ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ
ΕΚΔΟΣΗ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ
ΤΟΜΟΣ ΚΓ΄
(2015)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΤΟ
ΚΡΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΠΑΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ
ΧΑΝΙΑ ΚΡΗΤΗΣ
***
ΤΑΛΩΣ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ
ΕΚΔΟΣΗ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ
ΤΟΜΟΣ ΚΓ΄
(2015)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Το Κρητικό
Δίκαιο της Βυζαντινής Περιόδου …………
σελ.
7
ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ
TOY
ΙΝΣΤΙΤΟΎΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Πεπραγμένα
Ι.Κ.Δ. 2011 ……………………………….
σελ.
299
Πεπραγμένα
Ι.Κ.Δ. 2012 ……………………………….
σελ.
307
Πεπραγμένα
Ι.Κ.Δ. 2013 ……………………………….
σελ.
319
Πεπραγμένα Ι.Κ.Δ. 2014……………………………….. σελ. 330
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
(ΣΕΛ. 16-20)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
- ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ (ΣΕΛ. 21-38)
Ι.
Γενικές παρατηρήσεις.
ΙΙ.
Μεθολογικές παρατηρήσεις.
1. Το
χωρο-χρονικό πλαίσιο ισχύος του βυζαντινού δικαίου στην
Κρήτη.
2.
Δικαιικές Πηγές.
2.1.
Γενικές και γηγενείς πηγές. Η μετεξέλιξη
της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (imperium romanum) σε χριστιανική (imperium christianum) και η διά-κριση των
πηγών σε πολιτειακές και
εκκλησιαστικές.
2.2.
Έννοια, αξιολόγηση και ειδικότερη διάκριση των πηγών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ
(ΣΕΛ. 39-66)
Η ΚΡΗΤΗ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ
ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
Ιστορική Εισαγωγή και
Δικαιικές Πηγές.
I. Οι ενδο-Κρητικοί πόλεμοι και η υποταγή του νησιού
στους Ρωμαίους.
II. Το ρωμαϊκό imperium και οι μεταρρυθμίσεις
του Διοκλητιανού.
Η Κρήτη
ρωμαϊκή επαρχία.
III. Θεμελίωση του χριστιανισμού στην
Κρήτη.
Η επίδραση του
χριστιανισμού στην πολιτική θεωρία
των βυζαντινών
αυτοκρατόρων.
IV. Η συμβολή της ελληνικής παιδείας στον βυζαντινό
πολιτισμό
και ειδικότερα στη
βυζαντινή νομοθεσία.
V. Νομοθετικές κωδικοποιήσεις της ύστερης
αρχαιότητας.
VI. Η δημόσια διοίκηση τον 3ο αιώνα.
ΜΕΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ
ΠΡΩΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (330 - 824/826)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ (ΣΕΛ.
67-128)
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ
1. Η κατάσταση της
Κρήτης.
1.1. Γενικά. Η βυζαντινή επαρχία.
1.2. Σεισμοί, λοιμοί, πειρατικές
επιδρομές και εμφύλια κινήματα.
1.3. Οι κωνσταντίνειες διοικητικές
μεταρρυθμίσεις: η Κρήτη στο πλαίσιο του Ιλλυρικού.
1.4. Στοιχεία για την εσωτερική
πολιτική κατάσταση της Κρήτης.
1.5. Επιδρομές κατά της Κρήτης -
Ζητήματα αμυντικής οχύρωσης.
2. Η βυζαντινή
απολυταρχία.
2.1. Η Κωνσταντινούπολη ως κέντρο
της αυτοκρατορίας. Πολιτικές, διοικη-τικές, οικονομικές και στρατιωτικές
συνέπειες.
2.2. Οικονομικό
υπόβαθρο.
Ι. Γενικά.
ΙΙ. Φορολογικό σύστημα.
ΙΙΙ. Φορολογική πολιτική του
Ιουστινιανού.
IV. Δημόσιες δαπάνες.
V. Νομισματική πολιτική.
2.3. Ο βυζαντινός στην καθημερινή
του ζωή.
Ι. Γενικά.
ΙΙ. Πολιτιστική και φυλετική
πολυμορφία.
ΙΙΙ. Κοινωνική διαστρωμάτωση.
IV. Οι βυζαντινοί αγρότες.
V. Καθημερινή ζωή.
2.4. Γλώσσα και ύφος των
πηγών.
3. Η Εκκλησία της
Κρήτης κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο.
3.1. Η εκκλησιαστική διοργάνωση
του Ανατολικού Ιλλυρικού και η Εκκλη-σία της Κρήτης.
3.2. Επίσκοποι και επισκοπές της
Κρήτης.
4. Η κατάκτηση της
Κρήτης από τους Άραβες (824/826).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
(ΣΕΛ. 128-163)
ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ
ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Α΄. Πολιτειακές
Πηγές.
1. Το νομοθετικό έργο
του Ιουστινιανού.
1.1. Γενικά.
1.2. Κώδικας (Codex).
1.3. Πανδέκτης (Digesta, Pandectae).
1.4. Εισηγήσεις (Institutiones).
1.5. Νεαρές (Novellae).
1.6. Η διδασκαλία του δικαίου -
Αντικήνσορες.
1.7. Το δημόσιο
δίκαιο.
1.8. Αξιολόγηση του νομοθετικού
έργου του Ιουστινιανού.
2. Η νομοθετική
παραγωγή κατά την περίοδο μετά το θάνατο
του Ιουστινιανού
μέχρι τους Μακεδόνες.
2.1. Γενικά
2.2. Νεαρές και λοιπή νομοθετική
παραγωγή.
2.3. Νομικές συλλογές για την κάλυψη πρακτικών
αναγκών.
2.4. Η Εκλογή και η appendix της.
2.5. Γεωργικός Νόμος (‘Νόμος Γεωργικός κατ’ εκλογήν εκ του
Ιουστινιανού βιβλίου’).
2.6. ‘Νόμος Ροδίων Ναυτικός’.
2.7. ‘Εκλογάδιον’ (Ecloga
aucta).
2.8. ‘Στρατιωτικός Νόμος’.
2.9. ‘Τακτικόν του Uspenskij’ (845
περίπου).
Β΄. Εκκλησιαστικές
Πηγές.
1. Γενικά -
Ορολογικά.
2. Οι αγιογραφικές βάσεις του
κανονικού δικαίου.
3. Οικουμενικές
σύνοδοι.
4. Τοπικές
σύνοδοι.
5. Κανόνες εκκλησιαστικών
πατέρων.
6. Μοναχικοί
Κανόνες.
7. Εκκλησιαστικές
κωδικοποιήσεις.
8. Notitiae episcopatuum
(‘Κλήσεις των μητροπολιτών’).
9. ‘Συναγωγή κανόνων εκκλησιαστικών εις ν΄
τίτλους διηρημένη’.
10. Σύνταγμα κανόνων σε 14
τίτλους.
11. Σύνοψις κανόνων.
12. Collectio XXV
capitulorum
(επικεφαλίδα:
‘Διατάξεις νόμων πολιτικών εκ των Νεαρών
Ιουστινιανού βασιλέως συνηγορούσαι και επικυρούσαι τους των αγίων πατέρων
εκκλησιαστικούς κανόνας’).
13. Collectio LXXXVII capitulorum
(επικεφαλίδα:
‘Εκ των μετά τον κώδικα θείων νεαρών
διατάξεων του της ευσεβούς λήξεως Ιουστινιανού διάφοροι διατάξεις συνάδουσαι
εξαιρέτως τοις θείοις και ιεροίς κανόσι, και εκ περι-ουσίας την οικείαν ισχύν
νέμουσαι’).
14. Collectio tripartita (τριμερής) ή
Collectio constitutionum ecclesiasti-carum.
15. Collectio
Ambrosiana.
16. Νομοκάνων εις ν΄ τίτλους.
17. Νομοκάνων εις ιδ΄ τίτλους.
18. Κανονολόγοι συγγραφείς.
Γ΄. Απονομή της
δικαιοσύνης.
1. Γενικά.
2. Επαρχιακά δικαιοδοτικά
όργανα.
3. Εκκλησιαστικά δικαστήρια
(‘audientia
episcopalis’).
ΜΕΡΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (961 - 1204)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ (ΣΕΛ.
165-215)
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ
1. Ανακατάληψη της
Κρήτης. Διοικητική, οικονομική, πολιτιστική
και εκκλησιαστική
αναδιοργάνωση.
2. Οι «προνοιάριοι»
και η νέα βυζαντινή αριστοκρατία της Κρήτης.
3. Η Κρήτη ως
βυζαντινό «θέμα».
4. Η δράση των
«δυνατών» της Κρήτης.
5. Το επαναστατικό
κίνημα του Καρύκη.
6. Η μυθιστορία για
τα 12 αρχοντόπουλα.
7. Η οικονομία του
νησιού.
Ι.
Αγροτική παραγωγή – Εμπορικά προϊόντα.
ΙΙ. Φορολογικό καθεστώς.
8. Οι «βασιλικές
επισκέψεις» της Κρήτης.
9. Εκκλησιαστική
διοργάνωση.
Ι. Μητρόπολη Κρήτης – επίσκοποι
και επισκοπές.
ΙΙ. Εκκλησιαστική περιουσία.
ΙΙΙ. Αυτοκρατορικές χορηγίες.
ΙV. Μονές.
10. Βίος και πολιτεία
του οσίου Νίκωνα του Μετανοείτε.
11. Βίος και πολιτεία
του οσίου Ιωάννη του Ξένου και Ερημίτη.
Ι. Χειρόγραφες πηγές.
ΙΙ. Βιογραφικά στοιχεία.
ΙΙΙ. Η Διαθήκη του
Ιωάννη.
12. Η Κρήτη υπό τους
Βενετούς (1204 – 1669).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
(ΣΕΛ. 216-268)
ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ
ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Α΄. Πολιτειακές
Πηγές.
1. Εισαγωγικά στο
νομοθετικό έργο της Μακεδονικής δυναστείας.
2. Το νομοθετικό έργο
Βασιλείου Α΄: η «Εισαγωγή»
(ή «Επαναγωγή»,
885/886 ή 883/886).
3. Το νομοθετικό έργο
του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (866-912).
3.1. Γενικά.
3.2. «Πρόχειρος
Νόμος».
3.3. «Νεαραί».
3.4. «Βασιλικά».
3.5. «Επαρχικόν
Βιβλίον».
3.6.
«Τακτικά».
4. Το νομοθετικό έργο
του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (905-959).
4.1. «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν» (De administrando imperio).
4.2. «Περί της βασιλείου τάξεως»
(De cerimoniis).
4.3. «Περί
θεμάτων».
5. Συλλεκτικά /
συμπιληματικά έργα.
5.1. «Μεγάλη Σύνοψη των Βασιλικών»
(Synopsis Basilicorum
maior).
5.2. Η «Επιτομή των Νόμων»
(«Εκλογή νόμων των εν επιτόμω εκτεθει-μένων»).
5.3. «Κώδικας Μονής Ζάβορδας».
5.4. «Leges fiscales».
5.5. «Tιπούκειτος».
5.6. «Σύνοψις των
Νόμων».
5.7. «Πόνημα Νομικόν» του
Ατταλειάτη.
5.8. Εγχειρίδιο του Κωνσταντίνου
Γαριδά.
5.9. Η «Πείρα» (Πείρα, ήγουν
διδασκαλία εκ των πράξεων του μεγάλου κυρού Ευσταθίου του Ρωμαίου).
5.10. Ο τρόπος απονομής της
δικαιοσύνης: προβλήματα και προσπάθειες θε-ραπείας.
Ι. Προβλήματα και προσπάθειες
θεραπείας.
ΙΙ. Δικανική
μεθοδολογία.
5.11. «Ecloga ad prochiron
mutate».
6. Νεαρές
μεταγενέστερων αυτοκρατόρων.
7. Το νομοθετικό έργο
των Κομνηνών.
Β΄. Εκκλησιαστικές
πηγές δικαίου.
1. Πρωτοδευτέρα
(Prima-Secunda)
Σύνοδος.
2. Σύνοδος της Αγίας
Σοφίας.
3. Πατριαρχικές
αποφάσεις ευρύτερου ενδιαφέροντος.
4. Νομοκάνων σε 14
τίτλους.
5. Τα νομοκανονικά
έργα του Νίκωνα Μαυρορείτη (περίπου 1025-1100).
6. Συλλεκτικά
νομοκανονικά έργα - Νομοκανονικές «αποκρίσεις»
και
πραγματείες.
6.1.
«Σύνοψις».
6.2. Επιτομή Νομοκάνονα σε 14
τίτλους.
6.3. Κανονικές αποκρίσεις διαφόρων
συγγραφέων.
6.4. Οι «κανονικές αποκρίσεις» του
Μητροπολίτη Κρήτης Ηλία.
6.5. Οι «κανονικές αποκρίσεις» των
μητροπολιτών Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Χούμνου και Ευφημιανού.
6.6. Κανονική απόκριση Νείλου
Δοξοπατρή.
6.7. Κανονική απόκριση Βασιλείου
Αχριδηνού.
6.8. Κανονικές αποκρίσεις Ιωάννη
Κατασταμονίτη.
6.9. Κανονικές
πραγματείες.
6.10. Ιωάννης
Ζωναράς.
6.11. Aλέξιος Αριστηνός.
6.12. Θεόδωρος
Βαλσαμών.
7. Μοναστηριακά
Τυπικά.
7.1.
Εννοιολογικά.
7.2.
Διακρίσεις.
7.3. Νομικά ζητήματα του
περιεχομένου των κανονιστικών τυπικών.
7.3.1. Αυτοδιοίκητο της Μονής – Ο
θεσμός του «επιτρόπου» ή «εφόρου».
7.3.2. Ο ηγούμενος της
Μονής.
7.3.3. Ο
οικονόμος.
7.3.4. Είσοδος στη Μονή – Κουρά –
Διακρίσεις των μοναχών.
7.3.5. Κοινόβιο και ιδιόρρυθμο
σύστημα μοναχικού βίου.
7.3.6. Μία χαρτογράφηση των
μοναστηριακών τυπικών.
8. Audientia
episcopalism.
ΠΗΓΕΣ –
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ΣΕΛ. 269-296)
Ι.
ΠΗΓΕΣ
ΙΙ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΗ
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
AAS
Αcta Apostolicae
Sedis
ACO
Αcta Conciliorum
Oecumenicorum, έκδ. E. Schwarz,
Strasburg - Berlin 1914
κ. εξ.
AΔ
Αρχαιολογικόν Δελτίον
Aμάλθεια
Σύγγραμμα περιοδικόν της εν Αθήναις Επιστημο-νικής
Εταιρείας
AnBol
Αnalecta
Bollandiana, Bruxelles 1882 κ.εξ.
AnGron
J. H. A. LOKIN, Analecta Groningana ad jus graecoromanum pertinentia,
επιμ. Th. E. VAN BOCHOVE,
Groningen 2010
AnOr
Αnalecta
Orientalia
Aπόστολος
Τίτος
Επίσημον Δελτίον της Ι. Μητροπόλεως/Ι. Αρχιεπι-σκοπής Κρήτης.
Περίοδος
Α΄: 1954-1977,
περίοδος Β΄: 1980-1983
(Ηράκλειο)
Bonn
Corpus Scriptorum Historiae Byzantine, Bonn 1828 κ. εξ.
Byzantion
Revue Internationale des Etudes Byzantines
(Bruxelles)
Βυζαντιακά
Θεσσαλονίκη 1981 κ.εξ.
BZ
Byzantinische Zeitschrift, Leipzig κ.εξ.
CJ
Codex Justinianus, έκδοση P. Kruger (Corpus
Juris Civilis II), Berlin 1877 (ανατύπωση: Dublin/Zurich
1970)
CJC
Corpus Juris Civilis
CMH
The Cambridge Medieval History IV, 1-2, έκδ. J. M. Hussey,
Cambridge 1966-1967
CTh
Codex Theodosianus, έκδ. Th. Mommsen – P. M. Meyer, τόμ. I-II, Berolini
1905
ΔΙΕΕ
Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της
Ελλάδος
ΔΚΣ
Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο
Δρήρος
Μηνιαίο Λαογραφικό – Ιστορικό – Λογοτεχνικό περιοδικό (Νεάπολις Κρήτης
1937-1941)
ΔΧΑΕ
Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας
D
Digesta, Th. Mommsen (= CJC I. 2), Berlin 1877 (ανατύπωση: Dublin/Zurich
1973)
DOP
Dumbarton Oaks Papers, Washington DC 1941 κ.εξ.
ΕΕΒΣ
Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών
ΕΕΔΣΘ
Επιστημονική Επετηρίδα Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης
«Αρμενόπουλος»
ΕΕΚΣ
Επιστημονική Επετηρίς Κρητικών Σπουδών
ΕΕΦΣΠΑθ
Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου
Αθηνών
ΕΕΦΣΠΘ
Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης
ΕΙΕ/ΙΒΕ
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών – Ινστιτούτο (τέως Κέντρο) Βυζαντινών
Ερευνών
ΕΚΕΙΕΔ
Επετηρίς του Κέντρου (μέχρι τον τόμο Θ΄: του Αρχείου) της Ιστορίας του
Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα από το 1948
ΕΜΑ
Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου της Ακαδημίας
Αθηνών
Digesta
Digesta
ΕΟ
Εchos d’Orient,
Constantinople – Paris, 1897-1942
Επαναγωγή
Επαναγωγή του Νόμου υπό Βασιλείου και Λέοντος
και Αλεξάνδρου, έκδ. Ι. και Π. Ζέποι, JGR II, σ. 229-368
ΘΗΕ
Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία
Θησαυρίσματα
Περιοδικόν του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών
Σπουδών (Βενετία)
FHG
Fragmenta Historicorum Graecorum IV, έκδ. C. Muller, Paris
1885
FM
Fontes Minores, Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte,
Frankfurt am Main
JGR
Jus Graeco-Romanum, τόμ. I-VIII, έκδ. Ι. και Π. Ζέποι, Αθήναι 1931 κ.
εξ.
JOR
Jahrbuch der Osterreichischen
Byzantinistik, Wien – Koln - Graz, 1968 κ. εξ.
