000 υ. εκτίμηση χρυσαφικών και ρούχων και κάποια ακίνητα. Σε περίπτωση που τα προσφερόμενα δεν θα κάλυπταν τις 30.000 υ., ζητούσαν από τον γαμπρό να εξοφλήσουν το υπόλοιπο με ετήσιες δόσεις των 500 υ.[165]

O Ο Τζουάννε Νταπιασέντσα στο συμβόλαιο γάμου της κόρης του  Κατε-ρίνας υποσχέθηκε στον γαμπρό Αλβέρτο ως προίκα και δώρα 30.000 υ. Αυτά θα του δίδονταν με κτήματα, με εκτίμηση χρυσαφικών και 9.000 υ. σε μετρητά, μέσα σε ένα χρόνο. Τα υπόλοιπα θα του τα πλήρωνε με δόσεις των 1.000 υ. τα δύο πρώτα χρόνια και των 500 υ. τα επόμενα μέχρι την πλήρη εξόφλησή τους[166].

Σε μικρότερες προίκες οι δόσεις ήταν μικρότερες.

O Η χήρα Βεργού Πουλακοπούλα ζήτησε να πληρώνει 200 υ. τη χρονιά μέχρι να εξοφλήσει το υπόλοιπο της προίκας που υποσχέθηκε στο συμβό-λαιο γάμου της κόρης της[167].

O Ο μάστρο Περδικάρης στο συμβόλαιο γάμου της κόρης του υποσχέθηκε στον γαμπρό Γιάννη Κυνηγό από τα Χανιά 6.000 υ. με χωράφια, σπίτι, οικόπεδο και εκτίμηση ρούχων και χρυσαφικών. Αν όσα του έδινε δεν κάλυπταν τις 6.000, τα υπόλοιπα θα τα κατέβαλλε σε ετήσιες δόσεις των 300 υ.[168]

O Ο Ιερώνυμος Λίμας συμφώνησε με τον γαμπρό του στο συμβόλαιο γάμου της κόρης του Μαρούσας να εξοφλήσει τις 3.000 υ. (από τις 16.000 υ. της προίκας), που δεν μπορούσε να καλύψει άμεσα με τα μετρητά, τα ρούχα και τα χρυσαφικά, σε 6 ετήσιες δόσεις των 500 υ.[169]

O Ο μάστρο Πέρος Δρόσος για την κόρη του και ο μάστρο Αποστόλης Μαρούδης για δικό του συμφώνησαν γάμο με προίκα και δώρα 11.000 υ. Από αυτά οι 10.000 υ. θα πληρώνονταν με ένα σπίτι και με εκτίμηση ρούχων και χρυσαφικών. Τα υπόλοιπα 1.000 υ. θα καταβάλλονταν με δέκα ετήσιες δόσεις των 100 υ. Η πρώτη δόση θα διδόταν ένα χρόνο μετά την τελετή του γάμου[170].

O Η χήρα Μαθιά Νομικού υποσχέθηκε στην κόρη της προίκα 6.000 υ., με  1.000 υ. μετρητά και τα υπόλοιπα με εκτίμηση ρούχων. Αν τα μετρητά και η εκτίμηση δεν κάλυπταν τις 6.000 υ., όφειλε μέσα σε δύο χρόνια να τις συμπληρώσει με αντίστοιχο ασήμι[171].

Μερικές φορές τα χρονικά περιθώρια για την τελική εξόφληση της προίκας ήταν αόριστα και ασαφή. Αυτό ευνοούσε προφανώς τους γονείς της νύφης και ήταν σε βάρος του γαμπρού.

O Ο Γεώργιος Βλαστός υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου ως προίκα στην κόρη του Ελιά 8.000 υ. Θα τα κάλυπτε με ακίνητα, ρουχισμό και 2.000 υ. μετρητά σε δύο δόσεις. Τα 1.000 υ. που θα έμεναν, θα  τα έδινε πριν το θάνατό του[172].

Σε σπάνιες περιπτώσεις μανάδες, προκειμένου να παντρέψουν τις κόρες τους, υπόσχονταν κληροδοτήματα από τη δική τους προίκα. Με άλλα λόγια, θα είχαν αυτές την προίκα τους όσο ζούσαν και μετά το θάνατό τους, θα άφηναν μέρος της στη νύφη. Είναι άγνωστο το κατά πόσο συγκινούσε ή εξασφάλιζε αυτό τους γαμπρούς, αν ληφθεί υπόψη ότι οι διαθήκες, όπως και οι διαθέσεις, άλλαζαν κατά καιρούς.

O Η Ελιά Επισκοποπούλα υποσχέθηκε ότι θα άφηνε κληροδότημα στην κόρη της 12.000 υ., προκειμένου να συμπληρωθεί η προίκα των 22.000 υ. που συμφώνησε ο θείος της νύφης στο συμβόλαιο γάμου[173].

Η εξόφληση της προίκας δεν γινόταν μόνο με δόσεις μετρητών αλλά και με παροχή ειδών αξίας.

O Η Ρεγγίνα Καλλέργη έδωσε στο γαμπρό της Ιάκωβο Κονταρίνη μια φορεσιά από ορμεζίνη[174] και μια κουβέρτα από μετάξι. Τα εκτίμησαν οι ειδικοί Χορτάτσης - Βλαστός σε 700 υ. Με αυτά εξόφλησε την προίκα[175].

Πολλές φορές οι γονείς της νύφης παραχωρούσαν στον γαμπρό, μέσα στα πλαίσια της προίκας, ποσά που τους χρωστούσαν άλλοι και που δεν ήταν ίσως σε θέση να τα απαιτήσουν δυναμικά. Πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις γίνονταν ειδικές συμφωνίες.

O Ο Τζουάννε Νταπιασέντσα στο συμβόλαιο γάμου της κόρης του υπόσχε-ται στον γαμπρό, εκτός των άλλων, και 390 υ. σε μετρητά. Τα χρήματα αυτά του χρωστούσε ο αδερφός του Αρμάνο από κληροδότημα της μακα-ρίτισσας μητέρας τους, αλλά δεν του τα έδινε. Ο γαμπρός αναλάμβανε την υποχρέωση να καταφύγει στα δικαστήρια. Αν αυτά δεν τον δικαίωναν και δεν εισέπραττε το συγκεκριμένο ποσό, ο πεθερός του ήταν υποχρεω-μένος να του δώσει τόσα μετρητά μέσα σε δύο χρόνια[176].

ΙΑ. Προίκα με τόκο.

Υπήρχαν περιπτώσεις που ο γαμπρός έπαιρνε τη νύφη και περίμενε, μετά από σχετική συμφωνία, την προίκα να έρθει αργότερα. Η επίσπευση του γάμου μπορεί να οφειλόταν σε πολλούς και ποικίλους λόγους. Για το χρονι-κό διάστημα μέχρι την πλήρη εξόφληση, φρόντιζαν να υπάρχει κάποια αποζημίωση. Στα συμβόλαια ορίζονταν όλα λεπτομερώς, για διασφάλιση και των δύο πλευρών.

O Η χήρα Κυριακή Κολάρδου και τα τρία αγόρια της υποσχέθηκαν, με συμβόλαιο γάμου της κόρης/αδερφής τους, στον γαμπρό Ζαχαρία Τζάνε προίκα 16.000 υ. Σε ένα χρόνο (1599) θα του έδιναν 2.000 υ, σε άλλα δύο 6.000 υ. (1601) και σε τέσσερα (1602) άλλες 8.000 υ. Όλο αυτό το χρονι-κό διάστημα θα του παραχωρούσαν 20 μουζούρια στάρι τη χρονιά ως τόκο, κατά κάποιο τρόπο, στην καθυστερούμενη προίκα[177].

O Ο Γεώργιος Βλαστός υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου ως προίκα στην κόρη του Ελιά 8.000 υ. Κάλυψε τις 7.000 υ. με ακίνητα, ρουχισμό και μετρητά σε δύο δόσεις. Τα 1.000 υ. που έμειναν υποσχέθηκε να τα δώσει πριν το θάνατό του. Αν όμως πέθαινε πριν τα εξοφλήσει, ο γαμπρός είχε το δικαίωμα να πάρει από την περιουσία του τμήμα αξίας 2.000 υ.[178]

Με άλλα λόγια διπλασίαζε το ποσό που χρωστούσε, εξαιτίας της πιθανής καθυστέρησης αποπληρωμής του.

Σε μερικές περιπτώσεις οριζόταν στο συμβόλαιο γάμου και το ύψος του τόκου που θα πλήρωναν οι συγγενείς της νύφης μέχρι να εξοφλήσουν την υπεσχημένη προίκα. Ο συνήθης τόκος ήταν το 6%.

O Ο αδερφός της νύφης Τζουάννε Σαγκουινάτσος αναγκάστηκε να υπο-σχεθεί 12.000 υ. για να συμπληρωθεί η προίκα της αδερφής του, που ήταν 50.000 υ. (τα υπόλοιπα τα έβαζε ο πατέρας του). Θα έδινε 4.000 υ. σε χρυσαφικά, 4.000 υ. σε ρουχισμό και τα υπόλοιπα σε μετρητά με δόσεις. Συμφώνησε να πληρώνει τόκο 6% για το εκάστοτε χρέος του μέχρι την τελική εξόφληση[179].

Όταν κάποιο ακίνητο της προίκας ήταν δεσμευμένο, οι υπεύθυνοι μπο-ρούσαν αντί να πληρώνουν τόκο μέχρι την αποδέσμευσή του, να το αντι-καθιστούν με άλλο.

O Ο μάστρο Νικολό Θαλασσινός υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου της κόρης του προίκα 10.000 υ. Μέσα σ’ αυτά περιλαμβανόταν και ένα σπίτι, που θα εκτιμούσαν. Τα υπόλοιπα θα τα έδινε σε εκτίμηση ρούχων, χρυσαφικών κ.ά. Επειδή όμως το σπίτι ήταν νοικιασμένο για τρία χρόνια, αναλάμβανε να τους δώσει ένα άλλο, δίπλα ακριβώς, μέχρι να ελευθερω-θεί αυτό της προίκας[180].

ΙΒ. Προικώες ενισχύσεις.

Συχνά σε περίπτωση που οι γονείς της νύφης αδυνατούσαν να καλύψουν τις προικώες απαιτήσεις των γαμπρών, αναλάμβαναν στενοί συγγενείς να βοηθήσουν. Το ίδιο συνέβαινε και σε περιπτώσεις που η νύφη έμενε ορφανή. Η ευγενική πρωτοβουλία των συγγενών υποδήλωνε προφανώς, πέρα από τα αισθήματα φιλανθρωπίας, και το ότι αυτοί ήταν ίσως χωρίς κληρονόμους ή αρκετά πλούσιοι.

O Ο Αντώνιος Νταπιασέντσα παραβρέθηκε στη σύνταξη του συμβολαίου γάμου της  πρώτης του εξαδέλφης Κατερίνας, μαζί με τον θείο του και πατέρα της νύφης. Εκεί δέχτηκε όχι μόνο να της παραχωρήσει το μερίδιό του σε κτήματα που κατείχαν από κοινού, αλλά και να συμπληρώσει τα μετρητά, που υποσχέθηκε ο θείος του στο γαμπρό, με 5.000 υ. δικά του[181].

O Ο ιερομόναχος Σωφρόνιος, θείος από μητέρα της νύφης Όρσας Καλο-συνά, υποσχέθηκε στον γαμπρό 20.000 υ. προίκα. Από αυτά ο ίδιος θα έδινε περισσότερα από τα μισά, με μετρητά και εκτίμηση ρούχων, χρυσα-φικών και ασημικών, ενώ τα δύο αδέρφια της νύφης θα έδιναν με διάφο-ρους τρόπους τα υπόλοιπα[182].

O Η χήρα Λουκιέτα Παλμεζάν μέσα στις 26.000 υ. που υποσχέθηκε ως προίκα στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της  περιλάμβανε και ένα έσοδο 100 υ. το χρόνο που έπαιρνε από το Δημόσιο Ταμείο ένας θείος της, που δεν ήταν παρών. Σε περίπτωση που αυτός δεν δεχόταν την παραχώρηση, αναλάμβανε να καλύψει τα χρήματα αυτά μια εξαδέλφη της με ανάλογο ενοίκιο[183].

Σε μερικές περιπτώσεις την προίκα συμπλήρωναν ή επαύξαναν οι ίδιες οι νύφες, με τις οικονομίες που είχαν συγκεντρώσει ή τα έσοδά τους από διά-φορες πηγές.

O Ο Νικολό Μουδάτσος για τη νόθα κόρη του Ρεγγίνα και ο Τζώρτζης Καλλέργης για τον γιο του Τζουάννε συμφώνησαν γάμο. Η προίκα ορί-στηκε σε 25.000 υ. Από αυτές οι 10.000 υ. είχαν δοθεί ήδη σε μετρητά για ανάκτηση υποθηκευμένων κτημάτων του Τζώρτζη. Οι υπόλοιπες θα καλύπτονταν με εκτίμηση ρούχων (10.000 υ.) και χρυσαφικών (5.000 υ.). Η ίδια η Ρεγγίνα υποσχέθηκε να δώσει στο γαμπρό ακόμα 5.000 υ. Έτσι η προίκα ανέβηκε στις 30.000[184].

 

ΙΓ. Προίκα… γαμπρού.

Πολλές φορές στο συμβόλαιο γάμου αναφέρεται και η περιουσία που θα παραχωρούσε στον γαμπρό η οικογένειά του. Οι λόγοι που οδηγούσαν στη συγκεκριμένη παραχώρηση, που δεν ήταν υποχρεωτική, μπορούσε να ήταν πολλοί. Ίσως το απαιτούσε η πλευρά της νύφης, για κατοχύρωση της προίκας και μεγαλύτερη εξασφάλιση, ίσως το έκανε ο πατέρας ή η μητέρα του γαμπρού για να τον πείσουν να παντρευτεί και, τέλος ίσως το επέβαλαν λόγοι καθαρά βιοποριστικοί. Στην περίπτωση αυτή δεν γινόταν εκτίμηση των υπεσχημένων, αλλά αναφέρονταν γενικά τα περιουσιακά στοιχεία που παραχωρούνταν άμεσα ή δινόταν υπόσχεση ότι θα παραχωρούνταν.

O Ο Φραγκίσκος Γρίττης παραχώρησε στον γιο του Νικολό, με την ευκαιρία του γάμου του (είχε πάρει προίκα 50.000 υ.), μεγάλες περιου-σίες και σημαντικά έσοδα[185].

O Ο Τζουάννε Καλλέργης, με το συμβόλαιο γάμου του, εκτός από τις 25.000 υ. της προίκας, πήρε και από τον πατέρα του Τζώρτζη πολλές περιουσίες και σημαντικά έσοδα[186].

O Η χήρα Σαγκουινατσοπούλα στο συμβόλαιο γάμου του γιου της από τον πρώτο της άντρα έκανε λόγο και για την περιουσία που ο γαμπρός είχε ή περίμενε. Φυσικά αυτή προερχόταν από τον πατέρα του γαμπρού και ούτως ή άλλως την δικαιούνταν ο γιος[187].

 

Οι χήρες συχνά παραχωρούσαν στους γιους τους, με την ευκαιρία του συμβολαίου γάμου, κάποιες περιουσίες. Μερικές φορές όμως έθεταν και  όρους.

O Ο ευγενής Αντρέας Καλλέργης συμφώνησε να πάρει γυναίκα του  την Ιζαμπέτα Σαγκουινάτσου με προίκα 37.000 υ. Η χήρα μάνα του δέχτηκε να του παραχωρήσει το 1/3 της περιουσίας της, με τον όρο να πληρώσει τα μισά από τα χρέη του πατέρα του[188].

O Η Κατερού, μητέρα του Μάρκου Κονταρίνη, στο συμβόλαιο του γάμου του υποσχέθηκε σ’ αυτόν όλη την περιουσία της, με τον όρο ότι θα την έτρεφε όσο ζούσε. Στο ίδιο συμβόλαιο υποσχέθηκε και ο θείος του  Φραγκίσκος Κιότζα ένα μετόχι, με τον όρο ότι δεν θα το πουλούσε όσο εκείνος ζούσε[189].

O Ο Αντρέας Φορλάνος υποσχέθηκε στον γιο του Ιερώνυμο, με το συμ-βόλαιο γάμου του, τη μισή από την περιουσία του άμεσα και την άλλη μισή μετά το θάνατο της γυναίκας του. Στο ίδιο συμβόλαιο η μητέρα του γαμπρού υποσχέθηκε όλη την προικώα περιουσία της[190].

Γενικά στις πόλεις και ειδικότερα στην τάξη των οικονομικά ισχυρών και ευγενών οι παραχωρήσεις στους γαμπρούς από τους γονείς και τους συγγε-νείς τους τις περισσότερες φορές  είχαν στόχο να πείσουν τους νεαρούς να δεχθούν το γάμο, που δεν ήταν και τόσο προσφιλής στους κύκλους τους.

ΙΔ. Συμβόλαια γάμου που ξεχωρίζουν (μέγιστες/ελάχιστες προίκες).

Συχνά το ύψος της προίκας που υπόσχονταν στη νύφη καθιστούσε τα συμβόλαια γάμου όλως εντυπωσιακά. Υπήρχαν προίκες που ξεπερνούσαν τις 100.000 υ. και άλλες που με τη βία έφταναν μερικές εκατοντάδες υπέρπυρα. Οι πλούσιοι ξεχώριζαν με τις μεγάλες υποσχέσεις και οι φτωχοί με τα «ψί-χουλα». Οι μεγάλοι φεουδάρχες συνήθιζαν να υπόσχονται πολλά στις κόρες τους και τους γαμπρούς τους. Το κατά πόσο τα έδιναν τελικά ήταν άλλη υπόθεση. Με τις υπερβολικές σε ύψος υποσχέσεις τους, που διαδίδονταν ευρέως στον κόσμο, πίστευαν ότι ανέβαινε το κύρος τους.  Πολλές φορές οι υποσχέσεις υλοποιούνταν και τα προικιά, καθώς εκτίθεντο και εκτιμούνταν μπροστά σε κόσμο, προκαλούσαν το γενικό θαυμασμό. Εντυπωσιακές υποσχέσεις έδιναν συχνά και οι γονείς του γαμπρού, για να δείξουν με σειρά τους ότι δεν υπολείπονταν σε πλούτο από τους συμπεθέρους.

O Ο αδερφός της νύφης Ιάκωβος Σαγκουινάτσος υποσχέθηκε στον γαμπρό Τζαννάκη Μπαρότση, με την παρουσία και την έγκριση της ίδια της νύφης, 108.000 υ., από τα οποία τα δώρα του θα ήταν οι 10.000 υ. Αυτά θα δίδονταν με χρυσάφι, ασήμι, μαργαριτάρια, μεταξωτά και μετρητά. Δηλωνόταν ρητά ότι σε περίπτωση επιστροφής της προίκας, που ο Θεός να μην έδινε, οι περιουσίες του γαμπρού, των κληρονόμων ή διαδόχων του θα δεσμεύονταν μόνο μέχρι το παραπάνω ποσό[191].

O Νικολό Αχέλης για την ανιψιά του Ανέζα Αβράμη υποσχέθηκε στον Γερόλαμο Δάνδολο προίκα 80.000 υ. Από αυτά 20.000 υ. θα δίνονταν σε μετρητά, 18.000 υ. σε ρούχα, 12.000 σε χρυσαφικά. Επιπλέον θα του πα-ραχωρούσε ένα σπίτι. Τέλος, ο γαμπρός θα έπαιρνε ακόμα 10.000 υ. αλλά αφού πέθαινε ο ίδιος (ο Νικολό) και η γυναίκα του[192]. Στα χρυσαφικά, που τελικά εκτιμήθηκαν σε 11.133 υ., ξεχώριζαν ένα περιδέραιο, που κοστολογήθηκε 2.812 υ. και ένα βραχιόλι, που εκτιμήθηκε σε 1.950 υ.[193]

O Η χήρα Ανέζα Τεριανού  στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της Μαριέτας, υποσχέθηκε στον γαμπρό Αντωνάκη Κιότζα όλη την περιουσία της, όπως και του άντρα της. Σ’ αυτά περιλαμβάνονταν κτήματα, σπίτια, οικο-σκευές και η βιβλιοθήκη του μακαρίτη άντρα της που ήταν διδάκτορας. Πέρα από αυτά, που θα τα εκτιμούσαν ειδικοί,  υποσχέθηκε 15.000 υ. σε χρυσαφικά, 15.000 υ. σε ρουχισμό και 10.000 υ. μετρητά. Το ύψος της προίκας θα ήταν το σύνολο όλων των παραπάνω. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στις 13.000 υ. Από τις παραπάνω ιδιοκτησίες η χήρα θα κρατούσε όσο ζούσε μόνο δύο, προκειμένου να συντηρείται. Δεν είχε όμως το δικαίωμα στη διαθήκη της να διαθέσει περισσότερα από 5.000 υ.[194] Με βάση το ύψος των δώρων του γαμπρού μπορούμε να υπολογί-σουμε ότι το σύνολο θα ξεπερνούσε τις 130.000, αφού τα δώρα ήταν συνήθως το 10% του συνόλου[195].

O Ο Φραγκίσκος Καλλέργης υποσχέθηκε στον γαμπρό του Φραγκίσκο Δάνδολο ως προίκα της κόρης του Όρσας 10.000 κρητικά δουκάτα[196], δηλαδή 85.312 υ.[197]

O Η χήρα Νικολόζα Κόρνερ υποσχέθηκε προίκα στην κόρη της 90.000 υ. Από αυτά οι 40.000 υ. θα ήταν μετρητά, οι 20.000 υ. σε ακίνητα, οι 15.000 υ. σε εκτίμηση χρυσαφικών και οι άλλες 15.000 υ. σε ρουχισμό[198].

O Ο Νικολό Σαγκουινάτσος για την κόρη του Όρσα και ο Φραγκίσκος Γρίττης για γιο του Νικολό συμφώνησαν γάμο. Η προίκα της νύφης θα ήταν 70.000 υ. Οι 50.000 υ. θα καλύπτονταν με περιουσίες στο χωριό Επισκοπή Αρίου και οι 20.000 υ. με εκτίμηση ρούχων, χρυσού. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 7.000 υ. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε στον γιο του περιουσίες 12 καρατιών, με τον όρο ότι θα πλήρωνε αυτός το φεουδαρχικό φόρο στο κράτος[199]. Ο νοτάριος πήγε μετά από ένα μήνα και διάβασε στη νύφη τη συμφωνία[200]. Το επόμενο έτος έγινε η παράδοση ρούχων. Τα εκτίμησε ο Λέο Χορτάτζης και τα έβγαλε 11.956 υ.[201]

O Η Αντριάνα Κονταρίνη, παρέδωσε στον γαμπρό της Τζώρτζη Μανολέσσο τα ρούχα της προίκας που του υποσχέθηκε. Την εκτίμησή τους ανέλαβαν οι ειδικοί Χορτάτσης και Βλαστός. Τα έβγαλαν 13.900 υ. Μία ενδυμασία εκτιμήθηκε 5.250 υ. και μια άλλη 2.630 υ. Τα χρυσαφικά εκτίμησαν οι Κουνούπης και Λεονταρίτης. Έβγαλαν ότι άξιζαν 12.000 υ.[202] Τον εξό-φλησε με 7.000 υ. μετρητά[203]. Και ενώ η Αντριάνα ασχολούνταν με τις προίκες των κοριτσιών της, ήρθε ο αδερφός της, ως κληρονόμος του μακαρίτη θείου τους, και της κατέβαλε 11.000 υ., που ήταν το υπόλοιπο των 20.000 υ. της προίκας που της είχε υποσχεθεί στο συμβόλαιο γάμου της[204].

 

Στον αντίποδα τώρα. Πολλές φτωχές οικογένειες μόλις και μετά βίας ήταν σε θέση να καλύψουν τα απαραίτητα για τον γάμο των κοριτσιών τους.

O Μια φτωχή χήρα, η  Σοφία Τριποδοπούλα, υποσχέθηκε προίκα στην κόρη της 1.000 υ. Θα τα έδινε με εκτίμηση ρούχων και οικοσκευής μετά από περίπου έξι μήνες. Αν δεν τα κάλυπτε όλα, ζητούσε περιθώριο έξι χρόνων για πλήρη εξόφληση[205].

 

Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούσαν, όπως έχουμε αναφέρει, οι υπηρέτριες, που χρησιμοποιούσαν οι ευγενείς, οι φεουδάρχες και οι πλούσιοι αστοί στην πόλη. Τα αφεντικά τους φρόντιζαν μερικές φορές να τις παντρεύουν, αναλαμβάνοντας αποκλειστικά ή μερικώς την προικοδότησή τους. Εννοείται ότι η παροχή αυτή ήταν ανάλογη με τα χρόνια που είχαν υπηρετήσει κοντά τους και τις συμπάθειες που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ τους.

O Ο διδάκτορας Τζουάννε Λίμας πρόσφερε στον μάστρο Μαθιό Σιλιγάρδο, νόθο γιο του δασκάλου Μιχελίν, την ψυχοκόρη της γυναίκας του ως νύφη μαζί με 2.000 υ. ως προίκα[206].

O Η Ελένη Νουφροπούλα υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της Σοφίας μια κασέλα ρούχα που  είχε. Θα τα εκτιμούσαν και η συνολική τους αξία θα ήταν η προίκα της. Υποσχέθηκε και η Όρσα Πάντιμου 100 υ. με τον όρο να μη διεκδικήσει τίποτα ούτε από αυτήν ούτε από τον άντρα της για όσα χρόνια τους είχε υπηρετήσει. Για δώρα του γαμπρού δεν γινόταν λόγος. Στο ίδιο το συμβόλαιο του γάμου περάστηκε και η εκτίμηση των ρούχων. Την έκανε ο μάστρο Διακονόπουλος. Ήταν 15 είδη και τα εκτίμησε 1.700 υ. Αυτά μαζί με τα 100 υ. αποτέλεσαν την προίκα της Σοφίας[207].

ΙΕ. Πανωπροίκια.

Πανωπροίκια ονόμαζαν την επιπλέον της προίκας περιουσία που απο-κτούσαν οι γυναίκες από διάφορες πηγές. Η κυριότερη πηγή ήταν η περιου-σία των γονιών ή των συγγενών τους, πριν ή μετά το θάνατό τους. Όταν, με το συμβόλαιο γάμου, δεν είχαν αποκληρωθεί εντελώς, οι ευκαιρίες για πανωπροίκια ήταν πολλές, ενώ όταν είχαν αποκληρωθεί, ήταν ελάχιστες.  Όταν, κατά την εκτίμηση, η αξία της προίκας έβγαινε μεγαλύτερη από την υπεσχημένη, το περίσσευμα έμενε ως πανωπροίκι της νύφης.

O Η Νικολόζα Ζαραφτοπούλα πήρε, μετά το θάνατο του πατέρα της αρκετά πανωπροίκια. Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι, όταν η ίδια έμεινε χήρα και αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί, στο συμβόλαιο του γάμου της όρισε ότι 6.000 υ. από τα πανωπροίκια της θα πάνε, με κάποιες προϋπο-θέσεις, στην ανήλικη κόρη της[208].

O  Όταν πέθανε ο Γιώργης Βαρούχας, η χήρα του Ελιά Επισκοποπούλα απαίτησε από τον κληρονόμο και αδερφό του Αλβέρτο Βαρούχα την προίκα και τα πανωπροίκια της. Επειδή διαφώνησαν για τα πανωπροίκια, η Ελιά κατέφυγε στα δικαστήρια. Ο Αλβέρτος, βλέποντας ότι θα έχανε τη δίκη, συμφώνησε να της δώσει ολόκληρο το ποσό που ζητούσε. Το αστείο ήταν ότι εκτός των άλλων του ζητούσε -και τελικά τα πήρε- και επιπλέον 690 υ., γιατί ο ίδιος είχε φιλοξενηθεί στο σπίτι του μακαρίτη αδερφού του για εννιά μήνες[209].

Με άλλα λόγια η απαιτητική χήρα τον χρέωσε για τη φιλοξενία με περίπου 2,5 υ. τη μέρα. Φαίνεται ότι είχε μεγάλο θυμό, γιατί ο μακαρίτης τα είχε αφήσει όλα στον αδερφό του και σ’ αυτήν τίποτα.

 

Όταν η εκτίμηση της προίκας υπερέβαινε το ύψος που οι γονείς είχαν υποσχεθεί στον γαμπρό, συνήθως άφηναν το επιπλέον ως πανωπροίκια. Με τον τρόπο αυτό αύξαινε το συνολικό ποσό της προίκας.

O Ο Τζουάννε Αχέλης είχε υποσχεθεί με το συμβόλαιο γάμου της ανιψιάς του στον Μιχάλη Κονταράτο 17.000 υ. ως προίκα. Περίπου τέσσερα χρόνια μετά έγινε η τελική εξόφληση της. Η συνολική εκτίμηση την έβγαλε 833 υ. παραπάνω. Ο γαμπρός εξασφάλισε τον Αχέλη για τις 17.833 υ., μια και το περίσσευμα ενσωματώθηκε στην προίκα[210].

O Ο Ντανιέλ Λόγκος είχε υποσχεθεί στο μάστρο Μιχελή 4.000 υ. για προίκα της κόρης του. Τα προικιά που του παρέδωσε όμως, μαζί με τα μετρητά, έφτασαν τις 5.036 υ. Το επιπλέον ποσό συμφώνησαν να περι-ληφθεί στην προίκα[211].

O Ο Αντρέας Κονταράτος είχε υποσχεθεί στην κόρη του προίκα 20.000 υ. και τελικά αυτά που της παρέδωσε εκτιμήθηκαν σε 23.183 υ. Τα επιπλέον συμφώνησαν να προσμετρηθούν στο σύνολο της προίκας[212].

 

Υπήρχε και η περίπτωση το επιπλέον της υπεσχημένης προίκας αντί να θεωρηθεί πανωπροίκι της νύφης να παραλειφθεί, προς όφελος του γαμπρού. 

O Ο Νικολό Κιότζα παρέδωσε στο γαμπρό του Φραγκίσκο Σαγκουινάτσο τα ρούχα και τα χρυσαφικά που του είχε υποσχεθεί. Οι εκτιμητές τα εκτίμησαν σε 7.123 υ. Συμφώνησαν και οι δύο πλευρές να αφαιρεθούν τα 123 υ. και ο γαμπρός να εξασφαλίσει τον πεθερό μόνο για 7.000 υ.[213]

ΙΣT. Προίκα με προκαταβολή.

     Σε μερικές περιπτώσεις οι γονείς της νύφης, προκειμένου να εξασφα-λίσουν, να «σιγουρέψουν» τον γαμπρό για την κόρη τους, δεν δίσταζαν, πριν από το γάμο, να παραχωρούν σ’ αυτόν κάποια μικρά, κατά κανόνα, χρημα-τικά ποσά ή και γεωργικά προϊόντα. Όταν οι παροχές αυτές συμψηφίζονταν αργότερα με την  προίκα δεν είχαν σχέση με τα λεγόμενα προγαμιαία δώρα, που, όπως έχουμε αναφέρει, μπορούσαν, σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, να γίνουν και από τις δύο πλευρές[214].

O Η Ανιέζα, χήρα του Τζουάννε Νταβερόνα είχε προκαταβολικά παραχω-ρήσει στον μέλλοντα γαμπρό της Τζώρτζη Καλλέργη 230 υ. σε μετρητά, 40 μ. στάρι με 6 υ. το μουζούρι, 5 μ. κριθάρι με 4 υ. και 4,5 μίστατα λάδι με 10 υ. το ένα. Αυτά καταγράφτηκαν και συμψηφίστηκαν στο συμβό-λαιο εκτίμησης της προίκας μαζί με τον ρουχισμό. Το σύνολό τους έφτασε το ποσό της υπόσχεσης, που ήταν 4.000 υ.[215]

ΙΖ. Τα δώρα του γαμπρού.

Συνήθως από το σύνολο της προίκας λογίζονταν ως δώρα του γαμπρού το 10%. Σε πολλές όμως περιπτώσεις το ποσοστό αυτό αυξομειωνόταν. Φαίνε-ται ότι οι «καλοί» γαμπροί απαιτούσαν περισσότερα. Η αρχή αυτή φαίνεται να ήταν καθαρά δυτικό δάνειο. Σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, μπορούσε να υπάρξει από μέρους της οικογένειας της νύφης προς τον γαμπρό κάποια δωρεά πριν από το γάμο, κατά την περίοδο δηλαδή της μνηστείας, η οποία, σε περίπτωση διάλυσης του αρραβώνα, επιστρεφόταν και μάλιστα επαυξη-μένη. Τα δώρα του γαμπρού που δίδονταν ταυτόχρονα με τον γάμο ήταν διαφορετικά και εξυπηρετούσαν προφανώς κάποιες σκοπιμότητες. Ήταν ένα κίνητρο για να αποφασίσει κάποιος διστακτικός να αναλάβει την «οδύσσεια» του παντρεμένου. Τα χρήματα ή τα αντικείμενα των δώρων ήταν αποκλει-στικά δική του περιουσία, ακόμα και σε περίπτωση διάλυσης του γάμου. Ταυτόχρονα η παραχώρηση από μέρους της νύφης ενός σημαντικού ποσο-στού της προίκας της απέτρεπε, μέχρι ενός σημείου, σκέψεις διάλυσης του γάμου. Με άλλα λόγια, τα δώρα «έδεναν» κάπως περισσότερο την οικο-γένεια, γιατί δημιουργούσαν και οικονομικής φύσης  αλληλοσυνδέσεις.

O Ο διοικητής Φραγκίσκος Λομβάρδος  στο σύμφωνο γάμου της κόρης του όριζε τα δώρα του γαμπρού σε 8.000 υ., αν και η προίκα ήταν 52.000 υ.[216]

Κανονικά τα δώρα έπρεπε να ήταν 5.200 Ίσως το γεγονός ότι ο γαμπρός Ντανιέλ Φορλάνος ήταν διδάκτορας γιατρός, συνέτεινε σ’ αυτό.

 

O Ο Αντρέας Φορλάνος, πήρε προίκα 30.000 υ., και τα δώρα του ορίστηκαν στις 7.000 υ.[217]

Πέτυχε δηλαδή δώρα υπερδιπλάσια του κανονικού.

O Ο Τζώρτζης Σαλούστρος από τις 4.000 υ. που υποσχέθηκε ως προίκα στην κόρη του, όριζε τα δώρα του γαμπρού να είναι 800 υ.[218]

O Ο Γιώργης Σγουρός υποσχέθηκε στον γαμπρό του Μιχάλη Καλλεργάκη ως προίκα 10.000 υ. Από αυτά τα δώρα του θα ήταν οι 2.000[219].

Με άλλα λόγια ο γαμπρός πέτυχε διπλάσια δώρα από τα συνήθη.

O Το ίδιο συνέβηκε και με τον Μαθιό Καλλέργη από την Κύπρο, που παντρεύτηκε στην πόλη του Ρεθύμνου την Αντωνία Κοντογιανοπούλα. Η προίκα που του υποσχέθηκε η χήρα πεθερά του ήταν 2.500 υ., ενώ τα δώρα του έφταναν τα 500[220].

Συνέβαινε και το αντίθετο, αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Οι γονείς δηλαδή της νύφης όριζαν τα δώρα του γαμπρού μικρότερα από τα καθιερωμένα. Προφανώς αυτό γινόταν μετά από κοινή συμφωνία και για διάφορους, κατά περίπτωση, λόγους.

O Ο Ιερώνυμος Λίμας από την προίκα της κόρης του που ήταν 16.000 υ. όρισε στο συμβόλαιο γάμου να είναι δώρα του γαμπρού τα 1.500 υ.[221]

O Ο Τζουάνε Αχέλης υποσχέθηκε προίκα στην ανιψιά του 18.000 υ. Από αυτά τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 1.500 υ.[222]

O Τα αδέρφια Κυριάκη στο συμβόλαιο γάμου της αδερφής τους υποσχέ-θηκαν προίκα 45.000 υ. από τις οποίες οι 4.000 υ. θα ήταν δώρα του γαμπρού. Σημειώθηκε στο συμβόλαιο ότι σε περίπτωση επιστροφής της προίκας, ο γαμπρός δεν θα επέστρεφε τις 4.000 υ.[223]

Η μη επιστροφή μπορεί να ήταν αυτονόητη, ως εθιμική, αλλά όταν κάτι ήταν γραπτό, οπωσδήποτε προσέδιδε μεγαλύτερη σιγουριά. 

Φαίνεται ότι η αναφορά στο συμβόλαιο γάμου των δώρων του γαμπρού ήταν υποχρεωτική και πιθανότατα το αντίθετο να αποτελούσε στοιχείο ακυρότητας.