JOBG
Jahrbuch der Osterreichischen
Byzantinischen Gesellschaft, Wien 1951 - 1967.
ΚΑΕ
Κρητική Αρχαιολογική Εφημερίς
ΚΕ
Κρητική Εστία
ΚρΧρ
Κρητικά Χρονικά (περιοδ, Ηράκλειο 1947 επ.)
Κρητικαί Μελέται
Μηνιαίον περιοδικόν σύγγραμμα. Εκδότης Γ. Α. Σήφακας, (Αθήνα
1933)
Κρητική Εστία
Ιστορικολαογραφικό περιοδικό. Ιδρυτής Ιδ. Παπα-γρηγοράκης (Χανιά
1949)
ΚΡΗΤΗ (Α ή Β)
«Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός», συλλογικό έργο με επιστημονική επιμέλεια
Νικ. Παναγιωτάκη, έκδοση του Συνδέσμου Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων
Κρήτης, Κρήτη 1987-1990
Κρητολογία
Μελέται αφορώσαι εις την Κρήτην. Περιοδική επιστημονική έκδοσις.
Εκδίδεται υπό Ελ. Πλατάκη (Ηράκλειο, Βραχάσι 1975-1984)
Λύκτος
Περιοδική επιστημονική έκδοση του Συλλόγου Πεδιαδιτών (Ηράκλειο
1984)
Mansi
J. D. Mansi, Sacrorum conciliorum nova et amplissima collection, τόμ. Ι-ΧΧΧΙ, Firenze - Venezia 1759-1798.
Ανατύπωση και συμπλήρωση από τους J. B. Martin / L. Petit, τόμ. I-LIII,
Paris-Leipzig 1901-1927 (ανατ. Graz
1960-1961)
Migne
J. P. Migne, Patrologiae Cursus Completus, Series Latina, Paris
1844-1952
ΜΕΕ
Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία
Μενεβίσογλου
Παύλος Μενεβίσογλου, Ιστορική εισαγωγή εις τους κανόνας της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, Στοκχόλμη
MΙΕΤ
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
M-Μ
F. Miklosich – J.
Muller, Acta et Diplomata Graeca Medii aevi. Sacra et Profana et Edita, volumes
I-VI, Spanos Editions, Athens 1996
Μύσων
Ετήσια επιστημονική έκδοση. Ιδρυτής Μιχ. Κατα-πότης (Αθήνα,
1932-1937)
NE
Νέος Ελληνομνήμων, Αθήναι 1904 κ.έξ.
NJ
Novellae Justiniani, έκδ. R. Schoell – G. Kroll (CJC III),
Berlin
1895 (ανατύπ.: Dublin/Zurich 1972)
ΠΑΑ
Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών
Πανταζόπουλος
Ν. Πανταζόπουλος, Από της «λογίας» παραδόσεως εις τον Αστικόν Κώδικα.
Συμβολή εις την ιστορίαν των πηγών του νεοελληνικού δικαίου, Αθήναι 1947
(ανατύπ. β΄ έκδ.: Αθήνα 1995)
Πεπραγμένα Α΄-Ε΄
Πεπραγμένα των Διεθνών Κρητολογικών Συνε-δρίων: Α΄ = Κρητικά Χρονικά
ΙΕ΄-ΙΣΤ, 1961-1962 (Ι-ΙΙΙ), Β΄ = Φιλολογικός Σύλλογος ο «Χρυσό-στομος», εν
Αθήναις Ι, 1968-IV, 1969, Γ΄= Αθήναι, Ι,
1973-ΙΙΙ, 1975, Δ΄= Πανεπιστήμιο Κρήτης, Αθήνα Ι-ΙΙΙ, 1981, Ε΄= Εταιρεία
Κρητικών Ιστορικών Μελετών Ι-ΙΙΙ, Ηράκλειον 1985 (1986)
ΠΙΣ
Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο
ODB
The Oxford Dictionary
of Byzantium, τόμ. Ι-ΙΙΙ, New York-Oxford
1991
PG
J. P. Migne, Patrologia cursus completus
omnium SS patrum, doctorum scriptorumque ecclesiasticorum
sive latinorum sive graecorum. Series graeca, Paris 1857-1866 (ανατύπ.: Αθήνα
1987-2008)
Ράλλης-Ποτλής
Γ. Ράλλης / Μ. Ποτλής, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων των τε αγίων
και πανευφήμων Απο-στόλων, και των ιερών οικουμενικών και τοπικών συνόδων και
των κατά μέρος αγίων Πατέρων, τόμ. Α΄-ΣΤ΄, Αθήνα 1852-1859 (ανατύπ: Αθήνα 1966
και 1997, Θεσσαλονίκη 2002)
REB
Revue des Etudes Byzantines, Paris 1943 κ. εξ.
ΤΜ
Travaux et Memoires, Paris 1965 κ. εξ.
VV
Vizantijsij Vremenik, Sanktpeterburg –
Leningrad 1894-1927, Moskva 1947 κ.εξ.
ΧΚ
Χριστιανική Κρήτη (Creta Christiana), περιοδικόν κατά
τετραμηνίαν εκδιδόμενον επιμελεία της εν Κρήτη Εκκλησίας, Α΄-Β΄, 1912-1915
(Ηράκλειον).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
- ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ
Ι.
Γενικές Παρατηρήσεις
Κατ’ αρχάς, οι πρωτογενείς
ιστορικές πηγές, ή όποιας άλλης αξιολογικής διαβαθμίσεως μαρτυρίες, οι οποίες
αφορούν άμεσα την Κρήτη κατά τις δύο ανωτέρω φάσεις της ιστορίας της, είναι
δυστυχώς ελάχιστες. Τούτο όμως ισχύει κατά μείζονα λόγο και για όσες από αυτές
έχουν (άμεσα ή έμμεσα) νομικό χαρακτήρα, παρέχοντάς μας πληροφορίες για τα
δικαιικής φύσεως ζητήματα του νησιού.[1]
Συνεπώς, το νομικό καθεστώς της
βυζαντινής Κρήτης δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ αρχήν ως κάτι διαφορετικό από
εκείνο που προβλέφθηκε για να ισχύσει και σε όλη την υπόλοιπη αυτοκρατορία, στο
πλαίσιο εφαρμογής των γενικών διατάξεων του υπόλοιπου βυζαντινού κράτους. Τούτο
βεβαίως δεν συντρέχει στις ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις που το περιεχόμενο από
διασωθείσες νομικές πηγές με αμιγώς τοπικό χαρακτήρα, μάς επιτρέπει να
υποθέσουμε κάτι διαφορετικό. Με άλλη διατύπωση, η γενική πιο πάνω παραδοχή
πρέπει να υποχωρεί όταν συναντούμε μαρτυρίες, τεκμήρια ή έμ-μεσες πληροφορίες
από τις οποίες επιτρέπεται να οδηγηθούμε στην υπόθεση ή να συμπεράνουμε βάσιμα,
ότι δικαιικοί θεσμοί τοπικού ή ειδικού χαρα-κτήρα, ίσχυσαν ειδικά, αλλά και με
ξεχωριστό περιεχόμενο στην Κρήτη, κατ’ εξαίρεση από τους κοινούς για όλο το
υπόλοιπο βυζαντινό κράτος θεσμούς. Μόνον, συνεπώς, στην περίπτωση αυτή
νομιμοποιούμαστε τεκμη-ριωμένα να υποστηρίξουμε ότι δεν εφαρμόστηκε στο νησί η
όποια ανάλογου περιεχομένου δικαιική ρύθμιση θεσπίστηκε από τα κεντρικά
νομοθετικά όργανα, με σκοπό τη γενική της ισχύ σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια.
Μιλώντας για «βυζαντινό δίκαιο»,
πρέπει στο σημείο αυτό -παραφρά-ζοντας μία πολύ γνωστή άποψη,[2]
η οποία διατυπώθηκε γενικότερα για τη βυζαντινή αυτοκρατορία- να λάβουμε υπόψη
μας ότι ο βυζαντινός νομικός πολιτισμός δεν έχει δική του προϊστορία, καθώς δεν
αποτελεί παρά συνεπή οργανική - ιστορική εξέλιξη του ρωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε
μέχρι το (εντελώς συμβατικό) χρονικό όριο του έτους 330, μετά βεβαίως από
προ-σαρμογή του στα νέα δεδομένα. Όπως δηλαδή η βυζαντινή περίοδος προβάλλει
στην ιστορία ως όψιμο στάδιο του ρωμαϊκού imperium, έτσι και το βυζαντινό
δίκαιο δεν αποτελεί τίποτε άλλο, παρά φυσική συνέχεια και συνεπή προέκταση του
αρχαίου ρωμαϊκού - εξού και η συνήθεια πολλών συγγραφέων να χρησιμοποιούν το
σύνθετο όρο βυζαντινορρωμαϊκό
δίκαιο.[3]
Είναι άλλωστε γνωστό, ότι
ορισμένοι παλαιότεροι ιστορικοί -με κύριο αλλά όχι και μοναδικό υπεύθυνο τον
Edward Gibbon[4]- δεν απέφυγαν τον πειρασμό να θεωρήσουν ότι η βυζαντινή
αυτοκρατορία αποτελούσε μόνον μία παρακμιακή προέκταση της χρονικά πρότερης
ρωμαϊκής. Καθώς όμως θα φανεί στη συνέχεια, ο βυζαντινός νομικός πολιτισμός
φέρει έντονα τα ιδιώνυμα χαρακτηριστικά της αυτόνομης φυσιογνωμίας του, λόγος
και για τον οποίο πρέπει να υπόκειται σε αυτοτελή επιστημονική πραγμάτευση, πάνω
σε διαφορετική ερευνητική βάση και με τη χρήση ειδικών αξιολογικών
κριτηρίων.
Έπειτα, είναι γεγονός ότι
στο Βυζάντιο ουσιαστικά συνυπήρχαν έχοντας παράλληλη ισχύ -ευρισκόμενες σε μία
πολύ ενδιαφέρουσα μεταξύ τους διαλεκτική σχέση- δύο εν μέρει ιδιαίτερες έννομες
τάξεις: η πολιτειακή και η εκκλησιαστική. Ανάλογα με τις
ιστορικές συνθήκες, οι δύο αυτές δικαιο-ταξίες άλλοτε απλώς συμβίωναν, άλλοτε
τέμνονταν με τρόπο ομαλό και λειτουργικό, πότε όμως αλληλοεπικαλύπτονταν στο
πεδίο των αρμοδιοτήτων τους, δείχνοντας περισσότερη ή λιγότερη ανοχή η μία για
την άλλη.
Δεν έλειψε βεβαίως και η
ιστορική εμπειρία διαφόρων συγκρούσεων μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, που σε
αρκετές μάλιστα περιπτώσεις απέκτησε μετωπικό χαρακτήρα. Τέτοια οδυνηρή, και για
τις δύο πλευρές, διένεξη προέκυψε, για παράδειγμα, κατά την περίοδο της
εικονομαχίας - μία οξύτατη πολιτικο-εκκλησιαστική κρίση, που ταλάνισε επί μακρόν
την αυτοκρατορία, δοκιμάζοντας και φθείροντας σε πολύ μεγάλο βαθμό τις θεσμικές
και κοινωνικές αντοχές της.
Σε κάθε όμως περίπτωση,
αμφότερες οι πιο πάνω δικαιοταξίες τελούσαν σε άμεση συνάρτηση τόσο με την
ιστορική συγκυρία, στο πλαίσιο της οποίας εκάστοτε αναπτύσσονταν, όσο και με το
δυναμισμό ή τη συγκε-κριμένη πολιτική όσων κατά καιρούς προσώπων ενσάρκωναν ως
φορείς τους αντίστοιχους πολιτειακούς ή εκκλησιαστικούς θεσμικούς ρόλους. Μέσα
λοιπόν από τη διαλεκτική και εξελικτική
αυτή σχέση/διαπάλη των δύο δικαιοταξιών της Πολιτείας και της Εκκλησίας,
διαμορφώθηκε βαθμιαία και σε βάθος χρόνου ό,τι κατέληξε στις μέρες μας να
θεωρείται ως ‘βυζαντινό’ ή ‘βυζαντινορρωμαϊκό’ δίκαιο. Για το λόγο αυτό, στον
παρόντα τόμο συνεκτι-μώνται άμεσες ή έμμεσες πηγές, κείμενα, μαρτυρίες ή
διάσπαρτες συναφείς πληροφορίες, οι οποίες συνδέονται και με τους δύο κορυφαίους
αυτούς θεσμούς της βυζαντινής Κρήτης ή γενικότερα του βυζαντινού κράτους.
Για
παράδειγμα, και εντελώς ενδεικτικά, αξιολογούνται στην παρούσα εργασία
πληροφορίες από γενικά έργα, όπως μεταξύ άλλων είναι,
? των
Ιωάννη και Παναγιώτη Ζέπων, Jus Graecoromanum
(ανατύπωση Scientia Aalen 1962),
? το
Ιουστινιάνειο
Corpus Juris Civilis,
? τα
Βασιλικά της
δυναστείας των Μακεδόνων
? η
πολύτιμη συλλογή Acta et Diplomata Graeca Medii aevi. Sacra et Profana et
edita, τόμοι
I-VI, των
Γερμανών
ερανιστών Frank Miklosich και Joseph J- Muller (ανατύπ: Αθήνα 1996), που
μας
παρέχει
ανεκτίμητες
πληροφορίες
για
την
οικονομία
του νησιού περί τον 12ο αιώνα.
Από
αμιγώς εκκλησιαστικής πλευράς, τώρα, βασικές πηγές αποτελούν κανονικά κείμενα
που θεσπίστηκαν από νομοθετικά, διοικητικά ή δικαιο-δοτικά όργανα της Εκκλησίας
(οικουμενικές ή τοπικές συνόδους, εκκλησια-στικούς πατέρες, πατριαρχικές
συνόδους κ.λπ.). Κύρια χρηστική συλλογή, εν προκειμένω, αποτελεί το κλασικό
εξάτομο έργο των Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων, των τε αγίων
και πανευφήμων Αποστόλων και των Ιερών Οικουμενικών Συνόδων και Τοπικών Συνόδων
και των κατά μέρος αγίων Πατέρων (Αθήναι,
?1852-1859, φωτοτυπική ανατύπ.: Αθήναι ²1992).
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην εν
λόγω έγκριτη συλλογή ανευρίσκονται, μεταξύ άλλων, και οι Κανονικές Αποκρίσεις του Μητροπολίτη
Κρήτης Ηλία(11ος-12ος
αι.), που τοποθετούνται και
αυτές στην εξελικτική κοίτη της αρχαίας γνωμοδοτικής παράδοσης του ρωμαϊκού
δικαίου, την οποία λάμπρυ-ναν κορυφαίοι νομομαθείς με την έκδοση responsum.[5]
Οι ‘κανονικές από-κρίσεις’ ήταν γνωματεύσεις κύρους διαφόρων εκκλησιαστικών
ιθυνόντων ή εγκρατών νομοκανονολόγων, επί ερωτημάτων ή αποριών που τους θέτονταν
σχετικά με αμφισβητούμενα ζητήματα εκκλησιαστικού και κανονικού δικαίου. Οι
κανονικές αυτές αποκρίσεις αποτελούν ιδιαίτερα σημαντική πηγή για τη διαπίστωση
της ερμηνείας και εφαρμογής τόσο του κανονικού όσο και του πολιτειακού
(κοσμικού) δικαίου.[6]
Ειδικότερα, οι κανονικές
αποκρίσεις του Μητροπολίτη Κρήτης Ηλία
περιέχονται στον Πέμπτο Τόμο της συλλογής των Ράλλη-Ποτλή (σ. 374-381), ως εξής:
Ηλιού του Μητροπολίτου Κρήτης, ?ποκρίσεις πρός τινα
μοναχ?ν Διονύσιον περί διαφόρων
α?το? ?ρωτήσεων: (Τ? μ?ν ?σθεν?ς τ?ς ?μ?ς διανοίας κα? ?πορον,
πνευματικ? ?δελφέ, ?πε?χέ μου τ?ν γλ?τταν πρ?ς τ? παρ? σο? διαπορητικ?ς
προτεινόμενα…).
Συνεξετάζονται ακόμη στο έργο μας
και οι πάσης φύσεως ιστορικές μαρτυρίες που προέρχονται από κρητικής προέλευσης
ή κρητικής αναφοράς διαπλαστικές ή διαγνωστικές πηγές, εφόσον μάς βοηθούν να
αντλήσουμε (άμεση ή έμμεση) γνώση για το δίκαιο που ίσχυσε στη μεγαλόνησο.[7]
Στο δεύτερο αυτό πεδίο έρευνας προέχει η ανεύρεση των πηγών -αν και όπου αυτές
υπάρχουν- του πολιτειακού ή εκκλησιαστικού γηγενούς κρητικού δικαίου κατά τη
βυζαντινή περίοδο του νησιού. Πρόκειται για τους δικαι-ϊκούς εκείνους θεσμούς,
οι οποίοι είτε είχαν επίσημη είτε απλώς λαϊκή προέλευση, διακρίνονταν ωστόσο από
τον τοπικό τους χαρακτήρα, διότι προέρχονταν και εφαρμόζονταν στη μεγαλόνησο
παράλληλα και διαλεκτικά με το επίσημο και γενικής ισχύος σε όλη τη βυζαντινή
επικράτεια, αυτοκρα-τορικό δίκαιο.
Στον τομέα λοιπόν αυτόν, ιδιαίτερη
σημασία έχουν οι ακόλουθες πηγές:
?
από τον Codex Cisamensis
(12ος αι.) το κείμενο Βίος και Πολιτεία
του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Κυρ Ιωάννου του εν Κρήτη, που γεννή-θηκε
στη Μακρά Σίβα της Μεσαράς Κρήτης, το έτος 970.