O Ο νοτάριος Τρωίλος παρέλειψε σε συμβόλαιο γάμου να γράψει πόσα από τις 16.000 υ. της προίκας ήταν τα δώρα του γαμπρού. Την επόμενη κιόλας, με νέο συμβόλαιο, αφού επισημαινόταν η παράλειψη, σημειω-νόταν ότι τα δώρα θα ήταν 1.000 υ.[224]

Ίσως ηθελημένα η πλευρά της νύφης δεν όρισε από την αρχή τα δώρα. Αναγκάστηκε όμως να το κάνει, πιεζόμενη ίσως από την πλευρά του γαμπρού, το νόμο ή το εθιμικό δίκαιο. Πάντως, και έτσι έδωσε όσα λιγότερα μπορούσε.

Σε ελάχιστες περιπτώσεις, όταν οι προίκες ήταν ασήμαντες, δε γινόταν λόγος για δώρα του γαμπρού.  Οι νόμοι και τα δίκαια έκλειναν ίσως τα μάτια στην απόλυτη φτώχεια.

O Η μάνα της φτωχιάς υπηρέτριας Σοφίας  έδωσε στο γαμπρό κάποια ρούχα και τα αφεντικά της 100 υ. Για δώρα του γαμπρού δεν ανέφεραν τίποτα[225]. 

ΙH. Αντιπροίκια.

Σε σπάνιες περιπτώσεις γαμπροί δεν δέχονταν τα δώρα τους και έτσι το σύνολο των προικιών πήγαινε στη νύφη. Σε ακόμα πιο σπάνιες περιπτώσεις όχι μόνο δεν τα δέχονταν, αλλά οι ίδιοι παραχωρούσαν μέρος από την περι-ουσία τους στη νύφη, τα λεγόμενα αντιπροίκια. Το περιουσιακό αυτό στοι-χείο η νύφη μπορούσε να το διεκδικήσει οπότε ήθελε σαν να ήταν και αυτό προίκα της.

O Ο Μιχάλης Δοξαράς με το συμβόλαιο γάμου πήρε προίκα 4.000 υ.  από τα αδέρφια Μαρούδη. Ο ίδιος όχι μόνο παραιτήθηκε από το δικαίωμα να λογίζονται τα 400 υ. (δηλαδή το 10%) ως δώρα, όπως γινόταν συνήθως, αλλά υποσχέθηκε στη νύφη από τη δική του περιουσία 3.000 υ. ως αντιπροίκια, σε περίπτωση που θα συνέβαινε κάτι απρόοπτο σ’ αυτήν. Οι 3.000 υ. θα καταβάλλονταν με εκτίμηση χρυσαφικών τα μισά και με εκτί-μηση ρούχων τα άλλα μισά[226].

 

ΙΘ. Ταυτόχρονη συμφωνία γάμου και εκτίμηση προίκας.

Μερικές φορές μαζί με το συμβόλαιο γάμου γινόταν και το συμβόλαιο εκτίμησης της προίκας. Δύο ξεχωριστές διαδικασίες σε ένα συμβόλαιο. Αυτό μπορεί να συνέβαινε για διάφορους λόγους. Όπως αναφέραμε, το μεσο-διάστημα από τη σύνταξη του συμβολαίου γάμου μέχρι την τελετή του γάμου αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, την περίοδο του αρραβώνα. Η εκτί-μηση και η παράδοση της προίκας γινόταν οκτώ μέρες πριν από την τελετή. Κατά συνέπεια, όταν γινόταν ένα συμβόλαιο για γάμο και εκτίμηση προίκας, ουσιαστικά εξοβελιζόταν η περίοδος του αρραβώνα. Το γεγονός ίσως βόλευε και τις δύο πλευρές για δικούς τους λόγους. Ταυτόχρονα κέρδιζαν χρόνο και τα έξοδα ενός επιπλέον συμβολαίου. Εννοείται ότι τη συντόμευση αυτή προτιμούσαν άτομα με χαμηλές οικονομικές δυνατότητες.

O Η Έλενα Νουφροπούλα συμφώνησε με το γαμπρό να πάρει την κόρη της Σοφία με προίκα ένα μπαούλο ρούχα και 100 υ. Αμέσως υπέγραψαν το συμβόλαιο γάμου, φώναξαν το μάστρο Διακονόπουλο και έκανε την εκτί-μηση. Ήταν 15 είδη και τα εκτίμησε 1.700 υ. Στο ίδιο συμβόλαιο περά-στηκε ότι το ποσό αυτό, μαζί με τα 100 υ., θα ήταν η προίκα της νύφης[227]. 

Κ. Προίκες χωρίς εκτίμηση.

Σε μερικές περιπτώσεις στο προικοσύμφωνο δεν περνούσαν, αρχικά τουλάχιστον, το ύψος της προίκας. Αυτό συνέβαινε, όταν η νύφη ήταν ορφα-νή και μοναχοπαίδι, οπότε προίκα της ήταν όσα διέθετε από την πατρική και μητρική κληρονομιά. Συνέβαινε όμως και όταν τα κινητά και τα ακίνητα της προίκας ήταν λίγα και συγκεκριμένα. Αργότερα τα εκτιμούσαν όχι μόνο για να είναι γνωστό το ύψος της προίκας, αλλά  και το ύψος των δώρων του γαμπρού.

O Μια θεία αντιπροσώπευσε την ανιψιά της στη σύνταξη του συμβολαίου γάμου. Συμφωνήθηκε να θεωρηθούν ως προίκα της όσα κινητά είχε η ίδια, εκτός ορισμένων των οποία δηλώθηκαν γραπτώς, μαζί με τα 400 υ. που είχε πάρει ήδη ο γαμπρός. Το καθιερωμένο 10% θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Υποσχέθηκε ακόμα και κάποιες ελιές[228].

O Ο Αλέξης Λίτινος, ενεργώντας για όνομα της αδελφής του Καλής, που ήταν παρούσα, και ο Γιάννης Αμπελικόπουλος για δικό του συμφώνησαν γάμο. Ο Αλέξης υποσχέθηκε στον γαμπρό ένα χωράφι, ένα ζευγάρι σεντόνια, μια ενδυμασία από πανί, ένα φουστάνι βαμβακερό, ένα ζευγάρι πουκάμισα, δυο μπόλιες απλές και μια υφασμένη με μετάξι, μια ποδιά γυναικεία και ένα αχυρόστρωμα. Όσο θα τα εκτιμούσαν θα ήταν η προίκα[229].

O Η Έλενα Καλλέργη, χήρα, για την ανιψιά της Μανταλένα και ο Μαθιός Καλλέργης για δικό του συμφώνησαν γάμο. Στη σύνταξη του σχετικού συμβολαίου παρευρίσκονταν η νύφη και εφημέριος. Ως προίκα ορίστη-καν όσα είχε και όσα περίμενε από την κληρονομιά του πατέρα και της μητέρας της. Το 10% θα ήταν τα δώρα. Ο γαμπρός μπορούσε να ανταλ-λάξει μερικά κτήματα, αλλά τα νέα θα περιλαμβάνονται στην προίκα[230].

O Η Αννίτσα Γληγοροπούλα για την κόρη της και ο Γιάννης Μπαρμπαρίγος για δικό του. συμφώνησαν γάμο. Την προίκα και τα δώρα θα αποτε-λούσαν 100 υ. σε μετρητά και όσο εκτιμηθούν τα ρούχα που θα της έδινε. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν τα συνήθη[231]. Όταν λέει συνήθη, εννοεί το 10% του συνόλου.

Στην ίδια κατηγορία μπορούμε να εντάξουμε και τις χήρες που ξανα-παντρεύονταν. Αυτές είχαν ως προίκα, κατά κανόνα, την ίδια που είχαν και στον πρώτο τους γάμο.

O Η χήρα Ελένη Κλωστομαλλοπούλα και ο Γιακούμης Σαλούστρος συμφώ-νησαν γάμο. Η νύφη υποσχέθηκε ως προίκα αυτήν που είχε δώσει και στον πρώτο της άντρα. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στις 2.000[232]. Με βάση τα δώρα του γαμπρού, η προίκα ήταν περίπου 20.000 υ.

O Η Μαρία Κορνιαχτοπούλα για την κόρη της Φράντζα και ο Γιάννης Δαναλός για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η Μαρία  του υποσχέθηκε ως προίκα μερικά ρούχα, ένα τελάρο, μισό σπίτι, μισό αμπέλι και μισό χωρά-φι. Επίσης όλα τα ακίνητα που κληρονόμησε από τον πατέρα της. Τα παραπάνω θα εκτιμούνταν και η συνολική τιμή τους θα αποτελούσε το ύψος της προίκας. Τα δώρα του γαμπρού θα είναι τα συνήθη[233].

Σε σπάνιες περιπτώσεις οι γονείς συμφωνούσαν με τον γαμπρό να του δώσουν όλη την περιουσία τους και να μένουν μαζί του. Αυτό συνέβαινε, όταν ήταν μεγάλοι σε ηλικία ή ανήμποροι για εργασία. Πιο συχνό ήταν το φαινόμενο σε χήρες. Η συμφωνία δεν διέφερε και πολύ με γηροκόμηση.

O Η Εργίνα Αμπελικοπούλα υποσχέθηκε στον γαμπρό όλα τα κινητά και ακίνητα που διέθετε. Από αυτά το 10% θα ήταν τα δώρα του. Η ίδια θα έμενε μαζί με το ζευγάρι και θα είχε δικαίωμα να διαθέσει  μόνο 100 υ.  με τη διαθήκη της για την ψυχή της[234].

Μερικές φορές στα συμβόλαια γάμου μπορεί να μην αναγραφόταν το συνολικό ύψος της προίκας αλλά περιγραφόταν στο περίπου τα κινητά ή τα ακίνητα που θα την απάρτιζαν.

O Η χήρα Αντωνία Σαγκουινάτσου αντιπροσώπευσε την κόρη της στο συμβόλαιο γάμου της και υποσχέθηκε στον γαμπρό ως προίκα τα σπίτια που έμενε η ίδια και όσα μπορούσε από ρούχα, χρυσάφι και ασήμι. Το συνολικό ποσό που θα τα εκτιμούσαν θα αποτελούσε το ύψος της προί-κας της. Για δώρα του γαμπρού ούτε καν γινόταν λόγος[235].

Είναι πολύ πιθανό να έγινε, στη συνέχεια, εκτίμηση και να ορίστηκε το ύψος της προίκας και των δώρων του γαμπρού.

ΚΑ. Προίκα για προίκα.

Σε μερικές περιπτώσεις ο σύζυγος ή τα αγόρια έπειθαν τη σύζυγο/μητέρα να παραχωρήσει στην κόρη ή τις κόρες της για προίκα ή συμπλήρωση της προίκας το σύνολο ή μέρος της δικής της προίκας. Η συγκεκριμένη πρωτο-βουλία δεν άρεσε σε πολλές γυναίκες, γιατί ήξεραν ότι χωρίς προσωπική περιουσία θα είχαν άσχημα γεράματα. Όταν, λοιπόν, υποχρεώνονταν εκ των πραγμάτων, προσπαθούσαν να εξασφαλιστούν κάπως. Έθεταν δηλαδή όρους και ζητούσαν αντισταθμίσματα.

O Η μητέρα των αδερφών Λομβάρδων δέχτηκε να δώσει την προίκα της, προκειμένου να συμπληρωθεί η προίκα της κόρης της, με τον εξής όρο: αν η ίδια αποφάσιζε να μην μείνει με τα δυο αγόρια της, αυτά ήταν υποχρεωμένα να της παραχωρούν κάθε χρόνο για τη διατροφή της μέχρι που να ζει 24 μ. στάρι, μια μπότα μούστο (από συγκεκριμένο αμπέλι) και 2 μ. λάδι. Παράλληλα, παραιτούνταν υπέρ των γιων της από κάθε διεκδί-κηση δικαιωμάτων σε πατρικές, μητρικές ή αδερφικές περιουσίες[236].

O Η Νικολόζα, σύζυγος του Τζώρτζη Κουστουγιάννη, παραβρέθηκε στη συμφωνία γάμου της κόρης της και δέχτηκε να δώσει 3.000 υ. από την προίκα της, προκειμένου να συμπληρωθεί η προίκα της κόρης της[237].

O Η Μαρία, γυναίκα του Γιώργη Σγουρού, δέχτηκε να προσφέρει από τη δική της προίκα στην προίκα της κόρης της ένα λιόφυτο με αμπέλι. Υποχρέωσε όμως τον άντρα της να περάσει στο συμβόλαιο γάμου ότι θα την αποζημίωνε, παραχωρώντας της ίσης αξίας άλλες περιουσίες, σε περίπτωση επιστροφής της προίκας της. Με αυτό τον τρόπο ο γαμπρός δεν θα ενοχλούνταν στο συγκεκριμένο ακίνητο[238].

Η Μαρία με τον τρόπο αυτό έδενε το δικό της γάμο και παράλληλα βοηθούσε στο γάμο της κόρης της.

Όταν η προίκα της μητέρας της νύφης ήταν μεγάλη, η παραχώρηση ενός μέρους της δεν πρέπει να ήταν και τόσο επώδυνη.

O Η ευγενής Νικολόζα Βαρούχα υποσχέθηκε, στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της, από την προίκα της 12.000 υ. Το σύνολο της προίκας ήταν 60.000 υ.[239]

ΚΒ. Ετεροχρονισμένες εξοφλήσεις προίκας.

Συχνά οι γονείς της νύφης δεν εξοφλούσαν στον γαμπρό την προίκα που του είχαν υποσχεθεί. Αυτό συνέβαινε για διαφόρους λόγους. Ένας από αυτούς ήταν και το ότι μέσα στα χρονικά πλαίσια της εξόφλησής της πέθαινε ο πατέρας της νύφης και αδυνατούσε η χήρα του να είναι συνεπής. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις δεν έμενε ανεξόφλητη μόνο από οικονομική αδυναμία αλλά πιθανότατα και από υστεροβουλία. Για το λόγο αυτό παρατη-ρούνταν ήταν σύνηθες φαινόμενο να δημιουργείται ένα είδος αντιπαλότητας ανάμεσα στα πεθερικά και τον γαμπρό.

O Ο Μιχάλης Τζίμπλης πέθανε χωρίς να καταβάλει στον γαμπρό του Νικό-λαο Τρουλινό τα 800 υ. που του χρωστούσε από την προίκα της κόρης του. Να σημειωθεί ότι το σύνολο της ήταν 1.000 υ. Ο γαμπρός κατέφυγε στα δικαστήρια, τα οποία τον δικαίωσαν. Ο διαχειριστής της περιουσίας του Τζίμπλη κατέβαλε τελικά τα 800 υ. στον Τρουλινό. Αυτός, αφού εξοφλήθηκε πλήρως, επιβεβαίωσε, με συμβόλαιο, ότι η δικαστική από-φαση εκτελέστηκε επακριβώς[240].

O Ο Γιώργης Σπανόπουλος πέθανε και άφησε ανεξόφλητη την προίκα της κόρης του. Συγκεκριμένα όφειλε στον γαμπρό ακόμα 348 υ. σε εκτίμηση χρυσαφικών και ασημικών. Η χήρα, επειδή δεν είχε να τα δώσει σε είδος, συμφώνησε με τον γαμπρό να του δώσει 200 υ.  σε μετρητά. Ο μακαρίτης είχε υποσχεθεί ακόμα και έσοδο 70 υ. από ένα σπίτι, που εκτιμήθηκε 1.200 υ. και με την προικώα προσαύξηση λογαριάστηκε 1.500 υ. Τα έδωσε η χήρα και εξασφαλίστηκε[241].

Αν αφαιρέσει κανείς από τα 348 υ. που ήταν το υπολειπόμενο της προίκας το 25%, που έδιναν προσαύξηση οι εκτιμητές, το χρέος ήταν 263 υ. και όχι 200 υ. Ίσως τη λυπήθηκε ο γαμπρός και της έκανε έκπτωση.  Εξάλλου και το γεγονός ότι δόθηκαν σε μετρητά ίσως συνέβαλε σ’ αυτό. Στο ακίνητο εφαρμόστηκε το 25%, αν και σε άλλες περιπτώσεις η προσαύξηση αυτή δεν ίσχυε για μετρητά και ακίνητα. Κανονικά το έσοδο των 70 υ. ετησίως αντιστοιχούσε σε ακίνητο αξίας 70Χ20=1.400 υ. Εδώ το έβγαλαν 1.500.

O Δυο αδέρφια παπάδες (Μιχελίν και Γιώργης Τζαμαδούρα), παιδιά παπά, θέλοντας να παντρέψουν την αδερφή τους, υποσχέθηκαν στον παπά Νι-κολό Νταλαμπέλα, αντιπρόσωπο του γιου του διάκου Αντώνιου, 10.000 υ. ως προίκα. Από αυτά τις 2.000 υ. θα τις άφηνε η μάνα της νύφης μετά το θάνατό της[242].

O Η Αντριάνα Κονταρίνη, παρέδωσε στον γαμπρό της Τζώρτζη Μανολέσσο τα ρούχα της προίκας που του υποσχέθηκε. Τα εκτίμησαν  οι ειδικοί Χορτάτσης και Βλαστός[243]. Τον εξόφλησε με 7.000 υ. μετρητά[244]. Και ενώ η Αντριάνα ασχολιόταν με τις προίκες των κοριτσιών της, ήρθε ο αδερφός της, ως κληρονόμος του μακαρίτη θείου τους, και της κατέβαλε 11.000 υ., που ήταν το υπόλοιπο των 20.000 υ. της προίκας που της είχε υποσχεθεί στο συμβόλαιο γάμου της[245].

Με άλλα λόγια, πήρε το υπόλοιπο της δικής της προίκας, όταν φρόντιζε να προικίσει τις κόρες της. Πάντως, όπως φαίνεται, ήρθε στην κατάλληλη στιγμή.

Όταν οι γονείς της νύφης δεν μπορούσαν να καλύψουν την προίκα που υπόσχονταν στον γαμπρό, ζητούσαν, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, να την καταβάλλουν σε δόσεις. Όταν ο γαμπρός αμφισβητούσε και τη δυνατότητά τους αυτή, αν δεν έβρισκαν κάποιον εγγυητή, αναγκάζονταν να βάζουν υποθήκη κάποιο δικό τους ακίνητο για εξασφάλισή του.

O Ο μάστρο Αντώνης Σιρίγος για να εξασφαλίσει τον γαμπρό του Κων-σταντίνο Καλλεργάκη, του παραχώρησε, πέρα από την προίκα, και ένα αμπέλι. Αυτό θα το κρατούσε, θα το καλλιεργούσε και θα το εκμεταλλευ-όταν όσο χρόνο παρέμενε ανεξόφλητη η προίκα. Όταν όμως ο πεθερός του τον εξοφλούσε πλήρως, θα του το επέστρεφε[246].

Το εισόδημα του αμπελιού αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, τον τόκο για το ανεξόφλητο τμήμα της προίκας.

Συχνά οι γαμπροί περίμεναν για πολλά χρόνια την ολοκλήρωση της προίκας που τους είχαν υποσχεθεί. Η καθυστέρηση τις περισσότερες φορές οφειλόταν στη φτώχεια που μάστιζε όλα σχεδόν τα νοικοκυριά. 

O Η Γιακουμίνα Τρουλινοπούλα είχε υποσχεθεί με το συμβόλαιο γάμου στον άντρα της ένα χωράφι έκτασης μισού μουζουριού. Τώρα, αρκετά χρόνια μετά, του το παρέδωσε. Το εκτίμησε από κοινού εκλεγμένος εκτι-μητής και το έβγαλε 750 υ., που με την προσαύξηση του 25% γίνονται 937,16 υ. Δέχτηκε ο άντρας της και το παρέλαβε[247].

Συνήθως στα προικώα ακίνητα δεν έβαζαν την προσαύξηση του 10% ή και να την έβαζαν δεν το σημείωναν.

Οι όποιες καθυστερήσεις καταβολής της προίκας στους κύκλους της αριστοκρατίας  ήταν τις περισσότερες φορές ύποπτες.

O Ο δρ. Νικολό Κιότζας παρέδωσε την υπόλοιπη προίκα στον γαμπρό του Φραγκίσκο Σαγκουινάτσο το 1639. Ο εκτιμητής Νικολό Λεονταρίτης, που εκτίμησε σε 3.200 υ. το χρυσάφι και το ασήμι που του παρουσίασαν, έλαβε υπόψη του ότι το συμβόλαιο γάμου είχε γίνει το 1620 και η συμ-φωνία το 1637. Το ίδιο έλαβαν υπόψη τους και οι δυο πρωτοραφτάδες, που εκτίμησαν  5 κομμάτια ρουχισμού σε 3.780 υ.[248]

Μερικές φορές χωρισμένες και ξαναπαντρεμένες γυναίκες έπρεπε να περιμένουν να πεθάνει ο πρώτος τους σύζυγος, για να πάρουν πίσω την προίκα τους από τους κληρονόμους του.

O Η Ιζαμπέτα Σανγκουινάτσου, σύζυγος από πρώτο γάμο του μακαρίτη Δανιήλ Πεκατόρου, απαιτούσε από την  περιουσία  και  την κληρονομιά του συζύγου της την προίκα της, τα δώρα, όπως και  τα  κληροδοτήματα που της άφησε με τη διαθήκη του Η εκτελέστρια της διαθήκης και κηδεμόνας των  παιδιών Τζουάννα Πεκατόρου, αδελφή του μακαρίτη, της παραχώρησε ένα σπίτι δικό της, προκειμένου να πάψει να ζητά πάνω από τις 9.000 υ. της προίκας. Μετά το θάνατο της Ιζαμπέτας το σπίτι θα επέστρεφε στη Τζουάννα και, αν και αυτή είχε πεθάνει, στα παιδιά της Ιζαμπέτας και ανίψια της Τζουάννας. Με όλα τα παραπάνω συμφώνησε και ο δεύτερος άντρας της Ιζαμπέτας, ευγενής Αντώνιος Πολάνης. Για την ικανοποίηση των υπολοίπων διεκδικήσεων άφηναν προθεσμία ενός έτους στη Τζουάννα[249].

 

ΚΓ. Ετεροχρονισμένες επικυρώσεις.

Ο νοτάριος συνήθιζε να πηγαίνει, την ίδια μέρα ή έστω την επόμενη από αυτήν που συνέτασσε το συμβόλαιο γάμου, στο σπίτι της νύφης και να της το διαβάζει. Αν αυτή το ενέκρινε, τότε οι προγαμιαίες διαδικασίες προχω-ρούσαν στην παράδοση της προίκας. Σε μερικές περιπτώσεις ίσως από αδιαφορία του νοταρίου, ίσως για άλλους λόγους, καθυστερούσε η απο-δοχή/έγκριση της νύφης.

O Ο ευγενής Αλβέρτος Βαρούχας υποσχέθηκε στον γαμπρό του, επίσης ευγενή, Μάρκο Κατερίν 60.000 υ. προίκα. Ο νοτάριος έκανε 11 μέρες για να πάει στο σπίτι της νύφης και να ζητήσει την έγκρισή της, όπως και την έγκριση της μάνας της[250].

Αν πούμε ότι αδιαφόρησε ο νοτάριος, θα ήταν αφελές, αφού οι πελάτες του ήταν ευγενείς. Μάλλον θα διαφώνησαν στο σπίτι της νύφης ή του γαμπρού, μετά την υπογραφή του συμβολαίου, και χρειάστηκαν οι 11 μέρες για να τα βρουν.

ΚΔ. Ετεροδημότες.

Έχουμε πολλές περιπτώσεις ξένων, από χωριά ή από άλλες πόλεις, που παντρεύονταν στην πόλη του Ρεθύμνου. Ο νοτάριος σημείωνε πάντα τον τόπο καταγωγής τους.

O Ο Γιάννης Κυνηγός ήταν από τα Χανιά, αλλά για κάποιο λόγο βρέθηκε στο Ρέθυμνο, όπου και παντρεύτηκε[251].

O Ο Μαθιός Καλλέργης από την Κύπρο παντρεύτηκε στην πόλη του Ρεθύμνου την Αντωνία Κοντογιανοπούλα. Η προίκα που του υποσχέθηκε η χήρα πεθερά του ήταν 2.500 υ., αλλά τα δώρα του έφταναν τα 500[252].

O Χανιώτης με επιστολή του ενέκρινε το γάμο της κόρης του στο Ρέθυμνο και υποσχέθηκε προίκα. Ο ίδιος δεν μπορούσε να βγει, εξαιτίας των Τούρκων, από την πόλη των Χανίων. Το ρόλο του ανέλαβε ευγενής Ρεθεμνιώτης[253].

ΚΕ. Εξασφάλιση/τελική εξόφληση.

Επειδή η εξόφληση της προίκας πολλές φορές απαιτούσε πολύ χρόνο, οι γονείς της νύφης, κάθε φορά που κατέβαλαν μέρος της, ζητούσαν συμβόλαιο εξασφάλισης. Όταν την κατέβαλαν όλη, ζητούσαν το τελικό συμβόλαιο εξόφλησης, που ήταν απαραίτητο, για να μην γίνουν αντικείμενο εκμετάλ-λευσης των γαμπρών τους.

O Ο Μαρίνος Ασπρέας δηλώνει με συμβόλαιο ότι εξοφλήθηκε πλήρως από την πεθερά του. Πήρε δηλαδή το σύνολο των 6.000 υ., που του είχε υποσχεθεί και με τον τρόπο που του τα είχε υποσχεθεί [254]. 

O Οι αδερφοί Κιότζα είχαν παντρέψει την αδερφή τους με τον Ιερώνυμο Φορλάνο και του είχαν υποσχεθεί προίκα 30.000 υ. με κτήματα, μετρητά και εκτιμήσεις κινητών. Οκτώ χρόνια μετά ο Ιερώνυμος με συμβόλαιο, βεβαίωνε ότι είχε πάρει τα μετρητά και την εκτίμηση των κινητών και προσκόμισε δύο ιδιωτικές αποδείξεις παραλαβής. Ο νοτάριος τις κατα-χώρησε στο σχετικό συμβόλαιο εξασφάλισης. Για τα κτήματα που του είχαν υποσχεθεί δεν γινόταν λόγος[255].

Η οικογένεια Κιότζα δεν ήταν από τις καλύτερες στις οποιεσδήποτε συναλλαγές της. Το πόσα τελικά έδωσαν στον γαμπρό, μόνο ο ίδιος ξέρει.

 

Όταν ο γαμπρός, από αδιαφορία ή και πρόθεση, είχε αποφύγει να δηλώσει με συμβόλαιο ότι εξοφλήθηκε από τον πεθερό ή την πεθερά του, τούς κρατούσε όμηρους και μπορούσε σε κάθε στιγμή να απαιτήσει ξανά την προίκα ο ίδιος ή οι κληρονόμοι του. Η κατάσταση αυτή δημιουργούσε, σε μερικούς τουλάχιστον, συνειδησιακά προβλήματα, γιατί ήξεραν ότι ίσως κάποτε, αν όχι οι ίδιοι, κάποιοι κληρονόμοι του, να διεκδικούσαν, εντελώς  άδικα, εξοφλημένα ποσά.

O Ο μάστρο Μιχελίνος από το χωριό Καπεδιανά πήγε μαζί με τον πεθερό του στον νοτάριο Τρωίλο και του ζήτησε να συντάξει συμβόλαιο εξασφά-λισης με το οποίο διαβεβαίωνε ότι είχε εξοφληθεί πλήρως  στην προίκα και τα δώρα, που ήταν 2.000 υ. «προκειμένου να ανακουφίσει τη συνεί-δησή του και να μην υποφέρει η ψυχή του»[256].

O Ο μάστρο Άγγελος Τρωίλος «για να αλαφρώσει τη συνείδησή του και να μην υποφέρει η ψυχή του» ομολόγησε, μπροστά στον νοτάριο και τους μάρτυρες ότι είχε εξοφληθεί από τον πεθερό του. Έχει πάρει δηλαδή τις 3.000 υ. που του είχε υποσχεθεί στο συμβόλαιο του γάμου του, με εκτί-μηση ρούχων, χρυσαφικών και του σπιτιού που ο ίδιος κατοικεί τώρα[257].

Δεν ήταν μόνο φτωχοί επαγγελματίες που απέφευγαν την έγκαιρη εξασφάλιση των πεθερικών τους αλλά και πλούσιοι αστοί ή ευγενείς. Να σημειωθεί ότι ήταν πολύ πιθανό η ενέργειά τους αυτή να οφειλόταν στη σταδιακή και μακρόχρονη εξόφληση της υπεσχημένης προίκας.

O Ο ευγενής Δράκος Σαγκουινάτσος εξασφάλισε τον πεθερό του Φραγκί-σκο Γρίττη, δηλώνοντας ότι έχει εξοφληθεί πλήρως για την προίκα των 30.000 υ. που του είχε υποσχεθεί [258].

O Πάνω από τρία χρόνια είχαν περάσει από το συμβόλαιο γάμου και ο γαμπρός Κυριάκος Βλαστός είχε να λαμβάνει ακόμα 12.000 υ. Τώρα με συμβόλαιο παραλαμβάνει τέσσερα φουστάνια και τέσσερα γυναικεία πουκάμισα, τα οποία οι εκτιμητές κοστολόγησαν 950 υ.[259]

Τα υπόλοιπα είναι άγνωστο αν τα πήρε ποτέ.

Σε κάποιες περιπτώσεις η καθυστέρηση εξόφλησης της προίκας οδηγού-σε θιγόμενους και υπεύθυνους στα δικαστήρια, ενώ άλλες φορές κατέφευγαν σε σχετικό διακανονισμό.

O Ο ευγενής Μάρκος Καλλέργης είχε υποσχεθεί στο μάστρο Μανολίτση Σαμονά κάποια προίκα. Πρέπει να είχαν περάσει τουλάχιστον 17 χρόνια και του χρωστούσε ακόμα 60 υ. σε μετρητά και 180 υ. σε ρούχα. Για το λόγο αυτό ο Μανολίτσης κατέφυγε στο δικαστήριο και δικαιώθηκε. Ωστόσο πέθανε ο Μάρκος και ο Μανολίτσης έκανε αγωγή στη χήρα και κληρονόμο του Κρεουζέτα Φραδέλου. Τελικά έκαναν κάποιο διακανο-νισμό και η υπόθεση έκλεισε[260].

Τα χρήματα που πλήρωσε ο Μανολίτσης για να κάνει δυο αγωγές, προ-φανώς θα ήταν περισσότερα από τα 240 υ. που του χρωστούσαν. Ήταν ίσως για λόγους τιμής.

 

Οι γαμπροί απαιτούσαν την εξόφληση μέχρι τελευταίας δεκάρας, και οι φτωχοί γονείς κυριολεκτικά απογυμνώνονταν, προκειμένου να είναι συνε-πείς σε όσα υποσχέθηκαν. 

O Η Μαρία Σεβαστοπούλα είχε υποσχεθεί στο γαμπρό της προίκα 7.000 υ. Η εκτίμηση των προικιών έφτασε τις 6.919 υ. Τα υπόλοιπα 81 υ.  ανέλαβε να τα πληρώσει με μια μπότα κρασί. Αν το εκτιμούσαν λιγότερο από αυτά, θα τα κάλυπτε με άλλο τρόπο [261].

O Ο Τζουάννε Αχέλης είχε υποσχεθεί στο συμβόλαιο γάμου της ανιψιάς του στον Μιχάλη Κονταράτο 17.000 υ. ως προίκα. Το ποσό αυτό θα δινόταν με εκτίμηση ρούχων, χρυσαφικών, μετρητών και ακινήτων. Το συμβό-λαιο έγινε στις 6 Δεκεμβρίου 1613. Η παράδοση των χρυσαφικών και των ρούχων έγινε στις 15/3/1614. Το ύψος τους έφτασε 8.183 υ. Στο ίδιο συμβόλαιο ο γαμπρός δήλωνε ότι είχε πάρει και 3.000 υ. σε μετρητά[262]. Περίπου τέσσερα χρόνια μετά έγινε η τελική εξόφληση της προίκας με τη λίστα των ακινήτων και των ποσών που εκτιμήθηκε το καθένα τους. Η συνολική εκτίμηση έβγαλε την προίκα κατά περίπου 833 υ. παραπάνω. Εννοείται ότι στο συγκεκριμένο συμβόλαιο αναφέρονται ξανά οι εκτιμή-σεις των χρυσαφικών, των ρούχων και η καταβολή των μετρητών. Ο γαμπρός εξασφάλισε τον Αχέλη για τις 17.833 υ., μια και το περίσσευμα ενσωματώθηκε στην προίκα. Για δώρα του γαμπρού δεν γίνεται λόγος[263].

ΚΣΤ. Προίκες μόνο στο χαρτί.

Σε περιπτώσεις ανάγκης μπορούσε ο πατέρας της νύφης να ορίσει κάποιον αντιπρόσωπό του, προκειμένου να προχωρήσει το γάμο της κόρης του.  Τα σχετικά με την προίκα μπορούσε να τα υποσχεθεί με επιστολή, η οποία θα είχε τη θέση εγγύησης των συμφωνηθέντων. Εννοείται ότι σε μια τέτοια περίπτωση το ρίσκο από μέρους του γαμπρού ήταν μεγάλο.

O Χανιώτης, αποκλεισμένος στην τουρκοκρατούμενη πόλη του, έστειλε επιστολή, προκειμένου να καθορίσει την προίκα της κόρης του που βρέθηκε στην ελεύθερη ακόμα πόλη του Ρεθύμνου και αποφάσισε να παντρευτεί εκεί. Ο Κιότζας, αντικαθιστώντας με βάση την επιστολή, τον πατέρα της νύφης, υποσχέθηκε ως προίκα 3.000 υ. και το αδερφομοίρι της. Κάποιες προσφορές έκανε και η αδερφή της μητέρας της νύφης. Το σύνολο θα καθοριζόταν αργότερα. Η επιστολή στα χέρια του γαμπρού θα αποτελούσε εγγύηση[264].

ΚΖ. Νόθοι και προίκα.

Σε όλη την περίοδο της ενετοκρατίας και ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια της, επικρατούσε στους πλούσιους και αριστοκρατικούς κύκλους των κατοί-κων της Κρήτης αυξημένος εκφυλισμός ηθών. Πολλοί γόνοι των προνομι-ούχων αυτών τάξεων απέφευγαν τη δέσμευση της παραδοσιακής οικογένειας και προτιμούσαν ελεύθερες σχέσεις. Η διαγωγή τους είχε ως αποτέλεσμα να γεννιούνται αρκετά νόθα παιδιά, των οποίων η ζωή στην κοινωνία δεν ήταν και η καλύτερη. Οι περισσότεροι από τους ανύπαντρους αυτούς γονείς, αν κάποτε δημιουργούσαν νόμιμη οικογένεια, ξεχνούσαν τα νόθα τους, χωρίς να λείπουν και αυτοί που τα φρόντιζαν, παρέχοντάς τους οικονομική βοήθεια και αναγνωρίζοντάς τα ως παιδιά τους. Υπήρχαν και αυτοί που, παντρεμένοι ήδη, παράλληλα με τα νόμιμα, αποκτούσαν και νόθα παιδιά. Επειδή, όπως αναφέραμε, τα νόθα δεν ήταν αποδεκτά στις κλειστές κοινω-νίες, συχνά αποτελούσαν αντικείμενα εκμετάλλευσης. Ένα είδος εκμετάλ-λευσης ήταν να τους δίνουν, μερικές φορές, νύφες παρακατιανές ή με ελάχιστη προίκα. Η «μόδα» των νόθων φαίνεται ότι είχε επεκταθεί σταδιακά  από τις οικονομικά ισχυρές τάξεις και στις λιγότερο οικονομικά ισχυρές. Οι φτωχοί από τους ανύπαντρους πατεράδες, σε αντίθεση με τους πλούσιους, αναγνώριζαν, κατά κανόνα, τα νόθα τους και τους παραχωρούσαν το επώνυμό τους.

O Ο διδάκτορας Τζουάννε Λίμας πρόσφερε στον μάστρο Μαθιό Σιλιγάρδο, νόθο γιο του δασκάλου Μιχελίν, την ψυχοκόρη της γυναίκας του ως νύφη μαζί με 2.000 υ.[265]

Εδώ ο πατέρας του νόθου ήταν δάσκαλος και αυτός που φρόντισε να τον παντρέψει με την υπηρέτριά του ήταν αριστοκράτης. Η προίκα που του προσφέρθηκε ήταν πολύ μικρή. Φανερή η σύμπτωση συμφερόντων.

O Ο Πιέρος Μανολέσσος είχε μια νόθα κόρη, τη Λουκία. Για να την παντρέψει με ένα διάκο, τον Μανολίτση Σιλιγάρδο, της υποσχέθηκε 18.000 υ. Από αυτά θα έδινε τις 6.000 υ. σε μετρητά, τις 8.000 υ. σε ρουχισμό, τις 2.000 υ. σε χρυσαφικά. Τα υπόλοιπα θα κάλυπταν δύο ακίνητα που είχε η μάνα της νύφης και θα της τα άφηνε μετά το θάνατό της. Στο σύνολο περιλαμβανόταν και ένα κληροδότημα που είχε αφήσει στη Λουκία η μάνα του Πιέρου. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 2.000 υ. Αν ποτέ επιστρεφόταν η προίκα, ο γαμπρός θα επέστρεφε τις 6.000 υ. σε μετρητά, τις 2.000 υ. σε χρυσαφικά και τα υπόλοιπα σε ρουχισμό. Όλα θα εκτιμούνταν με την προσαύξηση του 25% ως προικώα. Η μητέρα της νύφης έμενε σε μοναστήρι. Εκεί πήγε ο νοτάριος και της διάβασε τη συμφωνία. Τη δέχτηκε μπροστά στους μάρτυρες[266].

Η προίκα για ένα γαμπρό διάκο φαίνεται αρκετά ικανοποιητική. Το γεγονός πάλι ότι επίδοξος ορθόδοξος ιερέας νυμφευόταν νόθο κορίτσι, φανερώνει αναμφισβήτητα ότι η ορθόδοξη εκκλησία ήταν ελαστική και ρεαλιστική στο μεγάλο αυτό κοινωνικό φαινόμενο.

Μερικές φορές, όταν πέθαινε ο πατέρας της νόθας κόρης, τη φροντίδα της ανατροφής αλλά και της παντρειάς αναλάμβανε η χήρα του. Η φροντίδα ήταν ίσως μεγαλύτερη, όταν η χήρα δεν είχε αποκτήσει δικά της παιδιά. Εξάλλου κάποιοι από τους πλούσιους πατεράδες νόθων παιδιών άφηναν σ’ αυτά, με τη διαθήκη τους, αξιόλογες περιουσίες. Ήταν σαν να ήθελαν με υλι-κές παροχές να απαλύνουν κάπως ή να «εξαγοράσουν» το αμάρτημά τους.

O Η χήρα Αντριάνα Κονταρίνη, για τη νόθα κόρη του άντρα της Εργίνα, και ο Αντρέας Φορλάν για το γιο του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα της νύφης ορίστηκε στις 20.000 υ. Οι 15.000 υ. ήταν αυτές που της άφησε ο πατέ-ρας της με τη διαθήκη του και οι 5.000 υ. προσφορά της Αντριάνας. Θα καταβάλλονταν οι 7.000 υ. σε μετρητά, οι 3.000 υ. σε χρυσάφι και ασήμι, και οι 10.000 υ. σε ρούχα. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 2.000 υ.[267]

Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι νόθες κόρες είχαν και δικές τους οικονο-μίες, τις οποίες, όπως ήταν φυσικό διέθεταν για έναν καλό γάμο. Τον καλό γαμπρό επιδίωκαν και οι πατεράδες τους. Οι τελευταίοι συχνά τον αναζη-τούσαν μέσα σ’ αυτούς που βρίσκονταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. Όποιος πνιγόταν στα χρέη ούτε που λογάριαζε αν η νύφη ήταν νόθα. 

O Ο ευγενής Νικολό Μουδάτσος για τη νόθα κόρη του Ρεγγίνα και ο Τζώρτζης Καλλέργης για τον γιο του Τζουάννε συμφώνησαν γάμο με προίκα 25.000 υ. Από αυτά οι 10.000 υ. θα ήταν σε μετρητά. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε και αυτός κάποιες περιουσίες στο γιο του[268]. Την προίκα εκτίμησαν δύο χρυσοχόοι και 2 ραφτάδες. Τα ρούχα βγήκαν 15.028 υ. (φορεσιά 1.171) και τα χρυσαφικά γύρω στις 4.000 υ. (χρυσές αλυσίδες 1.326)[269]. Του είχε δώσει αρχικά 6.500 υ. για ανάκτηση κτημά-των, μετά άλλες 2.000 υ. για το ίδιο λόγο. Τώρα του δίνει τα υπόλοιπα 1.500 υ. και εξασφαλίζεται[270].

Φαίνεται ότι ο Καλλέργης είχε ανάγκη άμεσα από μετρητά και ο Μου-δάτσος το εκμεταλλεύτηκε. Η προίκα πάντως της νόθας ήταν από τις ψηλό-τερες στην κατηγορία της.

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 5η: ΔΙΑΖΥΓΙΟ/ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΙΚΑΣ.

 

Η γυναίκα μπορούσε να πάρει πίσω την προίκα της μόνο σε περίπτωση διαζυγίου, που ήταν πολύ σπάνιο τη συγκεκριμένη περίοδο, και σε περίπτω-ση θανάτου του συζύγου της. Στην πρώτη περίπτωση (διαζυγίου) την ευθύνη της επιστροφής αναλάμβανε ο σύζυγος και στη δεύτερη (θάνατος συζύγου) την ευθύνη αναλάμβανε ο επίτροπος ή κάποιος συγγενής του μακαρίτη. Και στις δύο περιπτώσεις σύζυγος και επίτροπος ήταν υποχρεωμένοι, αν είχαν πουληθεί τα ακίνητα που της είχαν δώσει με το συμβόλαιο γάμου, να της βρουν άλλα ίσης αξίας ή να της καταβάλουν την αξία τους σε μετρητά, προ-κειμένου να μην ζημιωθεί. Σχετικά με τα κινητά, τα πράγματα ήταν ευκολό-τερα, γιατί λίγο, πολύ τα διατηρούσε η ίδια φθαρμένα έστω από τον καιρό.

O Τα αδέρφια Λομβάρδοι απαίτησαν να γραφεί στο συμβόλαιο γάμου της αδερφής τους ότι, αν ο γαμπρός πουλούσε τα ακίνητα που του έδιναν ως προίκα, θα υποθηκευόταν η προσωπική του περιουσία μέχρι που να κατά-βάλει στη νύφη την αξία της προικώας περιουσίας με μετρητά ή με ισάξια ακίνητα[271].

Αν τα ακίνητα της προίκας είχαν ακολουθήσει τη συνήθεια της προσαύ-ξησης των προικώων κατά 25%, ο γαμπρός μπορούσε κατά την επιστροφή να την αφαιρέσει.

Όταν το υπόλοιπο της προίκας καταβαλλόταν σε ετήσιες δόσεις, οι γαμπροί ζητούσαν από τους νοταρίους να σημειώνουν στη συμφωνία γάμου ότι σε περίπτωση επιστροφής της προίκας, θα επέστρεφαν μόνο όσα είχαν εισπράξει και όχι όσα αναγράφονταν στο συμβόλαιο. Και είχαν απόλυτο δίκιο, γιατί, όπως ήδη αναφέραμε, συχνά η πλευρά της νύφης αδυνατούσε να ανταποκριθεί πλήρως στις προικώες υποσχέσεις/υποχρεώσεις της.

O Ο Γιάννης Κυνηγός, όταν δέχτηκε τον όρο του πεθερού του να καλύψει το υπόλοιπο της προίκας με ετήσιες δόσεις των 300 υ., ζήτησε από τον νοτάριο να σημειώσει τα παραπάνω στο συμβόλαιο[272].

O Ο ευγενής Αλβέρτος Βαρούχας έδωσε συνολικά 60.000 υ. προίκα στην κόρη του, με σταθερό ετήσιο εισόδημα από ακίνητα, όπως και με εκτίμη-ση χρυσού, ασημιού, ασημικών, μαργαριταριών και ρούχων. Στο συμβό-λαιο γάμου πρόσθεσε ότι σε περίπτωση που επιστρεφόταν η προίκα, θα επιστρέφονταν τα έσοδα και τα ακίνητα κατά τον ίδιο τρόπο. Αν υπήρχαν βελτιώσεις στα ακίνητα, θα συνυπολογίζονταν[273].

Η προσθήκη ήταν λογική, γιατί μπορούσε την τιμή των ακινήτων να την κάλυπτε με ρουχισμό ή άλλα κινητά.

O Ο Μιχάλης Κονταράτος στο συμβόλαιο γάμου του δήλωνε ότι σε περί-πτωση επιστροφής της προίκας, ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει μόνο όσα αποδεδειγμένα είχε πάρει[274].

Κάτι πρέπει να είχε υποπτευθεί, γιατί βλέπουμε ότι η τελική εξόφληση της προίκας έγινε μετά από τέσσερα χρόνια.

O Η χήρα Αντωνία Σαγκουινάτσου δεν καθόρισε το ύψος της προίκας της κόρης της στο συμβόλαιο γάμου, αλλά αρκέστηκε να υποσχεθεί τα σπίτια που έμενε και εκτίμηση ρούχων και χρυσαφικών μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων της. Στο ίδιο συμβόλαιο, προφανώς μετά από απαίτηση του γαμπρού, μπήκε και ο όρος: σε περίπτωση επιστροφής της προίκας, ο γαμπρός θα επέστρεφε μόνο όσα γραπτώς φαινόταν ότι είχε πάρει[275].

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 6η: ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ.

 

Α. Σχέσεις συζύγων.

Όταν οι σχέσεις των συζύγων ήταν καλές, η σύζυγος έδινε το δικαίωμα, σε περίπτωση ανάγκης, στον άντρα της να πουλήσει τα ακίνητα της προίκας της ή μέρος από αυτά. Αν μάλιστα του είχε εμπιστοσύνη ή αν ο νοτάριος που θα συνέτασσε το σχετικό συμβόλαιο ήταν μακριά από τον τόπο κατοικίας της, του υπέγραφε επίσημο πληρεξούσιο και αυτός προχωρούσε στις διαδι-κασίες της πώλησης. Οι γυναίκες είθισται να αποφεύγουν τους νοταρίους και τις κρατικές αρχές, που ήταν απαραίτητοι σε τέτοιες περιπτώσεις. Όσο και να φαίνεται παράδοξο, οι γυναίκες, κατά κανόνα, διατηρούσαν την ακίνητη προικώα περιουσία τους και τη διέθεταν ή την κληροδοτούσαν όπως ήθελαν.  Γενικά, μόνο όταν τα οικονομικά του ζευγαριού έφταναν στο απροχώρητο, υπήρχε περίπτωση να δεχθούν την πώληση της.

O Ο στρατιώτης Κάρλο ντα Φέρμο ήρθε από τον Χάνδακα στο Ρέθυμνο, εφοδιασμένος με πληρεξούσιο της γυναίκας του, προκειμένου να πουλή-σει ένα δικό της κτήμα. Το πούλησε 300 υ. Στην απόδειξη παραλαβής χρημάτων, που ενσωμάτωσε ο νοτάριος στο πωλητήριο συμβόλαιο, σημειωνόταν ότι τα χρήματα αυτά όφειλε να τα παραδώσει στη σύζυγό του[276]. 

Η νομοθεσία, γραπτή ή προφορική, με τον τρόπο αυτό εξασφάλιζε τις αδύναμες γυναίκες από τις όχι και σπάνιες αρπακτικές διαθέσεις των συζύγων τους.

Όταν οι σχέσεις του ζευγαριού ή του γαμπρού με την οικογένεια της νύφης δεν ήταν καλές και, παράλληλα, δεν είχαν τηρηθεί τα νόμιμα στη διαδικασία του γάμου και της προίκας, μπορούσαν να δημιουργηθούν πολλές άσχημες καταστάσεις.

O Η χήρα Ανέζα Κατερίν είχε υποσχεθεί κάποια προίκα στην κόρη της Βικτορία στο συμβόλαιο γάμου. Ο γαμπρός Ιλλαρίονας Σαγκουινάτσος με συμβόλαιο εξασφάλισης βεβαίωνε ότι  πήρε τα χρήματα που του είχαν υποσχεθεί και ότι εξασφάλιζε για όλα τη σύζυγό του Βικτορία[277].

Πρέπει να είχαν περάσει πολλά χρόνια από το γάμο μέχρι την παραπάνω βεβαίωση, γιατί τρεις μέρες μετά έκανε και τη διαθήκη του, με την οποία άφηνε όλη την περιουσία του στη γυναίκα του[278].

Β. Σχέσεις γονέων και παιδιών.

Μερικοί γονείς, προκειμένου να εξασφαλίσουν χρήματα  και ταυτόχρονα να ανοίξουν προοπτικές στο αβέβαιο μέλλον των παιδιών τους, κυρίως των κοριτσιών, συχνά τα υποχρέωναν να πάνε υπηρέτες σε σπίτια πλουσίων, Ελλήνων ή Βενετών. Τα χρήματα που εισέπρατταν ήταν, κατά κανόνα, ελά-χιστα. Το καλό ήταν ότι, από το ένα μέρος, οι ίδιοι απέφυγαν το έξοδο διατροφής και ένδυσης των παιδιών, μια και αυτές τις υποχρεώσεις αναλάμ-βαναν τα αφεντικά τους, και από το άλλο, ότι τα παιδιά, ζώντας σε πλούσιοι περιβάλλον, είχαν περισσότερες ευκαιρίες για ένα καλύτερο μέλλον.

O Ο χωρικός Νικολό Βάλδης, που μόλις βγήκε από τη φυλακή, επισκέφτηκε τον νοτάριο Αρκολέο μαζί με έναν ευγενή και υπέγραψαν συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών. Ο Νικολό ανέλαβε την υποχρέωση να πείσει το γιο του να έρθει υπηρέτης στο σπίτι του ευγενή, και ο ευγενής υποσχέθηκε να του δίνει 10 υ. το χρόνο για τις υπηρεσίες του[279].

Ίσως ο ευγενής είχε συμβάλει στην αποφυλάκιση του χωρικού και αυτός από ευγνωμοσύνη και όχι μόνο για τα χρήματα δέχτηκε το σχετικό συμβόλαιο. Να σημειωθεί ότι τα 10 υ. ήταν ασήμαντο ποσό. Τόσα χρήματα θα έπαιρνε αμοιβή ο νοτάριος για το συμβόλαιο που συνέταξε.

 

Πολλές φορές οι γονείς προκειμένου να παντρέψουν τις κόρες τους όχι μόνο χρεώνονταν, αλλά και ξεσπιτώνονταν.

O Ο Τζώρτζης Κουστουγιάννης στο συμβόλαιο γάμου της κόρης του υπο-σχέθηκε προίκα 5.000 υ. Αυτά θα τα κάλυπτε με το  σπίτι που κατοικούσε και με εκτίμηση ρούχων και χρυσαφικών. Κρατούσε μόνο ένα δωμάτιο από το σπίτι του, για να μένει με τη γυναίκα του. Ο αδερφός της νύφης όχι μόνο δέχτηκε τα υπεσχημένα, αλλά και μπήκε εγγυητής στην αποπλη-ρωμή του συνόλου της προίκας[280].

Πολλοί πατεράδες όταν παραχωρούσαν στα παιδιά τους μέρος της περι-ουσίας τους, φρόντιζαν με κάθε τρόπο να τα κρατήσουν στον ίσιο δρόμο, ακόμα και με εκβιασμούς (βλ. και υποενότητα «Γαμπροί με προίκα»).

O Ο μάστρο Μιχάλης Διακονόπουλος παραχώρησε με συμβόλαιο στις δύο κόρες του ένα σπίτι για να κατοικούν, με την προϋπόθεση ότι θα ζούσαν έντιμα. Αν παντρεύονταν και αποκτούσαν νόμιμα παιδιά, το σπίτι θα πήγαινε στα παιδιά τους. Αν πέθαιναν χωρίς νόμιμα παιδιά, το σπίτι θα πήγαινε στα άλλα του παιδιά[281].

Όταν ο πατέρας έδειχνε ιδιαίτερη αγάπη σε μια από τις κόρες του, δεν δίσταζε να αφήνει σε αυτήν την καλύτερη από τις περιουσίες του. 

O Ο Μανολίτσης Λαμπριανός είχε πολλές κόρες, αλλά όταν πούλησε σπίτια και μαγαζιά, αποφάσισε να τα δώσει όλα σαν προίκα στην αγαπημένη κόρη του  Τζοβάνα. Δυστυχώς γι’ αυτόν η Τζοβάνα προτίμησε να πάει σε μοναστήρι, όπου ζούσε και μια από τις αδερφές της. Ο Μανολίτσης, με συμβόλαιο, της παραχώρησε τελικά τα χρήματα που προόριζε για το γάμο της, υποστηρίζοντας ότι κανείς δεν είχε δικαίωμα να την πιέσει για να αλλάξει αυτό που η ίδια αποφάσισε. Τα χρήματα μπορούσε να τα διαθέσει, όπως αυτή νόμιζε καλύτερα, βέβαιος ότι θα φρόντιζε το καλό της[282].

Λίγες μέρες μετά την σύνταξη του παραπάνω συμβολαίου η πόλη του Ρεθύμνου έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Είναι άγνωστο αν η ευσεβής Τζοβάνα πρόφτασε να πάει στο μοναστήρι ή την βρήκε η καταστροφή στο σπίτι της.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι σχέσεις πατέρα και θυγατέρων ή γιων ήταν οξυμένες. Οι διαφορές ανάμεσα τους τις περισσότερες φορές είχαν σχέση με τα κληρονομικά, με την προίκα και γενικά με οικονομικές δοσο-ληψίες.

O Η Ρεγγίνα Χαρκιοπούλα είχε αφήσει με τη διαθήκη της στην κόρη της Σοφιόλα μια φορεσιά. Ο πατέρας της μαζί με τον νοτάριο την κάλεσαν στη Γραμματεία της Διοίκησης και της την παρέδωσαν, αφού πρώτα έβαλαν ειδικό να την εκτιμήσει. Ο ειδικός την εκτίμησε 500 υ. και ο νοτάριος το πέρασε σε συμβόλαιο[283]. 

Όλα τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι οι σχέσεις πατέρα και κόρης δεν ήταν και οι καλύτερες.

Γ. Σχέσεις αδερφών.

Πολλές φορές ανάμεσα στα αδέρφια παρουσιάζονταν, οικονομικές κυρίως, διαφορές και συχνά κατέφευγαν στη δικαιοσύνη ή τη διαιτησία για να τις λύσουν. Κύρια αιτία της αντιπαράθεσής τους ήταν, κατά κανόνα, οι κληρονομιές. Όταν πέθαινε κάποιος από τους γονιούς τους, άρχιζαν οι διχόνοιες, γιατί κάποιος θα ένιωθε αδικημένος. Αν δεν τα έβρισκαν μεταξύ τους, υπήρχαν δύο δρόμοι: ο ένας ήταν το δικαστήριο, που απαιτούσε έξοδα και πολύ χρόνο, και ο άλλος η διαιτησία. Στη δεύτερη περίπτωση, όριζαν, από κοινού ή όχι, δύο σεβαστά πρόσωπα και τους ζητούσαν να μελετήσουν το θέμα τους και να αποφανθούν σχετικά. Εννοείται ότι καθένας από τους αντίδικους ανέφερε τα επιχειρήματά του στους διαιτητές και απαντούσε στα ερωτήματά τους. Οι διαιτητές αποτελούσαν ένα είδος δικαστικής αρχής.  Ήταν διαιτητικοί δικαστές (βλ. και σχετική υποενότητα).

O Πέθανε ο μάστρο Αντώνης και η γυναίκα του και άφησαν πίσω τους τέσσερις γιους, επίσης μάστορες. Οι τρεις μοιράστηκαν το σύνολο της πατρικής και μητρικής κληρονομιάς, ενώ άφησαν έξω τον τέταρτο, τον Μιχελή, με το αιτιολογικό ότι, επειδή είχε από νωρίς παντρευτεί και είχε δικό του σπιτικό, ο πατέρας τους είχε αφήσει μόνο σ’ αυτούς την περι-ουσία. Ο Μιχελής αντέδρασε και απαίτησε το μερίδιο που του αναλο-γούσε. Τελικά, για να αποφύγουν τα δικαστήρια δέχτηκαν και οι δύο πλευρές να ορίσουν δύο διαιτητικούς δικαστές, για να λύσουν τη διαφορά τους. Αφού συμφώνησαν στα πρόσωπα των διαιτητών, υποσχέθηκαν όλοι τους ότι θα δέχονταν ως τελική και αμετάκλητη κάθε απόφασή τους[284]. Οι διαιτητές άκουσαν τους ισχυρισμούς των δύο πλευρών, μελέτησαν όλα τα σχετικά συμβόλαια (γάμου πατέρα και γιου, χειραφέτησης των δύο γιων κ.ά.) και αποφάνθηκαν ότι όφειλαν οι τρεις αδερφοί να καταβάλουν στον Μιχελή 375 υ. (από 125 ο καθένας τους) και να του δώσουν όλη την οικοσκευή και τα εργαλεία του καταστήματος του πατέρα τους, γιατί ήταν ο μόνος που είχε μείνει κάτω από την πατρική εξουσία, δεν είχε δηλαδή χειραφετηθεί επίσημα. Η απόφαση των διαιτητών έγινε απ’ όλους δεκτή και τρεις μήνες μετά με νέο συμβόλαιο ο Μιχελής διαβεβαίωνε ότι εκτελέστηκαν όλα κατά γράμμα και εξασφάλιζε τα αδέρφια του[285].

Μερικές φορές οι  διαφορές ανάμεσα στα αδέρφια εξομαλύνονταν, όταν ο πραγματικός φταίχτης, για διάφορους λόγους, αναγνώριζε το σφάλμα του.

O Ο Τζουάννε Βαρούχας είχε αγοράσει ένα σπίτι για 2.000 υ. Ενώ όμως τα χρήματα τού τα είχε δώσει ο αδερφός του, στο συμβόλαιο αγοράς του σπιτιού αναγραφόταν αυτός ως αγοραστής και ιδιοκτήτης. Για να αποκα-ταστήσει την αλήθεια και να έχει ήσυχη τη συνείδησή του, παραδέχτηκε με νέο συμβόλαιο ότι τα χρήματα ήταν του αδερφού του, αλλά ισχυρί-στηκε ότι ο ίδιος είχε γκρεμίσει το σπίτι και το είχε ξαναχτίσει[286].

O Ο Τζώρτζης Κουστουγιάννης υποσχέθηκε για προίκα στην κόρη του Μαρία 5.000 υ. Ο αδερφός της νύφης Αντώνης όχι μόνο δέχτηκε τα υπεσχημένα στον γαμπρό, αλλά μπήκε και εγγυητής στην αποπληρωμή του συνόλου της προίκας[287].

 

Τα αδέρφια δεν αναλάμβαναν μόνο να παντρεύουν τις αδερφές τους, αλλά και να τις διατρέφουν, όταν έμειναν στο «ράφι». Τις περισσότερες φορές οι υποχρεώσεις αυτές πήγαζαν όχι από κάποιο σχετικό νόμο, αλλά από σχετικούς όρους που περιλάμβαναν οι διαθήκες των γονιών τους.

O Τα δύο από τα τρία αδέρφια Σαγκουινάτσοι υποσχέθηκαν στο συμβόλαιο γάμου της μιας από τις τρεις αδερφές τους ως προίκα 32.000 υ. Παρόντες ήταν ο τρίτος αδερφός, όπως και οι δύο άλλες αδερφές τους. Οι τελευ-ταίες, βλέποντας τη μεγάλη προίκα που τα δύο αδέρφια παραχώρησαν στην αδερφή τους, δήλωσαν ότι τους απάλλασσαν από την υποχρέωση να τις τρέφουν[288].

O Η Δανδόλα και η Ελιά Επισκοποπούλες είχαν περιουσιακές διαφορές και κατέφυγαν στο Γενικό Προβλεπτή του νησιού που έδρευε στο Χάνδακα και είχε και δικαστικές αρμοδιότητες. Και οι δύο έστειλαν αντιπροσώ-πους με εξουσιοδότηση. Τελικά δικαιώθηκε η Ελιά, σύζυγος του Τζώρτζη Βαρούχα. Η Δανδόλα, σύζυγος του παπά Νικολό Καλλέργη, αναγκά-στηκε να της δώσει 500 βενετσιάνικα δουκάτα, δηλαδή 3.100 υ.[289]

O Ο παπά Μιχέλ Αρκολέος αντιπροσώπευσε τον μικρό του αδερφό Κωστά-κη στο συμβόλαιο γάμου του. Σ’ αυτό υποσχέθηκε ότι θα φιλοξενούσε το ζευγάρι στο σπίτι του, με την προϋπόθεση ότι θα κρατούσε και θα εκμε-ταλλευόταν την περιουσία τους και τα έσοδα από την οικογενειακή εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου που διέθεταν. Όταν ο αδερφός του αποφάσιζε να φύγει από το σπίτι του με τη γυναίκα του, θα του έδινε τη μισή από όλη την πατρική και μητρική περιουσία τους[290].

Η αντιπαράθεση ανάμεσα στα αδέρφια, που όπως αναφέραμε, είχε ως κύρια αιτία τα οικονομικά, αποκτούσε μεγαλύτερη ένταση, σε περίπτωση  που δεν υπήρχε διαθήκη του πατέρα, της μητέρας ή κάποιου στενού συγ-γενή. Οι διχόνοιες και τα μίση ανάμεσά τους διαρκούσαν πολλές φορές μια ζωή. Η μόρφωση ή η κοινωνική θέση δεν τους επηρέαζαν καθόλου.

O Ο Νικολό Καλλέργης, πλούσιος και σεβάσμιος ιερέας της πόλης, είχε διαφωνίες με τον αδερφό του διδάκτορα Μαθιό σχετικά με τη διαθήκη του μακαρίτη του αδερφού τους Τζώρτζη. Κατέφυγαν στα δικαστήρια και ο παπάς όρισε πληρεξούσιο τον γιο του, προκειμένου να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του[291].

Ένας παπάς, ένας διδάκτορας και οι δύο σε μεγάλη ηλικία κατέληξαν στα δικαστήρια. Ούτε η μόρφωση του ενός, ούτε η ιεροσύνη του άλλου μπό-ρεσαν να αποτρέψουν τη ρήξη. Το χρήμα από τότε διέφθειρε τους πάντες, χωρίς θρησκευτικές, πνευματικές ή κοινωνικές διακρίσεις.

 

Δ. Σχέσεις πεθεράς και γαμπρού.

Οι πεθερές, ιδίως όταν ήταν χήρες και δεν είχαν άλλο παιδί, στήριζαν όλες τις ελπίδες τους για τη μελλοντική επιβίωσή τους στον γαμπρό ή τους γαμπρούς τους. Οι πιο συνετές προσπαθούσαν να εξασφαλιστούν, με το συμβόλαιο γάμου της κόρης τους, ιδίως όταν έβλεπαν ότι ο γαμπρός δεν ήταν ακέραιο άτομο. Έτσι, άλλες κρατούσαν τη δική τους προίκα και παραχωρούσαν στη νύφη κόρη τους μόνο την πατρική περιουσία, άλλες πάλι έδιναν και μέρος της προίκας τους, αλλά με προϋποθέσεις.

O Η χήρα Ελιά Πίρινου στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της Μαρίας, εκτός των άλλων, παραχωρούσε και ένα ετήσιο έσοδο 39 μ.  σταριού, αλλά με τους εξής όρους: η ίδια θα κρατούσε το μισό όσο ζούσε για τη διατροφή της και θα πήγαινε και αυτό στην προίκα της κόρης της μετά το θάνατο της. Ήθελε, επίσης, ο γαμπρός της να την προστατεύει και να την εκτιμά. Αν δεν το έκανε, είχε το δικαίωμα να διαθέσει όπως αυτή θέλει το παρα-πάνω έσοδο[292].

 

Ε. Σχέσεις θείων και ανιψιών.

Ο πατέρας ανηλίκων παιδιών, όταν υπολόγιζε ότι θα πέθαινε σύντομα, άφηνε με τη διαθήκη του, την κηδεμονία τους στη σύζυγο ή τα αδέρφια του. Η επιλογή φαίνεται ότι ήταν ανάλογη με τις ιδιαίτερες σχέσεις και τις δυνατότητές τους. Μια σωστή και δυναμική μάνα ήταν πάντα προτιμότερη. Τα αδέρφια όμως διαθέτη -αν είχε- ήταν πιο κατάλληλα στην ανάληψη της μεγάλης αυτής ευθύνης. Αυτά μπορούσαν καλύτερα να προστατεύουν τις περιουσίες του, να υπερασπίζονται τα συμφέροντά του, να φροντίζουν τη σωστή ανατροφή των αγοριών και το γάμο των κοριτσιών. Πολλές φορές βέβαια η ανάμειξη των θείων στα καθαρά οικογενειακά ζητήματα δημιουρ-γούσε έριδες που οδηγούσαν ακόμα και σε δικαστήρια.

O Ο Τζουάννε Αχέλης φρόντισε να παντρέψει την ανιψιά του Ανέζα με τον Μιχάλη Κονταράτο. Τον βοήθησε με κάθε τρόπο και ο αδερφός της νύφης Τζώρτζης[293]. Ο Τζουάννε και ο Τζώρτζης, λίγο αργότερα διαφώ-νησαν πάνω στην μητρική προίκα και για να μην καταφύγουν στα δικαστήρια, εξέλεξαν από κοινού ως διαιτητικό δικαστή τον Ιωάννη Αντρέα Τρωίλο, ο οποίος έλυσε ειρηνικά τη διαφορά τους[294].

Υπήρχαν και απολύτως ισορροπημένες σχέσεις ανάμεσα στους θείους και τους ανιψιούς.

O Τα δύο αδέρφια Κυριάκη και ο ανιψιός τους (από μακαρίτη τρίτο αδερφό τους) θέλησαν να μοιράσουν τις πατρικές τους περιουσίες. Συμφώνησαν να τις χωρίσουν σε τρία μερίδια και να πάρει καθένας τους ένα. Στη συνέχεια, θα τις εκτιμούσαν και θα αποζημίωνε ο ένας τον άλλον ανά-λογα[295].

ΣΤ. Σχέσεις ετεροθαλών αδερφών.

Τα αδέρφια από την ίδια μητέρα και από διαφορετικό πατέρα ή το αντίθετο είχαν, κατά κανόνα, διαφορετικά συμφέροντα ή τα έβλεπαν από άλλη οπτική γωνία.

O Ο μάστρο Νικολό Χανιώτης είχε κάνει μήνυση στον ετεροθαλή αδελφό του Μιχέλ Επισκοπόπουλο, διεκδικώντας κάποια περιουσιακά στοιχεία. Μόλις πέθανε, τα αδέρφια του από την ίδια μητέρα Τζώρτζης και Τζανής Σακόραφοι απέσυραν τη μήνυση και δήλωσαν ότι παραιτούνταν από κάθε διεκδίκηση[296].

Αν παραιτήθηκαν, αφού πρώτα συμφώνησαν να αποζημιωθούν ή όχι  δεν είναι γνωστό. Αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι τα βρήκαν μεταξύ τους.

Ζ. Σχέσεις νόθων αδερφών.

Τα νόθα παιδιά στις πόλεις της βενετοκρατούμενης Κρήτης ήταν, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, πολλά. Οι ευγενείς, κατά κανόνα, γονείς τους άλλοτε τα βοηθούσαν και άλλοτε τα εγκατέλειπαν στην τύχη τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχαν πατεράδες με περισσότερα από ένα νόθο. Οι σχέσεις των νόθων αδερφών δεν πρέπει να ήταν και οι καλύτερες.

O Ο Τζώρτζης Λίμας είχε δυο νόθους γιους τον Τζώρτζη και τον Γιαννά. Το Πάσχα του 1640 επιτέθηκαν εναντίον του Τζώρτζη 5 άτομα και τον τραυμάτισαν. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο αδερφός του Γιαννάς, όπως και ένας παπάς. Έκανε ο Τζώρτζης μήνυση και στους πέντε. Πιθανότατα μετά από εκφοβισμό ή δωροδοκία αναγκάστηκε ή δέχτηκε να ανακαλέσει τη μήνυση. Στο σχετικό συμβόλαιο ανάκλησης δήλωνε ότι «θα παρηγο-ρηθεί, όταν το δικαστήριο τον απαλλάξει απ’ αυτήν τη δίκη και το εκλιπαρεί γι’ αυτό»[297].

Η.  Σχέσεις με άλλους (συγγενείς, συνανθρώπους ή υπηρετικό προσωπικό).

Όταν κάποιος ή κάποια έφτανε σε σημείο απόλυτης ανέχειας και απελπισίας, αναζητούσε σανίδα σωτηρία μέσα στους συγγενείς του ή τους φιλάνθρωπους συνανθρώπους του. Ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να τον βοηθήσουν, γιατί οι δεσμοί αίματος όσο απόμακροι και να ήταν δεν έπαυαν να υπάρχουν. Το ίδιο και τα ευγενή αισθήματα. Σε μερικές περιπτώσεις η βοήθεια παρεχόταν και χωρίς την ικεσία του αδικοπραγούντα.

O Οι αδερφές Κατερίνα και Ντιάνα Ρομανοπούλες συμφώνησαν με τον ιδιοκτήτη και λειτουργό της εκκλησίας του Αγίου Ελευθερίου, παπά Μανόλη Λούλο, να θάψει έναν, μάλλον συγγενή τους, και να του κάνει τα καθιερωμένα μνημόσυνα. Για αντάλλαγμα παραχώρησαν στον παπά ένα ετήσιο έσοδο 2 μ. σταριού που εισέπρατταν[298].

Με βάση το έσοδο, το ακίνητο από το οποίο προερχόταν άξιζε περίπου 400 υ. Κατά συνέπεια, η προσφορά δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη. 

Οι ψυχοκόρες σε πολλές περιπτώσεις θωρούνταν μέλη της οικογένειας και τα αφεντικά τους φρόντιζαν να τις αποκαθιστούν με δικά τους έξοδα.

O Η γυναίκα του διδάκτορα Τζουάνε Λίμα είχε ψυχοκόρη τη Νικολόζα. Ο διδάκτορας βρήκε γαμπρό και, αφού του υποσχέθηκε ως προίκα 2.000 υ., τον έπεισε να την παντρευτεί[299].

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 7η: ΔΩΡΕΕΣ ΚΑΙ ΓΗΡΟΚΟΜΗΣΕΙΣ.

 

Τις περισσότερες φορές η παντρεμένη γυναίκα, όπως έχουμε ήδη ανα-φέρει, κρατούσε την προίκα της για εξασφάλιση των γηρατειών της ή για αντιμετώπιση κάποιων δύσκολων καταστάσεων. Ήξερε καλά ότι αν πέθαινε ο σύζυγός της χωρίς διαθήκη, θα τον κληρονομούσαν τα παιδιά ή, αν δεν υπήρχαν παιδιά, τα αδέρφια του ή άλλοι συγγενείς. Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτή, αν δεν είχε την προίκα της, θα έμενε χωρίς οικονομικές δυνατότητες στο έλεος των άλλων. Αλλά και διαθήκη να έκανε, ήταν αμφίβολο το πόσο θα της άφηνε. Με βάση τα παραπάνω, μια συνετή γυναίκα κρατούσε την προίκα της ή και αν την παραχωρούσε ή τη δώριζε, φρόντιζε να θέτει όρους που της εξασφάλιζαν την μελλοντική διαβίωση. Με το ίδιο σκεπτικό και κάθε άντρας κρατούσε ένα μερίδιο από την περιουσία του, προκειμένου με την εκμετάλλευσή του να προσπορίζεται μέχρι τέλους τα απολύτως απαραίτητα. Γνώριζε και αυτός καλά ότι στις δύσκολες εποχές που ζούσε η παντελής έλλειψη περιουσίας ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.

O Η χήρα Φροσύνη Βλαστοπούλα, που καταγόταν από χωριό αλλά έμενε στην πόλη, παραχώρησε ως δωρεά όλη την προίκα της στον Μάρκο Καλομάτη, με τον όρο ότι θα φροντίζει για την τροφή και την ενδυμασία της όσο ζούσε και ότι θα την έθαβε σε συγκεκριμένο μοναστήρι, όταν πέθαινε[300].

 

Όταν κάποιος που ζούσε από τη γεωργία ήταν ανήμπορος να εργασθεί στα χωράφια του, εξαιτίας γήρατος ή αναπηρίας, αναζητούσε κάποιον να τον αντικαταστήσει ή να τον γηροκομήσει. Ήταν ο μόνος τρόπος για να εξοικο-νομήσει κάποια χρόνια ζωής. Αν τώρα ζούσε και άλλο μέλος της οικογέ-νειας, τα πράγματα δυσκόλευαν περισσότερο. 

O Ο Αντώνης Μουδάτσος παραχώρησε, με συμβόλαιο, στον Τζουάννε Μαυρέα όλη την περιουσία του, προκειμένου να αναλάβει τη διατροφή και την ενδυμασία του ίδιου και της μάνας του για πάντα. Μέσα στις υποχρεώσεις του ήταν να τους θάψει, όταν πεθάνουν, σύμφωνα με τις συνήθειες των χριστιανών, και να τους κάνει τα καθιερωμένα μνημόσυνα. Ήξερε ότι μετά το θάνατό του μπορούσε ο Μαυρέας να αθετήσει την υποχρέωσή και μη μπορώντας να διασφαλιστεί με άλλο τρόπο ζήτησε να προστεθεί στο σχετικό συμβόλαιο η φράση: «Αν δεν τα τηρήσει αυτά, να το έχει βάρος στην ψυχή του ο ίδιος και οι κληρονόμοι του»[301].

 

Μερικές φορές οι γηραιές κυρίες παραχωρούσαν, με συμβόλαιο, εισοδή-ματα ή ακίνητα ως δωρεά σε κάποια πιστή παραδουλεύτρα τους, με τον όρο να τους υπηρετεί όσο θα ζούσαν. Η περίπτωση αυτή ήταν περισσότερο ασφαλής, γιατί διαχειρίζονταν το σύνολο της περιουσίας τους και είχαν το δικαίωμα, όταν διέβλεπαν απιστία, να αποσύρουν την δωρεά.