Τέλος,
πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπογραμμιστεί ότι ως στόχος του παρόντος έργου
τέθηκε εξαρχής, όχι να παρουσιάσει καρπούς μίας εντελώς πρωτότυπης, σε κάθε
περίπτωση, έρευνας -υπάρχουν αρκετές και πολύ πιο εξειδικευμένες μελέτες, που
υπηρετούν με ζηλευτή επιστημοσύνη μία τέτοια περιορισμένη προοπτική. Σκοπός μας
λοιπόν ήταν να αναζητηθούν, ανευρε-θούν και αναδειχθούν με συστηματικότερο τρόπο
όσα ερευνητικά πορίσματα έχουν έρθει ήδη στο φως από τη γνωστή ημεδαπή ή
ξενόγλωσση βιβλιο-γραφία, πάνω στο σαφώς οριοθετημένο από τον τίτλο και το
συναφές πρό-γραμμα αντικείμενό του.
Η
στοχοθεσία όμως αυτή, διόλου δεν μειώνει είτε την αξία σειράς πρωτό-τυπων
πορισμάτων, τα οποία εξήχθησαν κατά την πρόοδο της εργασίας μας, είτε τη
γενικότερη σημασία αυτής, ως ενός χρηστικού έργου ακαδημαϊκής υποδομής, που
μπορεί να σταθεί αξιόπιστος αρωγός σε όσους ερευνητές θελήσουν στο εξής να
ενσκύψουν, με τρόπο πιο εξειδικευμένο ή λεπτο-μερειακό, σε διάφορους τομείς,
αξιοποιώντας το σύνολο των ιστορικών πληροφοριών, που ο παρών τόμος παρουσιάζει.
ΙΙ.
Μεθοδολογικές Παρατηρήσεις
1. Το
χωρο-χρονικό πλαίσιο ισχύος του βυζαντινού δικαίου στην
Κρήτη.
Αντικείμενο ενός μακρού
επιστημονικού διαλόγου μεταξύ των ιστο-ρικών, στο πλαίσιο του οποίου
διατυπώθηκαν ακόμη και διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους απόψεις, αποτέλεσε
-ανάμεσα στις πολλές άλλες αμφισβητήσεις, που προκάλεσε το φαινόμενο ‘Βυζάντιο’-
και το ζήτημα σχετικά με το εύρος των χρονικών του ορίων. Και εύλογα, αφού από
την απάντηση στο επίμαχο ερώτημα οριοθετείται αναλόγως και το χρονικό πεδίο
έρευνας της ιστορίας του βυζαντινού δικαίου.
Ωστόσο, η όποια σχετική απόκριση,
μάλλον συμβατική έχει αξία, καθώς γίνεται κοινά πλέον αποδεκτό ότι το δίκαιο, μη
έχοντας χαρακτήρα στατικό αλλά δυναμικό και διαλεκτικό, με περιεχόμενο διαρκώς
εξελισσόμενο, δεν μπορεί να κατατμηθεί σε αυστηρά χωριστές χρονικές φάσεις - δεν
υπάρχουν δηλαδή χρονικά στεγανά στο δίκαιο. Και τούτο, διότι κάθε νέα δικαιική
ρύθμιση προϋποθέτει, κατανοείται αλλά και εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ολόκληρου
προϋπάρχοντος νομικού συστήματος, σε μία λιγότερο ή περισσό-τερο συμπαγή έννομη
τάξη, ο βίος της οποίας δεν αναδύεται ξαφνικά στο ιστορικό προσκήνιο, αλλά έχει
διαμορφωθεί στο πλαίσιο μίας μακραίωνης και εξελικτικής θεσμικής διεργασίας.
Κάθε τέτοιο δικαιικό σύστημα επιβι-ώνει επί μακρόν στον ιστορικό χρόνο, χωρίς να
είναι δυνατή η αιφνιδιαστική ή πλήρης αντικατάστασή του, από ένα εντελώς
διαφορετικό.
Για παράδειγμα, το ρωμαϊκό δίκαιο
προϋποθέτει αρχαιότερά του νομικά συστήματα -μεταξύ αυτών και το αρχαιοελληνικό-
με παρεμφερείς δικαι-ικούς θεσμούς. Ακολούθως το ρωμαϊκό δίκαιο, αφού δέχθηκε τη
σφραγίδα της χριστιανικής κοσμοθεωρίας, εξελίχθηκε στη συνέχεια σε
βυζαντινο-ρωμαϊκό, επιβιώνοντας τελικά μέχρι τις μέρες ώστε να αποτελέσει το
θεσμικό υπόβαθρο των σύγχρονων εννόμων τάξεων των χωρών της ηπειρω-τικής
Ευρώπης. Διακοπή στην ιστορική αυτή συνέχεια, ως προς τον ελλη-νικό τουλάχιστον
χώρο, στάθηκε το οθωμανικό-μουσουλμανικό δίκαιο, οι νομικοί θεσμοί του οποίου
είχαν περιεχόμενο πολύ διαφορετικό από εκείνους του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου.
Πάντως, η διαμάχη περί του
ζητήματος των χρονικών ορίων του βυζαντινού δικαίου δεν εμφανίζει στις μέρες μας
την ίδια ένταση που είχε παλαιότερα, καθώς έχει πλέον επικρατήσει η γνώμη
σύμφωνα με την οποία κάθε συναφής μελέτη οφείλει -για λόγους συστηματικότητας
αλλά και πληρότητας του αντικειμένου της- να καλύψει τη σχετική νομοθετική παρα-γωγή ανάμεσα στις καθοριστικής σημασίας
διαρθρωτικές διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και την κατάλυση του
βυζαντινού κρά-τους.[8]
Για το λόγο αυτό, η παρούσα
εργασία αρχίζει εξετάζοντας, μεν, το δίκαιο της Κρήτης κατά την ύστερη
ρωμαϊκή/ελληνιστική περίοδο, θέτει όμως ακολούθως -με κάθε επιφύλαξη, για τους
λόγους που ήδη εκτέθηκαν- ως συμβατικό όριο χρονικής έναρξης της βυζαντινής
περιόδου του νησιού το έτος 330 μ.Χ., όταν τελέσθηκαν τα μεγαλοπρεπή εγκαίνια
της Κωνσταντι-νούπολης.
Ως προς το ίδιο όμως ζήτημα, η
βυζαντινή περίοδος της Κρήτης παρου-σιάζει ορισμένες καίριες διαφοροποιήσεις, σε
σχέση με το υπόλοιπο βυζαντινό κράτος.
Κατ’ αρχάς, η κατάκτηση του νησιού
από τους Άραβες περί τα έτη 824/826, είχε ως συνέπεια τη βίαιη διακοπή της
ισχύος του βυζαντινού δικαίου επ’ αυτής, μέχρι το έτος 961, όταν ο στρατηγός
Νικηφόρος Φωκάς, μετά από αποτυχημένες απόπειρες παλαιότερων βυζαντινών
στρατηγών, ανακατέλαβε τη μεγαλόνησο, επανεισάγοντας το επίσημο βυζαντινό
δίκαιο. Η ενδιάμεση αυτή περίοδος, η λεγόμενη ‘Αραβοκρατία της Κρήτης’ (824/6 – 961),
ώθησε εύλογα τους ιστορικούς στη διαίρεση της συνολικής βυζαντινής περιόδου του
νησιού σε δύο φάσεις. Έτσι, αν η πρώτη βυζαντινή περίοδος της Κρητικής ιστορίας
αρχίζει το έτος 330 και λήγει περί το 824/6, η δεύτερη ξεκινά το 961, με την
ανακατάληψη του νησιού από τους Άραβες, λήγει όμως αναπόφευκτα το έτος 1204,
όταν το νησί περιήλθε στην κατοχή των Ενετών. Για λόγους πληρότητας όσων
σημειώνονται, ας προστεθεί εδώ ότι η Ενετοκρατία της Κρήτης διάρκεσε μέχρι το
1669, όταν το νησί κατακτήθηκε από τους Τούρκους.
2.
Δικαιικές Πηγές
2.1.
Γενικές και γηγενείς πηγές. Η μετεξέλιξη
της ρωμαϊκής αυτοκρα-τορίας (imperium romanum) σε χριστιανική (imperium christianum) και η διάκριση των
πηγών σε πολιτειακές και
εκκλησιαστικές.
Όπως ήδη σημειώθηκε, οι σωζόμενες
ιστορικές πηγές περί της βυζαντινής Κρήτης -δηλαδή περί της περιόδου που
περικλείεται στα αμέσως πιο πάνω χρονικά όρια- δυστυχώς δεν επαρκούν για τη
διαμόρφωση μίας κατά το δυνατό ολοκληρωμένης εικόνας. Η έλλειψη αυτή επηρεάζει
ασφα-λώς και τη δυνατότητα αποκόμισης ουσιαστικών γνώσεων και εξαγωγής
συμπερασμάτων για την οργάνωση, από πλευράς δικαιικών θεσμών, της βυζαντινής
Κρήτης. Και τούτο διότι, ναι μεν είναι αναντίρρητο ότι κατά την περίοδο αυτή
ίσχυσαν και στην Κρήτη οι γενικότερες διατάξεις, που θεσπίστηκαν από τα αρμόδια
κεντρικά νομοθετικά όργανα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, και οι οποίες είχαν
καθολική ισχύ σε όλη την επικράτειά της, πλην όμως η προσεκτική μελέτη της
ιστορίας του δικαίου συχνά απο-καλύπτει μία ορισμένου βαθμού διάσταση μεταξύ,
αφενός μεν του επισήμως θεσπισμένου και προερχόμενου από την κεντρική εξουσία
δικαίου, αφετέρου δε αυτού που πράγματι εφαρμόστηκε σε ορισμένη τοπική
περιφέρεια, την ίδια χρονική περίοδο.
Με την είσοδο της Κρήτης στη
ρωμαϊκή περίοδο της ιστορίας της (67 π.Χ. - 330 μ.Χ.) και τη συνακόλουθη
εφαρμογή σε αυτήν του δικαίου των Ρωμαίων κατακτητών, παύει πλέον η ισχύς αυτού
που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ‘αρχαίο κρητικό δίκαιο’, και που
χαρακτηρίζεται από την εντοπιότητα της παραγωγής του, τον αυτόχθονα χαρακτήρα
του και την τοπική του ισχύ. Στο εξής, με την ένταξη του νησιού σε μία ευρύτερη
ενιαία πολιτειακή ενότητα, ό,τι πλέον θα έχει
τον χαρακτήρα του γηγενούς Κρητι-κού δικαίου θα είναι δικαιϊκοί θεσμοί λαϊκής
προέλευσης, ένα είδος λαϊκού δικαίου με στενά τοπική εμβέλεια, το οποίο
αναπόφευκτα εφάρμοζαν οι Κρήτες ορισμένων περιοχών της μεγαλονήσου, παράλληλα με
το επίσημο κρατικής προελεύσεως δίκαιο.
Με βάση λοιπόν το κριτήριο αυτό,
το επίσημο κρατικό δίκαιο θα είναι κατά τους επόμενους αιώνες διαδοχικά ρωμαϊκό,
βυζαντινό, αραβικό, ενετικό, τουρκικό και, τέλος νεοελληνικό, ανάλογα με την
κρατική οντότητα στην οποία θα ανήκει η Κρήτη, και η οποία θα είναι πλέον η
αρμόδια για τη θέσπιση του επίσημου δικαίου.
Πιο συγκεκριμένα, παράγοντες
τοπικής σημασίας -όπως είναι οι πάσης φύσεως ιδιαίτερες ιστορικές ή άλλες
συνθήκες, τα λαϊκά τοπικά έθιμα ή οι διάφορες κοινωνικές, εμπορικές, οικονομικές
ή συναλλακτικές συνήθειες- είναι βέβαιο ότι επέβαλαν και στην Κρήτη (όπως και
παντού αλλού) την εφαρμογή ειδικών δικαιικών θεσμών, με αυτόχθονα χαρακτήρα. Οι
τελευ-ταίοι τελούσαν σε μεγαλύτερη ή μικρότερη απόκλιση από το επίσημο
αυτοκρατορικό δίκαιο, αν δεν οδηγούσαν σε ολοκληρωτικό του αποκλεισμό, σε
ορισμένες τουλάχιστον βιοτικές, κοινωνικές ή οικονομικές σχέσεις. Μόνον μέσα από
τη συγκριτική μελέτη εφαρμογής μεταξύ του επίσημου και του γηγενούς (αυτόχθονος)
δικαίου είναι δυνατή η αρτιότερη ερμηνευτική προσέγγιση των κρητικών δικαιικών
θεσμών, ερευνητικό κριτήριο που θα έχουμε πάντοτε υπόψη στις επόμενες σελίδες
της παρούσας μελέτης.
Η παύση των διωγμών κατά της
χριστιανικής θρησκείας και η αναγνώ-ριση της ανεξιθρησκίας (Μεδιόλανα/Μιλάνο,
313),[9]
σηματοδότησαν την απαρχή μίας ολοένα και πιο προνομιακής μεταχειρίσεως της
Εκκλησίας. Το αποκεντρωμένο και ιδιαίτερα εκτεταμένο δίκτυο των πολυάριθμων
χριστια-νικών κοινοτήτων, ενοριών ή μονών συγκρότησε συν τω χρόνω έναν
ισχυρότατο πόλο εξουσίας, με βαθειά πολιτική, οικονομική και πολιτιστική επιρροή
μέσα στους αρμούς του βυζαντινού κράτους.
Σημείο αντιλεγόμενο για τους
ιστορικούς της βυζαντινής περιόδου αποτέλεσε, όπως είναι γνωστό, η ειλικρίνεια
των προθέσεων και θρησκευ-τικών πεποιθήσεων των βυζαντινών αυτοκρατόρων -αρχής
γενομένης από τον Μ. Κωνσταντίνο- ως κίνητρο της εύνοιάς τους απέναντι στο
χριστια-νισμό.
Ωστόσο, ανεξάρτητα από την όποια
θεώρηση, γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι στο σύνολό τους οι βυζαντινοί
αυτοκράτορες, πλην ελαχίστων (ρομαντικών μάλλον εξαιρέσεων…)[10]
ακολουθώντας τις υπαγορεύσεις της συγκεντρωτικής βυζαντινής κρατικής πολιτικής,
ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν κατ’ αρχήν υπό πολιτικό πρίσμα την
χριστιανική πίστη. Με την έννοια αυτή, ο χριστιανισμός αποτελούσε έναν από τους
βασικότερους παράγοντες συνοχής της αυτοκρατορίας. Η φυλετική ανομοιογένεια του
πληθυσμού της τελευταίας, ουδέποτε έπαψε να συνιστά μία διαρκή απειλή για την
όχι και τόσο αρραγή της ενότητα.
Συνεπώς, το δημόσιο συμφέρον
διατηρήσεως συμπαγούς της αχανούς βυζαντινής αυτοκρατορίας, με την αποφυγή
θρησκευτικών ερίδων, επέτασσε την κρατική εύνοια προς εκείνη τη θρησκευτική
πίστη, που εκπροσωπούσε η συμπαγέστερη πλειονότητα των πολιτών.
Ωστόσο, οι θρησκευτικές διαμάχες -
που όταν φορτίζονται με την οξύτητα του φανατισμού, μπορούν να ευνοήσουν
διασπαστικές ή αποσχι-στικές τάσεις, εμφανίζονται συχνότερα και με πολύ
μεγαλύτερη ένταση, όχι τόσο ανάμεσα σε διαφορετικές θρησκείες, όσο μεταξύ οπαδών
διαφορετικών ερμηνευτικών κατευθύνσεων μέσα στους κόλπους του ίδιου
θρησκεύματος. Η τελευταία διαπίστωση εξηγεί τη συχνή ανάμιξη των ίδιων των
αυτο-κρατόρων ακόμη και στις δογματικές (χριστολογικές, εκκλησιολογικές ή άλλες)
έριδες, οι οποίες επί αιώνες ταλάνισαν τη βυζαντινή χριστιανική οικουμένη.[11]
Το ενδιαφέρον τους, συνεπώς,
εκκινούσε πρώτα από τη θεσμική τους ιδιότητα, που υπαγόρευε τη στήριξη εκείνου
του θρησκευτικού δόγματος το οποίο δεν θα έβαζε σε κίνδυνο τη συνοχή της
αυτοκρατορίας, ή πάντως θα προκαλούσε το μικρότερο δυνατό κίνδυνο. Κατά τα άλλα,
δεν πρέπει να αποκλεισθεί και η ομόθυμη εσωτερική τοποθέτηση σειράς αυτοκρατόρων
ως ειλικρινών πιστών υπέρ της μίας ή άλλης κατεύθυνσης.[12]
Οι ίδιοι λόγοι οδηγούσαν και στην
αυξημένη κρατική μέριμνα για τη διοικητική και οργανωτική αρτιότητα του
εκκλησιαστικού οργανισμού, όπως τούτο έγινε κατάδηλο στο πεδίο της νομοθετικής
πολιτικής, με τη θέσπιση πολυάριθμων αυτοκρατορικών διατάξεων. Με την ευθεία
αυτή νομοθετική συμπαράσταση του βυζαντινού κράτους, η πρώην διωκόμενη
χριστιανική εκκλησία ισχυροποιήθηκε σε βαθμό τέτοιο ώστε, προϊόντος του χρόνου,
αυτή να καταστεί θεσμός κρατικός, μία πράγματι κρατική εκκλησία, με οτι-δήποτε
αυτό σήμαινε αναφορικά με την ισχυρή της επιρροή στα δημόσια πράγματα, αλλά και
συνεπαγόταν στο ευαίσθητο εκείνο πεδίο όπου κρινόταν η ιδεολογική της καθαρότητα
και η δογματική της συνέπεια.[13]
Με άλλη διατύπωση, η μετεξέλιξη
της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (imperium romanum) σε χριστιανική αυτοκρατορία (imperium christianum), επέτρεψε την άμεση
ή έμμεση αυτοκρατορική επέμβαση στα ενδοεκκλησια-στικά ζητήματα. Κατά μία
εκδοχή, η ανάμιξη αυτή συναντούσε ως όριό της τα ζητήματα δογματικής
διδασκαλίας, στα οποία δεν επιτρεπόταν αυτο-κρατορική ανάμιξη. Η θέση όμως αυτή
παραβλέπει ότι η κρατική στήριξη τούτης ή εκείνης της δογματικής εκδοχής, σε
αντίθεση με μια άλλη, με κριτήριο μάλιστα όχι θεολογικό αλλά την ευρύτερη λαϊκή
αποδοχή της πρώτης, συνιστούσε έμμεση αλλά σαφή ανάμιξη υπέρ της κατισχύσεως, με
το επίσημο μάλιστα κρατικό ένδυμα, ορισμένης δογματικής
διδασκαλίας.
Η προϊούσα ενδυνάμωση της θεσμικής
θέσεως του εκκλησιαστικού οργανισμού στο βυζαντινό κράτος, οδήγησε σε
διαφορετικό επίπεδο τη δια-μόρφωση των σχέσεων μεταξύ πολιτείας και εκκλησίας.
Έντονες υπήρξαν οι αμφισβητήσεις μεταξύ των ιστορικών ως προς το ακριβέστερο
περιεχόμενο των σχέσεων αυτών, με μία ευρεία ποικιλία ερμηνευτικών εκδοχών,
συχνά μάλιστα διαμετρικά αντίθετων μεταξύ τους.
Κατά μία εκδοχή, πολιτεία και
εκκλησία, ως οι δύο κύριοι και πιο ισχυροί πόλοι εξουσίας, βρίσκονταν σε ένα
διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους, με απώτερο σκοπό την τελική επικράτηση του ενός
πάνω στον άλλο. Σύμφωνα, όμως, με διαφορετικό πρίσμα ιστορικής ερμηνείας, οι δύο
θεσμοί δεν ήταν παρά μορφές της μίας
και αδιαίρετης έννοιας της χριστιανοσύνης, όψεις που στην πολιτική και θεολογική
σκέψη των βυζαντινών τελούσαν σε αμοιβαία συνάρτηση.
Μια τρίτη θεώρηση -η πλέον,
νομίζω, πειστική- κρίνει ότι δεν είναι δυνατή μία συνολική συμπερασματική κρίση,
αλλά μόνον η προσεκτικότερη συνεξέταση της πολιτικής επιρροής των δύο θεσμών,
στο πλαίσιο δεδομένων χρονικών περιόδων. Και τούτο, λαμβανομένου πάντοτε υπόψη
του κύρους ή του ειδικού βάρους των πολιτικών ή εκκλησιαστικών ταγών, που
εκάστοτε εκπροσωπούσαν ένσαρκα τους δύο θεσμικούς πόλους, υποστασιοποιώντας τη
συμμετοχή τους στα κοινά με συγκεκριμένες αποφάσεις και
πράξεις.
Από την άλλη όμως πλευρά, η ολοένα
αυξανόμενη και θεμελιώδης ιδεο-λογική, πολιτειακή και πολιτιστική επιρροή της
χριστιανικής θρησκείας, κατέστησε την εκκλησία έναν παράγοντα διαμορφώσεως του
βυζαντινού (ουσιαστικού και δικονομικού) δικαίου. Άλλωστε, σύμφωνα με την
επίσημη ιδεολογική θέση της βυζαντινής πολιτείας περί της σχέσεως Θεού και
αυτοκράτορα, πηγή του δικαίου είναι ο πρώτος, με επί γης εκφραστή του τον
εκάστοτε αυτοκράτορα, ο οποίος έτσι καθίσταται και συν-δημιουργός του
δικαίου.
Για τους πιο πάνω λόγους, αποτελεί
κοινή επιστημονικό μέθοδο, ακολου-θούμενη από το σύνολο σχεδόν των ερευνητών του
βυζαντινού δικαίου, η διαίρεση των πηγών του σε πολιτειακές (ή κοσμικές), αφενός, και
εκκλησια-στικές, αφετέρου,
ανάλογα με την προέλευση, το περιεχόμενο και την σκοπούμενη ρύθμισή τους.
Από τη μεθοδολογική αυτή παράδοση
δεν προτίθεται να αποστεί η παρούσα μελέτη, γνωρίζοντας ότι, σε διαφορετική
περίπτωση, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος συγχύσεως των δύο αυτών κατηγοριών πηγών
και η συναγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων ως προς τη θεσμική λειτουργία της
Πολιτείας και της Εκκλησίας στο βυζαντινό κράτος.
Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με όσα
ειπώθηκαν, οι πηγές του δικαίου που εφαρμόσθηκε στην Κρήτη σε όλη τη διάρκεια
της βυζαντινής της περιόδου, μπορούν να ενταχθούν στις εξής τρεις γενικές
κατηγορίες, με συστηματικά κριτήρια την προέλευση, το περιεχόμενο και το πεδίο
εφαρμογής τους:
? Πολιτειακές δικαιϊκές
πηγές.
? Εκκλησιαστικές δικαιϊκές πηγές.
? Εθιμικές - γηγενείς δικαιϊκές
πηγές.
Παρά την ορισμένου βαθμού
σχηματικότητα που ενέχει η διάκριση αυτή, συνεπάγεται ωστόσο από την άλλη δύο
σημαντικά επιστημονικά πλεονεκτή-ματα: αφενός μεν, επιτρέπει τη μεθοδική -
συστηματική ένταξη και μελέτη του συνόλου των πηγών, αφετέρου όμως αποτρέπει,
για τον ίδιο λόγο, την πρόκληση συγχύσεως κατά την εξέτασή τους ή την
συναποκόμιση εσφαλ-μένων συμπερασμάτων.
Υπογραμμίζεται όμως ότι η πιο πάνω
κατηγοριοποίηση εξυπηρετεί αυστηρά επιστημονικούς σκοπούς, αφού τα όρια ισχύος
και αλληλεπίδρασης των διαφόρων πηγών του δικαίου υπήρξαν, κατά τη βυζαντινή
τουλάχιστον περίοδο, πολύ ρευστά. Χαρακτηριστικό προς τούτο παράδειγμα
αποτελού-σαν οι ιεροί κανόνες της Εκκλησίας, η ισχύς των οποίων δεν
περιοριζόταν, όπως σήμερα, στο στενό ενδοεκκλησιαστικό χώρο, αλλά, λόγω του
θεοκρα-τικού χαρακτήρα του βυζαντινού κράτους, επεκτεινόταν στο σύνολο του
κοινωνικού χώρου και των δικαιικών θεσμών. Για παράδειγμα, η κανονική ρύθμιση
του μοναχισμού επηρέασε σε σημαντικό βαθμό θεσμούς τόσο του δημόσιου όσο και του
ιδιωτικού δικαίου (βλ. ‘Διαθήκη’ του Ιωάννου του Ξένου ή Ερημίτου, κείμενο
με πλήθος δικαιικών στοιχείων, που αντικα-τοπτρίζει περαιτέρω εμπράγματες,
ενοχικές και κληρονομικές σχέσεις με ad hoc εφαρμογή στην Κρήτη).
Μία επίσης κοινά αποδεκτή
υποδιαίρεση των πηγών του βυζαντινού δικαίου είναι αυτή σε νομοθετικές και
διαγνωστικές, εκ των οποίων οι τελευ-ταίες περιλαμβάνουν τις κάθε είδους
χρήσιμες πληροφορίες, ανεξαρτήτως του εάν περιέχονται σε αμιγώς νομικά ή άλλης
μορφής κείμενα. Και τούτο διότι γνώση για τη λειτουργία των νομικών θεσμών μίας
ορισμένης περιόδου μπορούμε να αντλήσουμε και από έμμεσες ιστορικές πηγές, που
δεν εντάσ-σονται οπωσδήποτε στις επίσημα νομικές.
Υπό την έννοια αυτή, πηγές του
δικαίου μπορούν να αποτελέσουν και τα κάθε είδους ιστορικά ή φιλολογικά έργα,
όπως είναι οι επιστολές και τα προϊόντα της ομιλητικής φιλολογίας, τα αγιολογικά
κείμενα, οι επιγραφές, τα νομίσματα, οι σφραγίδες κ.λπ. Για τη συστηματική
μελέτη πολλών από τις πηγές αυτές έχουν αναπτυχθεί ιδιαίτεροι κλάδοι, βοηθητικοί
σε σχέση με την ιστορία του δικαίου, όπως είναι η παλαιογραφία, η κωδικολογία, η
διπλωματική, η επιγραφική, η νομισματολογία, η σφραγιδολογία
κ.λπ.
Εξόχως σημαντική είναι η θέση που
κατέχουν μεταξύ των άμεσων πηγών τα έγγραφα, χωρίς να ενδιαφέρει οπωσδήποτε το
χρησιμοποιούμενο υλικό. ‘Έγγραφα’ λοιπόν θεωρούνται ακόμη και τα μέταλλα, οι
πέτρες, το ξύλο ή ο πηλός. Συνήθεις έγγραφες πηγές είναι οι πάπυροι, που
χρησιμοποιούνται μέχρι και τον 9ο αιώνα, οι περγαμηνές (με υλικό επεξεργασμένα
δέρματα ζώων) και, από το 10ο αιώνα και μετά, το χαρτί.
Είναι λοιπόν η βυζαντινή περίοδος του
κρητικού δικαίου μία μακρό-χρονη διαδικασία, στην εξελικτική πορεία της οποίας
το ρωμαϊκό δίκαιο παραχωρεί τη θέση του στην Ιουστινιάνεια νομοθεσία, η
τελευταία στη νομοθεσία των Ισαύρων, μετά των Μακεδόνων αυτοκρατόρων κ.ο.κ. Κατά
την ίδια όμως εξέλιξη, το βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο παρουσιάζει συνεχείς
διακυμάνσεις, που οφείλονται άμεσα τόσο στη φεουδαρχική δομή και διαστρωμάτωση
της βυζαντινής κοινωνίας, όσο και την ιδεολογική επικρά-τηση του χριστιανισμού
στο σύνολο των στρωμάτων του βυζαντινού πληθυ-σμού. Τη διαδικασία λοιπόν αυτή θα
παρακολουθήσουμε όσο το δυνατό πιο ανάγλυφα στα επόμενα κεφάλαια της μελέτης,
μέσα από τις παρατιθέμενες και σχολιαζόμενες δικαιικές ή άλλες συναφείς
πηγές.
2.2.
Έννοια, αξιολόγηση και ειδικότερη διάκριση των πηγών.
Στην υπό ευρεία έννοια ‘ιστορική
πηγή’ εντάσσεται κάθε υλικό μέσο, από το οποίο μπορούμε να αντλήσουμε, με τρόπο
άμεσο ή έμμεσο, γνώσεις και πληροφορίες σχετικά με το ιστορικό παρελθόν.[14]
Οι πηγές ως εκ τούτου διακρίνονται
σε άμεσες και έμμεσες. Στις πρώτες ανήκουν:
? είτε αυτούσια κατάλοιπα του
παρελθόντος (μνημεία, νομίσματα, επι-γραφές, ανασκαφικά ευρήματα)
? είτε γραπτά κείμενα, που
συντάχθηκαν προκειμένου να υπηρετήσουν συγκεκριμένους πρακτικούς σκοπούς. Εδώ
εντάσσεται η αυτοκρατορική νομοθεσία, τα πρακτικά των οικουμενικών και τοπικών
(εκκλησιαστικών) συνόδων, επίσημα ή ιδιωτικά έγγραφα, στρατιωτικά εγχειρίδια,
επιστολές κ.λπ.
Ως έμμεσες πηγές θεωρούνται όσες
παρέχουν ειδήσεις για τις διάφορες ιστορικές περιόδους:
? είτε διότι συντάχθηκαν με το
σκοπό αυτό, όπως είναι τα ποικίλα ιστοριογραφικά έργα, οι χρονογραφίες, οι
εκκλησιαστικές ιστορίες, τα συναξάρια (βίοι αγίων),
? είτε ως πνευματικά προϊόντα μίας
εποχής, όπως είναι τα γεωγραφικά ή λογοτεχνικά έργα (έπος, μυθιστόρημα, διάφορα
δημώδη κείμενα, ρητορικοί λόγοι).
Η αξιοπιστία των μαρτυριών που
παρέχει κάθε άμεση ή έμμεση ιστορική πηγή προσδιορίζει, όπως είναι αυτονόητο,
και το μέτρο της ουσιαστικής της συμβολής στη γνώση του παρελθόντος. Για
παράδειγμα, τα κίνητρα και οι προθέσεις του συγγραφέα ενός χρονικού, η χρονική
απόσταση από το εξιστορούμενο συμβάν, το (επισημότερο ή δημωδέστερο) είδος της
πηγής, πρέπει να αξιολογούνται με ιδιαίτερη προσοχή.
Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων,
στις επισημότερες πηγές καταλέ-γονται:
? η αυτοκρατορική νομοθεσία,
? οι αποφάσεις και τα πρακτικά των
οικουμενικών και τοπικών συνόδων, καθώς και της ενδημούσας στην Κωνσταντινούπολη
πατριαρχικής συνόδου,
? τα έγγραφα της αυτοκρατορικής
γραμματείας και των εν γένει κρα-τικών υπηρεσιών,
? τα έγγραφα των εκκλησιαστικών
αρχών (πατριαρχείων, μητροπόλεων, επισκοπών, μονών[15]),
? χρυσόβουλλα, αργυρόβουλλα ή
μολυβδόβουλλα,
? νομίσματα κ.λπ.
Ως επίσημα και ιδιαίτερης αξίας
θεωρούνται όσα έγγραφα σώζονται σε μορφή παπύρου,[16]
έχοντας εκδοθεί κυρίως από κρατικές ή εκκλησιαστικές αρχές. Οι πάπυροι απαντούν
κυρίως κατά την περίοδο των αιώνων 4ου – 7ου, ενώ στη συνέχεια μειώνονται
ραγδαία. Με τη μελέτη των διασωθέντων δεκάδων χιλιάδων παπύρων ασχολείται η
επιστήμη της παπυρολογίας, ενώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι αναλόγως προς το
περιεχόμενό τους, τα παπυρικά έγγραφα εντάσσονται σε ξεχωριστούς τομείς
επιστημονικού ενδια-φέροντος. Μεταξύ αυτών, εξέχουσα θέση κατέχει η νομική
παπυρολογία.
Ζήτημα που συνδέεται άμεσα με την
αξιοπιστία των εγγράφων αποτελεί η γνησιότητα και η χρονολόγησή τους. Η επιστήμη
της διπλωματικής[17] ασχολείται με τη διακρίβωση των ανωτέρω
προαπαιτούμενων της μελέτης των εγγράφων, διαμορφώνοντας κριτήρια για τη
διαπίστωση της γνησιό-τητας και τον κατά προσέγγιση χρονολογικό προσδιορισμό
όσων εγγράφων δεν φέρουν ακριβή χρονολογική ένδειξη.
Ως ‘έγγραφο’ νοείται κάθε γραπτό
κείμενο ορισμένου τύπου, εφόσον αυτό είτε παρέχει ιστορικές μαρτυρίες είτε
επάγεται νομικές ή άλλες συνέπειες. Η ύλη επί του οποίου ενσωματώνεται η έγγραφη
μαρτυρία είναι κατά κανόνα αδιάφορη. Έτσι, ως έγγραφες πηγές μπορούν να
θεωρηθούν κείμενα αναγεγραμμένα σε χαρτί, περγαμηνή ή πάπυρο καθώς και σε πέτρα,
μάρμαρο, ξύλο (επιγραφές). Οι μαρτυρίες των εγγράφων για ένα πλήθος πτυχών του
δημόσιου ή ιδιωτικού βίου αναδεικνύουν αυτά σε σημαντικό-τατες ιστορικές
πηγές.
Πληθώρα σημαντικών βυζαντινών
εγγράφων έχει διασωθεί στα αρχεία πολλών μονών. Πολλά από αυτά, που είναι
καταχωρημένα σε μοναστη-ριακούς ή πατριαρχικούς κώδικες, μπορούν να
διακριθούν:
(α) Σε όσα προέρχονται από την
αυτοκρατορική γραμματεία ή άλλες κρατικές υπηρεσίες, παρέχοντας κυρίως
φορολογικά ή άλλα προνόμια σε μέλη της βασιλικής οικογένειας, κρατικούς
λειτουργούς ή αυλικούς αξιωμα-τούχους. Στα σπουδαιότερα μεταξύ αυτών
καταλέγονται τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα με ιδιόχειρη τη βασιλική υπογραφή. Τα
έγγραφα που προ-έρχονται από την αυτοκρατορική γραμματεία και τις λοιπές
κρατικές υπηρεσίες μας παρέχουν αξιόλογες διαβαθμισμένες πληροφορίες για τη
διάρθρωση της βυζαντινής κρατικής μηχανής, την οργάνωση και τον τρόπο
λειτουργίας των οικονομικών και φορολογικών υπηρεσιών, την ανάπτυξη των διεθνών
σχέσεων κ.λπ.
Λόγω του επίσημου χαρακτήρα τους,
τα αυτοκρατορικά ή εν γένει κρα-τικά έγγραφα των διάφορων υπηρεσιών, συνιστούν
πηγή υψηλής αξιοπιστίας ως προς τη διοίκηση, οργάνωση και λειτουργία της
βυζαντινής έννομης τά-ξης, τόσο στην εσωτερική γραφειοκρατική λειτουργία των
υπηρεσιών όσο και ως προς τις σχέσεις τους με τους πολίτες. Με τον τρόπο αυτό
πληροφο-ρούμαστε για την τήρηση της δημόσιας τάξης, τη δημοσιονομική,
οικονο-μική και κοινωνική πολιτική του κράτους καθώς και το ποινικό και αστικό
δίκαιο που ρύθμιζε τις περιουσιακές, οικογενειακές και εμπορικές έννομες
σχέσεις. Μεγάλο μέρος κρατικής προέλευσης εγγράφων αναφέρεται σε μοναστηριακές
υποθέσεις, γεγονός που αναδεικνύει την ιδιαίτερα στενή σχέση μεταξύ βυζαντινού
κράτους και ορθόδοξης εκκλησίας.[18]
(β) Σε έγγραφα προερχόμενα από τις
διάφορες εκκλησιαστικές διοι-κητικές υπηρεσίες και γραμματείες, οι οποίες ανήκαν
στα πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Ιεροσολύμων, Αντιοχείας ή Αλεξανδρείας, τις
αυτο-κέφαλες εκκλησίες, τις κατά τόπους ορθόδοξες μητροπόλεις, επισκοπές ή
μονές.
(γ) Τα ποικίλα μοναστηριακά
τυπικά, στα οποία θα αναφερθούμε εκτενέ-στερα στο οικείο
μέρος.