O Η χήρα Μαρίνα Τεριανού έκανε δωρεά 2.000 υ. στην ψυχοκόρη της Τζουάννα Γρυλώνη. Τα χρήματα αυτά θα τα έπαιρνε η Τζουάννα μετά το θάνατό της, εάν την υπηρετούσε μέχρι τότε. Αν έφευγε από την υπηρεσία της νωρίτερα, έχανε τη δωρεά[302] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 14).

Ο τελευταίος όρος αυτός μπορεί να κατοχύρωνε τη δωρήτρια, αλλά ήταν επισφαλής για την αποδέκτρια, αφού η πρώτη μπορούσε σε κάποια φάση να αποσύρει τη δωρεά και με φανταστικό αιτιολογικό ότι δήθεν δεν την υπηρετούσε όπως έπρεπε.

 

Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, η γυναίκα δεν μπο-ρούσε όσο ζούσε ο άντρας της να κάνει δωρεά την προίκα της, γιατί κύριος διαχειριστής της προίκας μετά το γάμο ήταν ο σύζυγος[303]. Η διάταξη αυτή πρέπει να ίσχυε στην Κρήτη τη συγκεκριμένη περίοδο, γιατί τις δωρεές προς τρίτους τις έκαναν κυρίως χήρες.

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 8η: ΚΗΔΕΜΟΝΙΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ.

 

Οι γονείς είχαν την κηδεμονία των παιδιών μέχρι κάποια ηλικία. Συνήθως μέχρι τα 25 χρόνια τους. Αν οι γονείς πέθαιναν ή αδυνατούσαν να αντεπε-ξέλθουν στις σχετικές υποχρεώσεις, την κηδεμονία αναλάμβαναν κάποιοι στενοί συγγενείς. Προτεραιότητα είχαν τα μεγαλύτερα αδέρφια ή οι πρώτοι θείοι από την πλευρά του πατέρα. Όσοι βρίσκονταν υπό κηδεμονία δεν είχαν το δικαίωμα να αγοράσουν ή να πουλήσουν περιουσία, χωρίς να ζητήσουν την έγκριση των κηδεμόνων τους. Από το άλλο μέρος, οι κηδεμόνες ήταν υποχρεωμένοι να τους τρέφουν και να καλύπτουν τα όποια έξοδά τους. Σε μερικές περιπτώσεις οι γονείς εξαιτίας της φτώχειας τους αδυνατούσαν να καλύπτουν τα έξοδα τροφής και ένδυσης των παιδιών τους, επέσπευδαν τη χειραφέτηση των μεγαλυτέρων, για να βελτιώσουν κάπως τα οικονομικά τους.

O Ο Νικολό Πουλάκης είχε ένα γιο, τον Μαρίνο, από πρώτο γάμο και άλλα παιδιά από τον δεύτερο. Επειδή τα οικονομικά του ήταν σε άσχημη κατάσταση, αποφάσισε να χειραφετήσει τον Μαρίνο, που ήδη είχε μπει στην εφηβεία. Έτσι, με συμβόλαιο τον ελευθέρωνε από τα δεσμά της πατρικής εξουσίας και του παραχωρούσε όλη την μητρική του περιουσία να την εκμεταλλεύεται και να την κάνει ό, τι θέλει. Τον υποχρέωνε όμως να τον τρέφει για όλη του τη ζωή[304].

Με άλλα λόγια ο φτωχός πατέρας όχι μόνο απαλλάχτηκε από τη φροντίδα του γιου του, αλλά εξασφάλισε τα της διαβίωσής του για πάντα, παρα-χωρώντας του, λίγο ενωρίτερα ίσως, όσα ούτως ή άλλως τού ανήκαν. Ήταν πονηρή ενέργεια, αποκύημα ίσως της μεγάλης φτώχειας και της συνεπα-κόλουθης απελπισίας.

 Όταν πέθαινε ο πατέρας και δεν όριζε στη διαθήκη του κηδεμόνα για τα παιδιά του, η κηδεμονία πήγαινε στη σύζυγο. Αν αυτή αποφάσιζε να ξανα-παντρευτεί, η κηδεμονία μπορούσε, αν το επιδίωκαν δικαστικά, να περάσει στους συγγενείς του μακαρίτη.

O Η Νικολόζα Ζαραφτοπούλα, όταν αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί, όρισε στο συμβόλαιο του γάμου της ότι θα έδινε 6.000 υ. στην κόρη της, αν δεν διεκδικούσαν την κηδεμονία της τα αδέρφια του μακαρίτη. Σε περίπτωση που δεν τη διεκδικούσαν, αλλά την πήγαιναν στα δικαστήρια με το αιτιο-λογικό ότι ο αδερφός τους είχε επιφέρει μεγάλες βελτιώσεις στην προι-κώα περιουσία της και κέρδιζαν τη δίκη, οι 6.000 υ. γίνονταν 3.000 υ.[305]

Σε λίγες περιπτώσεις έχουμε μεγαλύτερα αδέρφια να αναλαμβάνουν την κηδεμονία των μικρότερων. Όσο τα μικρότερα ήταν υπό κηδεμονία, δεν είχαν δικαίωμα διαχείρισης της πατρικής ή μητρικής περιουσίας, που τους ανήκε. Όταν χειραφετούνταν, την αναλάμβαναν και μπορούσαν να την κάνουν ό, τι ήθελαν. Δεν ήταν σπάνιες οι αντιπαραθέσεις μεταξύ τους κατά την περίοδο του χωρισμού της περιουσίας. Πρόβλημα πάντα αποτελούσαν οι βελτιώσεις που επέφερε ο κηδεμόνας στις περιουσίες του κηδεμονευόμενου, όπως και τα κέρδη που είχε με την εκμετάλλευσή τους. 

O Όταν πέθανε ο πατέρας του Τζουάννε Πατελάρου, αυτός ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Την κηδεμονία και μαζί τη διαχείριση του συνόλου της περιουσίας ανέλαβε ο κατά πολύ μεγαλύτερος αδερφός του και δικηγόρος Τζώρτζης. Μετά από 25 χρόνια ο Τζώρτζης δέχτηκε να τον απαλλάξει από τα δεσμά της κηδεμονίας και να του παραχωρήσει τις περιουσίες που του ανήκαν. Οι συμφωνίες των δύο αδερφών είναι περίεργες. Φαίνεται ότι η πατρική και μητρική τους περιουσία δεν ήταν μεγάλη, αλλά την μεγάλωσε πολύ με σκληρούς αγώνες ο Τζώρτζης. Οι περιουσίες που  παραχώρησε στον μικρότερο αδελφό βρίσκονταν στο χωριό Επισκοπή Καλαμώνα και πρέπει να ήταν σημαντικές. Τον δέσμευσε όμως ότι, αν πέθαινε χωρίς κληρονόμους, θα άφηνε τις περιουσίες αυτές σε ένα ή σε όλα τα δικά του παιδιά. Είχε αισίως 11 ήδη. Μόνο 2.000 υ. θα μπορούσε να διαθέσει για την ψυχή του. Αν αποκτούσε νόθο, μπορούσε να του αφήσει μόνο την κινητή περιουσία του και το 1/3 των αυξήσεων που θα είχε επιφέρει στις συγκεκριμένες περιουσίες. Αν αποκτούσε νόμιμα παιδιά, θα έπρεπε η γυναίκα του να είναι από «σπίτι», ειδάλλως δεν μπορούσε να διαθέσει σ’ αυτά παρά μόνο όσα πραγματικά του ανήκαν από την αρχική κληρονομιά. Επειδή ήξερε ο Τζώρτζης ότι οι διάφοροι καλοθελητές ίσως έπειθαν τον αδερφό του να ζητήσει τη μισή από την τωρινή περιουσία του ως αδερφική, του υπενθύμιζε ότι πήρε πλούσια γυναίκα, ότι έζησε δύσκολα χρόνια, ότι δούλεψε σκληρά ως νοτάριος, γραμματέας και δικηγόρος για 24 χρόνια. Αν κάποτε ο Τζουάννε τον οδη-γούσε στα δικαστήρια, ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει τις περιουσίες που του παραχώρησε και να χωρίσουν την αρχική πατρική και μητρική κληρονομιά, αφού αφαιρέσουν όλες τις βελτιώσεις που είχε κάνει μέχρι τότε[306] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 9).

 

Κατά τη διάρκεια της κηδεμονίας, τα παιδιά δεν είχαν, όπως αναφέραμε, το δικαίωμα να πουλήσουν τίποτα από την πατρική ή μητρική τους περι-ουσία. Για το λόγο αυτό μόλις απελευθερώνονταν από τα δεσμά, έσπευδαν να πουλήσουν όσα μπορούσαν, προκειμένου να εξοφλήσουν αυτά που πιθανόν χρωστούσαν ή για να κάνουν τη ζωή που πιθανόν ονειρεύονταν. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις που οι γονείς αδυνατούσαν να προσφέρουν το παραμικρό στους γιους τους.

O Οι αδερφοί Αντρέας και Γεωργιλάς Επισκοπόπουλοι, οκτώ μέρες μετά την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της κηδεμονίας, έσπευσαν να πουλήσουν ένα χωράφι με πατητήρι για 2.550 υ.[307]

O Ο Πιέρος Τρουλινός, με συμβόλαιο, απάλλασσε το γιο του Αντώνιο από την πατρική κηδεμονία, όπως ο ίδιος του είχε ζητήσει. Μαζί με την ελευθερία τού έδινε και την πατρική ευλογία[308].

Φαίνεται ότι ο πατέρας δεν είχε περιουσία ή είχε πολύ μικρή, ώστε να παραχωρήσει μέρος στον γιο του, όπως συνήθιζαν σε παρόμοιες περιπτώ-σεις. Μπορούσε να του δώσει μόνο την  πατρική ευλογία και την ελευθερία του, και αυτά του έδωσε.

 

Όταν κάποιος υπό κηδεμονία διέπραττε αξιόποινη πράξη και τον οδηγού-σαν στη φυλακή, δεν μπορούσε να αποφυλακιστεί χωρίς τη συγκατάθεση και εγγύηση του κηδεμόνα του. Συχνά οι αρχές απαιτούσαν κάποιες πρόσθετες εγγυήσεις και έθεταν κάποιους όρους, για να τους αποφυλακίσουν.

O Ο Βαρθολομαίος Σιρόπουλος, που βρισκόταν στην κηδεμονία του πατέρα του Πανταλόν, φυλακίστηκε. Ο παπά Τζώρτζης Κομιτάς εγγυήθηκε στις αρχές ότι θα τον είχε υπό την εποπτεία του, προκειμένου να ελευθερωθεί. Παράλληλα, ο Πανταλόν εγγυήθηκε με την περιουσία του στον παπά ότι θα τηρούσε ο γιος του όσα συμφωνήθηκαν [309].

 

Όταν ο πατέρας χειραφετούσε τα παιδιά του, συνήθιζε να παραχωρεί παράλληλα σ’ αυτά και μέρος της περιουσίας του, προκειμένου να μπορέ-σουν να ζήσουν. Πολλοί επέσπευδαν τη στιγμή αυτή, ιδίως όταν αυτά προκαλούσαν μέσα στην οικογένεια αναστατώσεις με τις καθημερινές απαιτήσεις τους.

O Ο Φραγκίσκος Ντόριος είχε υποχρεωθεί από τη Διοίκηση να διατρέφει τα παιδιά του Μάρκο και Γιώργη  μαζί με τα άλλα του παιδιά. Τώρα θέλησε να δώσει και στα δύο χειραφέτηση και το νόμιμο κλήρο τους. Έτσι έδωσε με το παρόν στο καθένα 66 ρεάλια. Αυτά δέχτηκαν τα χρήματα και παραιτήθηκαν από κάθε άλλη διεκδίκηση[310].

Περιουσία μπορούσαν να παραχωρήσουν οι πατεράδες στους γιους τους και πριν από τη χειραφέτησή τους. Φαίνεται όμως ότι η παραχώρηση αυτή δεν ήταν απόλυτα νόμιμη, αν δεν ήταν αιτιολογημένη. Το κανονικό μερίδιο από την πατρική περιουσία το έπαιρναν οι γιοι, αφού απαλλάσσονταν οριστικά από την πατρική κηδεμονία, και κυρίως, όταν ήταν έτοιμοι για παντρειά.

O Ο Γιώργης Καλογερέας είχε παραχωρήσει μερικά χωράφια στο γιο του με συμβόλαιο, αλλά χωρίς αιτιολογία. Τώρα στο σχετικό συμβόλαιο σημεί-ωνε  ότι τον απάλλαξε από την πατρική κηδεμονία και ότι θα του έδινε και άλλα κτήματα, όταν παντρευόταν[311].

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 9η: ΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ.

 

Σε περιπτώσεις που κάποιος παντρεμένος έπεφτε θύμα δολοφονίας, η χήρα του είχε το δικαίωμα να διαπραγματευτεί με την οικογένεια του φονιά κάποιο χρηματικό ποσό ως αποζημίωση, προκειμένου ο δράστης να γλυτώ-σει τη φυλακή. Η αποζημίωση αυτή, που ήταν γνωστή και ως «φόρος του αίματος», διατηρήθηκε και κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας σε πολλά μέρη της Ελλάδας.

O Η χήρα Καλή Κυριακοπούλα δέχτηκε να βγει από τη φυλακή ο φονιάς του άντρα της, με τον όρο να της καταβάλει 250 υ. Από αυτά το 1/3 θα ήταν σε μετρητά, 1/3 σε εκτίμηση ρούχων και 1/3 σε ζώα. Αν τελικά δεν της τα έδινε, είχε δικαίωμα να του πάρει την περιουσία του μέχρι αυτό το ποσό[312].

O Ο Σταμάτης Τζουριγιάννης είχε σκοτώσει τον Πέτρο Κούμουλο και το δικαστήριο τον είχε καταδικάσει σε 1.000 υ. και εξορία. Τώρα η χήρα  του θύματος Μανολέσσα συμφωνεί με τη Νικολόζα Κουμουλοπούλα, σύζυγο του παραπάνω Σταμάτη, να τακτοποιηθεί το χρέος των 1.000  υπερπύρων, για να μπορέσει ο Σταμάτης να επιστρέψει από την εξορία[313].


 

***

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

Α. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ

 

1. Χρονικός προσδιορισμός υπογραφής συμβολαίων γάμου.


 

Νοτάριοι            Ιαν          Φεβ  Μαρ Απρ  Μάι  Ιουν Ιουλ Αυγ   Σεπ   Οκτ  Νοε   Δεκ

Βαρούχας           4       6       3     10        -       6       7     10       5       6       5       7

Βλαστός              1       3        -       4        -       1       3       2        -       1        -        -

Σύνολο Α            5       9       3     14        -       7     10     12       5       7       4       7

Τρωίλος              4       1       1       3       2       2       2       2                 5       2       4

Πάντιμος             1       3        -       4        -       1       3       2        -       1        -       4

Καλλέργης          3       3       4                          2                                             2

Αρκολέος            1       1       2     5*       1

Σύνολο Β            9       8       7     12       3       5       5       4                 6       4       8

Γενικό Σύνολο 14     17     10     26       3     12     10     16       5     13       9     15

(*Τα 5 προικοσύμφωνα δικαιολογούνται, γιατί οι Τούρκοι το μήνα αυτό του 1645 πλησίαζαν στο Ρέθυμνο και οι γονείς ενδιαφέρονταν να παντρέψουν τα κορίτσια τους).

 

2. Χρονικός προσδιορισμός παράδοσης προίκας.

 

Νοτάριοι         Ιαν   Φεβ  Μαρ Απρ  Μάι  Ιουν  Ιουλ Αυγ  Σεπ   Οκτ  Νοε  Δεκ

Βαρούχας           3       3        -       5        -       4     18       8       5     13       8       2

Βλαστός              3       1       1       1        -       1       1       1       1        -        -       1

Σύνολο Α            6       4       1       6        -       5     19       9       6     13       8       3

Τρωίλος              2       1                          2                 1                          1       1        

Πάντιμος             3       1       1       1        -       1       1       1       1        -       1       1

Καλλέργης          1       1       1       2       2       1       1        -       1                  

Αρκολέος                              1       1                          1

Σύνολο Β            6       3       3       4       4       2       4       1       2       1       2       1

Γενικό Σύνολο 12       7       4     10       4       7     23     10       8     14     10       4

 

3. Προσδιορισμός τόπου σύνταξης συμβολαίων γάμου.

 

Νοτάριοι         Εκκλησίες          Σπίτι νύφης       Σπίτι γαμπρού  Σπίτι νοταρίου  Αλλού

Βαρούχας              5                        39                          5                           -                     20

Βλαστός                 7   (3%)              7                           -                          2                       3

Σύνολο Α             12                        46                          5                          2                     23

Πάντιμος                7   (37%)            7   (37%)             -                          2                       3

Τρωίλος               10                          5                          6                          1                     10

Καλλέργης             1                                                      1                          4                       5

Αρκολέος               3                          4                                                                                3

Σύνολο Β             21                        16                          7                          7                     21

Γενικό Σύν.         33                        62                        12                          9                     44

       

4. Προσδιορισμός τόπου παράδοσης της προίκας.

 

Νοτάριοι         Εκκλησίες          Σπίτι νύφης       Σπίτι γαμπρού  Σπίτι νοταρίου  Αλλού

Βαρούχας                 2                        60                          4                                                3

Βλαστός                                              10                                                                             1

Σύνολο Α                  2                        70                          4                           -                    4

Πάντιμος                                             10                           -                                                1

Τρωίλος                                                7                                                                             1

Καλλέργης                                            6                                                       1                    1

Αρκολέος                                              2                          1                                                 

Σύνολο Β                                            25                          1                          1                    3

Γενικό Σύν.              2                        95                          5                          1                    7

 

5. Προικοσύμφωνα σε πόλη και χωριά.

 

Μήνες                       Πόλη                         Χωριά

Ιανουάριος                   9                               5

Φεβρουάριος               8                               9

Μάρτιος                       3                               3

Απρίλιος                    16                             14

Μάιος                          3                                -

Ιούνιος                         5                               7

Ιούλιος                         5                             10

Αύγουστος                   4                             12

Σεπτέμβριος                 -                               5

Οκτώβριος                   6                               7

Νοέμβριος                   4                               5

Δεκέμβριος                  8                             11

Σύνολο                      71                             88

 


 

Β. ΕΓΓΡΑΦΑ

 

Έγγραφο 1ο/Καλλέργης 165. Συμβόλαιο γάμου.

Στ’ όνομα του Χριστού, αμήν. Στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, όπου λειτουργεί ο πολύ σεβαστός Επίτροπος, με την παρουσία του πολύ εκλαμπρό-τατου και εξοχότατου monsignore pre. Aλβίζε Παλμεζάν, βικάριου. Εκεί, η εκλαμπρότατη Ανιέζα Πολάνη του μ. Μαρίνου, καβαλιέρου, χήρα του εκλα-μπρότατου Tζαννή Σεμιτέκολου μακαρίτη εκλαμπρότατου Αντώνιου, ενεργώ-ντας για λογαριασμό της κόρης της Μαρκεζίνας, από τη μια, και ο εκλαμπρό-τατος Μάρκος Κονταρίνης του μακαρίτη εκλαμπρότατου Ιερώνυμου, ενεργώ-ντας για δικό του, από το άλλο, κατέληξαν στην παρακάτω συμφωνία γάμου, αφού πρώτα επικαλέστηκαν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και της ευτυχι-σμένης και ένδοξης εσαεί παρθένας Μαρίας. Όθεν, η παραπάνω Ανιέζα υπόσχεται να πείσει την Μαρκεζίνα να δεχθεί για νόμιμο σύζυγό της, με τον τρόπο που ορίζει η αγία ρωμαϊκή εκκλησία, τον παραπάνω Μάρκο και για προίκα και δώρα του υπόσχεται 50.000 υ., με τον παρακάτω τρόπο. Επίσης, οι εκλαμπρότατοι Αντώνης, Ιάκωβος και Βιτσέντζος, αδέλφια, της νύφης, υπό-σχονται να της δώσουν, πέρα από αυτές τις 50.000 υ., την κατοικία των σπιτιών που έχουν μέσα στο παλιό κάστρο αυτής της πόλης και που είχε περιέλθει σ’ αυτούς από κληροδότημα του μακαρίτη εκλαμπρότατου Μαρίνου Κιότζα Κακού, με όλα της τα δικαιώματα. Η Ανιέζα, η μάνα της, υπόσχεται να δώσει, οχτώ μέρες  πριν  από την ευλογία του γάμου, 15.000 υ. σε εκτίμηση χρυσού, ασημιού, μαργαριταριών και μεταξωτών. Τα υπόλοιπα μέχρι τις 50.000 θα τα συμπληρώσει με περιουσίες που έχει στο χωριό Επισκοπή Καλαμώνα, αφού πρώτα εκτιμηθεί το λιόφυτο «στου Αντρουλαρέ». Από τις 50.000 υπέρπυρα οι 6.000 θεωρούνται δώρα του γαμπρού και οι 44.000  προίκα  της νύφης. Ευχαριστημένη η νύφη από την προίκα  της, παραιτείται από κάθε άλλη  γονική περιουσιακή διεκδίκηση, όπως και από την κληρονομιά του παππού της μακαρίτη εκλαμπρότατου Μαρίνου Σεμιτέκολου και του μ. Μαρίνου Κιότζα Κακού. Εγγυητές της προίκας αυτής μπαίνουν τα αδέλφια της με τις περιουσίες τους, σε περίπτωση ενόχλησης. Από την άλλη πλευρά, ο παραπάνω γαμπρός δέχεται τη  Μαρκεζίνα για νόμιμη σύζυγό του  με τα δώρα, προίκα και όρους που αναφέρθηκαν. Σ’ αυτόν υπόσχεται η μάνα του εκλαμπρότατη Κατερού όλα όσα του αφήνει με τη διαθήκη της, που έγραψε ο νοτάριος Δημήτρης Καλογερέας (5/6/1636), με την προϋπόθεση ότι θα τη  φροντίζει όσο θα ζει. Επίσης, ο θείος του εκλαμπρότατος Φραγκίσκος Κιό-τζας, που είναι παρών, υπόσχεται από τώρα το μετόχι που έχει στο χωριό Ισπιτας, με τον όρο να μην μπορεί ο γαμπρός να το μεταβιβάσει σε άλλο όσο ζει ο θείος του.

Μάρτυρες (από μέρους του γαμπρού και του θείου του):

Εκλαμπρότατος/εξοχότατος Νικολό Κιότζα, διδάκτορας, μακαρίτη πολύ εκλαμπρότατου Αλβίζε, πολύ εκλαμπρότατος Nικολό Γρίττης του μακαρίτη εξοχότατου Νικολό.

Μάρτυρες (από μέρους της Κατερούς, στο σπίτι της):

Ιούλιος Κονταράτος του μ. Μιχέλ, Τζουάνε Κονταράτος, αδελφός του.

Στις 25 του ίδιου μήνα, πήγα εγώ ο νοτάριος με τους παρακάτω μάρτυρες στο  σπίτι της κατοικίας της Ανιέζας Πολάνη και εκεί διάβασα στην κόρης  της Μαρκεζίνα, νύφη, στα ελληνικά, την παραπάνω συμφωνία. Χάρηκε και συμφώνησε σε όλα τα σημεία.

Μάρτυρες: Γεωργιλάς Βαρούχας Τζουάννε, Ιούλιος Κονταράτος του μ. Μιχάλη.

 

* * *

 

Έγγραφο 2ο/Πάντιμος 22. Συμβόλαιο γάμου.

Στ’ όνομα του αιώνιου θεού, αμήν. Το έτος από τη θεία γέννησή του 1619, στις 4 Απριλίου, ινδικτιόνα 2η, στο Ρέθυμνο, στη συνοικία του Αγίου Στεφά-νου, στο σπίτι του εξοχότατου Τζουάννε Λίμα διδάκτορα. Εκεί, τα παρακάτω μέρη κατέληξαν σε συμφωνία γάμου, αφού πρώτα επικαλέστηκαν το όνομα της παρθένου Μαρίας, μητέρας του θεού. Συγκεκριμένα, η Νικολόζα Σεμιτεκολο-πούλα, ψυχοκόρη της Βαντίνας, από τη μια, για δικό της, υπόσχεται να πάρει για γαμπρό και σύζυγο νόμιμο, σύμφωνα με την εκκλησία και τους ιερούς κανόνες, τον μάστρο Μαθιό Σιλιγάρδο, νόθο γιο του Μιχελίν, δασκάλου. Σ’ αυτόν ο μάστρο Νικολό Γαβαλάς του Δημήτρη Παγγιονάτου υπόσχεται,  για την ψυχή του, να του δώσει  προίκα και δώρα 2.000 υ. ως εξής:  με μετρητά, εκτίμηση λινών και μάλλινων και με ένα κρεβάτι τα 1.000 υ. Για τα άλλα χίλια αναλαμβάνει την υποχρέωση να του χτίσει ένα σπίτι, για να κατοικήσει με τη νύφη. Επειδή μάλιστα δεν έχει πού να μείνει, μέχρι να του χτίσει το σπίτι, θα του βρει ένα άλλο σπίτι για να μένει. Από το άλλο μέρος, ο Μαθιός ενεργώντας για λογαριασμό του, υπόσχεται να πάρει τη Νικολόζα σαν νόμιμη σύζυγό του, με την παραπάνω προίκα, τα δώρα  και τους όρους.

Μάρτυρες: παπα Μανούσος Συρόπουλος Μπορτάλιου, Αντρέας Πατελάρος Δράκος του εξαίρετου Τζώρτζη από αυτή την πόλη.

 

* * *

 

Έγγραφο 3ο/Αρκολέος 54. Συμβόλαιο γάμου.

Στ’ όνομα του αιώνιου θεού, αμήν, το έτος από τη γέννησή Του 1644, στις 16 Μαρτίου, 12η ινδικτιόνα, στο Ρέθυμνο, πόλη του βασιλείου της Κρήτης, στο μοναστήρι του Αγίου Λαζάρου. Εκεί, ο ευγενής κρητικός Αλβέρτος Βαρούχας, ενεργώντας από μέρους της Αντριάνας, κόρης του μακαρίτη Γιώργη Βαρούχα, ετεροθαλούς αδελφού του, από το ένα, και ο Αντρουλής Καλοτάς π. Τζώρτζη, για δικό του, από το άλλο, προέβησαν στην παρακάτω συμφωνία γάμου, αφού επικαλέστηκαν το όνομα της Αγίας Τριάδας και της ευτυχισμένης Παρθένου Παναγίας της Χρυσοπηγής: ο Αλβέρτος υπόσχεται να πείσει την Αντριάνα να δεχθεί ως άντρα και επίσημο σύζυγό τον παραπάνω Αντρουλή, στον οποίο θα καταβάλει για προίκα 22.000 υ. Από τα χρήματα αυτά υπόσχεται να δώσει από την προίκα της τις 12.000 που θα πληρωθούν ως εξής: 8.000 με εκτίμηση χρυσού, ασημιού, μαργαριταριών και ρούχων, που βρίσκονται στην κατάσταση που συνέταξε ο παραπάνω Αλβέρτος με την κινητή περιουσία του μακαρίτη Γιώργη. Θα γίνει εκτίμηση των περιουσιακών αυτών στοιχείων έως το ποσό των 8.000 και τα υπόλοιπα μέχρι τις 12.000 θα καλυφθούν με ακίνητα της Ελιάς Επισκοποπούλας. Τα τελευταία θα δοθούν μετά το θάνατό της , όπως ορίζεται στη διαθήκη της. Τα υπόλοιπα έως τις 22.000 υπόσχεται ο Αλβέρτος να καλύψει με περιουσίες στον Άγιο Βασίλειο, που θα εκτιμηθούν για λογαρια-σμό της προίκας και το υπόλοιπο, αν υπάρξει, θα δοθεί από την κληρονομιά  που είχε πάρει ο μακαρίτης Γιώργης από το μακαρίτη ευγενή Μαρίνο Κορνέρ. Παράλληλα, η Ισαβέλα Μηλιώτη, μητέρα του γαμπρού, υπόσχεται την ευλογία της και τα σπίτια της, που για την ώρα κατέχει ο Αντρέας Φούσκαρης στη συνοικία Αγίου Στεφάνου. Την ανάκτηση των σπιτιών είναι υποχρεωμένος να κάνει ο Αντρουλής με δικά του χρήματα, τα οποία είναι 1.500 υ. Επίσης και το μισό από το λιόφυτο που έχει «στα Κρουσά», που δόθηκε από το μερίδιο της προίκας της στην αδελφή της Κατερίνα από τα αδέλφια της Παύλο και Τζουάννε Καλοτά. Από τις 22.000  οι 2.200 θα είναι δώρα του γαμπρού και τα υπόλοιπα προίκα της νύφης. Με βάση τα παραπάνω ο γαμπρός  υπόσχεται και αναλαμβάνει την υποχρέωση να πάρει για  γυναίκα και νόμιμη σύζυγό του την Αντριάνα, σύμφωνα με τις εντολές της μητέρας εκκλησίας και τους αγίους κανόνες. Αφού συμφώνησαν στα παραπάνω, κάλεσαν  μάρτυρες.

Μάρτυρες: Στεφανής Πύρινος π. Πιέρο, Γεωργιλάς Βαρούχας π. Αλεξίου.

Στη συνέχεια, πήγα εγώ ο νοτάριος και οι μάρτυρες στο σπίτι του μακαρίτη Γιώργη, όπου διάβασα στα ελληνικά το παρόν γαμικό σύμφωνο στην Ελιά Επισκοποπούλα, η οποία και συμφώνησε. Το διάβασα και στην Αντριάνα, στα ελληνικά επίσης, και συμφώνησε και αυτή.

Μάρτυρες: (οι ίδιοι).

Μετά πήγαμε στο σπίτι της Ισαβέλλας και της διάβασα στα ελληνικά το παραπάνω. Συμφώνησε και αυτή σε όλα. Μάρτυρες: (οι ίδιοι).

 

* * *

 

Έγγραφο 4ο/Τρωίλος 2. Συμβόλαιο γάμου.

Στ’ όνομα του αιώνιου θεού, αμήν. Το έτος από τη γέννηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού 1586, στις 12 Ιανουαρίου, 13η  ινδικτιόνα, στο Ρέθυμνο, πόλη του νησιού της Κρήτης, στο σπίτι της κατοικίας του μεγαλόπρεπου Αντώνιου Πικατόρου. Εκεί, ο μεγαλόπρεπος Τζουάννε Νταπιασέντσα π. μεγαλόπρεπου Λουκά, εξ ονόματος της κόρης του Γκρατσιόζας, από τη μια, και ο Μανόλης Μαυρέας π. Μιχάλη, από την άλλη, αφού πρώτα επικαλέστηκαν το όνομα του ύψιστου θεού και της ένδοξης παρθένας Μαρίας, ήρθαν σ’ αυτή τη σύμβαση και συμφωνία γάμου. Ο μεγαλόπρεπος Τζουάννε, δηλαδή, υπόσχεται να κάνει και να επιτύχει με σεβασμό, ώστε η κόρη του Γκρατσιόζα να δεχθεί  να πάρει για σύζυγό της και νόμιμο γαμπρό, σύμφωνα με τις διατάξεις της αγίας μητέρας Εκκλησίας, τον παραπάνω Μανόλη, στον οποίο υπόσχεται και υποχρεούται να δώσει ως προίκα και δώρα 3.000 υ. Από αυτά τα 300 θα είναι τα δώρα του γαμπρού και τα υπόλοιπα θα είναι και θα ισχύουν ως προίκα της νύφης. Τα χρήματα αυτά υπόσχεται να δώσει ως εξής:  

·    1.400 υ. με εκτίμηση ρούχων,

·    710 υ. σε μετρητά και σε εκτίμηση χρυσού ή ασημιού,

·    390 υ. με αυτά που του χρωστά ο μεγαλόπρεπος αδελφός του Αρμάνο Νταπιασέντσα, όπως φαίνεται στη διαθήκη της μεγαλόπρεπης μακαρίτισσας μητέρας τους Φρατζεσκίνας. Τα 390 αυτά υ. ο γαμπρός είναι υποχρεωμένος να τα εισπράξει, όπως έχει (νόμιμο) δικαίωμα, από τον παραπάνω Αρμάνο, και σε περίπτωση που δε θα το κατορθώσει με τη  δικαστική οδό, σύμφωνα με την υποχρέωση που ανέλαβε, τότε και (μόνο) σ’ αυτήν την περίπτωση ο μεγαλό-πρεπος Τζουάννε αναλαμβάνει την υποχρέωση να του καταβάλει τόσα μετρη-τά, το αργότερο έως τον Ιανουάριο του 1588, σύμφωνα με το αυτοκρατορικό ημερολόγιο.

·    Τα υπόλοιπα χρήματα μέχρι τις 3.000, που είναι 500 υ., ο μεγαλό-πρεπος Τζουάννε υπόσχεται να καταβάλει στο γαμπρό με πέντε συνεχείς ετήσιες δόσεις των 100 υ., αρχίζοντας από το Μάρτη του 1587 μέχρι την εξό-φληση τους.

Την  εκτίμηση του ασημιού, του χρυσού και τα μετρητά που υποσχέθηκε  ο Τζουάννε οφείλει να δώσει οκτώ μέρες πριν από την ευλογία (τελετή του γάμου), η οποία έπρεπε να γίνει μέσα στις γιορτές του Πάσχα ή πριν, σε τόπο της αρεσκείας τους.

Από το άλλο μέρος, ο παραπάνω Μανόλης υπόσχεται και είναι υποχρεω-μένος να δεχθεί να πάρει  τη Γκρατσιόζα ως νόμιμη σύζυγό του με τις παρα-πάνω συμφωνίες, τρόπους και όρους, υποσχόμενος κ.λπ. 

Μάρτυρες: παρακαλετοί.

 

* * *

 

Έγγραφο 5ο/Τρωίλος 7. Εκτίμηση προίκας.

Στις 21 Οκτωβρίου 1587 στο χωριό Ρούπες, στο σπίτι του σεβαστού ιερο-μόναχου Ιωνά Βαρούχα λεγόμενου Κουλουρά, βρεθήκαμε ξανά εγώ ο νοτά-ριος και οι παρακάτω υπογράφοντες παρακαλετοί μάρτυρες. Ο ιερομόναχος Κουλουράς όφειλε να δώσει και να παραδώσει στον Κωνσταντίνο Επισκοπό-πουλο του σεβαστού παπα Γεωργιλά, το ρουχισμό που του είχε υποσχεθεί για εκτίμηση στα συμβόλαια γάμου, για λογαριασμό της προίκας της ανιψιάς του Ιζαμπέτας, και σύμφωνα μ’ αυτά. Με την ισχύ του παρόντος δημόσιου συμβο-λαίου εκλέγουν, από κοινού, για εκτιμητή τον πρωτοράφτη Μανόλη Τρωίλο, στον οποίο δίνουν τη δυνατότητα να κάνει την εκτίμηση των ρούχων και των άλλων αντικειμένων που θα του παρουσιάσουν και όσο εκτιμηθούν, τόσο να είναι και να θεωρούνται, σύμφωνα με το βενετικό έθιμο και αμετάκλητα. Την παρακάτω εκτίμηση ο προαναφερθείς Κωνσταντίνος δέχεται για λογαριασμό της προίκας, με παρουσία των παρακάτω παρακαλετών μαρτύρων.

Μάρτυρες: μεγαλόπρεπος Αντώνιος Πικατόρος, Τζώρτζης Μοτσενίγος π. Τζουάννε.