(δ) Ποικίλα ιδιωτικά
δικαιοπρακτικά έγγραφα, όπως διαθήκες, συμβόλαια εκποιήσεως κινητών ή ακινήτων,
μισθωτήρια έγγραφα, από τα οποία αρυό-μαστε πληροφορίες για υποθέσεις
οικονομικής, νομικής ή φορολογικής φύσεως, διαμορφώνοντας αντίληψη για τις
επικρατούσες σε μία συγκεκρι-μένη χρονική περίοδο κοινωνικές, εθνολογικές,
δημογραφικές ή όποιες άλλες περιστάσεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ
Η ΚΡΗΤΗ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ
ΕΝΑΡΞΗ
ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ
ΠΕΡΙΟΔΟΥ
Ιστορική Εισαγωγή και
Δικαιικές Πηγές.
I. Οι ενδο-Κρητικοί πόλεμοι και η υποταγή του νησιού
στους Ρωμαίους.
Οι εμφύλιοι σπαραγμοί μεταξύ των
πόλεων της Κρήτης κατά την ελληνιστική περίοδο (301 - 67 π.Χ.),[19]
επέφεραν ως αναπόφευκτο αποτέλε-σμα τη βαθιά κοινωνική, οικονομική και
πολιτισμική παρακμή του νησιού. Τα πολιτεύματα των κρητικών πόλεων από
ολιγαρχικά μετατράπηκαν σε δημοκρατικά, ωστόσο την ίδια περίοδο η Κρήτη κατέστη
κέντρο παρουσίας και δραστηριοποίησης μισθοφόρων[20]
και πειρατών.[21]
Στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ., πριν
δηλαδή την πλήρη ανάπτυξη του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού, οι κρητικές πόλεις
εμφανίζονται, μετά από αιώνες ακατάπαυστων εχθροπραξιών μεταξύ τους, ενωμένες
για την αντιμετώπιση του κοινού ρωμαϊκού κινδύνου, που τις απειλούσε. Η άμυνά
τους ωστόσο αντιστέκεται στις ρωμαϊκές λεγεώνες μέχρι το 67 π.Χ., έτος κατά το
οποίο ολοκληρώνεται η εκπόρθηση της Κνωσού.
Η ιδιαιτέρως αιματηρή υποταγή της
Κρήτης στους Ρωμαίους, που τελικώς κατορθώθηκε από τον ύπατο Κόϊντο Καικίλιο
Μέτελλο,[22]
σήμανε την έναρξη της ρωμαϊκής περιόδου του νησιού. Ως συμβατικό χρονικό σημείο
λήξεως της περιόδου αυτής μπορούμε να θεωρήσουμε στο έτος 330 μ.χ., με την
πραγματοποίηση των λαμπρών εγκαινίων της
Κωνσταντινού-πολης.
II. Το ρωμαϊκό imperium και οι μεταρρυθμίσεις
του Διοκλητιανού.
Η Κρήτη
ρωμαϊκή επαρχία.
Α΄. Το ρωμαϊκό κράτος κατά τον 2ο και 3ο αιώνα, εκτεινόμενο
από το βορειότερο άκρο του στη Βρετανία μέχρι τον ποταμό Ευφράτη, και από την
Παννονία του Δούναβη μέχρι τη Συρία και την Αίγυπτο, χαρακτηρίζεται από ενιαία
κρατική οργάνωση, χάρη στις γενναίες διοικητικές και οργανωτικές μεταρρυθμίσεις
που επέφερε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός στο πολίτευμα, τη διοίκηση, τη
στρατιωτική οργάνωση ή την οικονομία, και οι οποίες εφαρ-μόσθηκαν με τρόπο
ομοιόμορφο στην αχανή ρωμαϊκή επικράτεια. Υπογραμ-μίζεται λοιπόν ότι η ρωμαϊκή
προέλευση της κρατικής οργανώσεως αποτελεί το πρώτο θεμελιώδες χαρακτηριστικό
του αναδυόμενου βυζαντινού κρά-τους,[23]
ως σημαντικό δείγμα της θεσμικής συνέχειας μεταξύ ρωμαϊκής και βυζαντινής
πολιτειακής οντότητας.
Κατά τον 1ο αιώνα,
ειδικότερα, παρατηρείται συγκέντρωση στα χέρια του ρωμαίου Αυγούστου του συνόλου
των πολιτειακών εξουσιών (imperium), παρά το γεγονός ότι
οι παλαιότεροι δημοκρατικοί θεσμοί καθώς και τα σχετικά με την εφαρμογή τους
ρωμαϊκά κρατικά όργανα (όπως λ.χ. η Σύγκλητος), συνέχιζαν τυπικά να υπάρχουν. Ο
αυτοκράτορας (Imperator), με σύμβολα της
εξουσίας το δάφνινο στεφάνι και την πορφυρή χλαμύδα, καθίσταται βαθμιαία ο
ανώτατος και απόλυτος ηγέτης μίας γιγαντιαίας διοι-κητικής, στρατιωτικής,
πολιτικής και οικονομικής μηχανής, φέροντας τους τίτλους του ‘Καίσαρα’ και του
‘Αυγούστου’.
Από την αχανή αυτή
έκταση, αμιγώς ελληνικό χαρακτήρα είχαν το νότιο τμήμα της βαλκανικής χερσονήσου
καθώς και τα ελληνιστικά βασίλεια των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στις
περιοχές αυτές κυριαρχούσε μία κοινή μορφή της ελληνικής, που κατέστη γλωσσικό
όργανο εκατομμυρίων ανθρώπων με διαφορετική φυλετική προέλευση, κοινωνική θέση,
θρησκευ-τικές ή ιδεολογικές πεποιθήσεις. Έτσι, το ελληνιστικό πολιτιστικό
υπόβαθρο και η ελληνική παιδεία, με την ευρύτερη έννοια, απέβησαν ουσιώδη
χαρακτηριστικά της ανατολικής βυζαντινής αυτοκρατορίας.[24]
Στη Δύση ομιλούνταν κυρίως η λατινική γλώσσα, ενώ σε διάφορες περιοχές
επικρα-τούσαν η συριακή, αιγυπτιακή, αρμενική, κελτική κ.λπ.
Σημαντικός παράγοντας για
την ουσιαστικότερη κατανόηση της ρωμα-ϊκής αυτοκρατορίας, αποτελεί η εθνολογική
ή δημογραφική της σύνθεση, που περιελάμβανε κυρίως Ρωμαίους και Έλληνες, καθώς
και λαούς σημιτι-κής ή ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, Γαλάτες, Φρύγες, Κέλτες,
Σύρους, Αιγύ-πτιους κ.λπ. Υπογραμμίζεται ότι η συνοχή του τεράστιου και ποικίλου
αυτού δημογραφικού υλικού στηριζόταν σε πολιτική απόφαση, και σε καμία βεβαίως
περίπτωση σε κοινή εθνική συνείδηση, όπως συμβαίνει συνήθως σήμερα: αναφερόμαστε
βεβαίως στην απονομή της κοινής ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη σε όλους σχεδόν
τους κατοίκους της αχανούς ρωμαϊκής επικράτειας, κάτι που υλοποιήθηκε το έτος
212, με την έκδοση της Constitutio
Antoniana από τον αυτοκράτορα
Αντωνίνο.
Β΄. Τα σημάδια μίας πρόσκαιρης κάμψης της κραταιάς ρωμαϊκής
εξουσίας, με απτά αποτελέσματα την εξασθένιση της στρατιωτικής οργά-νωσης και τη
μείωση των δημόσιων οικονομικών, οδήγησαν τον ευφυή, δυναμικό και ρηξικέλευθο
αυτοκράτορα Διοκλητιανό (284-305),[25]
σπουδαίο στρατιωτικό, δαλματικής καταγωγής, στην εισαγωγή σημαντικών
μεταρ-ρυθμίσεων σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής.
Η μοναρχία κατέστη πιο
συγκεντρωτική, με τον αυτοκράτορα να αναλαμ-βάνει στο εξής απόλυτες εξουσίες επί
του συνόλου της αχανούς αυτοκρα-τορίας, αναγνωριζόμενος πλέον ως εκπρόσωπος του
θεού επί της γης (dominus et deus). Για το λόγο αυτό, ο αυτοκράτορας δέχεται από το έτος
290 τη γονυπετή, λατρευτικού χαρακτήρα, προσκύνηση (adoratio) των υπηκόων του, οι
οποίοι υποχρεούνται να ασπάζονται την άκρη του ενδύ-ματός του (adorare purpuram), ως ένδειξη της
αναγνωρίσεως δείγμα της θεϊκής υπόστασης του αυτοκρατορικού προσώπου και θεσμού.
Στο συμβολικό αυτό
πλαίσιο, αναλόγως διαμορφώνονται τόσο το μεγαλο-πρεπές μαργαριταρένιο διάδημα
του αυτοκράτορα, όσο και το τελετουργικό της αυλής, που προσλαμβάνει έναν
υποβλητικό χαρακτήρα, με σαφείς ελλη-νιστικές και ανατολικές επιρροές και σκοπό
να υποβάλλει στη συνείδηση των υπηκόων τη νέα υψηλότατη θέση του αυτοκράτορα.
Στα αυτοκρατορικά σύμβολα προστίθενται η σφαίρα και το σκήπτρο, που δηλώνουν τον
θρησκευτικό χαρακτήρα της εξουσίας του Imperator. Η αίγλη του
ενισχύεται με την πολυτελή αμφίεση, την υποβλητική σιωπή και την άκρα
τυπικότητα, που χαρακτηρίζουν τις σπάνιες δημόσιες εμφανίσεις τους.
Για τους ίδιους λόγους, ο
αυτοκράτορας περιβάλλεται σε απεικονίσεις του με φωτοστέφανο (nimbus), όπως συμβαίνει και με τις εικόνες των αγίων. Από τον
3ο αιώνα και μετά, ο αυτοκράτορας εκλέγεται από το στρατό και όχι τη σύγκλητο, η
οποία όμως εκδηλώνει, υπό την ιδιότητά της ως πολιτειακό όργανο (τυπικού έστω
χαρακτήρα), τη συγκατάθεσή της κατά την αναγόρευσή του. Συμβουλευτικό προς τον
αυτοκράτορα ρόλο έχει το sacrum consistorium, με μέλη ανώτατους
κρατικούς λειτουργούς.
Την ίδια περίοδο, η
πολιτική εξουσία διαχωρίζεται από την στρατιωτική και αναβαθμίζονται οι
αρμοδιότητες των ανώτατων στελεχών της επαρχια-κής διοικήσεως, σχετικά με
εκείνους της κεντρικής υπαλληλικής ιεραρχίας. Οι πάσης φύσεως υπάλληλοι
(πολιτικοί ή στρατιωτικοί, κεντρικοί ή επαρχια-κοί υπάλληλοι), τόσο ως προς το
διορισμό (ή απόλυση) όσο και ως προς τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων τους, τελούν
σε εξάρτηση από την αυτοκρα-τορική βούληση. Αν και πολυάριθμοι, συγκροτούν
ωστόσο μία αυστηρά διαρθρωμένη, πολυεπίπεδη και πολύκλαδη ιεραρχία στον
γιγαντιαίο ρωμα-ϊκό κρατικό μηχανισμό. Κάθε αυτοκρατορικός υπάλληλος είχε ο
ίδιος υπό τις διαταγές του αριθμό κατώτερων υπαλλήλων, που αποτελούσαν το
officium (τάξη, τάγμα) αυτού. Τα
officia διαιρούνταν σε
scrinia (γραφεία), ενώ
συμπληρωματική λειτουργία ασκούσαν οι σχολές (scholae), που ήταν σωματεία από ειδήμονες της γραφικής και
λογιστικής υπηρεσίας.
Ο Διοκλητιανός,
προκειμένου να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα και ταχύτερα τους εξωτερικούς
αλλά και εσωτερικούς κινδύνους, εισάγει από το έτος 293 το θεσμό της
«τετραρχίας»: πρόκειται για τη συγκυβέρνηση του κράτους από τέσσερις
αποκεντρωμένους άρχοντες, που διέθεταν πολιτική, διοικητική και στρατιωτική
αρμοδιότητα σε επιμέρους τμήματα του ρωμα-ϊκού κράτους. Δύο από αυτούς ασκούσαν
δικαιοδοσία στο ανατολικό και δύο στο δυτικό κράτος. Από αυτούς, οι δύο
επικεφαλής αποκλήθηκαν ‘Αύγουστοι’, ενώ οι δύο διάδοχοί τους ‘Καίσαρες’. Ο
ανωτέρω τρόπος διοικητικής διάρθρωσης δεν σήμαινε, βεβαίως, διαίρεση ή διάσπαση
του κράτους, αλλά μία λειτουργικότερη και σε πιο αποκεντρωμένη βάση κατα-νομή
εξουσιών, επί εκτεταμένων τμημάτων της ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας.
Ενιαία και με ελάχιστες
ουσιαστικές διαφορές είναι επίσης η νομοθεσία που διέπει ρυθμιστικά την οργάνωση
και διοίκηση των τεσσάρων τμημάτων του ρωμαϊκού κράτους. Παρά ωστόσο τις ανωτέρω
φιλόδοξες προθέσεις του Διοκλητιανού, η πολεμική αντιπαράθεση μεταξύ των
τετραρχών, τελικώς δεν αποφεύχθηκε: όπως γνωρίζουμε, διαδοχικοί εμφύλιοι πόλεμοι
μεταξύ των ανωτέρω κατέληξαν στη μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου, το έτος
324.
Γ΄. Σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ
ανατολικού και δυτικού ρωμαϊκού κράτους παρατηρείται στο επίπεδο της οικονομίας.
Το πρώτο τμήμα, εξα-στισμένο και πολυανθρωπότερο σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’
ότι το δυτικό (με εξαίρεση την Ιταλία), αναπτύχθηκε με ταχύτερους οικονομικούς
ρυθμούς, παρουσιάζοντας πλούσιο διαμετακομιστικό εμπόριο και υψηλή βιοτεχνική
παραγωγή.[26]
Γεγονός η σημασία του οποίου δεν άργησε να φανεί κατά τους επόμενους αιώνες,
όταν η ευρωστία του ανατολικού βυζαντινού κράτους επέτρεψε σε αυτό να επιβιώσει
πολιτικά και στρατιωτικά με πολύ ανθεκτικότερο τρόπο, σε αντίθεση με τη σταδιακή
κατάρρευση του δυτικού, που παραδόθηκε στις κατακτητικές προθέσεις των
ποικιλώνυμων πολεμικών φύλων, κυρίως των Γότθων και Βανδάλων.[27]
Οι αγροτικές εκτάσεις, ως
οι κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές της εν λόγω περιόδου, κατανέμονται κατά
άνισο και ανομοιόμορφο τρόπο, κάτι που έφερε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία λίγων
ισχυρών φεουδαρχών γης (possessores, potentiores). Από την άλλη
πλευρά, μία μεγάλη μάζα οικονομικά αδύναμων μικροϊδιοκτητών αγωνίζεται να
επιβιώσει, σώζοντας τη γη τους από τις αρπακτικές διαθέσεις των ισχυρότερων
γαιοκτημόνων. Όχι σπάνια, οι φίλαρχες και φιλόδοξες βλέψεις των τελευταίων
αποδει-κνύονταν ένα έντονα ακανθώδες πρόβλημα για τη διοίκηση. Η τελευταία
προσπάθησε αργότερα επανειλημμένως να περιορίσει την ανεξέλεγκτη ισχύ τους, με
έσχατη λύση τη σύγκρουση ή έναν αμφίβολης διάρκειας
συμβι-βασμό.
Συχνά, μεγάλα αγροκτήματα
εκμισθώνονταν από τους ιδιοκτήτες τους σε ελεύθερους καλλιεργητές. Οι
μικροκαλλιεργητές είχαν μεταξύ άλλων να αντιμετωπίσουν καταστροφές των εσοδειών
τους από θεομηνίες ή βαρβα-ρικές επιδρομές, που δεν μπορούσε να αποτρέψει ο
αυτοκρατορικός στρα-τός. Όταν οι μικροϊδιοκτήτες δεν κατάφερναν να επιβιώσουν
οικονομικά στην ύπαιθρο από τις μικρές έγγειες περιουσίες τους, αναγκάζονταν
είτε να παραχωρήσουν αυτές στους μεγάλους γαιοκτήμονες, με αντάλλαγμα την
επιβίωσή τους, είτε να καταφύγουν στις πόλεις, σε αναζήτηση μεγαλύτερης
ασφάλειας ή καλύτερης οικονομικής τύχης.
Για λόγους
δημοσιονομικούς, το κράτος υποχρέωνε τους δυνατούς γαιο-κτήμονες στην
καλλιέργεια των εγκαταλειμμένων γαιών, θεσπίζοντας προς το σκοπό αυτό
φορολογικές επιβαρύνσεις. Ένα τέτοιο μέτρο ήταν η καθιέρωση από τον Διοκλητιανό
φορολογίας σε είδος (annona), που από-δείχθηκε σημαντικό δημοσιονομικό έσοδο για
τον κρατικό προϋπολογισμό.
Ιδιαίτερη ανάπτυξη
γνωρίζουν τα επαγγελματικά σωματεία, που είχαν ως σκοπό τη συντεχνιακή και
αμοιβαία υποστήριξη των μελών τους. Οι συσ-σωματώσεις αυτές, αν και υπείχαν
έναντι του κράτους σοβαρές θεσμικές υποχρεώσεις, απολαμβάνοντας από την άλλη και
σημαντικών κοινωνικο-οικονομικών προνομίων.
Δ΄. Δογματικά νομικά θεμέλια της αυτοκρατορικής νομοθεσίας
κατά την ελληνιστική περίοδο αποτέλεσαν οι αρχές της δικαιοσύνης και της
φιλαν-θρωπίας, που περαιτέρω κατέστησαν οι δογματικές βάσεις και της μετέπειτα
βυζαντινής νομοθετικής πολιτικής. Η ιδιότητα ειδικά της φιλανθρωπίας, αποδόθηκε
αρχικά σε αρχαίες θεότητες (Προμηθέας, Ερμής, Έρωτας), προ-βαλλόμενη παράλληλα
στο πρόσωπο των αυτοκρατόρων της ελληνιστικής περιόδου, ως γνώρισμα του ‘καλού
ηγεμόνος’. Συγγραφείς της εποχής αντιδιέστειλαν την έννοια αυτή από εκείνη της
‘απανθρωπίας’, που θεωρείτο η εχθρική προς τον άνθρωπο στάση.
Σύμφωνα ειδικότερα με τον
Θεμίστιο,[28]
με τον όρο ‘φιλανθρωπία’, σε εφαρμογή του οποίου μπορεί ο «βασιλεύς Θεώ
ομοιούσθαι», νοείται η υπεράνω κοινωνικών και εθνικών διακρίσεων ευμενής και
επιεικής διάθεση του ανώτατου άρχοντα προς τους υπηκόους του.[29]
Παρατηρούμε, μάλιστα, τους αυτοκράτορες να επικαλούνται διαρκώς με καύχηση στα
νομοθετήματά τους την εκ μέρους τους έμπρακτη υλοποίηση της ανωτέρω αρχής.[30]
Η αρχή της φιλανθρωπίας απέκτησε σταδιακά περιεχόμενο σαφώς εμπνευσμένο από τη
νέα κοσμοθεωρητική αντίληψη του χριστιανισμού (βλ. πιο
κάτω).
Ε΄. Η πολιτική σκέψη της εξεταζόμενης
περιόδου τελεί ακόμη υπό την επίδραση της ελληνικής αντίστοιχης, που υπαγορεύει
σεβασμό και προ-στασία του πολίτη, ακόμη και ενός μοναρχικού, όπως είναι τώρα,
κράτους.
Η πολιτική αυτή πρέπει να
διέπεται από ανεκτικότητα και μετριοπάθεια, λόγος και για τον οποίο οι
αυτοκράτορες της περιόδου δεν διστάζουν να συμβουλεύονται και τις πιο
διαφορετικές ή αντίθετες μεταξύ τους πολιτικές, θρησκευτικές, κοσμοθεωρητικές ή
όποιες άλλες γνώμες. Τα σωζόμενα φιλολογικά μνημεία μαρτυρούν ότι οι πνευματικές
προσωπικότητες της εποχής είχαν την ελευθερία και άνεση να διατυπώνουν δημόσια
και γραπτώς ή προφορικώς τις απόψεις τους επί διαφόρων ζητημάτων - χωρίς οι
όποιες εξαιρέσεις, στις οποίες πρέπει να συγκαταλεγούν και οι περιπτώσεις
υπερβο-λικά εγκωμιαστικών λόγων υπέρ των αυτοκρατόρων, να απομειώνουν την αξία
του κανόνα αυτού.
ΣΤ΄. Ελάχιστα όμως πράγματα είναι γνωστά
για τα εσωτερικά θέματα της Κρήτης κατά το χρονικό διάστημα της ρωμαιοκρατίας
(67 π.Χ. - 330 μ.Χ), περίοδο που πρέπει για το λόγο αυτόν θα χαρακτηρίζαμε ως
‘σκοτεινή’, από πλευράς δηλαδή διασώσεως ιστορικο-δικαιικών μαρτυριών ή πηγών.[31]
Στην αρχή, η μεγαλόνησος
καθίσταται ρωμαϊκή επαρχία (Provincia Romana), διοικούμενη από έναν Ανθύπατο (ή Ταμία), με έδρα
την Κνωσό. Αργότερα, ο Οκτάβιος Αύγουστος συνενώνει διοικητικά την Κρήτη με την
επαρχία της Βόρειας Αφρικής Κυρήνη σε μία συγκλητική επαρχία,[32]
μετα-φέροντας την πρωτεύουσα στη Γόρτυνα.[33]
Έκτοτε και επί αιώνες, η πόλη της Γόρτυνας καθίσταται το σημαντικότερο αστικό,
πολιτικό, διοικητικό αλλά και εκκλησιαστικό κέντρο του νησιού.
Αν και μέχρι το τέλος του
4ου αι. συνεχίζει τη λειτουργία του ο αυτο-διοικητικός θεσμός ‘Κοινόν των
Κρητών’ (ή ‘Κοινόν των Κρηταιέων’) υπό τη νέα πλέον ονομασία ‘Κοινόν των Κρητών
επαρχίας’ –συμπέρασμα στο οποίο μας οδηγούν επιγραφές προερχόμενες από τη
Γόρτυνα–[34]
εν τούτοις το γηγενές Κρητικό δίκαιο -το οποίο μέχρι την έναρξη της
ρωμαιοκρατίας είχε φτάσει σε υψηλό βαθμό καλλιέργειας και ανάπτυξης– τώρα
υποχωρεί προ της εφαρμογής και διαδοχικής επέκτασης του ρωμαϊκού δικαίου, που
επιβάλλουν σταδιακά οι κατακτητές.
Η οικονομία του νησιού,
την ίδια περίοδο, δεν είχε μόνον αγροτικό και ποιμενοτροφικό χαρακτήρα.[35]
Και τούτο καθώς η γεωγραφική θέση της Κρήτης, έχοντας εξέχουσα γεωστρατηγική,
ναυτιλιακή και εμπορική σημα-σία, ανέδειξε τη μεγαλόνησο σε ένα κομβικό σημείο
αναφοράς για την αμεσότερη επικοινωνία μεταξύ των επαρχιών της αχανούς ρωμαϊκής
αυτο-κρατορίας. Η Κρήτη, για το λόγο αυτό, κατέστη ένα ισχυρό εμπορικό και
διαμεσολαβητικό κέντρο, με ιδιαίτερα αξιόλογη οικονομική και
εμπο-ρική/μεταπρατική ανάπτυξη. Στην εξέλιξη αυτή συνέδραμε μεταξύ άλλων και το
γεγονός της ασφάλειας που παρείχε στους ναυτικούς δρόμους της Ανατολικής
Μεσογείου, και γενικότερα στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας, η
στιβαρή στρατιωτική και ναυτική μηχανή του ρωμαϊκού κράτους, που εγγυάτο, μέσα
από την συγκεντρωτική του διοικητική οργά-νωση και δομή, συνθήκες πολιτικής και
κοινωνικής ηρεμίας, σταθερότητας και ευημερίας (Pax Romana).
III. Θεμελίωση του χριστιανισμού στην
Κρήτη.
Η επίδραση του
χριστιανισμού στην πολιτική θεωρία
των βυζαντινών
αυτοκρατόρων.
Λίγα μόλις χρόνια μετά την
ολοκλήρωση της ρωμαϊκής κατάκτησης της Κρήτης, ιδρύεται στο νησί η πρώτη
χριστιανική εκκλησία, γεγονός με καθοριστική σημασία για τη μετέπειτα ιστορική
εξέλιξη και πολιτισμική του φυσιογνωμία. Η Εκκλησία της Κρήτης υπήρξε μία από
τις πρώτες τις οποίες θεμελίωσε ο Απόστολος Παύλος, λόγος στον οποίο οφείλεται
και η τιμητική της ιδιότητα ως ‘Αποστολικής’.[36]
Ο Παύλος ήρθε για πρώτη φορά στην
Κρήτη, κηρύσσοντας το χριστια-νισμό, το φθινόπωρο του έτους 60, όταν το πλοίο
που τον μετέφερε δέσμιο προς τη Ρώμη προσόρμισε «εις τόπον καλούμενον Καλούς
Λιμένας» (κοντά στη σημερινά Μάταλα).[37]
Τη δεύτερη φορά, ο Παύλος ήλθε στο νησί κατά την τέταρτη αποστολική του
περιοδεία (έτη 63/64), φέρνοντας μαζί τον μαθητή του Τίτο, στον οποίο και
ανέθεσε τη διοργάνωση της τοπικής Εκκλησίας.[38]
Έκτοτε, ο Απόστολος Τίτος θεωρείται[39]
ο πρώτος επίσκοπος της Κρήτης, με εκκλησιαστική του έδρα πιθανότατα την πόλη της
Γόρ-τυνας,[40]
η οποία αποτελούσε το μητροπολιτικό κέντρο του νησιού.[41]
Όπως συναφώς παρατηρούσε ο εκκλησιαστικός ιστορικός Εμμανουήλ Πετράκις:
«Η ιστορία δεν διέσωσεν ημίν,
δυστυχώς, τα ονόματα των αμέσων διαδόχων του Αγίου Τίτου, ούτε παρέχει άλλας
πληροφορίας περί της Εκκλη-σίας της Κρήτης μέχρι της αυτοκρατορίας του Μάρκου
Αυρηλίου. Ποίαν π.χ. επίδρασιν έσχεν εν Κρήτη ο επί Τραϊανού διωγμός και ποίας
περιπετείας έλαβεν η διάδοσις του χριστιανισμού εν τη Νήσω μέχρι των μέσων του
δευτέρου αιώνος, δεν γνωρίζομεν. Εν πάση περιπτώσει, επί της βασιλείας του
Μάρκου Αυρηλίου (161 – 180 μ.Χ.) και του υιού αυτού Κομμόδου (180-192), εν Κρήτη
το πλείστον του πληθυσμού παρέμενεν ακόμη εις τον εθνισμόν, επωφελούμενον δε του
εγερθέντος υπό των αυτοκρατόρων διωγμού κατά των χριστιανών, ανηλεώς επετίθετο
κατά των οπαδών του Χριστού. Κατά των ειδωλολατρών δε τούτων ο κατά την εποχήν
ταύτην επίσκοπος Γορτύνης Φίλιππος διεξήγαγε κρατερόν αγώνα προς υπεράσπισιν του
ποιμνίου του. Ο Φίλιππος ηγωνίσθη και κατά των αιρετικών, οίτινες δια των
μηχανορραφιών των εξήπτον του πλήθους τον φανατισμόν και των αρχών την
αυστηρότητα κατά των ορθοδόξων. Τας πληροφορίας ταύτας διέσωσεν ημίν ο Ευσέβιος
(Εκκλησιαστική Ιστορία IV, 24) εξ αυτού δε
ηρύσθη αυτάς ο ιερός Ιερώνυμος, προσθέτων ότι «ο Φίλιππος είναι ο επίσκοπος
εκείνος της πόλεως Γορτύνης, περί του οποίου μνείαν ποείται εν τη προς τους
κατοίκους της αυτής πόλεως επιστολή του Διονύσιος ο Κορίνθου» και ότι «ούτος συνέγραψε αξιόλογον
βιβλίον κατά του Μαρκίωνος.[42]»
Την ίδια περίπου εποχή, έζησε και
ο επίσκοπος Κνωσού Πινυτός, ενώ κατά τον διωγμό του αυτοκράτορα Δεκίου (249-251)
επίσκοπος Κρήτης ήταν ο Μύρων, ο οποίος σήμερα τιμάται ως ένας από τους
σημαντικότερους αγίους του Κρητικού αγιολογίου.[43]
Κατά τη διάρκεια του ίδιου διωγμού μαρτύρησαν πλησίον της Γόρτυνας και οι
περίφημοι Άγιοι Δέκα μάρτυρες, γνωστοί με τα ονόματα Θεόδουλος, Σατορνίνος,
Εύπορος, Γελάσιος, Ευνικιανός, Ζωτικός, Πόμνιος (ή Κλεομένης), Αγαθόπους,
Βασιλείδης και Ευάρεστος.[44]
Η πληρέστερη όμως κατανόηση της
κρητικής εκκλησιαστικής ιστορίας δεν είναι εφικτή, αν αυτή δεν ενταχθεί και
μελετηθεί στο πλαίσιο της γενικότερης εκκλησιαστικής ιστορίας της εξεταζόμενης
περιόδου. Εν προ-κειμένω, πολύτιμο για την εκκλησιαστική ιστοριογραφία των
πρώτων αιώνων είναι το έργο του Ευσεβίου επισκόπου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία,[45]
που εκτείνεται χρονικά μέχρι τα γεγονότα του έτους 324.[46]
Το ρωμαϊκό κράτος, περιλαμβάνοντας
υπό την εξουσία του πολλούς λαούς με διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο και
θρησκευτική ή πολιτιστική παράδοση, υπήρξε κατά βάση ανεκτικό απέναντι στις
θρησκευτικές δοξασίες που πρέσβευαν οι υπήκοοί του, επιτρέποντας την ελεύθερη
άσκηση των θρησκευτικών τους υποχρεώσεων, υπό έναν όρο: οι πιστοί όλων των
θρη-σκευμάτων όφειλαν να εκδηλώνουν τη λατρεία τους προς τον αυτοκράτορα, ως
ένδειξη νομιμοφροσύνης και αποδοχής της θεϊκής του θέσης και απο-στολής.
Μοναδική εξαίρεση αποτελούσαν οι Εβραίοι, οι οποίοι ως μονο-θεϊστές υποχρεούνταν
σε προσφορά θυσίας όχι προς, αλλά ‘υπέρ’ του αυτοκράτορα. Ανάλογη στάση κράτησε
αρχικά η ρωμαϊκή πολιτεία και προς τους χριστιανούς, όταν λόγω του μικρού τους
αριθμού δεν είχαν γίνει από τις κρατικές αρχές αντιληπτές οι θεμελιώδεις
διαφορές της πίστεώς τους, σε σχέση με τον παραδοσιακό
Ιουδαϊσμό.
Το ρωμαϊκό κράτος άρχισε να
εκδηλώνει ανοικτά την εχθρότητά του προς τους χριστιανούς όταν αυτοί, έχοντας
αυξηθεί σημαντικά, αρνήθηκαν να τελούν λατρευτικές πράξεις προς τον αυτοκράτορα,
στάση που θεωρή-θηκε ως πολιτική ανυπακοή απέναντι στην κρατική νομιμότητα. Οι
διωγμοί που ακολούθησαν -αρχής γενομένης από αυτόν του Νέρωνα (έτους 64)- όχι
μόνον δεν περιόρισαν την εξάπλωση του χριστιανισμού, αλλά του προσέδω-σαν την
αίγλη του διωκόμενου, οδηγώντας νέα πληθυσμιακά στρώματα στις τάξεις του.
Επί αυτοκράτορα Δέκιου (249/250)
εκδόθηκε έδικτο (edictum: διάταγμα) που αξίωνε
από όλους τους υπηκόους την έμπρακτη εκδήλωση του ανωτέρω κανόνα, απειλώντας
βαρύτατες ποινές εναντίον όποιου δεν συμμορφωνόταν. Με τον τρόπο αυτόν
επιδιώχθηκε να περιοριστεί η εξάπλωση των χριστια-νών, οι θρησκευτικές δοξασίες
των οποίων θεωρήθηκαν επικίνδυνες για την ίδια την κρατική υπόσταση. Όσοι πιστοί
υποχωρούσαν, προχωρώντας σε πράξεις λατρείας προς τον αυτοκράτορα, δεν υφίσταντο
τις ποινικές, διοικη-τικές ή άλλες νομικές συνέπειες (όπως εκτοπισμό, εξορία
κ.λπ.).[47]
Ωστόσο, επειδή τα ανωτέρω μέτρα
δεν έφεραν το αναμενόμενο αποτέλε-σμα, το χρονικό διάστημα που ακολούθησε οι
διωγμοί κατά των χριστιανών εξαπλώθηκαν σταδιακά σε όλη σχεδόν την αυτοκρατορία,
κατέστησαν δε και εντονότεροι.
Επί Διοκλητιανού -αυτοκράτορα του
οποίου τόσο η σύζυγος Πρίσκα, όσο και η κόρη, Βαλερία, θεωρούνταν χριστιανές-
εκδόθηκαν (303-304) συνο-λικά τέσσερα αυστηρά έδικτα, με ισχύ σε όλη την
αυτοκρατορία, που όμως, αν κρίνουμε από την περίοδο του Μ. Κωνσταντίνου η οποία
ακολούθησε, επέφεραν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.
Ο Κωνσταντίνος, ως καίσαρας του
δυτικού ρωμαϊκού κράτους, έχοντας εκδηλώσει από παλαιότερα μονοθεϊστικές τάσεις
στα θέματα της προσω-πικής του θρησκευτικής πίστης, εφάρμοσε με επιείκεια τα
διοκλητιανά διατάγματα, σε αντίθεση προς τον Γαλέριο, ο οποίος στην Ανατολή,
χώρο της δικής του δικαιοδοσίας, συνέχισε να τηρεί αδιάλλακτη στάση. Εντούτοις,
στις 30 Απριλίου 311 εκδόθηκε επ’ ονόματι των καισάρων Γαλερίου, Κων-σταντίνου
και Λικινίου διάταγμα με το οποίο αναστέλλονταν οι διωγμοί και επιτρεπόταν στους
χριστιανούς η ελεύθερη άσκηση της λατρείας τους, υπό τον όρο να μη διαταράσσεται
η δημόσια τάξη.[48]
Άκρως σημαντικές υπήρξαν οι
συνέπειες για το χριστιανισμό από την επικράτηση του Κωνσταντίνου στη εμφύλια
διαμάχη του με τον Μαξέντιο, η οποία τελικά κρίθηκε το έτος 312, με το θάνατο
του δεύτερου στη Μουλβία γέφυρα του Τίβερη, βόρεια της Ρώμης. Με το γεγονός αυτό
συνδέεται η προσχώρηση του Κωνσταντίνου στο χριστιανισμό, όπως τουλάχιστον
εξι-στορούν οι Λακτάντιος και Ευσέβιος.[49]
Κατά τον Λακτάντιο, ο Κωνσταντίνος
αποφάσισε, μετά από θεϊκή φώ-τιση, την αναγραφή στις ασπίδες των στρατιωτών του
χριστιανικών συμβό-λων, έχοντας την πεποίθηση ότι αυτό θα του εξασφαλίσει τη
νίκη κατά του εχθρού. Ο Ευσέβιος, από την πλευρά του, αφηγείται στο βιογραφικό
για τον Κωνσταντίνο έργο του (Δ΄, 28-29) ότι ο ίδιος ο αυτοκράτορας τον
διαβεβαί-ωσε ενόρκως ότι είδε στον ουρανό κατά τη δύση του ηλίου σταυρό φωτεινό
με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα». Κατά την ίδια αφήγηση, ο αυτοκράτορας είδε την
επόμενη νύχτα σε όραμα τον ίδιο τον Χριστό να του δείχνει το σταυρό με την
εντολή την κατασκευή εμβλήματος, που θα συνδύαζε τα γράμματα ‘Χ’ και
‘Ρ’.