                        Προίκα                                                      Εκτίμηση

Δύο στρωματοστρώσεις εκτιμούνται υπέρπυρα                      300

Ένα στρώμα                                                                          160

Δύο καλύμματα για πάπλωμα                                                  60

Δέκα μαξιλάρια με τις θήκες τους                                          210

Τέσσερα μαξιλαράκια με θήκες κεντημένες                             10

Ένα ζευγάρι σεντόνια κεντημένα                                           200

Ένα άλλο ζευγάρι σεντόνια                                                    100

Ένα άλλο ζευγάρι σεντόνια κεντημένα                                   130

Ένα άλλο ζευγάρι σεντόνια κεντημένα                                   130

Μια λινή κουβέρτα από δίμιτο                                               180

Μια κουβέρτα άσπρη κεντημένη                                           160

Ένα ζευγάρι κουρτίνες βαμβακερές με τα εξαρτήματά τους   170

Δυο χαλιά/κλινοσκεπάσματα                                                 160

Μια πουκαμίσα κόκκινη με κέντημα                                     330

Μια φορεσιά από κίτρινη ορμεζίνη                                       220

Μια σάρτζα (μπέρτα) κίτρινη με σιρίτια                                110

Ένα κίτρινο μπροκαντέλο                                                       60

Ένα καπέλο από ατλάζι σκούρο κόκκινο με λοφίο

     και κορδόνι χρυσό                                                              80

Δυο βαμβακερά φουστάνια                                                   120

Τρία άλλα βαμβακερά φουστάνια                                          170

Δυο ποδιές, η μία από μετάξι και η άλλη από πανί

     με κεντήματα                                                                    120

Δυο πουκάμισα με κεντήματα                                                180

Οκτώ πουκάμισα                                                                   340

Ένα μαντίλι με κέντημα                                                           80

14 μικρά μαντίλια                                                                   56

Ένα άλλο μαντίλι                                                                     20

Ένα τραπεζομάντιλο 7 πήχεις με 12 πετσέτες                          70

Ένα άλλο τραπεζομάντιλο με 12 χοντρές πετσέτες                   50

Ένα άλλο τραπεζομάντιλο μεταχειρισμένο, ένα άλλο μικρό     30

Συνολικά εκτιμούνται (λανθασμένη πρόσθεση)                   3.906

Την ίδια μέρα ο παραπάνω Κωνσταντίνος Επισκοπόπουλος κάνει πλήρη και αμετάκλητη εξασφάλιση ότι έχει δεχθεί την παραπάνω εκτίμηση, που αθροίζεται σε 3.906 υ. και μαζί με τα 6.904 υ., που πήρε μπροστά σε μένα τον νοτάριο και τους μάρτυρες από το σεβαστό πατέρα Κουλουρά, σε τα τσεκίνια και ασημένια νομίσματα, συμπληρώνουν τις 10.000 υ., που του υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου. Για τις 10.000 αυτές ο Κωνσταντίνος και οι κληρονόμοι του αποδίδουν εξασφαλισμένο, ήσυχο και ασφαλή τον παραπάνω ιερομόναχο, θείο της νύφης. Έτσι παρακάλεσαν για μάρτυρες τους Αντώνιο Πικατόρο  και Τζώρτζη Μοτσενίγο, οι οποίοι υπέγραψαν ιδιοχείρως.

Μάρτυρες: Εγώ ο Αντώνιος Πικατόρος του Ιακώβου παραβρέθηκα και παρακλήθηκα ως μάρτυρας.

Εγώ ο Τζώρτζης Μοτσενίγος π. Τζουάννε παραβρέθηκα και παρακλήθηκα ως μάρτυρας.

 

* * *

 

Έγγραφο  6ο/Πάντιμος 13. Συμβόλαιο γάμου.

Στο όνομα του αιώνιου θεού, αμήν. Το έτος από τη θεία γέννησή του 1618, στις 2 Φεβρουαρίου, κατά την αυτοκρατορική συνήθεια, στο Ρέθυμνο, πόλη της Κρήτης, στο μοναστήρι της Παναγίας των Ερημιτανών μοναχών και μπροστά στους παρακάτω μάρτυρες. Εκεί, ο ενδοξότατος Φραγκίσκος Καλλέρ-γης π. ενδοξότατου Τζώρτζη Αλισσανδρόπουλου, από τη μια, και ο εκλαμπρό-τατος Φραγκίσκος Δάνδολος π. εκλαμπρότατου Τζουάννε, από την άλλη, κατέληξαν στην παρακάτω συμφωνία γάμου, αφού επικαλέστηκαν το όνομα της παρθένου και ενδοξοτάτης Μαρίας. Ο ενδοξότατος Φραγκίσκος Καλλέρ-γης υπόσχεται να πείσει την αγαπητή του κόρη Όρσα να δεχθεί ως σύζυγο και νόμιμο γαμπρό τον εκλαμπρότατο Δάνδολο σύμφωνα με τα παρακάτω και σύμφωνα με τις διατάξεις των ιερών κανόνων. Σ’ αυτόν υπόσχεται ως προίκα  και δώρα 10.000 κρητικά δουκάτα, με 8 υπέρπυρα και 17 σόλδια το δουκάτο, που κάνουν 85.312 υπέρπυρα. Από αυτά τα 1.000 δουκάτα θα είναι τα δώρα του γαμπρού και οι 9.000 η προίκα της νύφης. Ο Καλλέργης υπόσχεται στον Δάνδολο την συμπλήρωση του παραπάνω ποσού από τις ιδιοκτησίες και τα έσοδα που έχει στα χωριά Αστέρι και Παγκαλοχώρι, που εκτιμώνται σε περίπου 40.000 υπέρπυρα και τα υπόλοιπα από τις ιδιοκτησίες του στα χωριά Χαμαλεύρι, αυτές που είναι κοντά στα χωριά Αστέρι και Παγκαλοχώρι. Θα εκλέξουν από κοινού δύο φίλους για να εκτιμήσουν τις παραπάνω περιουσίες. Οι εκτιμητές οφείλουν να λάβουν υπόψη και το φόρο ταγής που πληρώνουν οι περιουσίες αυτές. Αν ο Καλλέργης επιθυμήσει να πάρει πίσω τις περιουσίες αυτές, που είναι συνέχεια στις άλλες που έχει στο Άριο, έχει το δικαίωμα μέσα στα τρία επόμενα χρόνια  να δώσει στον γαμπρό ίση περιουσία και έσοδα  με τα παραπάνω στην περιοχή Σκάφη ή Πέραμα, που έχει από ανταλλαγή στο χωριό  Φλακί. Αν περάσουν τα τρία χρόνια και δεν έχει γίνει η ανταλλαγή οι περιουσίες μένουν με όλα τα δικαιώματά τους στον Δάνδολο. Οι περιουσίες αυτές αποτελούν την προίκα της νύφης και μέχρι το ποσό των 10.000 δουκάτων. Επιπλέον ο Καλλέργης υπόσχεται να καταβάλει στον γαμπρό του 20.000 υ. οκτώ μέρες πριν από την τελετή του γάμου, που θα γίνει σε  μέρος από κοινού δεκτό. Επίσης του υπόσχεται 15.000 υ. με εκτίμηση χρυσού, ασημιού και μαργαριταριών, τα μισά, και με εκτίμηση μεταξιού τα άλλα μισά.  Τα υπόλοιπα μέχρι το ποσό των 85.312 υ. υπόσχεται να δώσει σε δύο ισόποσες δόσεις, ξεκινώντας την πρώτη ένα έτος μετά το γάμο. Η νύφη μετά από αυτά παραιτείται από κάθε δικαίωμα πάνω στην πατρική και μητρική περιουσία. Παράλληλα ο Καλλέργης υποθηκεύει την υπόλοιπη περιουσία του, σε περί-πτωση μη τήρησης αυτών που υποσχέθηκε. Από το άλλο μέρος, ο Δάνδολος  υπόσχεται να πάρει σαν σύζυγο και νόμιμη νύφη την ενδοξότατη Όρσα. Παρών είναι και ο σεβαστός Ιωάννης Βαφτιστής Ντιμπρέσια, βικάριος/εφημέριος. Η μητέρα του γαμπρού εκλαμπρότατη Ιζαμπέτα Σαλούστρου από μητρική αγάπη υπόσχεται στον γιο της Φραγκίσκο τις ιδιοκτησίες που έχει στο Γενή, στις περιοχές Τράκα και Λογαρέα με όλα τα δικαιώματά τους και όσα περιλαμ-βάνουν, δηλαδή γονίκαρους, δεκατίες κ.ά. Με τη δήλωση ότι, επειδή η ιδιοκτη-σία της στο Γενή και όσα περιέχει συνηθίζεται να πηγαίνει από κληρονόμο σε κληρονόμο αρσενικό, αν πεθάνει αυτός (δηλαδή ο Φραγκίσκος), που ο Θεός να τον φυλάει,  η κληρονομιά πηγαίνει στον αδελφό του Πιέρο.

Μάρτυρες: Νικολό Γαβαλάς σεβαστού παπά Δημήτρη, Μιχέλ  Κονταράτος  π. Λέο,, Τζουάννε Αχέλης π. Γιώργη από αυτή την πόλη.

Την ίδια μέρα και ώρα πήγα στο σπίτι που κατοικεί ο ενδοξότατος Καλλέργης και βρήκα την παραπάνω Όρσα τη νύφη, στην οποία διάβασα τα παραπάνω, μπροστά στους μάρτυρες. Τα δέχτηκε όλα, τα επαίνεσε και υπο-σχέθηκε να τα τηρήσει, παρουσία του Εφημέριού της.

Μάρτυρες οι παραπάνω Γαβαλάς, Κονταράτος και Αχέλης.

Την ίδια ώρα και μέρα πήγα με τους παρακάτω μάρτυρες στο σπίτι που κατοικεί η εκλαμπρότατη Ιζαμπέτα Σαλούστρου, μητέρα του παραπάνω Δάνδολου. Σ’ αυτήν διάβασα το παραπάνω συμβόλαιο. Το δέχτηκε σε όλα του τα σημεία και το επαίνεσε.

Μάρτυρες οι παραπάνω: Γαβαλάς, Κονταράτος και Αχέλης.

 

* * *

 

Έγγραφο 7ο/Πάντιμος 73. Εκτίμηση προίκας.

Στις 12 Δεκεμβρίου 1629, ινδικτιόνα 12η, στο Ρέθυμνο, στο σπίτι που κατοικεί ο έξοχος Ιερώνυμος Νταμπρέσα. Εκεί, ο πρωτοχρυσοχόος Νικολό Λεονταρίτης και ο πρωτοράφτης Αγγελούτσος Τρωίλος, εκτιμητές εκλεγμένοι, με την ισχύ του παρόντος δημοσίου συμβολαίου, από τον παραπάνω Ιερώνυμο και τον γαμπρό του Μιχέλ Κυριάκη, για να εκτιμήσουν το χρυσάφι, το ασήμι, τα μαργαριτάρια και τα ρούχα, που υποσχέθηκε ο Ιερώνυμος στον Μιχέλ στα συμβόλαια γάμου, που έγραψα εγώ ο νοτάριος στις 21 του περασμένου Οκτω-βρίου. Η εκτίμηση έχει ως εξής:

Α. Κατάσταση εκτίμησης ρούχων.

                          Είδος                                                     Εκτίμηση

                                                                                     σε υπέρπυρα

Δυο κρεβατοστρώσεις μάλλινες καινούριες

με τα καλύμματά τους επίσης καινούρια                                500

Έξι καινούρια μαξιλάρια με κεντημένα καλύμματα

και δύο μικρότερα ίδιου είδους                                              350

Δυο καλύμματα μαξιλαριών από γαλάζια ορμεζίνη

με χρυσά φαντά σιρίτια                                                           70

Δυο καλύμματα μαξιλαριών από ατλάζι, με απεικονίσεις

και χρυσά φαντά σιρίτια                                                        140

Ένας κρεβατόγυρος από μπαβέλα και γαλάζιο μετάξι,

με σιρίτια κίτρινα από μετάξι και με κρόσια από μπαβέλα     100

Ένας άλλος κρεβατόγυρος από ύφασμα λευκό κεντημένο        60

Ένα ζευγάρι σεντόνια καινούρια και με χρυσό κέντημα         750

Ένα άλλο όμοιο ζευγάρι                                                        280

Ένα άλλο όμοιο ζευγάρι                                                        350

Ένα άλλο όμοιο ζευγάρι                                                        350

Ένας ουρανός κρεβατιού από ύφασμα κεντημένο

με λινό και χρυσό νήμα τριγύρω                                            370

Ένα κάλυμμα κρεβατιού από ύφασμα με κέντημα και κρόσια 200

Κουβέρτα από δίμιτο μεταξιού, χρυσαφιά, όλη με κέντημα   600

Μια άλλη από ύφασμα ίδιου χρώματος, με κέντημα               350

9 πουκάμισα γυναικεία με κέντημα                                        900

Μια ενδυμασία από ύφασμα με λινά κορδόνια,

και μια άλλη σκέτη, από ύφασμα και οι δύο                          300

Γυναικείο μπουρνούζι από ύφασμα με υφάδι από μετάξι,

όλο κεντημένο με λινό                                                           300

Δύο άλλα όμοια                                                                     300

Ένα σάλι γυναικείο καινούριο με κέντημα                             200

Ένα άλλο με κέντημα                                                            150

24 πετσέτες φαγητού με κέντημα                                             60

15 πετσέτες από ύφασμα με κέντημα                                     280

Ένα μαντήλι κεφαλιού γυναικείο με κέντημα                         120

Μια ενδυμασία από λεπτό μάλλινο κίτρινο ύφασμα,

στολισμένη με μετάξι και κόκκινη ορμεζίνη                          150

Μια ενδυμασία από άσπρο ατλάζι, με διάφορα χρώματα       530

κεντημένη με χρυσό νήμα και με τα μανίκια της

κεντημένα το ίδιο                                                               2.100

Μια ενδυμασία με ατλάζι βαθύ κόκκινο με την πιέτα της

Και μανίκια στολισμένα με σιρίτια χρυσά και ασημένια,

και με χρυσά κουμπιά                                                         1.500

Μια ενδυμασία από ορμεζίνη άσπρη και κόκκινη

με άσπρα κορδόνια από μετάξυ τριγύρω                               264

Μια ενδυμασία από μετάξι και μπαβέλα γαλάζια στολισμένη

τριγύρω με λευκό ατλάζι, με τα μανίκια της                           200

Μια φούστα από ορμεζίνη χρυσαφιά, κεντημένη με μετάξι

Διαφόρων χρωμάτων μέχρι την πιέτα                                    250

Ένα χαλί περσικό κόκκινο και ένα άλλο με διάφορα χρώματα 500

Μια κουβέρτα από ύφασμα γαλάζιο                                      300

Σύνολο                                                                             11.574

 

Β. Κατάσταση εκτίμησης χρυσού, ασημιού και μαργαριταριών.

                          Είδος                                                     Εκτίμηση

                                                                                     σε υπέρπυρα

Ένα περιδέραιο χρυσό σε σχήμα αμυγδάλου

ζυγίζει 22 σάτζα και 8 καράτια                                           1.890

Ένα ζευγάρι βραχιόλια (αλυσιδίτσες) χρυσά, 10 σάτζα

και 12 καράτια                                                                      800

Ένα ζευγάρι σκουλαρίκια χρυσά σε σχήμα στεφανιού

με τα μαργαριτάρια τους, 3 σάτζα και 3 καράτια                   330

Ένα κολιέ από μαργαριτάρια με χρυσά κουμπιά                    666

Ένα άλλο μαργαριταρένιο κολιέ με τρεις σειρές

και χρυσά κουμπιά                                                                720

Μια σειρά μαργαριτάρια                                                       445

Δύο χρυσά δακτυλίδια, ζυγίζουν 4 σάτζα και 6 καράτια         440

12 κουτάλια ασημένια και πιρούνια με ποικίλη διακόσμηση,

Ζυγίζουν 40 ουγγιές και 2 σάτζα                                           251

Άλλα 12 κουτάλια ασημένια με ποικίλη διακόσμηση,

20 ουγγιές                                                                             580

Ένα δοχείο ασημένιο, 11 ουγγιές και 5 σάτζα                        355

4 κύπελλα ασημένια, 44 ουγγιές και ένα σάτζο                      922

Σύνολο                                                                               8.449

Η παραπάνω εκτίμηση των ρούχων, του χρυσού, του ασημιού και των μαργαριταριών ανέρχεται συνολικά στις 20.000 υ. Την έκαναν οι εκτιμητές μπροστά και στα δύο μέρη και τους  διαβεβαίωσαν με όρκο ότι ενήργησαν κατά συνείδηση. Και τα δύο μέρη δέχτηκαν την εκτίμηση, την παίνεσαν και  δήλωσαν ότι ικανοποιήθηκαν. Ο Κυριάκης, αφού συμφώνησε με την προίκα και τα δώρα και, αφού δήλωσε ότι έχει πάρει τα παραπάνω, με την ισχύ του παρόντος δημοσίου συμβολαίου εξασφάλισης, εξασφαλίζει τον Ιερώνυμο, τους διαδόχους και κληρονόμους του για πάντα. Μετά από αυτά παρακάλεσαν για μάρτυρες.

Μάρτυρες: Τζώρτζης Βόλος π. Νικολό, Αντώνιος Βλαστός, ράφτης, π. Γιανούλη.

 

***

 

Έγγραφο 8ο/Τρωίλος 4. Έτοιμο συμβόλαιο γάμου.

Το 1586, κατά το αυτοκρατορικό ημερολόγιο, στις 28 Ιουλίου, στα σπίτια που κατοικεί ο εκλαμπρότατος Φραγκίσκος Λομβάρδος, διοικητής. Εκεί, αφού παρουσιάστηκαν μπροστά σε μένα τον νοτάριο και τους παρακάτω παρα-καλετούς μάρτυρες, ο παραπάνω διοικητής, η κόρη του Αντριάνα και ο μεγαλόπρεπος και εξοχότατος διδάκτορας Φορλάνος, και αφού τους διάβασα το παρακάτω συμβόλαιο, το οποίο μου δόθηκε από τους ίδιους συνταγμένο και υπογεγραμμένο, όπως ακριβώς βρίσκεται, παρακάλεσαν όλοι τους ως μάρ-τυρες των όσων περιέχονται σ’ αυτό, το σεβαστό παπα Γιάννη Πάντιμο σεβα-στού παπα Σταμάτη και τον ευγενή κρητικό Μιχέλ Επισκοπόπουλο π. Τζώρτζη.

Ο μεγαλόπρεπος και εξοχότατος Ντανιέλ Φορλάνος, διδάκτορας γιατρός, για δικό του, από τη μια, και ο μεγαλόπρεπος και εκλαμπρότατος Φραγκίσκος Λομβάρδος, διοικητής, για την προσφιλή κόρη του Αντριάνα, από την άλλη,  συζήτησαν και αποφάσισαν γάμο, με την προϋπόθεση ότι θα επιτύχουν τη συγκατάθεση του επισκόπου της Αγίας Αποστολικής Έδρας, εξαιτίας της συγγέ-νειας αίματος τετάρτου βαθμού που τυχαίνει να έχουν μεταξύ τους. Τώρα, καθώς περιμένουν από τη Ρώμη τη συγκατάθεση, επιθυμούν τα παρόντα μέλη με τον πρέποντα σεβασμό να περιληφθούν οι προικώες συμφωνίες στο παρόν έγγραφο, και να συνταχθεί ένα όμοιο, που θα υπογραφεί και από τα δύο μέρη, ώστε να κρατά το κάθε μέρος από ένα για εξασφάλισή του. Το έγγραφο αυτό θα φανερώνει την αλήθεια για πάντα, οι όροι του θα παραμένουν σε ισχύ, και οι ενδιαφερόμενοι θα είναι  υποχρεωμένοι να τηρούν αυτά που γράφονται και που εκ των προτέρων έχουν υπογράψει. Δηλώνεται, παράλληλα, ότι ο παρα-πάνω μεγαλόπρεπος και εξοχότατος διδάκτορας είναι υποχρεωμένος και υπόσχεται να πάρει ως νόμιμη σύζυγό του, σύμφωνα με τις διατάξεις της αγίας μητέρας ρωμαϊκής Εκκλησίας, την παραπάνω Αντριάνα Λομβάρδου, αφού υπάρξει και έρθει η συγκατάθεση, όπως παραπάνω. Από το άλλο μέρος, ο παραπάνω μεγαλόπρεπος διοικητής υπόσχεται και είναι υποχρεωμένος να επιτύχει, ώστε η κόρη του Αντριάνα να συγκατατεθεί και να πάρει ως νόμιμο σύζυγό της το μεγαλόπρεπο διδάκτορα, στον οποίο υπόσχεται να δώσει ως προίκα και δώρα 52.000 υπέρπυρα, από τα οποία οι 8.000 είναι τα δώρα του γαμπρού και οι 44.000 προίκα της νύφης. Τα χρήματα αυτά θα εξοφληθούν με 1.000 τσεκίνια σε μετρητά, και με εκτίμηση επίπλων, χρυσού, ασημιού, μαργαριταριών, κοσμημάτων και μεταξωτών, σύμφωνα με τη συνήθεια της πατρίδας. Όλα αυτά θα δοθούν οκτώ μέρες πριν από την ευλογία, και τα υπόλοιπα μέχρι την πλήρη εξόφληση των 52.000 με  ετήσιες δόσεις των 100 βενετσιάνικων δουκάτων, αρχίζοντας από το Μάρτη. Δηλώνεται επίσης ότι στο παραπάνω ποσό των 52.000 περιλαμβάνεται κάθε είδος περιουσίας, δικαιώματος ή πράξης, που έχει ή θα μπορούσε να έχει στο μέλλον με οποιο-δήποτε τρόπο η παραπάνω μεγαλόπρεπη νύφη τόσο από την προγονική όσο και από την πατρική ή μητρική της περιουσία, όπως και από κάθε άλλη οδό. Για τις παραπάνω περιουσίες, δικαιώματα και πράξεις θεωρείται ότι η Αντριάνα παραιτείται στο σύνολό τους υπέρ του μεγαλόπρεπου πατέρα της, και αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην απαιτήσει ποτέ απ’ αυτόν και τους κληρο-νόμους του κάτι για δικό της ή για τους διαδόχους και κληρονόμους της για πάντα. Με αυτήν όμως τη ρητή δήλωση: σε περίπτωση επιστροφής της προίκας -που θεός φυλάξοι- οι περιουσίες του γαμπρού και των κληρονόμων και διαδόχων του θα είναι υποθηκευμένες μόνο στο ποσό που θα φανεί με έγγραφο ότι πήρε από την παραπάνω προίκα. Μετά από τις παραπάνω συμφω-νίες, όρους και τρόπους, που ο γαμπρός μεγαλόπρεπος Ντανιέλ εγκρίνει και δέχεται, και τα δύο μέρη υπόσχονται να πείθονται και να τηρούν αυτά που υποσχέθηκαν, με εγγύηση τις τωρινές και μελλοντικές περιουσίες τους.

Μάρτυρες: Εγώ ο Φραγκίσκος Λομβάρδος, διοικητής, βεβαιώνω τα παρα-πάνω, εγώ ο Ντανιέλ Φορλάνος, που υπογράφω, βεβαιώνω τα παραπάνω, εγώ ο Αντρέας Φορλάνος π. Ιερώνυμου βεβαιώνω τα παραπάνω και δίνω την ευλογία μου.

 

***

 

Έγγραφο 9ο/Τρωίλος 71. Χειραφέτηση.

1596, την τελευταία του Ιουνίου, 9η ινδικτιόνα, στο κατάστημα του Τζώρτζη Πατελάρου π. αξιότιμου Νικολό, στο Ρέθυμνο. Εκεί, ο εξοχότατος Τζώρτζης Πατελάρος π. αξιότιμου Νικολό, έχοντας δείξει πάντα πατρική στοργή στον αδελφό του Τζουάννε, που ήταν τεσσάρων μόλις χρόνων όταν πέθανε ο μακαρίτης πατέρας τους, θέλει τώρα, που είναι ενήλικος πια 29 ετών, να δώσει μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης του προς αυτόν. Με την ισχύ λοιπόν του παρόντος δημόσιου και αμετάκλητου συμβολαίου χειραφέτησής του, σαν να ήταν γιος του, του δίνει και του παραδίνει τα δικά του, δηλαδή τα χωράφια, τα αμπέλια, τα σπίτια και τα δέντρα, με τα οποιαδήποτε δικαιώματά τους και με τα οφέλη και τις επιβαρύνσεις τους χωρίς καμιά εξαίρεση και αποκλεισμό, που βρίσκεται να έχει στο χωριό Επισκοπή του Καλαμώνα. Υπόσχεται μάλιστα να τον εξασφαλίσει τόσο από τα παιδιά του και τους κληρονόμους του όσο και από τη σύζυγό του και τους κληρονόμους της, ώστε να μην του δημιουργήσουν ποτέ κάποια ενόχληση. Σχετικά μάλιστα με τις περιουσίες που αγοράστηκαν και νοικιάστηκαν από τον Τζώρτζη, τον εξασφαλίζει όχι μόνο από τη σύζυγό του αλλά και από κάθε άλλο πρόσωπο ξένο.  Ο τόπος αυτός και οι περιουσίες ισχύουν ως αποζημίωση για όσα του αναλογούσαν από τις πατρικές και μητρικές περιουσίες, που έμειναν όλες στον Τζώρτζη, τόσο αυτές που μετα-βιβάστηκαν όσο και αυτές που δεν έχουν μεταβιβαστεί, αλλά έχει μόνο ο Τζώρτζης το δικαίωμα ανάκτησης με δικά του χρήματα, και είναι δείγμα αγάπης και στοργής προς αυτόν όπως παραπάνω. Αυτές τις περιουσίες μπορεί να κρατά, να κατέχει, να αυξάνει και να εξουσιάζει ο Τζουάννε σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ως πραγματικός κύριος και αφέντης και, αν αποκτήσει νόμιμα παιδιά, να πάνε οι περιουσίες στα παιδιά του και να είναι στην ελεύθερη διάθεσή τους ή σύμφωνα με τους όρους που θα θελήσει να επιβάλει ο πατέρας τους Τζουάννε. Εάν όμως αυτός πεθάνει χωρίς νόμιμα παιδιά, δεν έχει το δικαίωμα να αφήσει τις παραπάνω περιουσίες ούτε ένα μέρος από αυτές ούτε και τις αυξήσεις που τυχόν θα έχει επιφέρει σ’ αυτές σε κανένα άλλο παρά μόνο στα αρσενικά παιδιά του Τζώρτζη, σε όλα, σε μερικά ή σε ένα, όπως θα του φανεί καλό, και για το λόγο αυτό τα παιδιά οφείλουν να του δείχνουν αγάπη, στοργή και σεβασμό. Δηλώνεται επίσης ότι οι περιουσίες αυτές μένουν στα παιδιά ή στο παιδί που θα θελήσει να τις αφήσει με τον όρο ότι και ο Τζώρτζης θα έχει αφήσει την υπόλοιπη περιουσία του στα παιδιά του αυτά. Στην περίπτωση αυτή, που πεθάνει δηλαδή χωρίς νόμιμα παιδιά, έχει το δικαίωμα να διαθέσει με τη διαθήκη του για την ψυχή του 2.000 υπέρπυρα, όπως του φανεί καλό, όχι όμως σε γυναίκες με άσχημη ζωή. Στην περίπτωση αυτή πάντως τα οποιαδήποτε έπιπλα που θα έχει, μένουν στον Τζώρτζη και τους κληρονόμους του. Αν κατά την περίοδο του θανάτου του ο Τζουάννε έχει αποκτήσει νόθο γιο, μπορεί να του διαθέσει όλα τα κινητά που θα έχει και το 1/3 της αύξησης που θα έχει επιφέρει στην παραπάνω περιουσία. Αυτή την αξία του 1/3 είναι υποχρεωμένος ο Τζώρτζης ή οι κληρονόμοι του να τη δώσουν σε εκείνο που αυτός θα την έχει αφήσει. Και από τις δυο πλευρές γίνεται και η εξής ρητή δήλωση: τα παραπάνω νόμιμα παιδιά που αυτός ο Τζουάννε θα έχει κάνει να είναι με γυναίκα από «σπίτι», διαφορετικά να μην μπορεί να έχει ο Τζουάννε από τις περιουσίες αυτές, παρά μόνο όσα με εκτίμηση θα φανεί ότι του αναλογούν από τις πατρικές και μητρικές περιουσίες, και τα υπόλοιπα να τα επιστρέψει αμέσως στον Τζώρτζη ή στους κληρονόμους του. Ο Τζουάννε βλέποντας την καλή διάθεση του αδελφού του, ο οποίος, μη λαμβάνοντας υπόψη την πολυπληθή οικογένειά του -έχει 11 παιδιά, αγόρια και κορίτσια-, θέλησε να δώσει σ’ αυτόν το μερίδιό του από την περιουσία τόσο αυξημένο, τον ευχαριστεί πολύ και δέχεται όλους τους παρα-πάνω όρους και δηλώσεις. Επιπλέον (ο Τζώρτζης) του παραχωρεί όλα τα κινητά που βρίσκονται τώρα στα σπίτια του παραπάνω χωριού Επισκοπή, εκτός όμως από τα οποιουδήποτε είδους ζώα, που μένουν στον Τζώρτζη, και επίσης του παραχωρεί όλη τη φετινή σοδειά των σπαρτών που υπάρχουν στο χωριό, εκτός από τη ταγή από την οποία του αφήνει μόνο 10 μουζούρια. Και επειδή κάποιος άνθρωπος από «καλό», για να βάλει ζιζάνια μεταξύ των αδελφών, μπόρεσε και είπε ότι ο Τζουάννε είχε σκοπό να απαιτήσει μερίδιο από τις περιουσίες του παραπάνω Τζώρτζη, υποστηρίζοντας ότι ήταν αδελφικές, το κατακρίνει και ζητά συγγνώμη από τον αδελφό του, αν και δε θυμάται να έχει λεχθεί ποτέ κάτι τέτοιο, γιατί γνωρίζει ότι, αν θα το είχε πει, θα είχε κάνει άσχημα, μια και οι πατρικές και μητρικές περιουσίες τους ήταν τόσο λίγες που δεν ήταν αρκετές ακόμα ούτε για τροφή «της κακιάς ώρας» και όχι για να βελτιωθούν και να αυξηθούν. Ο παραπάνω όμως Τζώρτζης εκτός του ότι νυμφεύθηκε και πήρε καλή προίκα, στριμώχτηκε με όλη την οικογένειά του στο σπίτι του μακαρίτη πεθερού του μεγαλόπρεπου και σεβαστού πατέρα Τζώρτζη Πόρκιου, ο οποίος του έκανε τα έξοδα για πολλά χρόνια μέχρι να πεθάνει, και όταν πέθανε, άφησε στα παιδιά του Τζώρτζη όλη την περιουσία του που ήταν μεγάλης αξίας. Επίσης, αφού απέκτησε ακόμα πολλά χρήματα όχι μόνο από το νοταριακό του αξίωμα και αυτό του επισκοπικού γραμματέα, μια και ήταν για πολλά χρόνια γραμματέας, αλλά και από το αξίωμα της Υγείας που μέχρι τώρα κρατά και από διάφορα άλλα αξιώματα, όπως και από τη δικηγορία που για 24 χρόνια άσκησε και ασκεί, ώστε να θεωρείται από τους πρώτους στην πόλη. Με όλους αυτούς τους τρόπους προόδευσε τόσο ώστε αγόρασε και απέκτησε την περιουσία και την ιδιοκτησία που τώρα βρίσκεται να έχει και που είναι  στο μεγαλύτερο μέρος της επίκτητη. Παραιτείται λοιπόν από αυτήν την άδικη απαίτηση, αλλά σε περίπτωση που κάποτε θα εκδήλωνε αυτή τη διάθεση, να θελήσει δηλαδή να δοκιμάσει την τύχη του, δηλώνουν ρητά ότι: είναι υποχρεωμένος (ο Τζουάννε αυτός) πριν από όλα να επιστρέψει στον Τζώρτζη ή στους κληρονόμους του όλες τις περιουσίες που του παρα-χωρήθηκαν, όπως παραπάνω, από τα μέρη που θα θελήσει ο Τζώρτζης, και όσα θα αποδειχθεί ότι αξίζουν περισσότερο από τις πατρικές και μητρικές περιουσίες που του αναλογούσαν, όπως και τα έσοδα από αυτές, θα τα επιστρέψει σε τακτές δόσεις. Και τότε μόνο είναι υποχρεωμένος ο Τζώρτζης να του πληρώσει, με βάση την εκτίμηση, τις αυξήσεις που με εκτίμηση πάλι θα είχε επιφέρει ο Τζουάννε αυτός στις περιουσίες που θα του επέστρεφε, όπως παραπάνω, και μετά να επιχειρήσει ο Τζουάννε να δοκιμάσει τη δικαστική οδό. Και έτσι υποσχέθηκαν να πείθονται και να τηρούν τα παραπάνω, χωρίς ποτέ να τα παραβούν, με τις συνηθισμένες ποινές κ.λπ.                 

Μάρτυρες: παρακαλετοί.

 

***

 

Έγγραφο 10ο/Τρωίλος 86. Εκτίμηση προίκας.

1599, κατά τον αυτοκρατορικό τρόπο, στις 9 Φεβρουαρίου, 11η ινδικτιόνα, στο σπίτι της κατοικίας του Πέρου Δρόσου π. Νικολό. Εκεί, ο παραπάνω Πέρος Δρόσος όφειλε να παραδώσει την παρακάτω εκτίμηση ρούχων, χρυσαφιού, ασημιού και μαργαριταριών στον Αποστόλη Μαρούδη π. Μανόλη, γαμπρό του, για λογαριασμό της προίκας που υποσχέθηκε στα συμβόλαια του γάμου, που συντάχτηκαν από μένα τον νοτάριο και καταχωρήθηκαν στις πράξεις μου. Για το λόγο αυτό τα δύο παραπάνω μέρη, δηλαδή ο Αποστόλης Μαρούδης, από τα ένα, και ο Πέρος Δρόσος, από το άλλο, εξέλεξαν από κοινού τον πρωτοκουβερτά Σταμάτη Κοσκίνη, το ράφτη Λουκά Μουδάτσο και τον πρωτοχρυσοχόο Νικολό Λενταρίτη, για να κάνουν την παραπάνω εκτίμηση κατά συνείδηση και αυτό που θα αποφασίσουν να είναι και να ισχύει, κατά τη βενετική συνήθεια, αμετάκλητα, υποσχόμενοι κ.λπ.

Μάρτυρες: παρακαλετοί.

Αμέσως την ίδια μέρα ο Πέρος Δρόσος παρουσίασε απέναντι στους, όπως παραπάνω, εκλεγμένους εκτιμητές, τα παρακάτω πράγματα, για να τα εκτιμή-σουν, σύμφωνα με το περιεχόμενο του συμβολαίου. Την εκτίμηση αυτή ο Πέ-ρος δίνει και παραδίνει, εξ ονόματος της κόρης του Νικολόζας, στον Αποστόλη Μαρούδη, γαμπρό του, ο οποίος είναι παρών και συμφωνεί να την δεχτεί.

Ένα αχυρόστρωμα εκτιμήθηκε υπέρπυρα                                     32

Ένα στρώμα με μαξιλάρια                                                          225

Δέκα μαξιλάρια με τις θήκες τους κεντημένες                             338

Ένα άλλο ζευγάρι σεντόνια κεντημένα με βενετικό κέντημα       400

Ένα άλλο ζευγάρι κεντημένα                                                      400

Ένα άλλο ζευγάρι με βενετικό κέντημα και κρόσσια                  150

Μια κουβέρτα από δίμιτο γαλάζιο                                              300

Μια άλλη Κωνσταντινούπολης με τυπωμένα σχέδια                   180

Μια άλλη από άσπρο δίμιτο κεντημένη όλη                               330

Ένα ζευγάρι κουρτίνες άσπρες κεντημένες                                 200

Ένα άλλο ζευγάρι γαλάζιες με το μηχανισμό τους                         90

Ένα πάπλωμα άσπρο                                                                    40

Μια πουκαμίσα κεντημένη με κόκκινο μετάξι                            150

Μια άλλη πουκαμίσα                                                                    40

Άλλες έξι πουκαμίσες με κέντημα                                               600

Τρία φουστάνια με κέντημα                                                       260

Μια ποδιά με κέντημα υφασμένη με μετάξι                                140

Μια άλλη με κέντημα                                                                 180

Μια άλλη με κέντημα                                                                   90

Μια άλλη με κέντημα                                                                   70

Μια άλλη με κέντημα                                                                   70

Δύο άλλες σκέτες                                                                       100

Μια πουκαμίσα από λεπτό ύφασμα                                            180

Μια άλλη από λεπτό κόκκινο ύφασμα κεντημένο με κίτρινη

ορμεζίνη και άσπρες βέργκολες                                                 530

Ένα ύφασμα κεντημένο στο κάτω μέρος με ορμεζίνη άσπρη

και βέργκολες πράσινες                                                             160

Μια ζακέτα πράσινη                                                                   150

Μια μπέρτα κίτρινη                                                                    150

Μια φούστα από χοντρό μαλλί                                                     36

Πέντε μαντίλια (φακιόλια) από μετάξι                                        110

Τέσσερα μαντίλια από ύφασμα                                                     50

Δυο μαντίλια με βενετσιάνικο κέντημα μπροστά                        100

Ένα άλλο μαντίλι κεντημένο                                                      110

Ένα άλλο μαντίλι                                                                         30

Ένα χαλί/κλινοσκέπασμα                                                           140

Δύο ζευγάρια πασούμια πάνινα με κέντημα                                  50

Ένας κρεβατόγυρος από κόκκινο χοντρό μάλλινο ύφασμα          25

Τρία τραπεζομάντιλα                                                                 140

Δώδεκα πετσέτες φαγητού                                                            84

Άλλες δώδεκα πετσέτες φαγητού                                                120

Άλλες δώδεκα πετσέτες φαγητού                                                  84

Τρία πέπλα                                                                                   78

Τρία μαντιλάκια κεντημένα                                                          60

Μια φούστα από χοντρό μαλλί                                                     20

Γανωμένα πιάτα και δύο κηροπήγια από ορείχαλκο                   100

Μια σειρά μαργαριτάρια με βάρος 5 σάτζα και 12 καράτια        181

Μια άλλη σειρά μαργαριτάρια                                                      46

5 δακτυλίδια χρυσά με διάφορες πέτρες βάρους 4 σάτζων

και 20 καρατιών                                                                        257

Ένα κύπελλο ασημένιο παλιάς γραμμής, 5 ουγγιές                       84

Ένα άλλο κύπελλο ασημένιο νέας γραμμής                                  95

6 ασημένια πιρούνια με το πόδι επιχρυσωμένο (de bo)

παλιάς γραμμής, 7 ουγγιές και 2 σάτζα                                      120

Άλλα 6 πιρούνια ασημένια, 6 ουγγιές και ένα σάτζο                   105

Ένα ζευγάρι βραχιόλια ασημένια, 5 ουγγιές και 4 σάτζα            112

Ένα κρεβάτι με τις σανίδες του                                                     59

Ένα ντουλάπι                                                                             100

Ένα τελάρο                                                                                  30

Συνολικά όλα τα παραπάνω, χρυσάφι, ασήμι, μαργαριτάρια,

Ρούχα κ.α.                                                                               8.060

                                                                                                       

***

 

Έγγραφο 11ο/Αρκολέος 325. Εκτίμηση προίκας.

Ρέθυμνο 4 Απριλίου 1646, στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί γίνεται εκτίμηση ασημικών, χρυσαφικών, μαργαριταριών κ.ά, τα οποία παραδίδει ο πολύ εκλαμπρότατος Ντανιέλ Λόγκος στο μαστρο Μιχελίν Βεβέλη για λογαριασμό της προίκας, που του υποσχέθηκε. Την εκτίμηση κάνει ο Μιχέλ Λενταρίτης:

Ένα ζευγάρι ασημένιες αλυσσιδίτσες ζυγίζουν 3 σάτζα               125

2 χρυσά σκουλαρίκια με μαργαριτάρια ζυγίζουν 2 στάτζα και

10 καράτια                                                                                 250

2 ραβδίτσες χρυσές σκέτες, ζυγίζουν 8 καράτια και εκτιμούνται υ. 25

2 χρυσά δακτυλίδια με άσπρες πέτρες, γαλλικής κατασκευής,

ζυγίζουν 2 σάτζα και 5 καράτια, εκτιμούνται υ.                          165

Ένα δακτυλίδι γάμου χρυσό 20 καρατιών εκτιμάται υ.                 66

Ένα άλλο δακτυλίδι χρυσό με πέτρα κόκκινη και μαργαριτάρια,

20 καράτια                                                                                   80

Ένα άλλο δακτυλίδι, ζυγίζει 20 σάτζα και εκτιμάται υ.                  60

Ένα μαργαριταρένιο κολιέ εκτιμάται υ.                                        63

3 ασημένιες καρφίτσες εκτιμούνται υ.                                          15

Μια χρυσή χάντρα εκτιμάται υ.                                                    16

Σύνολο υπέρπυρα                                                                       865

 

***

 

Έγγραφο 12ο/Καλλέργης 255. Εκτίμηση χρυσαφικών και ασημικών.

Στο σπίτι του ευγενή Νικολό Μουδάτσου του μ. ευγενή Φραγκίσκου. Εκεί, ο παραπάνω ευγενής παραδίδει στον εκλαμπρότατος Τζουάννε Καλλέργη εκλα-μπρότατου Τζώρτζη, γαμπρό του, την παρακάτω εκτίμηση χρυσού, ασημιού και μαργαριταριών για λογαριασμό της προίκας που του είχε υποσχεθεί. Την εκτίμηση έκαναν οι πρωτοχρυσοχόοι Τζώρτζης Κουνούπης και Μιχελίν Λεονταρίτης ως εξής:

Είδος                                                                                 Υπέρπυρα

3 μεγάλα ασημένια κύπελλα, ζυγίζουν 32 ουγγιές και

εκτιμούνται                                                                              960

3 άλλα μικρά ασημένια κύπελλα, 12 ½ ουγγιές με 34 η ουγγιά 425

Ένα ζευγάρι ασημένιες αλυσιδίτσες (βραχιόλια),

ζυγίζουν 4 σάτζα με 34 υπέρπυρα το σάτζο                              136

6 ασημένια πιρούνια, 8 ουγγιές με 28 η ουγγιά                        224

31 ασημένια κουτάλια με 18 ½ λίρες                                         43,14

Ασημένιος λύχνος                                                                     14,20

Ένα ζευγάρι χρυσές αλυσιδίτσες, 11 σάτζα                                   1,326

Ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια, 3 σάτζα και 6 καράτια         456

Ένα άλλο με μαργαριτάρια και βάρος 20 καράτια                     70

Μια χρυσή βέρα, 5 ½ σάτζα                                                     441

Τρία δακτυλίδια χρυσά, 4 σάτζα                                              370

12 χρυσά κουμπιά, βάρος 2 σάτζα                                           198

Κολιέ με τρεις σειρές μαργαριτάρια και 11 χρυσά κουμπιά      400

Ένα άλλο μαργαριταρένιο κολιέ                                                70

 

***

 

Έγγραφο 13ο/Αρκολέος 125. Καταγραφή οικοσκευής.

Ρέθυμνο, 19 Οκτωβρίου 1644 στο σπίτι του μακαρίτη ευγενή κρητικού Νικολό Κιότζα. Εκεί κλήθηκα εγώ και οι παρακάτω μάρτυρες από τους εκτελεστές της διαθήκης (σύμφωνα με δική μου πράξη) ευγενείς κρητικούς Τζώρτζη και Ιάκωβο Κιότζα, για να κάνουν καταμέτρηση/καταγραφή των κινητών που βρίσκονται στα σπίτια. Η καταγραφή έγινε από τον Τζώρτζη, ο οποίος έλειπε στα Χανιά, όταν πέθανε ο πατέρας του και έχει ως εξής:

Στο κατάστημα κάτω από τα σπίτια

βρέθηκαν:


10 βαρέλια γεμάτα κρασί

4 αμφορείς γεμάτοι κρασί

1 βαρέλι κενό

6 μεγάλα και μικρά δοχεία λαδιού κενά

1 δοχείο για τυρί

1 κάσσα γεμάτη από civole

2 άλλες κάσσες παλιές και άδειες

 

Στο ανατολικό δωμάτιο του σπιτιού βρέθηκαν:

5 κάσσες: σ’ αυτές βρέθηκαν ασπρό-ρουχα λινά μικρής αξίας και τα ξύλα ενός κρεβατιού

 

Σε ένα άλλο δωμάτιο βρέθηκαν:

3 κάσσες καρυδένιες

1 τραπεζάκι

2 είκονες

1 κρεβάτι με τα τρίποδα και τις τάβλες

 

Στην κουζίνα βρέθηκε:

1 σκεύος

1 πιατοθήκη με διάφορα πιάτα και τσουκάλια

2 καζάνια (σιδεροτσίκαλα)

2 λυχνάρια τσίγκινα

- μπαγκάζια μικρής αξίας για την κουζίνα

1 μπαούλο από τενεκέ

 

Στο πόρτικο του σπιτιού βρέθηκε:

ένα αρμάρι από κουκουναριά, που λένε ότι ανήκε στην Ιζαμπέτα Κιότζα

6 καρέκλες από καρυδιά

2 τραπέζια φαγητού από κουκουνα-ριά

1 χαλί μεταχειρισμένο

1 πάγκος

6 μεγάλα κάδρα και 11 μικρά

1 τραπεζάκι καρυδιάς

1 πάγκος από κουκουναριά και 2 παλιά σκαμνιά

 

Σε ένα άλλο δωμάτιο προς τα δυτι-κά:

1 κρεβάτι κυπαρισσένιο

1 κάσσα από καρυδιά με φουστάνια και πουκαμίσες της κυρίας

4 κάδρα

1 τραπεζάκι κυπαρισσένιο

1 καθρέφτης μεγάλος

 

Σε ένα άλλο δωμάτιο στο ανώγειο:

1 κάσσα καρυδένια με ασπρόρουχα της Ιζαμπέτας

1 άλλη από κουκουναριά με διάφο-ρα της ίδιας

1 άλλη όμοια της ίδιας

1 κρεβάτι με τα καβαλέτα του

 

Στο στάβλο βρέθηκαν:

2 άλογα και ένα πουλάρι



Μάρτυρες: Μιχέλ Κούμουλος Γιώργη, Γιάννης Σγουρός π. Μανόλη.

 

***

 

Έγγραφο 14ο/Πάντιμος 79. Συμβόλαιο δωρεάς.

Την πρώτη Σεπτεμβρίου 1630, ινδικτιόνα 3η, στο Ρέθυμνο, πόλη του βασι-λείου της Κρήτης, στο σπίτι που κατοικεί η παρακάτω Μαρίνα Τεριανού, χήρα του Αντρέα. Με την ισχύ του παρόντος δημοσίου συμβολαίου δωρεάς, η παρα-πάνω δωρίζει  θεληματικά στην Τζουάννα Γρυλώνη π. Φραγκίσκου, ψυχοκόρη της, 2.000 υπέρπυρα, που θα δοθούν μετά το θάνατό της με τον εξής τρόπο: 1.000 με τόσα μετρητά και άλλα 1.000 με τόση εκτίμηση λινών ρούχων. Η δωρεά αυτή της Μαρίνας προς την παραπάνω Τζουάννα γίνεται, εξαιτίας της μεγάλης αγάπης που της έδειξε μέχρι σήμερα, με τη δήλωση όμως ότι δεν μπορεί  ούτε έχει την ευκολία να φύγει από την υπηρεσία της μέχρι να ζει. Αν φύγει νωρίτερα, δεν μπορεί να πάρει τίποτα από τη δωρεά. Με αυτούς τους όρους η παραπάνω Μαρίνα  με τη θέλησή της δωρίζει  τις παραπάνω 2.000. Η απόφασή της αυτή είναι αμετάκλητη, όπως δηλώνει μπροστά σε μένα και τους μάρτυρες.

Μάρτυρες: εκλαμπρότατος Μάρκος Λίμας π. μεγαλόπρεπου Πιέρου, Μιχέλ Κουνούπης Τζουάννε, από αυτή την πόλη.

 

 

 


 

 

 

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η: Συμβόλαιο γάμου.

Α. Το τυπικό.

Β. Προικοσύμφωνα μετά το γάμο.

Γ. Ακύρωση προικοσυμφώνου.

Δ. Τόπος και χρόνος σύνταξης προικοσυμφώνου.

α. Τόπος.

β. Χρόνος.

Ε. Χήρες και προικοχάρτια.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η: Προίκα.

Α. Το ύψος της προίκας.

α. Μικρές προίκες.

β. Μεσαίες προίκες.

γ. Μεγάλες προίκες.

Β. Χωρίς αριθμούς.

Γ. Προνοητικοί πατεράδες.

Δ. Δημοκρατικότητα - ισότητα.

Ε. Προικώα περισσεύματα/ελλείμ-ματα.

ΣΤ. Το περιεχόμενο της προίκας.

α. Κτηματική περιουσία.

β. Ρουχισμός.

γ. Χρυσάφι, ασήμι, κοσμήματα.

δ. Ζώα.

ε. Μετρητά.

ζ. Σπίτια και οικοσκευή.

η. Άλλα προικώα αντικείμενα.

Ζ. Προίκες με δόσεις.

Η. Πανωπροίκια.

Θ. Αδερφομοίρι.

Ι. Παράδοση και εκτίμηση προίκας.

ΙΑ. Πλασματική προσαύξηση.

ΙΒ. Εξόφληση προίκας/εξασφάλι-ση.

ΙΓ. Επιστροφή προίκας.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3η: Γάμος.

Α. Χρόνος τέλεσης του μυστηρίου.

Β. Καθορισμός χρόνου γάμου και παραβιάσεις.

Γ. Χωριανοί, κοντοχωριανοί, συνά-δελφοι.

Δ. Γάμοι με νόθους.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4η: Γαμπροί.

Α. Τα δώρα του γαμπρού.

Β. Γαμπροί με προίκα (πατρική και μητρική ευλογία).

Γ. Μοναχογιοί.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5η: Νύφες

Α. Παρούσες στην υπογραφή του συμβολαίου γάμου.

Β. Σε δεύτερο γάμο.

Γ. Σχέσεις με ακίνητα.

ΕΝΟΤΗΤΑ 6η: Αντιπρόσωποι.

ΕΝΟΤΗΤΑ 7η: Μάρτυρες.

ΕΝΟΤΗΤΑ 8η: Εκτιμητές/διαιτη-τές.

ΕΝΟΤΗΤΑ 9η: Συγγενείς.

ΕΝΟΤΗΤΑ 10η: Φεουδάρχες.

ΕΝΟΤΗΤΑ 11η: Ενδοοικογενεια-κές σχέσεις.

Α. Σχέσεις συζύγων.

Β. Σχέσεις πατριού - μητριάς και προγονού.

Γ. Σχέσεις αδελφών.

Δ. Σχέσεις εξαδέλφων.

ΕΝΟΤΗΤΑ 12η: Συμμετοχή της εκ-κλησίας.

ΕΝΟΤΗΤΑ 13η: Γηροκομήσεις/ Δωρεές.

ΕΝΟΤΗΤΑ 14η: Χειραφέτηση.

ΕΝΟΤΗΤΑ 15η: Οικογενειακές συμβάσεις/Κατοχυρώσεις.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Α. ΠΙΝΑΚΕΣ

Β. ΕΓΓΡΑΦΑ.


 


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Στην ύπαιθρο οι κάτοικοι ζούσαν επί αιώνες κάτω από συνθήκες έσχατης φτώχειας. Τις τελευταίες δεκαετίες πριν την τουρκική κατάκτηση μπορεί να είχαν αποκτήσει περισσότερες προσωπικές ελευθερίες και να είχαν βελτι-ώσει έστω στο ελάχιστο το βιοτικό τους επίπεδο, παρέμεναν όμως ακόμα δέσμιοι των καθημερινών αναγκών τους. Η επιβίωση ήταν ίσως ο μοναδικός τους στόχος. Η εκμετάλλευση σε βάρος τους ήταν μεγάλη. Δεν ήταν μόνο οι φεουδάρχες και οι βενετικές αρχές που τους πίεζαν, αλλά και οι γόνοι κάποιων ισχυρών οικογενειών, που δεν διέφεραν από τους ληστές. Μία από τις «ληστρικές» αυτές οικογένειες ήταν αυτή των Παπαδόπουλων. Ενδει-κτικό της ανασφάλειας, της αλληλεγγύης αλλά και της φτώχειας των χωρικών αποτελεί το παρακάτω συμβόλαιο:

O Οι Παπαδόπουλοι από το Ροδάκινο είχαν κλέψει τη γαϊδούρα του Κωνσταντή Βαρούχα από διπλανό χωριό. Μετά από καιρό ο συγχωριανός του Τζώρτζης Βαρούχας τη βρήκε, την έφερε πίσω και  την έδωσε στον Κωνσταντή. Συμφώνησαν να την έχουν μαζί. Θα την κρατούσε ο Κων-σταντής, αλλά θα την έδινε κατά περιόδους  και στον Τζώρτζη  να τη χρησιμοποιεί. Επίσης θα του έδινε και τα μισά πουλάρια[314].

Μέσα στη θολή ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν τα καθημερινά προβλή-ματα, το οικογενειακό δίκαιο ξέφευγε συχνά από τους καθιερωμένους κανόνες του και εμφάνιζε πολλών ειδών διαφορετικότητες. Μερικές πτυχές από τις διαφορετικότητες αυτές θα αναζητήσουμε και θα αναπτύξουμε παρα-κάτω, με βάση τα πρωτόκολλα του Βαρούχα και του Βλαστού, που έζησαν και εργάστηκαν στην ύπαιθρο του Ρεθύμνου. Είναι τα μοναδικά πρωτόκολλα επαρχιωτών νοταρίων της Δυτικής Κρήτης, που σώθηκαν μέχρι σήμερα.

Θα ακολουθηθεί και εδώ σε γενικές γραμμές η δομή που ακολουθήθηκε για το οικογενειακό δίκαιο στην πόλη. Αρχικά θα εξεταστούν όλες οι πτυχές των συμβολαίων γάμου που αποτελούν το βασικό πυρήνα της όλης μελέτης. Στη συνέχεια, θα γίνει λόγος για τα σχετικά με την προίκα και τη διαδικασία του γάμου. Θα ακολουθήσουν οι πρωταγωνιστές και συντελεστές των παρα-πάνω, δηλαδή γαμπροί, νύφες, αντιπρόσωποι, μάρτυρες, εκτιμητές, συγγε-νείς και φεουδάρχες. Ο ρόλος του καθενός θα περιγράφεται και θα αναλύ-εται αποκλειστικά με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν στις σχετικές δικαιο-πραξίες. Τέλος θα γίνει προσπάθεια προσέγγισης στις ενδοοικογενειακές σχέσεις, τη συμμετοχή της εκκλησίας στις διαδικασίες των συμβολαίων γάμου, σε περιπτώσεις πραγματικών ή εικονικών δωρεών, με στόχο τη γηρο-κόμηση, όπως και σε χειραφετήσεις και οικογενειακές περιουσιακές συμβάσεις.

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η: ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΓΑΜΟΥ.

 

Τα προικοσύμφωνα στην ύπαιθρο ακολουθούσαν σχεδόν το ίδιο τυπικό με αυτά των πόλεων. Η διαφορά τους ήταν ότι συντάσσονταν στα ελληνικά και ότι σε ορισμένα ακολουθούσαν κάποια τοπικά έθιμα που είχαν παγιωθεί από την εποχή του Βυζαντίου. Με άλλα λόγια, το βενετικό δίκαιο είχε μεγαλύτερη απήχηση στις πόλεις και μικρότερη στα χωριά. Αρχικά παρα-τίθεται ένα τυχαίο προικοσύμφωνο από τον νοτάριο Βλαστό και γίνονται κάποια γενικά σχόλια.  Ο λεπτομερής σχολιασμός θα γίνει στη συνέχεια.

 

Α. Το τυπικό.

α. Βλαστός, Πράξη 27/ 26/5/1600.

Στο όνομα του αιώνιου θεού ημών, αμήν. 1600 έτη από τη γέννηση του Χριστού, το μήνα Μάιο, 13η ινδικτιώνα, στο χωριό Ρούστικα, διαμερίσματος Ρεθύμνου, στο σπίτι που κατοικεί η Μαρία Βλαστούδαινα, χήρα του Νικολή Βλαστού. Εκεί, η Μαρία ήρθε σε συμφωνία γάμου με τον ευλαβέστατο παπά Ιωάννη Βλαστό π. παπά Κωνσταντή, που ενεργούσε για όνομα του αδερφού του Αντρέα, αφού πρώτα επικαλέστηκαν το όνομα της Αγίας Τριάδας και της υπεραγίας Θεοτόκου. Έτσι, η παραπάνω Μαρία υπόσχεται να δώσει την κόρη της Καλή νόμιμη γυναίκα του Αντρέα Βλαστού π. παπά Κωνσταντή, όπως ορίζει η αγία του θεού εκκλησία. Και υπόσχεται να δώσει για προίκα της παραπάνω Καλής, πρώτα την ευχή της και δεύτερο  2.000 υπέρπυρα. Από αυτά υπόσχεται τα 200 σε μετρητά και τα υπόλοιπα σε εκτίμηση λινών και τσόχινων, κατά τα συνηθισμένα. Ακόμα υπόσχεται να της δώσει, εκτός από τις 2.000 και τα παρακάτω ακίνητα. Πρώτα ένα χωράφι, χωρίς επιβαρύνσεις, στο Καριδο-φιλάκι, με όλα του τα δικαιώματα. Ένα αμπέλι με τα δέντρα του, όπως βρίσκεται με όλα του τα δικαιώματα, εκτός από μια μουριά που υπάρχει εκεί, την οποία θα κρατά όσο ζει, και όταν πεθάνει, θα είναι της Καλής, της νύφης. Μετά απ’ αυτό οφείλει να πληρώνει κάθε χρόνο στον ευγενή άρχοντα Φραγκί-σκο Μπαρότση ένα πινάκι ρίγλο στάρι και το ½ από τις ελιές. Με αυτό τον όρο: αν κάποτε τύχαινε να διεκδικήσει δικαστικά κανείς το προικώο αυτό, είναι υποχρεωμένη να το αποκαταστήσει με τη δική της προίκα και την περιουσία του μακαρίτη άντρα της. Και αν ίσως κάποτε θελήσει ο παραπάνω γαμπρός να πουλήσει το ακίνητο αυτό, να το αγορά-ζουν τα αδέλφια της Καλής. Και αν ίσως δεν είχαν τα αδέρφια της να το αγοράσουν, να το αγοράζει κάποιος από τους στενότερους συγγενείς του γαμπρού. Από τα παραπάνω να είναι και να θεωρούνται ως δώρα του γαμπρού τα 500 υπέρπυρα και τα υπόλοιπα ως προίκα της νύφης. Και από το άλλο μέρος, ο παραπάνω παπά Ιωάννης υπόσχεται να δώσει, ως αδερφικό και για την ψυχή του, στον αδερφό του Αντρέα τα σπίτια που έχουν από τον μακαρίτη τον πατέρα τους, όπως βρίσκονται, με όλα τους τα δικαιώματα, εκτός από τα έπιπλα που έχουν μέσα. Ακόμα του δίνει το χωράφι που έχουν στο Λάκκο, με όλα του τα δικαιώματα και υπόσχεται ότι θα τον βοηθήσει να το φράξει γύρω, γύρω  Ακόμα υπόσχεται να του δώσει από τον Ρουπακιά το μισό, και αφού τον μοιράσουν, να παίρνει και τρεις ρίζες ελιές που θα διαλέξει κοντά στο μερίδιο που θα πάρει. Ακόμα του υπόσχεται να του δώσει από τα έπιπλα έναν πάγκο και να του πάρει την κασέλα ή να του δώσει 30 υπέρπυρα. Ακόμα, κατά την ώρα του γάμου, θα του δώσει από όσα έχει τα μισά. Και από τα άλλα έπιπλα θα έχει πάλι τα μισά. Αυτά όλα θα πάρει ο γαμπρός την ημέρα του γάμου, δηλαδή το αδερφικό του μερίδιο, σαν τα προικιά της νύφης.  Και ο γάμος να γίνει, όταν θελήσουν τα παραπάνω μέρη. Ακόμα, να μην έχει να κάνει ο παραπάνω γαμπρός σε τίποτα άλλο παρά να είναι του παπά Ιωάννη, γιατί του έδωσε τα σπίτια μόνου του. Είναι παρών και ο παραπάνω γαμπρός. Μετά από αυτά να πληρώνουν ο παπάς και ο γαμπρός αν κάπου χρωστούν κάτι και πάλι αν τους χρωστούν, να παίρνει τα μισά.

 Και διά βεβαίωση της αλήθειας παρακάλεσαν μάρτυρες τους: Μιχελέτο Βλαστό π. παπά Κωνσταντή και Αντρέα Βλαστό Γιανά Καπετανόπουλου.

 

Στα περισσότερα συμβόλαια γάμου της υπαίθρου τα δώρα του γαμπρού ήταν μεγαλύτερα από το συνηθισμένο 10 % του συνόλου της προίκας. Στο παραπάνω συμβόλαιο η προίκα ήταν 2.000 υ. και ένα αμπέλι. Στην καλύτερη περίπτωση θα έφτανε συνολικά τις 3.500 υ. Και όμως τα δώρα του γαμπρού ήταν 500 υ. Στα περισσότερα πάλι συμβόλαια αναγράφεται λεπτομερώς και η περιουσία που παραχωρούσε ο πατέρας ή άλλος συγγενής στον γαμπρό. Εδώ ο αντιπρόσωπος και αδερφός του γαμπρού παραχωρεί σ’ αυτόν το, πατρικό τους μάλλον, σπίτι και κάποια έπιπλα. Η επίπλωση και η οικοσκευή στην ύπαιθρο ήταν από λιτές έως πρωτόγονες.  Ένας πάγκος ή μια κασέλα θεωρούνταν σημαντικά. Το τρίτο που μπορεί κανείς να επισημάνει είναι ότι τα προικιά της νύφης ή η περιουσία -αδερφομοίρι- του γαμπρού δίδονταν την ημέρα του γάμου, ενώ στις πόλεις οκτώ μέρες πριν.

 

Β. Προικοσύμφωνα μετά το γάμο.

Μερικές φορές και οι δύο πλευρές απέφευγαν τη σύνταξη συμβολαίου γάμου, επειδή ίσως δεν υπήρχε νοτάριος σε κοντινό χωριό, δεν ήθελαν να ξοδέψουν χρήματα, δεν είχαν τίποτα το αξιόλογο να δώσουν ή να πάρουν ή τέλος δεν είχαν κατανοήσει τη σκοπιμότητά του. Εννοείται ότι και στις περιπτώσεις αυτές  η πλευρά της νύφης είχε καταβάλει στον γαμπρό κάποια προίκα  ή τουλάχιστον του την είχε υποσχεθεί.  Επειδή όμως το προικοχάρτι, όπως ονόμαζαν το συμβόλαιο γάμου, ήταν απαραίτητο, όχι τόσο για την εγκυρότητα του γάμου όσο για κατοχύρωση της προικώας περιουσίας της νύφης, έπειτα από μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, το ζεύγος επισκε-πτόταν κάποιον νοτάριο και του ζητούσε να το συντάξει. Να σημειωθεί ότι στην ετεροχρονισμένη αυτή σύνταξή του, πέρα από τους οικονομικούς και νομικούς λόγους, πολύ βάρυναν και οι ηθικοί. Κάθε τι το καθιερωμένο ήταν και ηθικά επιβεβλημένο, με βάση τη νοοτροπία της εποχής.

O Ο Μανόλης Κορνιαχτός είχε παντρευτεί παλιότερα τη Σοφία Καλοτο-πούλα, χωρίς να υπογράψουν συμβόλαιο γάμου. Σ’ αυτό φαίνεται ότι είχε συντείνει ο θάνατος του πεθερού του. Μερικά χρόνια μετά ο Μανόλης συμφώνησε με τη χήρα πεθερά του και υπέγραψαν συμβόλαιο, με το οποίο η προίκα της νύφης οριζόταν στα 600 υ. Το ποσό αυτό του είχε υποσχεθεί προφορικά ο μακαρίτης πεθερός του πριν από το γάμο. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα 50 υ. Θα του τα έδινε όλα από την περιουσία της[315].

Στην παραπάνω περίπτωση φαίνεται ότι ο γαμπρός δεν είχε πάρει καθό-λου προίκα, όταν παντρεύτηκε, αρκούμενος στην υπόσχεση του πεθερού. Ο θάνατός του περιέπλεξε τα πράγματα και τώρα η πεθερά προσπάθησε να τον εξοφλήσει από τη δική της περιουσία.

 

O Η Καλή  είχε παντρέψει την κόρη της Εργίνα με τον Νικόλα Παγά, αλλά δεν της είχε κάνει προικοσύμφωνο. Τώρα το έκανε και της υποσχέθηκε ως προίκα και αδερφομοίρια το ? της πατρικής και μητρικής περιου-σίας[316].

 

Η κόρη στην οποία δεν είχαν υποσχεθεί προίκα, μπορούσε να διεκδικήσει το νόμιμο αδερφομοίρι της από την πατρική και μητρική περιουσία, όσα χρόνια και αν είχαν περάσει από το γάμο της.

O Η Καλή, αφού χήρεψε, απαίτησε από τον αδερφό της Νικολό Παπα-γιαννόπουλο το αδερφομοίρι της από την πατρική και μητρική περιουσία, γιατί ούτε ο πατέρας της, ούτε η μάνα της ούτε ο αδερφός της είχαν υποσχεθεί σ’ αυτήν προίκα. Ο Νικολό συμφώνησε και της παραχώρησε ως προίκα και αδερφομοίρι  ένα σπίτι [317].

O Ο Κοκόλης Δραλούκης είχε παντρέψει την κόρη του Εργίνα με τον Γιώργη Καλομενόπουλο χωρίς να της έχει κάνει προικοχάρτι. Τώρα της παραχώρησε ως προίκα το 1/3 της περιουσίας του και 300 υ. Στον γαμπρό έδωσε ως δώρο ένα αμπέλι[318].

O Ο Κοκόλης Δρουλούκης πάντρεψε την κόρη του Εργίνα με τον Γιώργη Καλομενόπουλο χωρίς να κάνει προικοχάρτι. Τώρα θέλησε να κάνει και υποσχέθηκε στο γαμπρό του το 1/3 της περιουσίας του και 300 υ., εκτός από το σπίτι και τα ζώα που του είχε δώσει. Ο γαμπρός δήλωσε ότι έχει πάρει όλα τα παραπάνω[319].

O Ο Αντρέας Βαρούχας παντρεύτηκε την Εργίνα κόρη του μακαρίτη πατέρα Μητροφάνη Βαρούχα, χωρίς να κάνουν προικοχάρτι. Επειδή η Εργίνα είχε κάποια πράγματα δικά της ως προίκα, ζήτησαν από τον νοτάριο εκ των υστέρων τη σύνταξή του. Όρισαν την προίκα στα 1.000 υ. από τα οποία τα 100 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Ο γαμπρός που ήταν παρών συμφώνησε να οριστεί από κοινού εκτιμητής  της προίκας ο Τζανάκης Βαρούχας. Αυτός εκτίμησε ένα ασημένιο κύπελλο,  φουστάνια, σεντόνια και πουκάμισο σε 1.022 υ.[320]

O Ο Νικολός Βαρούχας είχε παντρευτεί την Καλή, αλλά δεν είχαν κάνει συμβόλαιο γάμου. Τώρα συμφώνησε με τον αδερφό της γυναίκας του Τζανή να το κάνουν. Ο τελευταίος του υποσχέθηκε ως προίκα και αδερ-φομοίρια 1.430 υ. από τα οποία τα 200 θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Επιπλέον υποσχέθηκε σ’ αυτόν και ένα περιβόλι. Αυτό θα μπορούσε να το πουλήσει μόνο στον ίδιο[321]. Την ίδια μέρα έγινε και η παράδοση. Τα έβγαλαν 1.233 υ. Τα πήρε ο γαμπρός[322]. (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 3).

 

Ένας από τους λόγους που οι μελλόνυμφοι απέφευγαν να κάνουν συμβό-λαιο γάμου ήταν και ο δεύτερος γάμος. Όταν δηλαδή η γυναίκα παντρευόταν για δεύτερη φορά, είχε ήδη την προίκα της, οπότε δεν ήταν άμεσα απαραί-τητο το δεύτερο προικοχάρτι.

O Ο Γεωργιλάς Βαρούχας είχε από παλιά παντρευτεί τη Νικολόζα Βαρου-χοπούλα, αλλά δεν είχαν κάνει προικοχάρτι. Τώρα αποφάσισαν να κά-νουν, και η Νικολόζα υποσχέθηκε σ’ αυτόν όλη την προίκα που είχε δώσει και στον μακαρίτη τον πρώτο της άντρα. Αυτή μαζί με τα δώρα του γαμπρού ήταν 500 υ. Του υποσχέθηκε ακόμα και τα αδερφομοίρια της και ό,τι άλλο περίμενε[323].

Έχουμε και περιπτώσεις που γίνονταν γάμοι, χωρίς καν να γίνει συμβό-λαιο ή να καθοριστεί το ποσό της προίκας. Κάποτε η «γενναιοδωρία» του γαμπρού και της νύφης έπαιρνε τέλος.

O Η Καλή, χήρα του Γιώργη Φραγγή, είχε παντρευτεί χωρίς να δοθεί υπόσχεση προίκας από τους γονείς της. Τώρα συμφώνησε με τον αδερφό της Νικολό Παπαγιανόπουλο να πάρει το πατρικό και το μητρικό αδερφομοίρι της ως προίκα. Έτσι, ο Νικολό της έδωσε ένα σπίτι και αυτή παραιτήθηκε από κάθε άλλη διεκδίκηση[324].

Γ. Ακύρωση προικοσυμφώνου.

Το μεσοδιάστημα από την υπογραφή του συμβολαίου μέχρι την τελετή του γάμου ίσως κάποια από τις δύο πλευρές να μετάνιωνε και να ζητούσε βελτιώσεις στα συμφωνηθέντα ή να έβρισκε μια «καλύτερη τύχη», δηλαδή κάποιον άλλο γαμπρό ή νύφη, που να «συνέφερε» περισσότερο. Όσο και αν αυτό ξενίζει, ας μην ξεχνάμε ότι ο γάμος τότε, ιδίως στην ύπαιθρο, εκτός των άλλων, αποτελούσε και ένα είδος συνεταιρισμού προς αντιμετώπιση των βιοποριστικών αναγκών. Παρ’ όλα αυτά, οι ακυρώσεις συμβολαίων γάμων στην ύπαιθρο, ήταν ελάχιστες, μια και αποτελούσαν, εκτός των άλλων, και στίγμα για τους μελλόνυμφους.

O Ο Γεωργιλάς Βαρούχας για την κόρη του Ζαμπέτα και ο Τζανής Ντα-τσίπρης αποφάσισαν γάμο. Επειδή προηγουμένως είχαν υπογράψει και άλλο προικοχάρτι, σε άλλον νοτάριο, συμφώνησαν να το ακυρώσουν σαν να μην είχε γίνει ποτέ[325].

Δεν διευκρινίζεται αν ο Γεωργιλάς είχε υπογράψει το παλιό συμβόλαιο με τον Τζανή και με το νέο απλώς άλλαξαν κάποια από τα συμφωνηθέντα, ή το είχε υπογράψει με άλλο γαμπρό, που τελικά το μετάνιωσε. Το πιο πιθανό είναι το δεύτερο, γιατί αν ήταν με τον Τζανή και το πρώτο, το πιο φυσικό ήταν να μην αλλάξουν και νοτάριο. 

 

Δ. Τόπος και χρόνος σύνταξης  προικοσύμφωνου.

α. Τόπος. Ο τόπος που συντασσόταν το συμβόλαιο γάμου ήταν συνήθως, όπως αναφέραμε και για την πόλη, το σπίτι της νύφης, του γαμπρού, κάποιου συγγενή ή κάποιου φίλου, μια εκκλησία, ένα αλώνι…

O Ο καλόγερος Κάλλιστος συμφώνησε να παντρέψει την κόρη του… Ήρθε η μάνα του γαμπρού στο κελί του, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και τα συζήτησαν. Υποσχέθηκε προίκα[326]

O Στο σπίτι της στο χωριό Ρούστικα η χήρα καλογριά/παπαδιά Βλαστο-πούλα συμφώνησε με τον Κωνσταντή Βλαστό να του δώσει την κόρη της με προίκα 2.000 υ., τα 1.700 υ. σε ρούχα και τα άλλα σε ασήμι και μετρητά. Τα 200 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Συμφώνησαν να δώσει την εκτίμηση την ώρα του γάμου και τα υπόλοιπα σε τρία χρόνια με 100 υ. το χρόνο[327]. 

O Στο χωριό Άγιος Γεώργιος στο αλώνι της χήρας παπαδιάς Βλαστοπούλας. Εκεί η παπαδιά για το γιο της διάκο Μανόλη και ο Μάρκος Βλαστός από το χωριό Ρούστικα για την κόρη του Πολιτίνα συμφώνησαν γάμο[328].

 

Γενικά, ο τόπος που γίνονταν τα περισσότερα συμβόλαια γάμου, ήταν, όπως ήταν και φυσικό, το σπίτι του πατέρα της νύφης. Πάντως, οι προτιμή-σεις ίσως διέφεραν από περιοχή σε περιοχή. Από τα 69 προικοσύμφωνα που συναντάμε στο πρωτόκολλο του Βαρούχα τα 39 συντάχτηκαν στο σπίτι της νύφης (ποσοστό 56,5%), τα 20 σε σπίτια συγγενών ή φίλων της νύφης (29%), 5 σε εκκλησίες και 5 στο σπίτι του γαμπρού (από 7%). Αντίθετα, από τα 19 που υπάρχουν στο πρωτόκολλο του Βλαστού τα 7 γράφτηκαν στα σπίτια αντιπροσώπων της νύφης (37%), άλλα τόσα σε εκκλησίες ή μονα-στήρια, 2 στο σπίτι του νοταρίου (10,5%), άλλα δύο σε απροσδιόριστο τόπο, και ένα στο σπίτι συγγενή (β. Παράρτημα του Α΄ κεφαλαίου, πίνακας 3).

β. Χρόνος. Τα συμβόλαια γάμου στην ύπαιθρο, κατά κανόνα, συντάσ-σονταν σε περιόδους που οι αγροτικές δουλειές ήταν περιορισμένες. Τα πρωτεία είχαν οι καλοκαιρινοί μήνες μετά το θερισμό, οι χειμωνιάτικοι με τις γιορτές των Χριστουγέννων και οι ανοιξιάτικοι με τις γιορτές του Πάσχα.