Όπως και αν είχαν τα πράγματα,
γεγονός είναι ότι ο Κωνσταντίνος ακο-λούθησε σαφώς φιλοεκκλησιαστική πολιτική
μετά τη συνάντησή του με τον έτερο Αύγουστο του ρωμαϊκού κράτους Λικίνιο, που
πραγματοποιήθηκε στα Μεδιόλανα (Μιλάνο) κατά τα τέλη του μηνός Ιανουαρίου του
έτους 313. Κατά την εν λόγω συνάντηση, συμφωνήθηκε μεταξύ τους η κρατική
πολι-τική που θα έπρεπε να ακολουθηθεί έναντι των χριστιανών και τα μέτρα που θα
έπρεπε να λάβουν για την αποκατάσταση της θρησκευτικής ειρήνης στην
αυτοκρατορία.
Σήμερα έχει πλέον επικρατήσει η
άποψη -και αντίθετα προς την παλαιό-τερη εκδοχή- ότι οι δύο Αύγουστοι δεν
εξέδωσαν στα Μεδιόλανα ορισμένης νομοτυπικής μορφής έδικτο (διάταγμα),
λαμβάνοντας ωστόσο σαφείς από-φάσεις με τις οποίες ανακηρυσσόταν η αρχή της
ανεξιθρησκίας και η κατά-παυση των διωγμών κατά των χριστιανών.[50]
Ο Λακτάντιος, περαιτέρω, μνημονεύει[51]
το περιεχόμενο αυτοκρατορικού εγγράφου του Λικίνιου προς τον διοικητή της
Βιθυνίας, με ημερομηνία 13 Ιουνίου 313, στον οποίο ανα-κοινώνονται οι αποφάσεις
των Μεδιολάνων. Καθίσταται σε κάθε περίπτωση σαφές, ότι οι δύο Αύγουστοι
επέτρεψαν την ελεύθερη εκδήλωση της συνειδήσεως αλλά και την επιστροφή της
εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε δημευθεί, χωρίς βεβαίως και να προβαίνουν σε
ανακήρυξη του χριστια-νισμού σε επίσημη θρησκεία.
Ο Λικίνιος, ωστόσο, απέστη της
συνεπούς εφαρμογής των πιο πάνω αποφάσεων, λαμβάνοντας αργότερα (320) μέτρα που
παρακώλυαν την ελεύ-θερη άσκηση της χριστιανικής λατρείας στην Ανατολή. Η
σύγκρουση μεταξύ των δύο ισχυρών ανδρών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που
ακολού-θησε για διάφορους λόγους, κατέληξε σε νίκη του Κωνσταντίνου η οποία
σημειώθηκε στη Χρυσούπολη της Βιθυνίας (Σεπτέμβριος 324) και είχε ως αποτέλεσμα
την ανάδειξή του σε μονοκράτορα.
Το αμέσως επόμενο έτος, ο
Κωνσταντίνος συγκαλεί στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325).[52]
Το υψίστης εκκλησιαστικής σημασίας αυτό γεγονός, σε συνδυασμό με το προσκύνημα
της βασιλο-μήτορος Ελένης στους Αγίους Τόπους, όπως και την καθιέρωση (Μάρτιος
321) της ημέρας Κυριακής ως αργίας για τον αστικό πληθυσμό της αυτοκρα-τορίας,
κατέστησαν εδραία τη γενικότερη πεποίθηση ότι οι θρησκευτικές προτιμήσεις του
Κωνσταντίνου είχαν πλέον συγκεκριμένο και σαφές περι-εχόμενο, πέραν βεβαίως της
όποιας πρόσθετης πολιτικής τους χρησιμότητας.
Η ανωτέρω εκτίμηση δεν στερείται
βεβαίως βασιμότητας, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα νομοθετικά και κοινωνικά μέτρα
που έλαβε ο Κωνσταντίνος στον τομέα της δικαιοσύνης, χαρακτηρίζονται από έναν
βαθύ χριστιανικό ανθρωπισμό, άγνωστο στη μέχρι τότε κρατική ρωμαϊκή πολιτική και
πάντως όχι υποχρεωτικό για τον ίδιο. Ακόμη, ο Κωνσταντίνος απαγόρευσε το
βάρ-βαρο έθιμο των αγώνων μεταξύ μονομάχων καθώς και τον σταυρικό θάνατο,
περιορίζοντας παράλληλα το φαινόμενο της παλλακείας, που νόθευε την ηθική
υπόσταση του θεσμού της οικογένειας. Καταργήθηκε ακόμη ο στιγμα-τισμός του
προσώπου ως ποινή ενώ λήφθηκε μέριμνα για τη βελτίωση των συνθηκών των
κρατουμένων.
Πέραν αυτών, μέτρο περιορισμού της
εθνικής θρησκείας θεωρήθηκε η καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων των ναών των
εθνικών και η αφαίρεση από αυτούς πολύτιμων μετάλλων, με σκοπό την κοπή
νομισμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, σφραγίσθηκαν και ναοί της Αστάρτης στη Φοινίκη και
αλλού, στους οποίους η λατρεία της θεάς συνοδευόταν από εκπόρνευση των
αφιερωμένων εκεί γυναικών, ενώ απαγορεύθηκαν οι νυκτερινές θυσίες των
ειδωλολατρών. Αντιθέτως, ενισχύθηκε οικονομικά ο χριστιανικός κλήρος με τη
χορήγηση φοροαπαλλαγών, αναγνωρίσθηκε νομική προσωπικότητα στους χριστιανικούς
ναούς, απονεμήθηκε δε στους επισκόπους αρμοδιότητα δικα-στικής δικαιοδοσίας επί
ιδιωτικής φύσεως διαφορών (audientia
episcopalis). Τα ανωτέρω
τεκμήρια για τις θρησκευτικές αντιλήψεις του Κωνσταντίνου επιστεγάζει η ανέγερση
από αυτόν των δύο σημαντικών ναών της Κων-σταντινούπολης, επ’ ονόματι αφενός μεν
της ‘του Θεού Σοφίας’, αφετέρου της ‘Αγίας Ειρήνης’.[53]
Εν προκειμένω, πολύτιμο για την
εκκλησιαστική ιστοριογραφία των πρώτων αιώνων είναι το έργο του επισκόπου
Καισαρείας Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία,[54]
που εκτείνεται μέχρι το έτος 324.[55]
Έργο ανάλογης αξίας, δεδομένου ότι
αντλεί από εξαιρετικές πηγές, πρέπει να θεωρείται και η Εκκλησιαστική
Ιστορία την οποία συνέγραψε ο οπαδός του Ευνομίου Φιλοστόργιος (368-433), με καταγωγή
από την Καππαδοκία. Το σύγγραμμα αυτό αποτελείται από 12 βιβλία και καλύπτει
κυρίως την περίοδο των ετών 324-425.
Ο δικηγόρος (σχολαστικός)
Σωκράτης, που γεννήθηκε στην Κωνσταντι-νούπολη (380-439), συνέγραψε
Εκκλησιαστική Ιστορία σε 7 βιβλία, για την περίοδο των ετών 306-439, με
πολλά στοιχεία πολιτικής ιστορίας.[56]
Για τη σύνταξή του έργου του ο Σωκράτης στηρίχθηκε σε πλήθος αξιόπιστων
ιστορικών πηγών, αυτοκρατορικά έγγραφα, επίσημα και συνοδικά κείμενα, επιστολές
επισκόπων κ.λπ.
Αλλά γενικού χαρακτήρα
Εκκλησιαστική Ιστορία συνέγραψε και ο Σωζο-μενός,[57]
που έζησε και αυτός στην Κωνσταντινούπολη, περί τα μέσα του 5ου αιώνα. Από το
έργο αυτό δεν σώζεται το πρώτο μέρος, που περιλαμβάνει τα γεγονότα μέχρι το
θάνατο του Λικίνιου (324). Από τα 9 βιβλία του δεύτερου μέρους (324-439) έχει
χαθεί το τμήμα που αφορά την περίοδο των ετών 425-439. Θεωρείται αντικειμενικός
και μετριοπαθής κατά βάση ιστορικός, αντλώντας το υλικό του από αξιόλογες πηγές,
κυρίως δε από τον Σωκράτη.[58]
Επίσημες ιστορικές μαρτυρίες για
τα εκκλησιαστικά πράγματα της περιό-δου αντλούμε βεβαίως από τη νομοθεσία, τα
πρακτικά και τους ιερούς κανό-νες των οικουμενικών ή τοπικών συνόδων.
Ενδιαφέροντα στοιχεία περιέχουν ακόμη κείμενα των πατέρων της Εκκλησίας ή και
βίοι αγίων (‘συναξάρια’) της εξεταζόμενης περιόδου, όπως των Παχωμίου (†346),
Αθανασίου πατρι-άρχη Αλεξανδρείας (†373), Βασιλείου Καισαρείας (†379) και της
Μακρίνας, αδελφής του Μ. Βασιλείου. Εκτενέστερη όμως αξιολόγηση των πληροφο-ριών
από τις ανωτέρω πηγές, θα γίνει σε επόμενες σελίδες.
Όπως από τις εκκλησιαστικές και
άλλες ιστορικές πηγές προκύπτει, η νέα θρησκεία του χριστιανισμού επεκτάθηκε
συντομότατα στην περιοχή της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, όπως άλλωστε
συνάγεται και από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου, που απευθύνονται σε
Θεσσαλονικείς, Κορινθίους, Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολλοσσαείς και Γαλάτες της
Μικράς Ασίας. Έτσι, όταν ο Μ. Κωνσταντίνος λάμβανε την κοσμοϊστορική απόφαση να
ιδρυθεί η νέα πρωτεύουσα στην ακτή του Βοσπόρου, ένας ολόκληρος γαλαξίας
χριστιανικών εκκλησιών, διεσπαρμένος στην ευρύτερη νοτιοανατο-λική Ευρώπη
μπορούσε να συνδράμει δυναμικά στη συγκρότηση ενός ισχυ-ρού διοικητικού
οργανισμού, με μεγάλη πνευματική, κοινωνική και πολιτι-στική ακτινοβολία.[59]
Η χριστιανική σκέψη και θεολογία
άσκησε βαθύτατη επίδραση στην πολιτική θεωρία των βυζαντινών,[60]
αφού κατ’ αυτήν ο αυτοκράτορας, ως ο θεία βουλήσει ανώτατος επί γης άρχων,
αποτελούσε «μίμημα και εικών του Θεού», αναγνωριζόταν δε γενικώς ως φορέας των
ύψιστων ηθικών αρετών. Εθνικοί συγγραφείς αλλά και εκκλησιαστικοί πατέρες
υπήρξαν οι θεωρη-τικοί θεμελιωτές της πολιτικής ιδεολογίας-κοσμοθεωρίας που
εκπροσω-πούσαν τόσον ο αυτοκράτορας όσο και οι θεσμικοί εκφραστές του
βυζαντι-νού κράτους.
Η ιδεολογία αυτή διατηρήθηκε κατά
τρόπο σταθερό μέχρι το οριστικό τέλος της αυτοκρατορίας, θεωρητικά δεσμεύοντας
και τον ίδιο τον αυτο-κράτορα, ως ανώτατο πολιτειακό φορέα.[61]
Υπό την ανωτέρω έννοια, ο
αυτοκράτορας -αν και θεωρούνταν ότι έκειτο υπεράνω των νόμων- όφειλε κατά την
άσκηση της νομοθετικής και διοικη-τικής του πολιτικής να μην νομοθετεί
παραβιάζοντας τις αρχές του δικαίου και της ηθικής, να σέβεται την καθεστηκυία
τάξη και, ασφαλώς, να μην ενεργεί αντίθετα προς το δόγμα, την τάξη και
διδασκαλία της Εκκλησίας.[62]
Η θεώρηση όμως αυτή δεν αποτελούσε
παρά επεξεργασμένη εξέλιξη της ελληνιστικής αντιλήψεως του 4ου αιώνα, σύμφωνα με
την οποία ο βασιλιάς ήταν ο «έμψυχος νόμος».[63]
Οι βυζαντινοί ωστόσο αυτοκράτορες προτιμούν να μην ταυτίζουν τους θνητούς
εαυτούς τους με τον «έμψυχο νόμο», χαρα-κτηρίζοντας την εξουσία τους ως «έννομον
επιστασίαν».[64]
Κατά την ελληνιστική, πιο
συγκεκριμένα, περίοδο επικράτησε η αντί-ληψη για έναν θείον άνδρα, έναν βασιλικό
ηγεμόνα, που ενσαρκώνει το νόμο της ηθικής και, κατά συνέπεια, πολιτικής δράσης,
επειδή οι θεοί τον προί-κισαν με τα απαραίτητα προσόντα για να εκτελέσει το
καθήκον του. Οι εμπειρίες από το παγκόσμιο κράτος του Μ. Αλεξάνδρου αποτελούν το
υπό-βαθρο για μια πολιτική σκέψη που αφορά μεγάλες ενότητες, όπως φανερώνει και
η έννοια της οικουμένης.[65]
Το μέλλον ανήκει στη μοναρχία, όχι επειδή ήταν καλύτερα θεμελιωμένη, παρά επειδή
η Ρώμη ανέδειξε τον άνδρα που ήξερε να ηγηθεί ως αυτοκράτορας των περιστάσεων,
αξιο-ποιώντας τις υπάρχουσες δομές και συνθήκες.
Αναφορικά τώρα με την οργάνωση της
χριστιανικής εκκλησιαστικής διοικήσεως, διαπιστώνουμε ότι συντελείται σταθερά
μία εξέλιξη προσαρ-μογής της στις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της
αυτοκρατορίας. Ειδικότερα, η κατοχύρωση των πρωτείων ορισμένων επισκοπικών
πόλεων έναντι επαρχιών και διοικήσεων, που συντελέσθηκε ψμε απόφαση της Α΄
Οικουμενικής Συνόδου (325), αποτελούσε καιρό πριν τετελεσμένο γεγονός. Οι
ομοιότητες της διαίρεσης των επισκοπών με τις πολιτικές επαρχίες του κράτους,
ήταν απολύτως αντίστοιχες και προφανείς, επιβάλλονταν δε κυρίως από πρακτικούς
λόγους αποτελεσματικότερης οργάνωσης.
Αν και η επίσημη εκκλησιαστική
άποψη έψαχνε πάντοτε ίχνη «αποστο-λικότητας» στις διακεκριμένες επισκοπικές
πόλεις ή έδρες, δηλαδή στοιχεία ιστορικής τους σύνδεσης με την παρουσία κάποιου
αποστόλου, η πραγμα-τικότητα ήταν ότι το στοιχείο της προηγούμενης πολιτικής
αναδείξεως της εν λόγω έδρας, βάραινε καθοριστικά στην αναγνώρισή της. Η
συμπόρευση της Εκκλησίας με την Αυτοκρατορία, βάσει των σημαντικών αυτών
οργανω-τικών δεδομένων, ήταν πλέον γεγονός.
Η θεολογία της ελληνιστικής
περιόδου χαρακτηρίζεται από ένα εξόχως αξιοπαρατήρητο στοιχείο, σε σχέση με την
μετέπειτα βυζαντινή: αν και καλλιεργείται υπό ένα συγκριτικά δυσμενέστερο
περιβάλλον, χαρακτη-ρίζεται ωστόσο από μεγαλύτερη έμπνευση, πολυμορφία και
τάσεις. Έτσι, η ελληνιστική χριστιανική θεολογία του 2ου και
3ου αιώνα διαθέτει μία ευρύ-τητα και ζωντάνια, που δεν θα
ξαναπαρουσιάσει ακόμη και στη βυζαντινή περίοδο, παρά τις εξαιρετικά ευνοϊκές
για την Εκκλησία συνθήκες που αναπτύχθηκαν τότε.
IV. Η συμβολή της ελληνικής παιδείας στον βυζαντινό
πολιτισμό
και ειδικότερα στη
βυζαντινή νομοθεσία.
Η αρχαιοελληνική κλασική παράδοση,
με την διαχρονική ακτινοβολία που ανέκαθεν την χαρακτήριζε, άσκησε βαθύτατη
επίδραση στον πολιτισμό της αναδυόμενης βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η ανεξίτηλη
αυτή σφραγίδα ανευρίσκεται στον κλασικισμό των βυζαντινών γραμμάτων -ιδίως της
περιό-δου της λεγόμενης «Μακεδονικής αναγέννησης»-[66]
σε όψεις της θεολογικής σκέψης των εκκλησιαστικών πατέρων ιδίως του 3ου και 4ου
αιώνα, ακόμη και το νομικό πολιτισμό που οικοδομήθηκε σε όλη τη διάρκεια της
βυζαντινής περιόδου.
Ιστορικές πληροφορίες για την
επιρροή της ελληνικής παιδείας, ειδικά μάλιστα μέχρι τον 3ο αιώνα, αντλούμε από
τους παπύρους ή από παπύρινα σπαράγματα της ελληνιστικής περιόδου, στα οποία
περιέχεται πληθώρα αποσπασμάτων των έργων του Ομήρου, των τραγικών ποιητών καθώς
και άλλων αρχαίων Ελλήνων κλασσικών.
Ακόμη και η αρχική αντίδραση της
εκκλησιαστικής πολιτικής και ιδεολογίας έναντι των ελληνικών γραμμάτων, δεν
μπόρεσε τελικά να μην αναγνωρίσει την αδιαμφισβήτητη πολιτιστική τους υπεροχή.[67]
Τούτο άλλω-στε κατέστη αναπόφευκτο από το γεγονός της μαζικότερης εξάπλωσης του
χριστιανισμού στα ευρύτερα αστικά ή αγροτικά πληθυσμιακά στρώματα, πού όμως
είχαν κατά κανόνα και επί αιώνες ανατραφεί με τους χυμούς της ελληνικής
παιδείας.