Πιο συγκεκριμένα από τα 69 προικοχάρτια του Βαρούχα έγιναν: 4 τον Ιανουάριο, 6 το Φεβρουάριο, 3 το Μάρτιο, 10 τον Απρίλιο, 6 τον Ιούνιο, 7 τον Ιούλιο, 10 τον Αύγουστο, 5 τον Σεπτέμβριο, 6 τον Οκτώβριο, 5 το Νοέμβριο και 7 το Δεκέμβριο. Με άλλα λόγια  17 το χειμώνα, 13 την άνοιξη, 23 καλοκαίρι και 16 το Φθινόπωρο. Από τα 19 του Βλαστού έγιναν 1 τον Ιανουάριο, 3 το Φεβρουάριο, 4 τον Απρίλιο, 1 τον Ιούνιο, 3 τον Ιούλιο, 2 τον Αύγουστο, 1 τον Οκτώβριο και 4 τον Δεκέμβριο. Με άλλα λόγια, 8 το χειμώνα, 4  την άνοιξη, 6 το καλοκαίρι, 1 το φθινόπωρο.

Ο μόνος μήνας που δεν έχει κανένα προικοσύμφωνο ήταν ο Μάης. Οι Κρητικοί παραδοσιακά θεωρούσαν ότι αν έκανε κανείς γάμο το Μάη, δεν θα πήγαινε καλά, αφού ο ένας από τους δύο συζύγους θα πέθαινε ή θα έβγαζαν παιδιά ανόητα… Ιατρικά, σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες, ίσως είχαν κάποιο δίκιο. Να σημειωθεί ότι η σύνταξη του προικοσυμφώνου ήταν διαφορετική από την τέλεση του μυστηρίου του γάμου. Μπορούσε δηλαδή να έχουν μεγάλη ή μικρή χρονική διαφορά. Η παράδοση πάντως ήταν τόσο ισχυρή, ώστε εξοβέλιζε ακόμα και από την σύνταξη τον εν λόγω μήνα. Και αυτό γιατί στο μυαλό του χωρικού το προικοσύμφωνο σήμαινε γάμο.

Με βάση σχετική μελέτη του Παύλου Βλαστού [329], οι γάμοι στη διάρκεια της τουρκοκρατίας γίνονταν κατά τα τέλη του φθινοπώρου ή αρχές του χειμώνα. Γενικότερα από Σεπτέμβρη έως Απρίλη. Αυτό συνέβαινε γιατί τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν έτοιμο το κρασί, υπήρχαν λιγότερες δουλειές και σχετική αφθονία των απαραίτητων προϊόντων για το γάμο. Εξάλλου και οι αρχαίοι Έλληνες στην περίοδο από 15 Ιανουαρίου έως 15 Φεβρουαρίου  είχαν εντάξει το δικό τους μήνα Γαμηλιώνα. Η μέρα που προτιμούσαν οι  χριστιανοί ήταν η Κυριακή, ενώ απέφευγαν την Τρίτη και την Τετάρτη. Εκτός από τα δίσεκτα έτη, απέφευγαν να κάνουν γάμους και κατά τη λίγωση του φεγγαριού, δηλαδή το τελευταίο τέταρτο της σελήνης.

Γενικά: προτιμούσαν τις Κυριακές από Σεπτέμβρη έως Απρίλη, απέφευ-γαν την Τρίτη και την Τετάρτη, τα δίσεκτα χρόνια, τη λίγωση, τον Μάη και τους καλοκαιρινούς μήνες (βλ. και Παράρτημα του Α΄ κεφαλαίου, πίνακας 5).

 

Ε. Χήρες και προικοχάρτια.

Η σκληρή δουλειά στην ύπαιθρο, η φτώχεια και οι αυξημένες ευθύνες σε συνάρτηση με την έλλειψη στοιχειώδους έστω  περίθαλψης, είχαν κατεβάσει πολύ χαμηλά τον μέσο όρο ζωής. Επειδή οι άντρες συνήθιζαν να παίρνουν μικρότερες γυναίκες, κατά κανόνα, πέθαιναν αυτοί πρώτοι. Όταν είχαν κορί-τσια και είχαν προλάβει να τα παντρέψουν, οι ευθύνες που άφηναν στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ήταν περιορισμένες. Όταν όμως δεν προλά-βαιναν, «πλήρωναν τη νύφη» οι δύστυχες χήρες τους. Αυτές όφειλαν να βρουν γαμπρούς, να υποσχεθούν προίκα και να αναλάβουν ως αντιπρόσωποι τις διαδικασίες της υπογραφής του συμβολαίου γάμου των παιδιών τους. Τυχερές ήταν όσες από αυτές είχαν και αγόρια, γιατί τις βοηθούσαν στο δύσκολο έργο τους. Έχουμε και περιπτώσεις να υπογράφουν δυο χήρες. Συχνότατα στη διαδικασία της υπογραφής ήταν παρόντες γαμπροί ή νύφες.

O Η Φροσυνούλα Σιριανοπούλα, χήρα, για την κόρη της Μαρία, και η χήρα Μαρία Καλομενοπούλα για το γιο της Γιώργη συμφώνησαν γάμο. Προί-κα και το αδερφομοίρι ορίστηκαν στα 1.000 υ. Τα 800 υ. θα δίνονταν σε ρούχα και τα 200 υ. σε μετρητά. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 100 υ. Η μάνα του γαμπρού υποσχέθηκε τη μισή κινητή και ακίνητη περιουσία στο γιο της. Ο γαμπρός ήταν παρών[330].

O Η χήρα Μαρκεζίνα Αγιοστεφανιτοπούλα για την κόρη της Μαριέτα και ο Μανολάς Βαρούχας για το γιο του Μιχελή αποφάσισαν γάμο. Η Μαρκε-ζίνα ως  κομισάριος και του μακαρίτη άντρα της υποσχέθηκε στην κόρη της  ως προίκα τη μισή περιουσία της για τώρα και την άλλη μισή μετά το θάνατό της. Τα δώρα του γαμπρού συμφώνησαν να είναι 500 υ. Από την άλλη πλευρά, ο πατέρας του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο του τα μισά από όσα είχε. Σε αντάλλαγμα, ο Μιχελής αναλάμβανε την υποχρέωση να τον βοηθήσει στην εξόφληση της προίκας της αδερφής του[331].

O Νικολόζα Βαρουχοπούλα, χήρα, για την κόρη της Μαρία και ο Νικολό Βαρούχας για δικό του αποφάσισαν γάμο, με προίκα 600 υ. Τα 500 υ. θα δίδονταν με ρούχα και τα 100 υ. σε μετρητά. Τα δώρα του γαμπρού ορί-στηκαν στα 100 υ. Από σήμερα η χήρα παραχώρησε στο γαμπρό το 1/5 από το αμπέλι της. Όταν αυτή πέθαινε, θα έπαιρνε το 1/5 και από τα υπόλοιπα[332].

Όταν ο γαμπρός ήταν ασυνείδητος, μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη χήρα πεθερά του. Αυτό βέβαια σπάνια συνέβαινε, γιατί στις κλειστές κοινωνίες των χωριών όλα ήταν σε όλους γνωστά.

O Η χήρα Ανέζα Βλαστοπούλα είχε δώσει στο γαμπρό της Μανόλη Βλαστό  από τα 200 υ. της προίκας τα 155 υ., χωρίς να πάρει απόδειξη. Τώρα που του έδωσε και τα υπόλοιπα 45 υ., την εξασφάλισε για όλα[333].                      

 

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η: ΠΡΟΙΚΑ.

 

Α. Το ύψος της προίκας.

Οι προίκες στα χωριά ήταν, κατά κανόνα, πολύ μικρότερες από αυτές της πόλης. Ο λόγος είναι προφανής. Οι αγρότες και οι βοσκοί είχαν ελάχιστα έσοδα και πλήρωναν μεγάλους φόρους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επιβιώ-νουν με μεγάλη δυσκολία και να φροντίζουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Κρίνεται σκόπιμο να δοθούν ενδεικτικά προίκες των κοριτσιών των χωριών, αφού χωριστούν σε μικρές (μέχρι 1.000 υ.), μεσαίες  (1.000-2.000 υ.) και μεγάλες (2.000 υ. και πάνω), προκειμένου να γίνει φανερή η οικονομική κατάσταση των κατοίκων της υπαίθρου και μερικές ιδιαιτερότητές τους. 

α. Μικρές προίκες. Ένα χωραφάκι και λίγα ρούχα ήταν οι συνηθισμένες προίκες που πρόσφεραν στις κόρες τους οι φτωχοί χωρικοί, αγρότες και βοσκοί. Το τυπικό πάντως υποχρέωνε τους μελλόνυμφους όχι μόνο να υπο-γράφουν σχετικό συμβόλαιο γάμου, αλλά και να εκτιμούν μόνοι τους ή με τη βοήθεια τρίτων τα προσφερόμενα αντικείμενα, προκειμένου να αποτελέσουν την περιουσία/προίκα της νύφης.

O Ο Νικόλας Βενέρης παρέδωσε την προίκα  της κόρης του Ανέζας στον γαμπρό του Νικολό Βλάχο.  Την αποτελούσαν ένα αμπέλι 5 εργατών  που εκτιμήθηκε 175 υ. και μερικά ρούχα. Συνολικά 520 υ. Στο συμβόλαιο γάμου είχε υποσχεθεί μόνο 500 υ. Τα 20 που περίσσευαν τα χάρισε  στον γαμπρό[334].

O  Ο Μανόλης Δραγανίγος παρέδωσε στον γαμπρό του Ιωάννη Κορφιώτη τα προικιά της κόρης του Καλής. Ορίστηκαν από κοινού δύο εκτιμητές και τα έβγαλαν 666 υ.[335]

O Ο Θωμάς, ο Νικολός και ο Αντρέας Βαρούχες έδωσαν την προίκα της αδερφής τους Μαριέτας στον γαμπρό τους Γεωργιλά Βαρούχα. Αυτή ήταν 16 πρόβατα με 14 υ. το ένα, μετάξι, ένα βόδι (που εκτιμήθηκε 120 υ.), 2 τσεκίνια και 32 υ. Συνολικά 618 υ.[336]

Μερικές από τις νύφες που διέθεταν μικρή προίκα φρόντιζαν τουλάχιστον να την εξασφαλίσουν από την πιθανή αρπακτική διάθεση του γαμπρού.

O Η Εργίνα Βαρουχοπούλα στο σπίτι του πατέρα της και ο Μανόλης Πλα-τινολίος από διπλανό χωριό συμφώνησαν γάμο. Η Εργίνα υποσχέθηκε ως προίκα στον Μανόλη 500 υ. Αυτά θα κατέβαλε με δυο χρυσά τσεκίνια, ένα γάιδαρο και ρούχα. Αν τελικά ο γαμπρός αθετούσε για οποιαδήποτε λόγο την υπόσχεσή του, ήταν υποχρεωμένος να της έδινε από την περιου-σία του 500 υ. και όλα όσα του είχε δώσει ως δώρα και προίκα. Ο Μανόλης δέχτηκε και της έδωσε δακτυλίδι μπροστά στον παπά Μιχελή Βαρούχα, τον νοτάριο και τους μάρτυρες[337].

Η Εργίνα πρέπει να ήταν μεγάλη σε ηλικία, αφού μόνη της διαπραγμα-τεύεται τα του γάμου της και προσπαθεί να δέσει τον γαμπρό με κάθε τρόπο. Η παρουσία ιερέα, το δακτυλίδι και τα 500 υ. τιμωρίας καθιστούσαν ίσως τον γαμπρό πιο προσεκτικό…

 

Παλιότερα ίσως οι προίκες να ήταν ακόμα μικρότερες. Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω περίπτωση.

O Η Μαρία Βαρουχοπούλα, όταν πέθανε ο άντρας της, ζήτησε πίσω την προίκα της. Της την έδωσε ο προγονός της ιερομόναχος Ιερεμίας. Τα  αντικείμενά της εκτιμήθηκαν σε  86 υ. Μέσα σε αυτά ήταν και 4 κότες[338]. 

Είναι  η μικρότερη προίκα που συναντάμε στα σχετικά πρωτόκολλα.

O Η χήρα Ανέζα Βλαστοπούλα είχε δώσει στο γαμπρό της Μανόλη Βλαστό  από τα 200 υ. της προίκας τα 155 υ., χωρίς να πάρει απόδειξη. Τώρα που του έδωσε και τα υπόλοιπα 45 υ., την εξασφάλισε για όλα[339].

O Η Μαρία Καναβοπούλα για την κόρη της Τζορτζίνα και ο Ιωάννης Απο-στόλης για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η Μαρία υποσχέθηκε για προίκα 1.000 υ. Θα τα έδινε με όσα είχε αφήσει στην Τζορτζίνα ο μακαρίτης πατέρας της με τη διαθήκη του και αν δεν κάλυπταν το ποσό, θα το συμπλήρωνε η ίδια[340]. Τα ρούχα που της έδωσε εκτιμήθηκαν σε 636 υ.[341]

O Η Ζαμπέτα Χορτατζοπούλα και ο γιος της για την κόρη/αδελφή Εργίνα και Νικολό Βενέρης για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και το αδερφομοίρι μητρικό και πατρικό (αυτό το γράφουν σχεδόν πάντα) ορί-στηκαν σε 1.000 υ. Αυτά θα δίδονταν με εκτίμηση ρούχων. Τα 100 υ. θα ήταν τα  δώρα του γαμπρού[342].

O Ο παπά Γεώργιος Σκορδίλης έδωσε την προίκα της κόρης του Εργίνας στον γαμπρό του δάσκαλο Κωνσταντή. Ορίστηκε εκτιμητής και τα έβγαλε  420 υ. Ήταν όλα ρούχα. Τα παρέλαβε ο γαμπρός[343].

O Η Εργίνα Καλοσυνοπούλα επέστρεψε στη χήρα πια νύφη της την προίκα της. Την εκτίμησή της έκανε ο νοτάριος και η νύφη, που ωστόσο είχε παντρευτεί ξανά, την παρέλαβε μαζί με το νέο άντρα της. Όλα και όλα εκτιμήθηκαν σε 160 υ.[344]

Στις παραπάνω 10 μικρές προίκες ο μέσος όρος μόλις υπερβαίνει τα 500 υπέρπυρα.

Εννοείται ότι θα υπήρχαν και γάμοι χωρίς καμιά προίκα και φυσικά χωρίς προικοσύμφωνο. Και αυτό γιατί σε όλες τις εποχές η μοίρα όλο και κάποιους ξεχνά κάτω από τον ήλιο…

β. Μεσαίες προίκες. Όταν, στην ύπαιθρο, οι προίκες ξεπερνούσαν τα 1.000 υ. δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ευκαταφρόνητες. Σημασία είχε το περιεχόμενο τους και ο τρόπος καταβολής τους. Και αυτό γιατί πολλές φορές παρέμεναν στο σύνολό τους ή σε τμήμα τους  μόνο στα χαρτιά. Η αρχαία ρήση «ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος» εφαρμοζόταν πολλές φορές στην πράξη. 

O Η χήρα Βαλαστούδαινα για την κόρη της και ένας παπάς για τον μικρό αδερφό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στις 2.000 υ. Από αυτά τα 1.800 υ. θα ήταν σε ρούχα και τα 200 υ. σε μετρητά. Επιπλέον της παραχωρούσε χωράφι και αμπέλι. Αν κάποιος διεκδικούσε δικαστικά τα ακίνητα αυτά, θα τα αναπλήρωνε, πληρώνοντας την αξία τους η ίδια από την προίκα της. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα 500 υ. Ο παπάς υποσχέθηκε στον αδερφό του κάποια έπιπλα και το αδελφομοίρι του, δηλαδή  το μερίδιό του από την πατρική και μητρική περιουσία[345].                                              

Ο παπάς πρέπει να ξεγέλασε ή να εκβίασε τη χήρα, γιατί τα δώρα του γαμπρού ήταν υπερδιπλάσια του κανονικού.

 

O Η Ανέζα Καφατοπούλα και ο γιος της παρέδωσαν την προίκα της κόρης/αδερφής, που την εκτίμησαν ένας παπάς και ένας μάστορας. Την παρέλαβε  ο γαμπρός Μιχάλης Καλλέργης Τα ρούχα που εκτίμησαν μαζί με τα μετρητά που κατέβαλαν (159 υ. και 6 τσεκίνια) έφτασαν τα  1.926 υ.[346]

O Ο Γεωργιλάς Παπαγιαννόπουλος για την κόρη του Μαρούσα και ο δάσκαλος Γιώργης Κακάβελας συμφώνησαν γάμο. Η  προίκα ορίστηκε στα 2.000 υ.  από τα οποία τα 500 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Θα δίδονταν τα 1.500 υ. σε ρούχα και τα 500 υ. σε ασήμι και μετρητά[347].  Την ίδια μέρα όρισαν εκτιμητές τον φεουδάρχη Θεόφιλο Βαρούχα και έναν παπά, οι οποίοι εκτίμησαν  τα ρούχα, το ασήμι και ένα βόδι σε 1.853 υ. Αυτά παρέλαβε ο δάσκαλος. Τα υπόλοιπα θα έπαιρνε σε ένα χρόνο[348].

O Ο Αντρέας Βαρούχας για την κόρη του Καλή και ο Αγγελούτσος Βαρού-χας για δικό του αποφάσισαν γάμο.  Συμφώνησαν να είναι η προίκα και τα αδερφομοίρια 1.400 υ. Τα 200 υ. θα αποτελούσαν τα δώρα του γαμπρού. Θα δίδονταν τα 1.000 υ. σε ρούχα και τα 400 υ. σε ασήμι και μετρητά. Η εκτίμηση και η παράδοση θα γινόταν την ώρα του γάμου μαζί με 100 υ. Τα υπόλοιπα θα καταβάλλονταν σε  4 ετήσιες δόσεις[349].

O Ο παπά Γιώργης Σκορδίλης παρέδωσε την προίκα της κόρης του Εργίνας στον γαμπρό του. Έβαλαν εκτιμητές δυο παπάδες, που την εκτίμησαν σε 1.278 υ.[350]

O Ο Μανόλης Δραγανίγος για την κόρη του Ελένη και η Ανέζα Φραγκο-πούλα, χήρα, για το γιο της Μιχελή Παπαδόπουλο συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια ορίστηκαν σε 1.500 υ. Από αυτά θα ήταν 200 υ.  τα δώρα του γαμπρού.  Θα δίδονταν τα 500 υ. σε μετρητά και τα 1.000 σε ρούχα. Η χήρα υποσχέθηκε στο γιο της το ? της συνολικής περιουσίας της.  Παρών ήταν και ο γαμπρός που δέχτηκε[351].

O Ο παπά Γιώργης Λαγγουβάρδος θέλησε να παραδώσει στον γαμπρό του δάσκαλο Ιωάννη Λίτινο την προίκα της κόρης του Φαντίνας. Όρισαν εκτιμητές τον τοπικό φεουδάρχη και τον νοτάριο. Η εκτίμηση θα γινόταν κατά τη βενετική συνήθεια (more veneto). Τελικά εκτίμησαν ρούχα, ντοντίνια (χάντρες) και ένα αμπέλι σε 1.900 υ. Ο γαμπρός τα πήρε, ενώ ο  νοτάριος διάβασε το προικοχάρτι στη Φαντίνα., που συμφώνησε[352].

O Ο Τζανής Παλιομίλης για την κόρη του Εργίνα και ο Γιακουμής Μουσό-της συμφώνησαν γάμο. Για την εκτίμηση της προίκας όρισαν έναν παπά και έναν κοσμικό. Η εκτίμηση θα ήταν «more veneto». Μισό αμπέλι, μισό πατητήρι και ρουχισμός εκτιμήθηκαν συνολικά σε 1.300 υ. Τα πήρε ο γαμπρός και εξοφλήθηκε[353].

O Ο Τζανάκης Βαρούχας για την κόρη του Καλίτζα και ο Ιωάννης Δράγα-σης για δικό του. αποφάσισαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια ορί-στηκαν στα 1.600 υ. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 600 υ. Από το σύνο-λο τα 600 υ. θα δίδονταν σε μετρητά και τα 1.000 υ. σε ρούχα. Από τα ρούχα θα έδινε τα 600 υ. την ώρα του γάμου και τα υπόλοιπα σε τρεις ετήσιες δόσεις[354]. 13 μέρες μετά ο πεθερός έδωσε στο γαμπρό 150 υ. σε μετρητά για λογαριασμό της προίκας[355]. Την ημέρα του γάμου τα προικιά (ρούχα και δύο ασημένια κύπελλα) παραδόθηκαν, αφού εκτιμήθηκαν από τον πατέρα Θεόφιλο Βαρούχα σε 1.235 υ.[356] Τα υπόλοιπα  220 υ. του τα έδωσε με μια γελάδα[357]. 

O Ο Φραγκιάς Λιμας για την κόρη του Μαριέτα και ο Γιώργης Καλοσυνάς για δικό του κατέληξαν σε γάμο. Η προίκα και αδερφομοίρια συμφω-νήθηκαν στα 1.450 υ. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα 300 υ. Το σύνολο θα κατέβαλε με ρούχα, όπως και με αμπέλι, 4 κερασιές, 5 μουριές. Παρούσα ήταν και η νύφη που δέχτηκε[358]. Για την εκτίμηση, που θα ήταν more veneto,  όρισαν τον Γιαννά Δήμο και τον νοτάριο. Αυτοί τα εκτίμησαν 1.800 υ. Τα επιπλέον 350 υ. ο πεθερός τα άφησε σαν πανωπροίκια[359].

O Ο Αλέξης Βλαστός για την κόρη του Εργίνα και ο Κωνσταντής Καβαδάς για δικό του αποφάσισαν γάμο.  Η προίκα και  τα αδερφομοίρια ορίστη-καν σε 2.000 υ. με χωράφια και αμπέλια, και άλλες  2.000 υ. σε ρούχα. Από αυτά τα θα ήταν 500 υ. τα δώρα του γαμπρού[360].

Γενικά, στις παραπάνω 10 μεσαίες προίκες ο μέσος όρος φτάνει στα  1.650 υ.

γ. Μεγάλες προίκες. Στην ύπαιθρο συνήθιζαν να διαμένουν μερικοί, μικροί κυρίως, φεουδάρχες, για να εποπτεύουν από κοντά τις περιουσίες τους. Πλάι τους είχαν πλήθος από νόμιμα και νόθα παιδιά, ακολουθώντας το παράδειγμα των συναδέλφων τους της πόλης. Αυτοί, που μαζί με μερικούς μεγαλοκτηματίες, ξεπεσμένους ευγενείς και κληρικούς αποτελούσαν την «αριστοκρατία» των χωριών, είχαν τη δυνατότητα να παραχωρούν στις κόρες τους αξιόλογες προίκες. Συχνά στο ύψος της προίκας συνέβαλαν και δωρεές από πλούσιους συγγενείς. Οι περισσότεροι βέβαια, παρά τα εντυπω-σιακά «προικώα νούμερα» ακολουθούσαν τη γενική μιζέρια. Τη σκληρή αγροτική ζωή. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς διαβάζοντας τα παρα-κάτω προικοσύμφωνα, που, εκτός από τους αριθμούς, έχουν και τα είδη των αντικειμένων της προίκας. Τα βόδια, τα γαϊδούρια, οι πάγκοι, τα πιθάρια, τα σκαμνιά και τα κοφίνια δεν ήταν και τα καλύτερα δείγματα πλούτου και ευημερίας στο κάθε νέο σπιτικό.

O Η παπαδιά για το γιο της, διάκο Μανόλη, και ο Μάρκος Βλαστός από τα Ρούστικα για την κόρη του Πολιτίνα αποφάσισαν γάμο. Ο Μάρκος υπο-σχέθηκε ως προίκα 4.000 υ., από τα οποία τα 1.250 θα έδινε σε ασήμι, μαργαριτάρια και  μετρητά, και τα υπόλοιπα σε ρούχα. Τα 400 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Τα ρούχα θα δίδονταν την ώρα του γάμου και τα μετρητά μέσα σε τρία χρόνια από το γάμο. Η παπαδιά υποσχέθηκε στο γιο της δυο σπίτια, ένα πάγκο, δυο βόδια και δυο πουλάρια, όπως και  το 1/3 από τα ακίνητα και την οικοσκευή που διέθετε[361]. Η εκτίμηση έγινε  στο σπίτι της νύφης με εκτιμητές δυο παπάδες.  Τα είδη που εκτιμήθηκαν ήταν 20 και η εκτίμηση τα έβγαλε 2.762 υ.[362]

O Ο Μάρκος Βλαστός για τον γιο του Αλέξη και ο παπάς Τζώρτζης Λατινο-λέος για την κόρη του Χριστίνα συμφώνησαν γάμο. Ο Μάρκος  υποσχέ-θηκε προίκα 5.000 υ. Από αυτά τα 1.700 υ. θα έδινε σε ασήμι και μετρη-τά (1.000 υ. και 700 υ. αντίστοιχα) και τα υπόλοιπα σε ρούχα. Τα 5.000 υ. θα ήταν δώρα του γαμπρού. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο του πολλά ακίνητα, ένα βόδι, ένα πουλάρι μερικά πιθάρια, ένα κοφίνι και ένα σκαμνί. Ο γάμος θα γινόταν τον Ιούλιο[363]. Η εκτίμηση έγινε στο σπίτι του αδερφού της νύφης από έναν παπά και έναν κοσμικό. Τα είδη ήταν 21 και εκτιμήθηκαν 3.330 υ. Το ασήμι, που είχε υποσχεθεί, του το έδωσε με ένα βόδι (εκτιμήθηκε 216 υ.). Παράλληλα, του έδωσε και 80 υ. μετρη-τά[364].

Ο γαμπρός προτίμησε το βόδι από το ασήμι, γιατί το πρώτο βοηθούσε την καθημερινότητα, ενώ το δεύτερο μπορεί να αποτελούσε ένα είδος επένδυ-σης, αλλά δεν ήταν εύκολα αξιοποιήσιμο.

O Ο Τζουάνε  Βαρούχας για την κόρη του Εργίνα και η χήρα Ανέζα Βαρου-χοπούλα για το γιο της Νικολό αποφάσισαν γάμο με προίκα και αδερφο-μοίρι στις 3.500 υ. Αυτά θα δίδονταν με ρούχα, ασήμι και μετρητά. Τα 500 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Η μάνα του γαμπρού υποσχέθηκε σ’ αυτόν το 1/3 της προίκας της[365].

O Ο Λορέτζος Μπαρότσης, νόθος του Τζορτζέτου, για δικό του, και ο Σταμάτης Τζούκος για τη Μαρία, που επειδή δεν την ήξερα, με διαβε-βαίωσε για την ταυτότητά της ο ευγενής Φραγκίσκος Βαρούχας, αποφά-σισαν γάμο. Ο Λορέτζος είχε τη Μαρία στο σπίτι του από αγάπη και αυτή θέλησε να πάρει  τον νόθο. Η προίκα ορίστηκε στις 3.500 υ. και τα δώρα του γαμπρού στα 1.200 υ. Οι 2.300 υ. θα δίδονταν  σε μετρητά, που τα κατέβαλε αμέσως ο Λορέτζος με 13 χρυσά τσεκίνια, χρυσό δακτυλίδι, ασημένια κούπα και πιρούνια. Από αυτά τα 1.000 υ. ήταν το μερίδιο του αδερφού του Ιάκωβου, σύμφωνα με τον Σταμάτη. Τα ρούχα αξίας 1.200 υ.  όφειλε να δώσει ο Σταμάτης μέσα σε έξι μήνες[366].

Επειδή δεν υπήρχαν ταυτότητες, σε περίπτωση που ο νοτάριος δεν γνώ-ριζε κάποιον πελάτη του, ζητούσε πιστοποίηση από κάποιον κοινό γνωστό τους. 

O Ο Αντρέας Βαρούχας εξασφαλίζει την πεθερά του Ζαμπέτα Μαματο-πούλα και τον κουνιάδο του, βεβαιώνοντας ότι πήρε τις 13.000 υ. που του υποσχέθηκαν για προίκα με σπίτι, αμπέλι, ασήμι, χρυσάφι, μαργαριτάρια, εκτίμηση ρούχων και μετρητά[367].

Συχνά οι δωρεές πλούσιων συγγενών προς την νύφη ανέβαζαν το ύψος της προίκας.

O Ο Τζώρτζης Βεργίτσης υποσχέθηκε στον γαμπρό του Αντρέα Γονάλε προίκα 10.000 υ. Οι 5.000 υ. θα δίδονταν σε ρούχα και οι άλλες σε ακίνητα. Την εκτίμηση των ρούχων και των ακινήτων θα έκαναν την ώρα του γάμου και αν έμεναν υπόλοιπα, θα του έδινε περιουσία να εκμεταλ-λεύεται μέχρι να τον εξοφλήσει πλήρως. Μέσα σε δέκα χρόνια μπορούσε ο ίδιος ο Τζώρτζης ή οι κληρονόμοι του να αγοράσουν όλα τα ακίνητα που του έδινε. Στις 10.000 υ. περιλαμβανόταν και μια δωρεά που είχε κάνει στη νύφη ο θείος της[368].

O Ο Μαθιός Παπαγιαννόπουλος για την κόρη του μακαρίτη Μάρκου Παπα-γιαννόπουλου, κουνιάδας του, και ο Μιχελής Βλαστός για το γιο του Τζώρτζη αποφάσισαν γάμο. Ο Μαθιός υποσχέθηκε για προίκα τα μισά από την περιουσία του πατέρα της νύφης, που υπολόγιζε σε 12.000 υ. Αν κάποιος απαιτούσε μέρος από αυτά, ο Μαθιός ήταν υποχρεωμένος να τα αναπληρώσει. Θα δίδονταν ως εξής: την ώρα του γάμου 8.000 υ. (6. 000 υ. σε ρούχα και 2.000 υ. σε ασήμι) και οι υπόλοιπες 4.000 υ. σε δύο ετήσιες δόσεις. Ο Μιχελής υποσχέθηκε στο γιο του τη μισή από την περι-ουσία του. Αν μάλιστα το άλλο του παιδί πέθαινε χωρίς κληρονόμους, θα έπαιρνε και το άλλο μισό[369]. Η παράδοση και εκτίμηση προίκας έγινε σχεδόν μετά ένα χρόνο. Εξέλεξαν εκτιμητές τον νοτάριο και τον ευγενή κρητικό Τζανή Πικατόρο: ρούχα, ασημένια κύπελλα βαριά (515 υ.), μαργαριταρένιο κολιέ, χρυσό δακτυλίδι, πιθάρια, πάγκος, κασέλα, κρε-βάτι, τηγάνι, σούβλες, τρυπάνια, καμπανός, σκαμνιά εκτιμήθηκαν σε 3.750[370].

O Ο Γεωργιλάς Πάγκαλος για το γιο του Πιέρο και ο παπά Αντρέας Βαρούχας για την κόρη του Ελένη, αποφάσισαν γάμο. Η προίκα και αδερφομοίρια συμφωνήθηκε να είναι  6.000 υ. και τα δώρα του γαμπρού 1.000 υ. Οι 2.500 υ. θα δίδονταν με ασήμι και μετρητά, αμέσως, ενώ οι 2.000 υ. και τα υπόλοιπα σε ετήσιες δόσεις των 100 υ. Οι 3.500 υ. θα δίδονταν σε ρούχα. Ο Γεωργιλάς υποσχέθηκε από τώρα τη μισή περιου-σία του στο γιο του και, όταν πέθαινε ο ίδιος και η γυναίκα του Ανιέζα, θα έπαιρνε και την άλλη μισή. Στη διαθήκη τους  ο ίδιος και η γυναίκα του θα μπορούσαν να διαθέσουν  μόνο από 100 υ.[371]

O Ο παπά Αντρέας Βαρούχας θέλησε να παραδώσει στον γαμπρό του Πιέρο Πάγκαλο την προίκα που υποσχέθηκε στην κόρη του Λένα. Έβαλαν εκτιμητές δύο κληρικούς, και συμφώνησαν η εκτίμηση να γίνει κατά τη βενετική συνήθεια. Τα έβγαλαν 4.130 υ. Μια ασημένια κούπα, 12 πιρού-νια, ένα μαργαριταρένιο κολιέ και ένας χρυσός αρραβώνας είχαν εκτιμη-θεί από τον χρυσοχόο Λενταρίτη σε 630 υ.[372]

O Ο παπά Αντρέας Βαρούχας για την κόρη του Καλή και ο Τζανάκης Βαρούχας για το γιο του Κωνσταντή αποφάσισαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια της νύφης ορίστηκαν στις 6.000 υ. Από αυτά οι 3.500 υ. θα καλύπτονταν με ρούχα και οι 2.500 υ. με ασήμι και μετρητά. Τα 500 υ. από τα μετρητά θα δίδονταν την ημέρα του γάμου και τα άλλα σε ετήσιες δόσεις των 100 υ. Ο μπαμπάς υποσχέθηκε στον γιο του ένα σπίτι και το 1/3 της περιουσίας του. Όταν πέθαινε αυτός και η γυναίκα του, θα ήταν όλα δικά του[373].

Γενικά, οι παραπάνω 10 μεγάλες προίκες δίδουν κατά μέσο όρο περίπου 6.500 υ.

Β. Προίκες χωρίς αριθμούς.

Μερικές φορές, ενώ συντασσόταν συμβόλαιο γάμου, δεν αναφερόταν σ’ αυτό το συνολικό ύψος της προίκας. Οι λόγοι μπορούσε να ήταν πολλοί: η νύφη να ήταν χήρα χωρίς οικογένεια, να ήταν ορφανή από πατέρα και μοναχοκόρη, να ήταν ορφανή και χειραφετημένη, να είχε από τη διαθήκη του μακαρίτη του πατέρα της κάποια περιουσία ως προίκα ή τέλος να μην είχε η οικογένειά της τίποτα το αξιόλογο να της προσφέρει. Το ίδιο συνέ-βαινε συχνά και με τα δώρα του γαμπρού. Όλως συμβατικά, αν αναφέρονταν τα δώρα, η προίκα ήταν κοντά στο δεκαπλάσιο, και αν αναφερόταν η προίκα χωρίς τα δώρα, αυτά ήταν το 1/10.

O Ο Γιώργης Καβαδάτος για την κόρη του Μαρία και ο Μανόλης Βερσάνος  για το γιο του  Νικολό αποφάσισαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στα 450 υ. και θα προερχόταν από την προίκα της μάνας της. Αν δεν έφταναν, θα τα συμπληρώσει αυτός. Ο Γιώργης υποσχέθηκε ακόμα ως προίκα 140 υ. από τη δική του περιουσία και ένα αμπέλι. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέ-θηκε στον γιο του το αδερφομοίρι του[374]. 

Εδώ, επειδή ο πατέρας της νύφης δεν είχε τη δυνατότητα της δώσει  προίκα, έπεισε τη μητέρα της να δώσει ένα ποσό από τη δική της προίκα και αυτός να το συμπληρώσει. Προφανώς  θα είχε προηγηθεί συνεννόηση του ζεύγους. Συγκεκριμένο ύψος δεν αναφέρεται, αφού το αμπέλι δεν εκτιμή-θηκε και για το λόγο αυτό δεν σημειώνονται ούτε και δώρα γαμπρού.

O Η χήρα Μαρκεζίνα Αγιοστεφανιτοπούλα για την κόρη της Μαριέτα και ο Μανολάς Βαρούχας για τον γιο του Μιχελή αποφάσισαν γάμο. Η Μαρκε-ζίνα ως κομισάριος και του άντρα της υποσχέθηκε προίκα στην κόρη της για τώρα τη μισή περιουσία της και ολόκληρη μετά το θάνατό της. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα 500 υ. Παράλληλα, ο πατέρας του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο του τα μισά από όσα είχε, εκτός από ένα βόδι που θα το έδινε στον γαμπρό του, αλλά με τον όρο να τον βοηθούσε ο Μιχελής να αποπληρώσει την προίκα που είχε υποσχεθεί στην αδερφή του[375].

Τα 500 υ. που συμφωνήθηκαν ως δώρα του γαμπρού, προφανώς υπο-δηλώνουν προίκα γύρω στις 5.000 υ.

O Ο Μανόλης Κουζινός και οι αδερφές του Μαρία και Καλή για την αδερφή τους Ζαμπέτα, και ο Γιώργης Λίμας για δικό του αποφάσισαν γάμο. Για προίκα και αδερφομοίρια υποσχέθηκαν ένα σώχωρο, από το οποίο το μισό θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Υποσχέθηκαν ακόμα μερι-κά δέντρα, μια μαύρη γελάδα και «αν έχου και άλον τίβοτεας στίμα να στιμάρου, να τζι τι δώσου εις την όραν τις ευλόγισις»[376].

Η τελευταία φράση υποδηλώνει ότι η οικογένεια της νύφης ελάχιστα αντικείμενα (ρούχα, ασημικά, οικοσκευή) είχε να προσφέρει. Όλη η προίκα ήταν ένα σώχωρο και μια αγελάδα.

 

 

 

Γ. Προνοητικοί πατεράδες.

Συχνά οι προνοητικοί πατεράδες, πριν  πεθάνουν, άφηναν με τη διαθήκη τους στις κόρες τους κάποιες περιουσίες, όπως και  οικοσκευή ή ρουχισμό, για το γάμο τους.

O Στην εκκλησία Παναγίας, η Μαρία Καναβοπούλα για την κόρη της Τζορτζίνα και ο Ιωάννης Αποστόλης για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η Μαρία υποσχέθηκε  για προίκα 1.000 υ. Θα τα έδινε με όσα είχε αφήσει στην Τζορτζίνα ο μακαρίτης πατέρας της με τη διαθήκη του και αν δεν κάλυπταν το ποσό, θα το συμπλήρωνε η ίδια[377]. Τα ρούχα που της έδωσε εκτιμήθηκαν σε 636 υ.[378]

O Ο Κωνσταντίνος Λαγκουβάρδος  για την αδερφή του Φρατζεσκίνα και η χήρα Βλαστοπούλα για τον γιο της Νικόλα συμφώνησαν γάμο. Προίκα της θα ήταν αυτή που της άφησε με τη διαθήκη του ο μακαρίτης πατέρας τους. Παρόντες στη διαδικασία ήταν και η νύφη και ο γαμπρός, που συμφώνησαν[379].

O Ο παπάς Μανόλης Βαρούχας, που ήταν γιος παπά, μαζί με τα αδέρφια του Γιώργη και Αντώνη, που ήταν δάσκαλοι, και τον ανιψιό του Ιωάννη, που ήταν και αυτός γιος παπά, ως αντιπρόσωποι της αδερφής τους, από το ένα μέρος, και ο Μιχελής Λαγγουβάρδος από το άλλο συμφώνησαν γάμο. Υποσχέθηκαν ως προίκα και αδερφομοίρι τις 2.000 υ. που της άφησε ο πατέρας της με τη διαθήκη του[380].

O Ο Κωνσταντής Λαγγουβάρδος για την αδερφή του Φρατζικίνα και η χήρα Ταντία Βλαστοπούλα για το γιο της Νικόλα συμφώνησαν γάμο. Ο Κων-σταντής υποσχέθηκε ως προίκα στην αδερφή του όσα της είχε αφήσει, με τη διαθήκη του ο πατέρας της. Η μάνα του γαμπρού υποσχέθηκε σ’ αυτόν το μερίδιο που του ανήκε. Θα χώριζαν την περιουσία τους σε όλα τα αδέρφια του και την ίδια. Το μερίδιό της θα το κρατούσε όσο ζούσε. Παρόντες ήταν και ο γαμπρός και η νύφη, που δέχτηκαν τα παραπάνω[381].

O Ο Φραγκιάς Λιμας για την κόρη του Μαριέτα και ο Γιώργης Καλοσυνάς για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια ορίστη-καν στα 1.450 υ. και τα δώρα του γαμπρού στα 300 υ. Ο Φραγκιάς θα παραχωρούσε επιπλέον στον γαμπρό ένα αμπέλι 4 εργατών, 4 κερασιές και 5 μουριές. Παρούσα ήταν και η νύφη, που δέχτηκε[382].

O O Γιώργης Βλαστός από το χωριό Αντάνασο, ως εκπρόσωπος του γιου του Τζουάννε, και ο Τζουάννε Χορτάτζης, ως εκπρόσωπος της Μαρίας Παπαγιαννοπούλας, συμφώνησαν γάμο. Ο Γιώργης υποσχέθηκε στο γιο του 1/3 της περιουσίας του, με τον όρο ότι, όταν θα παντρευόταν η αδερφή του, θα της έδινε το 1/3 της προίκας της. Η πλευρά της νύφης υποσχέθηκε στο γαμπρό δώρα 1.000 υ. και προίκα το υπόλοιπο από το αδερφομοίρι της[383].

Τα 1.000 υ., που υποσχέθηκαν ως δώρα στον γαμπρό, υποδηλώνουν προίκα γύρω στις 10.000 υ.

O Η χήρα Καλή Καλομενοπούλου είχε παντρέψει την κόρη της Εργίνα με τον Νικόλα Παγά αλλά δεν του είχε κάνει προικοσύμφωνο. Τώρα, με συμβόλαιο, υποσχέθηκε ως προίκα και αδερφομοίρια στην κόρη της το ? από την κινητή και ακίνητη περιουσία της. Παρών ήταν ο γαμπρός και το δέχτηκε[384].

Μερικοί γονείς φρόντιζαν στη διαθήκη τους να καθορίζουν επακριβώς την προίκα των ανύπαντρων κοριτσιών τους, για να λείπουν διχόνοιες μέσα στην οικογένεια.

O Ο παπά Μανόλης Βαρούχας και ο αδερφός του δάσκαλος Γιώργης και δάσκαλος Ιωάννης και ο ανιψιός τους δάσκαλος Νικολό για την αδερφή τους Φρατζού, και ο Μιχελής Λαγκουβάρδος για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια ορίστηκαν στις 2.000 υ., όπως φαίνεται στη διαθήκη του πατέρα τους. Τα 400 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Θα έδιναν τα 500 υ. σε ασήμι και μετρητά και τα υπόλοιπα σε ρούχα[385]. Την ίδια μέρα έγινε η παράδοση, αφού όρισαν δύο εκτιμητές, που τα έβγαλαν 1.619 υ.[386]

Δ. Δημοκρατικότητα - Ισότητα.

Οι γονείς είχαν βαθιά μέσα τους ριζωμένο το αίσθημα του δικαίου. Προσπαθούσαν, ως εκ τούτου, να μην αδικήσουν κανένα από τα παιδιά τους. Το αίσθημα αυτό ήταν ίσως απόρροια της δημοκρατικότητας που παραδο-σιακά διέκρινε τους Έλληνες. Στα χωριά η τάση της ίσης διανομής ήταν πιο έντονη από ότι στις πόλεις, γιατί οι κάτοικοι των πόλεων είχαν υποστεί βαθιές επιδράσεις από τους κατακτητές και είχαν διαφοροποιήσει, μερικώς έστω, τις πατροπαράδοτες συνήθειές τους.

O Η Καλή Αρκολεοπούλα από το χωριό Αρκούδαινα, έκανε την εξής δημο-κρατικότατη συμφωνία με τον γαμπρό της, που κατοικούσε στο ίδιο χωριό: Θα χώριζαν το σύνολο της περιουσίας της (από σύζυγο και προι-κώα) στα δύο και θα εισέπρατταν από κοινού τα έσοδα. Όταν όμως ενηλικιωνόταν ο γιος της, η περιουσία θα χωριζόταν στα τρία και θα έπαιρνε καθένας τους από ένα μερίδιο. Η μητέρα δεν θα είχε το δικαίωμα να πουλήσει το μερίδιό της. Όταν πέθαινε, αυτό θα χωριζόταν στα ίσα ανάμεσα στο γιο και την κόρη. Όσα ρούχα θα αποκτούσε, κατά το διά-στημα αυτό, για λογαριασμό της η κόρη, εξαιρούνταν από τη μοιρασιά[387].

Ε. Προικώα περισσεύματα και ελλείμματα.

Όταν τα αντικείμενα που έδινε η πλευρά της νύφης για προίκα δεν κάλυ-πταν το ποσό που είχαν συμφωνήσει στο συμβόλαιο γάμου, πρόσφεραν για συμπλήρωμα  ό, τι χρηστικό είχαν πρόχειρο (στα χωριά τα ζώα και τα δοχεία ή πιθάρια για κρασί και λάδι ήταν τα πιο συνήθη). Αυτά  ενσωματωνόταν στο σύνολο της προίκας. Όταν τα προικιά που εκτιμούνταν, έβγαιναν περισ-σότερα από το ύψος της υπεσχημένης προίκας, τότε και πάλι ενσωματώ-νονταν στην προίκα. Δηλαδή άλλαζε το ύψος που είχαν συμφωνήσει.

O Η χήρα Ελένη Μεταξαροπούλα θέλησε να δώσει  στο γαμπρό της Μιχελή Αρμένη τα προικιά που του υποσχέθηκε. Αυτός εξέλεξε δικό του εκτιμη-τή, ενώ η Ελένη αγγάρεψε τον νοτάριο. Συμφώνησαν η εκτίμηση να είναι αμετάκλητη (more veneto). Του έδωσε ένα αμπέλι 2 εργατών που εκτιμή-θηκε με 100 υ. ο εργάτης. Επίσης του έδωσε ρούχα και τρία πιθάρια. Το σύνολο της εκτίμησης έφτασε 1.103[388].

Προφανώς η χήρα είχε υποσχεθεί 1.100 υ. και χρειάστηκε να δώσει και πιθάρια για να καλύψει το ποσό.

 

Συνέβαινε και το αντίθετο, να εκτιμηθούν δηλαδή τα προικιά περισσό-τερο από όσα είχαν συμφωνηθεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η πλευρά της νύφης ζητούσε το περίσσευμα να προστεθεί στην προίκα. Ήταν σαν το πανωπροίκι, που συναντάμε στα συμβόλαια της πόλης.

O Η χήρα Εργίνα Τζαγγαροπούλα για την κόρη της Ανιέζα και ο Γιώργης Καναβάς από το χωριό Μέρωνα για δικό του συμφώνησαν γάμο. Για προίκα και αδερφομοίρι η χήρα υποσχέθηκε 1.000 υ. Θα του τα έδινε με ένα βόδι, που θα το εκτιμούσαν δυο καλοί άνθρωποι, και τα υπόλοιπα με εκτίμηση ρούχων την ώρα του γάμου. Αν δεν συμπληρωνόταν το  ποσό, θα το κάλυπτε με δόσεις  των 50 υ. κάθε Οκτώβρη. Τα 100 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Το συμβόλαιο υπέγραφαν τρεις μάρτυρες[389]. Ένας παπάς εκτίμησε τα ρούχα που είχε υποσχεθεί στο γαμπρό του για προίκα και τα έβγαλε 1.060 υ. Είχε υποσχεθεί μόνο 1.000 υ., άφησε όμως και τα 60 υ. να συμπεριληφθούν στην προίκα[390] (βλ. και υποενότητα Ζ, Πανω-προίκια).

Όταν ο πατέρας της νύφης για δικούς του λόγους καθυστερούσε να παρα-δώσει στον γαμπρό την προίκα, συνήθιζε να προσφέρει έναντι μερικά χρη-στικά αντικείμενα. Εννοείται ότι και το παραμικρό διδόταν πάντα με συμβό-λαιο και σχετική εκτίμηση, προκειμένου να είναι κατοχυρωμένο.

O Ο Γεωργιλάς Πάγκαλος έδωσε στον γαμπρό του Πέτρο Κορνάρο, έναντι της προίκας που είχε υποσχεθεί στην κόρη του Μαργιέτα, μια κρεβατό-στρωση (στρώμα). Την εκτίμησε ο παπά Θεόφιλος Βαρούχας σε 120 υ.[391]

Φαίνεται ότι το στρώμα ήταν το ακριβό κομμάτι της προίκας και το έδωσε αρχικά. Τα υπόλοιπα προικιά, αν υπήρξαν, προφανώς θα ήταν ελά-χιστα ρούχα.

 

ΣΤ. Το περιεχόμενο της προίκας.

α. Κτηματική περιουσία. Στις προίκες των χωρικών, αντίθετα με το ανα-μενόμενο, δεν πρωταγωνιστούσε η κτηματική περιουσία. Αυτό συνέβαινε γιατί, από το ένα μέρος, οι αγρότες ήθελαν τα χωράφια τους, μια και από αυτά ζούσαν, και από το άλλο, γιατί συνήθιζαν να τα αφήνουν στα αγόρια τους. Στα κορίτσια πρόσφεραν για προίκα ρούχα κυρίως. Μόνο όταν αυτά δεν έφταναν να καλύψουν τα υπεσχημένα, παραχωρούσαν και λίγα χωράφια ή αμπέλια, αλλά με τον όρο ότι οι ίδιοι ή τα αγόρια τους είχαν το δικαίωμα να τα εξαγοράσουν, όταν αποκτούσαν την οικονομική δυνατότητα. Αρκετές φορές παραχωρούσαν και κάποια ακίνητα χωρίς να τα περιλαμβάνουν αρχικά στο ύψος της προίκας.

O Η Μαρία Βλαστούδενα για την κόρη της και ο παπά Ιωάννης Βλαστός για το γιο του αποφάσισαν γάμο. Η Μαρία υποσχέθηκε για προίκα 2.000 υ. από τα οποία θα ήταν μετρητά τα 200 υ. και τα υπόλοιπα εκτίμηση ρούχων. Επιπλέον υποσχέθηκε ένα αμπέλι με τα δέντρα του[392].

O Ο Φραγκιάς Λιμας για την κόρη του Μαριέτα και ο Γιώργης Καλοσυνάς για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια  ορίστη-καν στα 1.450 υ. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 300 υ. Την προίκα θα κάλυπτε με ρούχα. Επιπλέον της παραχωρούσε και ένα αμπέλι, 4 κερα-σιές και 5 μουριές[393]. Για την εκτίμηση όρισαν το Γιαννά Δήμο και τον νοτάριο. Αυτοί εκτίμησαν τα ρούχα 1.800 υ. Τα επιπλέον 350 υ. ο πεθε-ρός τα άφησε σαν πανωπροίκια[394].

O Ο Τζώρτζης Βεργίτσης υποσχέθηκε στον γαμπρό του Αντρέα Γονάλε προίκα 10.000 υ. Οι 5.000 υ. θα δίδονταν σε ρούχα και οι άλλες σε ακίνητα. Την εκτίμηση ρούχων και των ακινήτων θα έκαναν την ώρα του γάμου και αν έμεναν υπόλοιπα, θα του έδινε περιουσία να εκμεταλλεύ-εται μέχρι να τον εξοφλήσει πλήρως. Μέσα σε δέκα χρόνια μπορούσε ο ίδιος ο Τζώρτζης ή οι κληρονόμοι του να αγοράσουν όλα τα ακίνητα που του έδινε[395]. 

 

Σε λίγες περιπτώσεις έχουμε παραχώρηση κτηματικής περιουσίας σε αξία ίση με εκείνη του ρουχισμού και χωρίς περιοριστικούς όρους.

O Ο Αλέξης Βλαστός για την κόρη του Εργίνα και ο Κωνσταντής Καβαδάς για δικό του αποφάσισαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια ορίστηκαν σε 4.000. Από αυτά οι 2.000 υ. θα δίδονταν με χωράφια και αμπέλια, και οι άλλες 2.000 υ. σε ρούχα. Από το σύνολο της προίκας τα 500 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού[396].

 

Κτήματα και σπίτια συνήθως υπόσχονταν και οι γονείς των γαμπρών. Κατά κανόνα, ήταν τα νόμιμα αδερφομοίρια τους, που τους τα παραχω-ρούσαν κατά το γάμο τους, για να έχουν τη δυνατότητα να ζήσουν τη νέα τους οικογένεια. Μερικές φορές στις υποσχέσεις παραχώρησης έθεταν και όρους  ή τις μετέθεταν μετά το θάνατό τους.

O Η παπαδιά Βλαστοπούλα, στο συμβόλαιο γάμου του γιου της Μανόλη, υποσχέθηκε σ’ αυτόν δυο σπίτια, ένα πάγκο, δυο βόδια και δυο πουλάρια, όπως και  το 1/3 από τα ακίνητα και την οικοσκευή που διέθετε[397].

O Ο Τζανής Ποπιομίλης υποσχέθηκε για προίκα στην κόρη του Εργίνα 1.300 υ., που θα έδινε με ρούχα (1.000 υ.) και ένα αμπέλι 4 εργατών (300 υ.). Η μάνα του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο της το 1/3 από το σύνολο της περιουσίας της[398].

O Ο Αγγελούτσος Βαρούχας υποσχέθηκε στην αδερφή του Ανέζα ως προίκα και  αδερφομοίρια 1.400 υ. Από αυτά τα 1.200 υ. θα δίδονταν με εκτίμηση ρούχων την ώρα του γάμου και όσα υπολείπονταν σε τρία χρόνια. Τα υπόλοιπα 200 υ. θα δίδονταν σε μετρητά τα 100 υ. και με 4 ρίζες ελιές τα άλλα 100 υ. Αν ο γαμπρός δεν ήθελε τις ελιές, θα του έδινε το αντίτιμο σε μετρητά. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα  300 υ.[399]

 

β. Ρουχισμός. Ο ρουχισμός (φορέματα νύφης, πετσέτες, τραπεζομάντιλα, μαξιλάρια, κουβέρτες…) όχι μόνο κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της αξίας της προίκας, αλλά αποτελούσε και το πιο απαραίτητο τμήμα της. Σε πολλές περιπτώσεις, όταν οι φτωχοί πατεράδες της νύφης δεν είχαν να προσφέρουν τίποτα άλλο, τα ρούχα κάλυπταν το σύνολο της προίκας.

O Μάνα από το χωριό Λιβαδάκι μαζί με το γιο της  συμφώνησαν το γάμο της κόρης/αδερφής τους. Ο γαμπρός ήταν από το χωριό Ζουρίδι. Η προί-κα θα ήταν 1.000 υ., από τα οποία τα 900 υ. σε ρούχα. Τα δώρα του γα-μπρού ορίστηκαν σε 100 υ.[400] Τελικά τα ρούχα εκτιμήθηκαν σε 902 υ.[401]

O Η χήρα Ελένη Βλαστοπούλα παρέδωσε τα προικιά της κόρης της Μανο-λίας και τα παρέλαβε ο γαμπρός Νικολός Σαρακηνόπουλος. Τα εκτίμησε ο Τζουάννε Βλαστός, που, όπως λέει είχε το λεύτερο από τον πρωτο-μάστορα. Ήταν δώδεκα είδη και τα έβγαλε 550 υ. Όλα τα προικιά ήταν ρούχα, εκτός ένα πιθάρι  και ένα κοφίνι μικρό[402].

O Η Μαρία Δριμοπούλου, με τη σύμφωνη γνώμη και του γαμπρού της Κωνσταντή Λίμα, όρισε τον παπά Αντρέα Βαρούχα για να εκτιμήσει τα ρούχα, που έδινε ως προίκα στην κόρη της Σταμάτα. Τα έβγαλε 340 υ. Ο γαμπρός τα παρέλαβε έναντι της προίκας[403].

O Η Ζαμπέτα Χορτατζοπούλα και ο γιος της για την κόρη/ αδελφή Εργίνα, και Νικολό Βενέρης για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και το αδερφομοίρι, μητρικό και πατρικό, ορίστηκαν σε 1.000 υ. Τα περισσό-τερα θα κάλυπτε ο ρουχισμός. Τα 100 υ. θα ήταν τα δώρα του γα-μπρού[404].

O Ο παπά Γεώργιος Σκορδίλης έδωσε την προίκα της Εργίνας στον γαμπρό του δάσκαλο Κωνσταντή. Ορίστηκε εκτιμητής και τα έβγαλε 420 υ. Ήταν όλα ρούχα. Τα παρέλαβε ο γαμπρός[405].

γ. Χρυσάφι, ασήμι, κοσμήματα. Οι εύπορες οικογένειες της υπαίθρου διέθεταν, εκτός των άλλων, και πολύτιμα μέταλλα, ιδίως ασήμι. Συγκριτικά, ήταν πολύ λιγότερα από αυτά που διέθεταν οι κάτοικοι της πόλης. Σε μερικές περιπτώσεις τα χρησιμοποιούσαν αντί για μετρητά, προκειμένου να συμπληρώνουν τις προίκες. Γενικά, πολύτιμα μέταλλα και μετρητά ταυτί-ζονταν ή τουλάχιστον κατατάσσονταν στην ίδια κατηγορία. Οι γονείς της νύφης στα συμβόλαια γάμου υπόσχονταν ότι θα έδιναν κάποιο ποσό σε ασήμι ή  μετρητά.

O Ο Τζανής Ποπιομίλης για την κόρη του Εργίνα και η Καλή Λιμιοπούλα για το γιο της Γιακουμή αποφάσισαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφο-μοίρια συμφωνήθηκαν στα 1.300 υ. Τα 1.000 υ. θα δίδονταν σε ρούχα και τα 300 υ. με αμπέλι 4 εργατών. Αν δεν καλυπτόταν το ποσό, θα συμπλη-ρωνόταν την ώρα του γάμου με ασήμι. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα 400 υ. Η μάνα του γαμπρού υποσχέθηκε στον γιο της το 1/3  από την περιουσία της[406].

O Ο παπάς Κωνσταντής Σκορδίλης υποσχέθηκε ως προίκα στην κόρη του Πολιτίνα 9.000 υ. Οι 4.000 υ. θα δίδονταν σε ρούχα και οι 5.000 υ. σε μετρητά, ασήμι και χρυσάφι.  Μέσα στις 5.000 υ. θα ήταν και η εκτίμηση ενός λιόφυτου. Η εξόφληση θα γινόταν σε τέσσερα  χρόνια[407].

O Ο Τζουάννε Βαρούχας παράδωσε στον γαμπρό του Νικολό Αγιοστεφα-νίτη την προίκα που είχε υποσχεθεί στην κόρη του. Οι εκτιμητές που όρισαν αποφάσισαν ότι τα ρούχα, τα κοσμήματα και τα 10 χρυσά τσε-κίνια άξιζαν συνολικά 2.120 υ.[408] Επιπλέον του έδωσε και 200 υ. μετρη-τά[409].

O Ο Λορέτζος Μπαρότσης, νόθος γιος του Τζορτζέτου, για δικό του, και ο Σταμάτης Τζούκος για την προστατευόμενη του  Μαρία, αποφάσισαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στις 3.500 υ. Οι 2.300 υ. θα δίδονταν σε μετρητά, που τα κατέβαλε αμέσως ο Σταμάτης με 13 χρυσά τσεκίνια, ένα χρυσό δακτυλίδι, μια ασημένια κούπα και πιρούνια. Τα υπόλοιπα, δηλαδή ρούχα αξίας 1.200 υ. όφειλε να δώσει μέσα σε έξι μήνες[410].

O Ο παπά Αντρέας Βαρούχας θέλησε να καταβάλει στο γαμπρό του Πιέρο Πάγκαλο την προίκα που του υποσχέθηκε. Έβαλαν εκτιμητές δύο κληρι-κούς, για να την εκτιμήσουν «more veneto». Την έβγαλαν 4.130 υ. Μέσα στα αντικείμενά της ήταν και μια ασημένια κούπα, 12 πιρούνια, ένα μαργαριτάρι λαιμού  και ένας  χρυσός αρραβώνας[411].

O Τα αδέρφια Θωμάς και Νικολό Βαρούχες υποσχέθηκαν προίκα και αδερφομοίρια στην αδερφή τους 3.500 υ. Τα 1.500 υ. θα ήταν σε ασήμι και μετρητά. Τα άλλα σε ρούχα. Τα ρούχα θα τα έδιναν την ώρα του γάμου και τα άλλα, όταν μπορούσαν. Ο Τζανής υποσχέθηκε  στον γιο του το μερίδιο του και αρκετά ακίνητα. Παρών ήταν και ο γαμπρός[412]. Προ-κειμένου να παραδοθούν τα ρούχα και το ασήμι εξέλεξαν δύο εκτιμητές για να τα εκτιμήσουν αμετάκλητα «more veneto». Αυτοί τα εκτίμησαν σε 3.052 υ. Επειδή η εκτίμηση των ρούχων βγήκε κατά 832 υ. μεγαλύτερη από όση είχαν υποσχεθεί, παραχώρησαν το επιπλέον ως πανωπροίκια[413].

O Ο παπάς Λουκάς Βλαστός παράδωσε την προίκα που υποσχέθηκε στην κόρη του Ανέζα και την παρέλαβε ο γαμπρός του Γιώργης Βλαστός. Την εκτίμηση έκαναν ένας παπάς και ένα κοσμικός. Εκτιμήθηκαν είκοσι είδη σε 3.000 υ. Ακόμα πήρε δυο ασημένια κύπελλα, τέσσερα ασημένια πιρούνια και δυο στολισιές (κολιέ) ντοντίνια (χάντρες), που ο πρωτομά-στορας τα είχε εκτιμήσει σε 462,5 υ.[414]

 

Επειδή, όπως αναφέραμε, δεν υπήρχε ρευστότητα χρήματος, συχνά όσοι γονείς υπόσχονταν μετρητά ως προικώα στους γαμπρούς τους, ζητούσαν και περιθώριο χρόνου για την εξόφλησή τους.

O Η παπαδιά Βλαστοπούλα για τον γιο της που ήταν διάκο και ο Μάρκος Βλαστός για την κόρη του αποφάσισαν γάμο. Ο Μάρκος υποσχέθηκε ως προίκα 4.000 υ., από τα οποία τα 1.250 υ. θα έδινε σε ασήμι, μαργαρι-τάρια και  μετρητά, και τα υπόλοιπα σε ρούχα. Τα 400 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Τα ρούχα θα δίδονταν την ώρα του γάμου και τα μετρητά μέσα σε τρία χρόνια από το γάμο[415].

O Ο Λορέτζος Μπαρότσης, νόθος του Τζορτζέτου, για δικό του και ο Στα-μάτης Τζούκος για τη Μαρία, αποφάσισαν γάμο. Η προίκα συμφωνήθηκε στις 3.500 υ. και τα δώρα του γαμπρού στα 1.200 υ. Οι 2.300 υ. που θα δίδονταν σε μετρητά, καταβλήθηκαν αμέσως με 13 χρυσά τσεκίνια, χρυσό δακτυλίδι, ασημένια κούπα, πιρούνια[416].

δ. Ζώα. Τα ζώα ήταν, για το σύνολο σχεδόν των χωρικών, η κύρια πηγή για τη διατροφή τους, τον προσπορισμό κάποιων εσόδων, αλλά και τα απα-ραίτητα μέσα για τις καθημερινές εργασίες, κυρίως τις μεταφορές προϊόντων και τις μετακινήσεις τους. Άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και βόδια αναλάμ-βαναν μεταφορές, οργώματα και γενικά τις βαριές δουλειές της οικογένειας, ενώ τα μικρότερα, πρόβατα, κατσίκες, γουρούνια και κότες είχαν αναλάβει το ρόλο της διατροφής της. Με βάση τα παραπάνω, αποτελούσαν σημαντικά περιουσιακά στοιχεία. Στις προίκες πολύ συχνά είχαν τη θέση που τους άρμοζε.

O Ο Μιχάλης Σιδεροραύδης υποσχέθηκε προίκα στην κόρη του 800 υ. Αυτά θα τα έδινε με 14 μεγάλα και 6 μικρά πρόβατα την ώρα του γάμου. Ήταν παρών και ο θείος της νύφης καλόγερος Μακάριος, ο οποίος υποσχέθηκε να της δώσει ένα μικρό αμπέλι, ελιές και ρούχα για συμπλήρωμα της προίκας. Δώρα του γαμπρού θα ήταν τα 100 υ.[417]

O Ο Θωμάς, ο Νικολός και ο Αντρέας Βαρούχες υποσχέθηκαν ως προίκα στην αδερφή τους Μαριέτα 16 πρόβατα, με 14 υ. το ένα, μετάξι, μια ματζέτα (νεαρή γελάδα) μαύρη (που εκτιμήθηκε 120 υ.), 2 τσεκίνια και 32 υ. Συνολικά 618 υ.[418]

O Ο Γιώργης Λίτινος παρέδωσε τα προικιά στο γαμπρό του Μανόλη Λίτινο. Εκτός από τα ρούχα, του έδωσε 1 σπαθί και ένα μικρό ξίφος, για 30 υ. και ένα βόδι για 140 υ.[419]

O Ο Μακάριος Βαρούχας υποσχέθηκε στο προικοσύμφωνο της εγγονής του Εργίνας, εκτός των άλλων, την κοινή χρήση ενός βοδιού και μιας γελάδας[420].

O Ο Γεωργιλάς Παπαγιαννόπουλος υποσχέθηκε στην κόρη του Μαρούσα προίκα 2.000 υ., που θα έδινε με ρούχα, ασήμι και μετρητά. Δώρα του γαμπρού θα ήταν τα 500 υ.[421] Επειδή τα ρούχα και το ασήμι κατά την εκτίμηση, που έγινε την ίδια μέρα, δεν κάλυψαν τις 2.000 υ., ο πεθερός παραχώρησε και ένα βόδι για 229 υ.[422]

O Ο Μανόλης Δραγανίγος υποσχέθηκε στην κόρη του Καλή προίκα και αδερφομοίρια 1.000 υ. Τα 300 υ. σε μετρητά, μια γελάδα, και τα υπό-λοιπα σε ρούχα. Συμφώνησαν τα δώρα του γαμπρού να ήταν 150 υ. και η διορία εξόφλησης τα δύο επόμενα χρόνια[423].

O Ο Τζανάκης Βαρούχας υποσχέθηκε στην κόρη του Καλίτζα προίκα και αδερφομοίρια 1.600 υ. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 600 υ. Από τα 1.600 υ. τα 600 υ. θα δίδονταν σε μετρητά και τα 1.000 υ. σε ρούχα. Την ώρα του γάμου θα του έδινε ρούχα αξίας 600 υ. και τα υπόλοιπα σε τρεις ετήσιες δόσεις[424]. Στην παράδοση, επειδή η εκτίμηση ήταν μικρότερη, παραχώρησε για να τη συμπληρώσει και μια γελάδα για 220 υ.[425]

O Η Μαρία Λιτινοπούλα παρέδωσε στον άντρα της  Νικολό Κακάβελα για προίκα ρούχα, μια σκρόφα (γουρούνα) και μια γελάδα. Όλα μαζί εκτιμή-θηκαν 740 υ. Ο Νικολό την εξασφάλισε για το ποσό αυτό[426].

O Ο Πιέρος Πάγκαλος πήρε, μπροστά μας, από τον παπά Αντρέα Βαρούχα, πεθερό του, ένα βόδι κόκκινο, μια γελάδα και μια γαϊδούρα με το πουλάρι της. Αυτά εκτιμήθηκαν συνολικά σε 670 υ. Ακόμα του είχε πάρει με αποδείξεις 130 υ. και 500 υ. σε μετρητά. Συνολικά, δηλαδή, 1.300 υ., έναντι της προίκας. Για το ποσό αυτό τον εξασφάλισε[427].

O Η χήρα Ανέζα Βαρουχοπούλα για την κόρη της Ανέζα και ο Γαλιάτζος Βαρούχας για το γιο του Νικολό αποφάσισαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στις 3.000 υ. Οι 2.500 υ. θα δίδονταν σε ρούχα και τα υπόλοιπα σε ασήμι, μετρητά και πρόβατα. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν  500 υ. Υποσχέθηκε και το σπίτι που έμενε αλλά μετά το θάνατό της. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο του τη μισή από την περιουσία του[428]. Έγινε εκτί-μηση και παράδοση. Τα ρούχα, δακτυλίδια, ντοντίνια, κολιέ και μετάξι  εκτιμήθηκαν 1.528 υ.[429]

O Η παπαδιά Βλαστοπούλα, στο συμβόλαιο γάμου του γιου της Μανόλη, υποσχέθηκε σ’ αυτόν δυο σπίτια, ένα πάγκο, δυο βόδια και δυο πουλάρια, όπως και  το 1/3 από τα ακίνητα και την οικοσκευή που διέθετε[430].

O Ο Γεωργιλάς Βαρούχας  υποσχέθηκε προίκα στην κόρη του 1.200 υ. Θα τα έδινε με ρούχα και μια γελάδα, που εκτίμησαν 200 υ.[431]

O Κωνσταντής Καφάτος υποσχέθηκε στο γιο του Μανόλη το σπίτι του, με τον όρο να τον βοηθήσει να χτίσει καινούργιο, το 1/3 της οικοσκευής… ακόμα μικρά ζώα, ένα βόδι, μια γελάδα και μαζί το γάιδαρο με το που-λάρι[432].

O Ο Μιχάλης Σιδεροραύδης παρέδωσε στον γαμπρό του Μανούσο Καλο-συνά το υπόλοιπο προίκας. Την εκτίμηση έκαναν ο ιερομόναχος Μακά-ριος Βαρούχας και ο νοτάριος. Μεταξύ άλλων του έδωσε και 20 μεγάλα πρόβατα, που εκτιμήθηκαν 300 υ.[433]

O Ο Νικόλας Τρουλινός, που είχε οριστεί από τον μακαρίτη πατέρα του επίτροπος μαζί με τη μητέρα του Αντριάνα και τον δάσκαλο Γεώργιο Βαρούχα, αντιπροσώπευσε από κοινού με τους δύο άλλους την αδερφή του Λένα στο συμβόλαιο γάμου της. Από το άλλο μέρος τον γαμπρό Νικολό Καβαδάτο αντιπροσώπευσε ο αδερφός του Μιχαήλ. Συμφώνη-σαν η προίκα και τα αδερφομοίρια, μητρικά και πατρικά, να είναι  4.000 υ. Θα δίδονταν με εκτίμηση ρούχων οι 2.500 υ., και με ασήμι και μετρητά τα 1.500 υ. Τα  500 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού[434]. Στην παράδοση της προίκας παρουσιάστηκαν ρούχα, ασημικά και μαργαριτάρια. Εκτιμή-θηκαν σε 3.578 υ. Οι αντιπρόσωποι της νύφης υποσχέθηκαν ακόμα στο γαμπρό 15 πρόβατα μεγάλα και 5 αίγες. Αν δεν συμφωνούσε ο γαμπρός στην τιμή που του τα έδιναν, μπορούσαν να τα πουλούσαν και να του έδιναν το αντίτιμο[435].

ε. Μετρητά. Τα μετρητά δεν ήταν καθόλου συνηθισμένα «συστατικά» προίκας, γιατί και κατά τα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας υπήρχε, όπως έχουμε αναφέρει, στενότητα χρήματος. Εξάλλου το γεγονός ότι οι περισσότερες οικογένειες ήταν αυτάρκεις σε τροφές και σχεδόν αυτάρκεις  σε ρουχισμό, τα καθιστούσε όχι και τόσο απαραίτητα. Ακόμα και τις λίγες φορές που η οικογένεια της νύφης υποσχόταν στον γαμπρό, μεταξύ άλλων, και μετρητά, ως συμπλήρωμα της προίκας, αυτά ήταν πολύ περιορισμένα. Έγραφαν, για παράδειγμα, ότι θα του έδιναν ρούχα, χωράφια… και αν δεν καλυπτόταν το ύψος της υπεσχημένης προίκας, θα το συμπλήρωναν με μετρητά.

O Νικολόζα Βαρουχοπούλα, χήρα, για την κόρη της Μαρία και ο Νικολό Βαρούχας για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα θα ήταν 600 υ. Τα 500 υ. θα καλύπτονταν με ρούχα και τα 100 υ. με μετρητά. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 100 υ.[436]

O Ο παπάς Κωνσταντής Λίτινος υποσχέθηκε στην αδερφή του Μαθία ως προίκα και αδερφομοίρια 1.100 υ. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 100 υ. Τα 900 υ. θα έδινε σε ρούχα  και τα 200 σε μετρητά[437].

O Ο Δημήτρης Λίτινος υποσχέθηκε στην κόρη του Μαρία ως προίκα και αδερφομοίρια 1.000 υ. Τα 850 υ. θα δίδονταν με εκτίμηση ρούχων, με μετρητά και κάποιες ελιές. Αν δεν συμπληρωνόταν το ποσό, θα δίδονταν και άλλα μετρητά[438].

O Ο Αγγελούτσος Βαρούχας υποσχέθηκε στην αδερφή του Ανέζα ως προί-κα και  αδερφομοίρια 1.400 υ. Από αυτά τα 1.200 υ. θα δίδονταν με εκτί-μηση ρούχων την ώρα του γάμου… Τα υπόλοιπα 200 υ. θα δίδονταν σε μετρητά τα 100 και με 4 ρίζες ελιές τα άλλα 100. Αν ο γαμπρός δεν ήθελε τις ελιές, θα του έδινε το αντίτιμό τους σε μετρητά. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα 300 υ.[439]

O Ο Θωμάς, ο Νικολός και ο Αντρέας Βαρούχες έδωσαν την προίκα της αδερφής τους Μαριέτας στον γαμπρό τους Γεωργιλά Βαρούχα. Αυτή ήταν 16 πρόβατα με 14 το ένα, μετάξι, μια ματζέτα μαύρη (που εκτιμή-θηκε 120 υ.), 2 τσεκίνια και 32 υ. Συνολικά 618 υ.[440]

Όταν μέσα στην προίκα περιλαμβάνονταν και μετρητά, συνήθως ο πατέ-ρας της νύφης ζητούσε χρονικά περιθώρια εξόφλησης.

O Ο Μανόλης Δραγανίγος για την κόρη του Καλή και ο Ιωάννης Κορ-φιώτης για δικό του έκαναν συμβόλαιο γάμου. Ο Μανόλης υποσχέθηκε για  προίκα και αδερφομοίρια 1.000 υ. Από αυτά  τα 300 υ. θα δίνονταν σε μετρητά, επίσης μια γελάδα, που θα εκτιμούσαν, και τα υπόλοιπα σε ρούχα. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα 150 υ. και διορία εξόφλη-σης του συνόλου τα δύο επόμενα χρόνια