Η αυστηρότητα έδωσε πολλές φορές
τη θέση της στο διάλογο, με ένα από τα σημαντικότερα παραδείγματα να συνιστά η
σύνθεση θεολογικού δόγματος και ελληνικής φιλοσοφικής ορολογίας, όπως αυτή την
οποία συνέθεσαν οι Καππαδόκες εκκλησιαστικοί πατέρες (Βασίλειος, Γρηγόριος,
Χρυσόστομος).[68]
Και τούτο, παρά τις όποιες διατυπωθείσες ενστάσεις, είτε ότι η σύνθεση αυτή δεν
ήταν πάντοτε τόσο πειστική είτε ότι το πλησίασμα έγινε στην πραγματικότητα για
σκοπούς αποτελεσματικότερης πολεμικής επιχειρηματολογίας.
Πολλοί εκκλησιαστικοί πατέρες
υπήρξαν απόφοιτοι ονομαστών φιλοσο-φικών σχολών της αρχαιότητας, τιμώντας με τον
τρόπο αυτόν την αρχαία ελληνική παιδεία, γραμματεία και πολιτισμό. Είναι προς
τούτο χαρακτη-ριστικό ότι συμφοιτητές στην περίφημη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών
διετέλεσαν ο Ιουλιανός, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός και ο Μέγας Βασίλειος, που ως
γνωστόν συνέταξε και τον περίφημο λόγο Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών
ωφελοίντο λόγων.[69]
Είναι χαρακτηριστικό ότι η
εξάπλωση και καθιέρωση του χριστιανισμού δεν εμπόδισε τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο
Β΄ να ιδρύσει το 357 βασιλική βιβλιοθήκη στη νέα πρωτεύουσα του βυζαντινού
κράτους καθώς και αντι-γραφικό εργαστήριο, που θα βοηθούσαν την καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων.
Και τούτο, υπό την εποπτεία αλλά και οικονομική επιχορήγηση του ίδιου του
κράτους.[70]
Σε όχι λίγες περιπτώσεις, στο χώρο
αρχαίων ναών ιδρύθηκαν χριστια-νικές εκκλησίες, με τη χρήση μάλιστα σε αρκετές
περιπτώσεις του αρχιτε-κτονικού και γλυπτικού υλικού του αρχαίου οικοδομήματος.
Ακόμη, αγάλ-ματα και διάφορα έργα της ελληνικής κλασικής τέχνης μεταφέρθηκαν από
τον Μ. Κωνσταντίνο για τη διακόσμηση της βασιλεύουσας.[71]
Κατάλοιπα των αρχαίων λατρευτικών δοξασιών επιβίωναν στην Κωνσταντινούπολη επί
αιώνες, όπως αξιόπιστα καταγράφεται σε κανόνες της Πενθέκτης Οικουμε-νικής
Συνόδου (691/692) καθώς και στα σχετικά σχόλια του σπουδαίου νομοκανονολόγου
Θεόδωρου Βαλσαμώνα (12ος αι.).
Τέλος, δεν θα πρέπει να
λησμονείται ότι η ελληνική απέβη η γλώσσα των ευαγγελίων και του κηρύγματος της
Εκκλησίας: η ερμηνεία της βίβλου, η καλλιέργεια και ανάπτυξη του δόγματος, τα
κανονιστικά κείμενα του μοναχικού βίου διατυπώνονται στην ελληνική γλώσσα, ώστε
να διαδίδονται και κατανοούνται ευχερέστερα. Με τον τρόπο αυτόν, ελληνική γλώσσα
αλλά και εκκλησιαστική παιδεία διαδίδονται ταχύτατα και αμφίπλευρα,
συμβάλ-λοντας στον παράλληλο εξελληνισμό και εκχριστιανισμό ευρύτατων στρωμάτων
του πληθυσμού. Από την άλλη ωστόσο πλευρά, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι
ορισμένοι φανατικοί εκπρόσωποι του χριστιανικού κατέ-στρεψαν σημαντικά μνημεία ή
έγγραφα τεκμήρια του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, θεωρώντας αυτά εκδηλώσεις της
ειδωλολατρίας.
Αναφορικά τώρα με τη διευρυνόμενη,
προϊόντος του χρόνου, απόδοση των νομικών κειμένων στην ελληνική γλώσσα, τούτο
υπήρξε αναγκαία εξέλιξη της ανάγκης να είναι αυτά πιο προσιτά και κατανοητά στα
ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, που και αυτά χρησιμοποιούσαν με την πάροδο του
χρόνου τα ελληνικά ολοένα και περισσότερο.
Ανάλογη ήταν και η διαδικασία
διάπλασης ελληνικής νομικής ορολο-γίας.[72]
Ο εξελληνισμός της νομοθεσίας, δηλαδή η διαδικασία αλλαγής του γλωσσικού
ιδιώματος των νόμων, άρχισε ήδη πριν τα μέσα του 5ου αιώνα, όταν constitutiones γραμμένες στα
ελληνικά έκαναν τότε κατά σποραδικό τρόπο την εμφάνισή τους.[73]
Η εξελικτική αυτή διαδικασία κέρδιζε με την πάροδο του χρόνου συνεχώς έδαφος,
έτσι ώστε επί Ιουστινιανού οι περισσό-τερες constitutiones που εκδόθηκαν,
και σχεδόν όλες μετά τη δημοσίευση του αναθεωρητικού Κώδικα (534) ήταν
διατυπωμένες σε ελληνική γλώσσα.
V. Νομοθετικές κωδικοποιήσεις της ύστερης
αρχαιότητας.
Κατά την περίοδο διακυβέρνησης του
κράτους από τον Διοκλητιανό (284-305), τον τόνο στις έντονες διαδικασίες
πολιτειακού μετασχηματισμού της εποχής (3ος αι.), δίνουν δύο ιδιαίτερα
σημαντικές δικαιικές συλλογές: οι κώδικες Γρηγοριανός (Codex Gregorianus, 291 μ.Χ.)[74]
και Ερμογενειανός (Codex Hermogenianus, 295).[75]
Επρόκειτο για έργα η σύνταξη των οποίων θεωρήθηκε αρχικά ότι οφειλόταν στην
ιδιωτική πρωτοβουλία - άποψη που ήδη θεωρείται ξεπερασμένη, αφού πλέον εκτιμάται
ότι και τα δύο αυτά κείμενα συντάχθηκαν (όπως και οι μεταγενέστεροι Θεοδοσιανός
και Ιουστινιάνειος Κώδικες) κατόπιν αυτοκρατορικής εντολής.
Ο Διοκλητιανός δεν εξέδωσε τους
ανωτέρω κώδικες υπό το όνομά του, ούτε υπέβαλε αυτούς προς επικύρωση στη
Σύγκλητο? τούτο όμως δεν σήμαινε ότι οι νομοθετικές αυτές συλλογές είχαν
ανεπίσημο χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, η αξία τους ως ιστορικών πηγών για τη
βαθύτερη κατά-νόηση της κατάστασης του δικαίου κατά την εξεταζόμενη περίοδο,
είναι αδιαμφισβήτητη, θεωρούμενες ως ανεκτίμητη συμβολή στη γνώση μας για την
εξελικτική πορεία των θεσμών του ρωμαϊκού κράτους. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να
κατανοηθεί και η πρόθεση του Διοκλητιανού να κωδικοποιηθεί η αυτοκρατορική
νομοθεσία, ως μέτρο όχι μόνον συμβολικής αλλά και πραγματικής θεσμικής ενότητας
του απέραντου κράτους του.
Όπως παρατηρείται,[76]
επί Διοκλητιανού ολοκληρώνεται η μετάβαση από την αφηρημένη έννοια της
κυριαρχικής εξουσίας του ρωμαϊκού
λαού στην έννοια της εδαφικής
επικυριαρχίας (ή αυτοκρατορίας), καθώς στην εδαφική εξουσία του ρωμαϊκού
κράτους υπάγονται οι επαρχίες του, με κύριο συνεκτικό κριτήριο την ενιαία
εφαρμογή ενός καθολικού φορολογικού συστήματος. Η συμβολή των κωδίκων
Γρηγοριανού και Ερμογενειανού, ως ενός διαυγούς και σταθεροποιητικού
κανονιστικού πλαισίου, αποδείχθηκε καθοριστική ως προς τη διασφάλιση της
αυτοκρατορικής εξουσίας και την ιδεολογική ενοποίηση των υπηκόων του κράτους. Οι
τελευταίοι είχαν απο-κτήσει με την έκδοση της παλαιότερης constitutio
Antoniniana (212) την ιδιότητα
του ρωμαίου πολίτη. Σαν κυριότερα προς τούτο θεσμικά εργαλεία προωθήσεως του
πολιτειακού μετασχηματισμού, αποδείχθηκαν οι ποικίλες διοικητικές, νομοθετικές
και στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις, που αποτόλμησε ο ρηξικέλευθος και οραματιστής
Διοκλητιανός.
Κατά την περίοδο της ηγεμονίας (27
π.Χ. έως 235 μ.Χ.), η ρωμαϊκή αυτοκρατορία γνώρισε μέρες πρωτόγνωρης πολιτικής,
στρατιωτικής και οικονομικής ακμής και ισχύος, εκτεινόμενη εδαφικά σε μεγάλα
τμήματα τριών ηπείρων (Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής). Ο Διοκλητιανός ενίσχυσε το
κύρος του αυτοκρατορικού αξιώματος, αν και προκειμένου να αντιμετωπίσει
στασιαστές και εξωτερικούς εχθρούς, αναγκάσθηκε να μεταβιβάσει σημαντι-κές του
αρμοδιότητες σε τέσσερις συνάρχοντες (θεσμός τετραρχίας), δύο στο ανατολικό και
δύο στο δυτικό ρωμαϊκό κράτος.
Το δημόσιο δίκαιο (ποινικό,
πολιτειακό ή διοικητικό) θεωρούνταν καθα-ρά υπόθεση του ρωμαϊκού κράτους. Κύρια
σημεία της διοκλητιάνειας πολιτικής ιδεολογίας του ρωμαϊκού κράτους ήταν η
αυστηρή οργάνωση του κρατικού μηχανισμού από μία πολυμελή υπαλληλική
γραφειοκρατία σε τομείς της πολιτικής ή στρατιωτικής οργάνωσης, που στελέχωνε
κεντρικές ή περιφερειακές υπηρεσίες και τελούσε σε σχέση ιεραρχικής υποταγής
προς τον αυτοκράτορα, την κορυφή της κρατικής πυραμίδας. Έτσι, γνώρισμα της
περιόδου αυτής είναι ο κρατικός παρεμβατισμός, η διαρκής αύξηση των αρμοδιοτήτων
του κράτους και η ευρεία παρέμβασή του στη σφαίρα του ατόμου.[77]
Ο αυτοκράτορας θεωρείται η
κυριότερη πηγή παραγωγής του δικαίου, ενώ αποφασίζει ο ίδιος κυριαρχικά για την
έκταση της φορολογικής επιβα-ρύνσεως των υπηκόων του. Παράλληλα, αναγνωρίζεται
ως ο υπέρτατος αρχηγός του στρατού και της διοίκησης, ασκώντας κυριαρχικά και
την εξωτερική πολιτική.
Από τις απαρχές της αυτοκρατορίας
καθιερώθηκε ο αυτοκράτορας ως πηγή και αυθεντικός ερμηνευτής του νόμου, ενώ
θεμελιώθηκαν οι νομικές και πολιτειακές βάσεις της απολυταρχίας. Ο αυτοκράτορας
ήταν ο μόνος αρμόδιος να νομοθετεί και να τροποποιεί τη νομοθεσία, κατά απόλυτο
και ανεξέλεγκτο τρόπο. Η εξουσία αυτή ασκείται από το 2ο μ.Χ. αιώνα με την
έκδοση των αυτοκρατορικών διατάξεων (constitutions
principum). Με την υπέρτατη
εξουσία η οποία του απονεμόταν με τη lex de imperio, ο ηγεμόνας αποκτούσε το δικαίωμα να εκδίδει διατάξεις
με ισχύ νόμου.[78]
Οι διατάξεις αυτές μπορεί να είχαν χαρακτήρα είτε προδικαστικό είτε οριστικό.
Στην πραγματικότητα, η
αυτοκρατορική αυτή εξουσία δεν μπορούσε να είναι ούτε αυθαίρετη ούτε χωρίς όρια:
την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας ο αυτοκράτορας αυτοπεριορίζεται από τις
γενικότερες ρήτρες του ρωμαϊκού δικαίου, το φυσικό δίκαιο, την ηθική και σε
ορισμένο βαθμό την ελληνική φιλοσοφική περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Αργότερα,
βεβαίως, καθοριστικό βαθμό στην αυτοκρατορική νομοθετική αρμοδιότητα θα ασκήσει
η διδα-σκαλία της Εκκλησίας.
Κατά τον 2ο και 3ο αιώνα ο
αυτοκράτορας εκδίδει rescripta (rescriptum: νομοθετική πράξη),
γνωμοδοτώντας επί ιδιωτικών υποθέσεων. Πιο συγκε-κριμένα, τα rescripta κατά την περίοδο της
ηγεμονίας συνίσταντο στις απο-κρίσεις που έδινε ο αυτοκράτορας σε αιτήματα με τη
μορφή αναφορών, που του υποβάλλονταν από υπαλλήλους, επαρχιακές πόλεις ή
ιδιώτες. Η αυτο-κρατορική απάντηση συντασσόταν από τη γραμματεία και επιδιδόταν
στον αιτούντα. Αν το rescriptum απευθυνόταν σε
ιδιώτη, είχε τη μορφή της λιτότερης σημείωσης του ηγεμόνα κάτω από την
υποβληθείσα αναφορά. Τα rescripta δημοσιεύονταν με
ανάρτηση, πρέπει δε να υπογραμμισθεί ότι οι κώδικες Γρηγοριανός και Ερμογενειανός συγκροτούν σε ένα
σημαντικό βαθμό το περιεχόμενό τους από αυτοκρατορικά rescripta.
Επί Αδριανού (117-138) ο αριθμός
των rescripta αυξήθηκε σε σημαντικό
βαθμό λόγω της εισαγωγής της διαδικασίας per rescriptum, στο πλαίσιο της
οποίας οι δικαστικές προσφυγές μπορούσαν να απευθύνονται στον αυτοκρά-τορα.[79]
Ωστόσο, η παραγωγή των rescripta υποχωρεί μετά το έτος
305, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί σε κάποια ερμηνευτική σύγχυση η οποία
ανέκυψε, οφειλόμενη στην παραγωγή ενός πολύ μεγάλου αριθμού τους. Σημειώνεται,
για παράδειγμα, ότι κατά την περίοδο των ετών 193-282 παρήχθησαν 1361 περίπου
rescripta, κατά δε τα έτη
282-305 περίπου 1295.[80]
Βεβαίως, ο αυτοκράτορας μπορούσε να αρνηθεί να απαντήσει, παρα-πέμποντας την
υπόθεση προς εκδίκαση στον αρμόδιο δικαστή (judex competens).
Η Σύγκλητος, που αποτελούσε
παλαιότερα το κύριο νομοθετικό όργανο του ρωμαϊκού κράτους, περιορίζεται τώρα
πλέον από την πλευρά της, τυπικά και ουσιαστικά, σε αμιγώς συμβουλευτικά
καθήκοντα, επικουρώντας τον έπαρχο της πόλης (praefectus
urbi) κατά την άσκηση των
διοικητικών του αρμοδιοτήτων. Άλλωστε, η Σύγκλητος δεν έχαιρε ως σώμα της
ιδιαίτερης εκτιμήσεως του Διοκλητιανού, ο οποίος ήταν εχθρικός προς κάθε μορφή
προκλητικής έπαρσης των κοινωνικών τάξεων της πρωτεύουσας.
Μέχρι την έκδοση των κωδίκων Γρηγοριανού και Ερμογενειανού, το αυτοκρατορικό δίκαιο
αποτελούνταν από τις leges, που είχαν τύχει αρχικά επεξεργασίας από το νομικό
Παπίριο Ιούστο, πριν τον αυτοκράτορα Σεπτί-μιο Σεβήρο (193-211). Η πρόδρομη αυτή
επεξεργασία συνεχίστηκε με τους ανωτέρω κώδικες.
Με την παραίτηση του Διοκλητιανού
και την έναρξη της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου, άρχισε η εναρμόνιση των
εθνικών δικαίων με το αυτο-κρατορικό.
Ο Γρηγοριανός κώδικας εντάσσεται στο
πλαίσιο ενός ευρύτερου αυτο-κρατορικού προγράμματος για την αποκρυστάλλωση του
ισχύοντος δικαίου. Ο συμπιλητής του ακολούθησε τη γενικότερη τάση της
αυτοκρατορικής γραμματείας αποκρυσταλλώσεως του υπάρχοντος δικαίου μέσα από την
κωδικοποίηση. Έτσι, το κωδικοποιημένο δίκαιο αποτέλεσε ένα γραφειο-κρατικό
ιδεώδες από την περίοδο του Διοκλητιανού και μετά. Με τον τρόπο αυτό, στον
Γρηγοριανό κώδικα συγκεντρώθηκε η νομολογία 100 ετών, ενώ στον Ερμογενειανό η
νομολογία δύο ετών.
Ο Ερμογενειανός κώδικας υπήρξε αυτοτελές
έργο και όχι συμπλήρωμα του Γρηγοριανού. Η αξία του έγκειται στην προσαρμογή των
αυτο-κρατορικών απαντήσεων στις ιδιαιτερότητες κάθε επίδικης διαφοράς. Έτσι, ο
Ερμογενειανός κώδικας αποτέλεσε το κατεξοχήν νομολογιακό βοήθημα κατά την
εκδίκαση των υποθέσεων. Πάντως και οι δύο κώδικες υπήρξαν χρηστικά εγχειρίδια
στη διάθεση των δικαστικών λειτουργών.
Στο σημείο αυτό πρέπει να
επισημανθεί ένα ακόμη ιδιαίτερα ουσιαστικό στοιχείο: η αδιάκοπη νομοθετική
παραγωγή και αλλεπάλληλη κωδικο-ποιητική προσπάθεια των διαφόρων βυζαντινών
αυτοκρατόρων, συνδεόταν στενά με τη βυζαντινή πολιτική θεωρία, κατά την οποία η
αυτοκρατορία τους αποτελούσε μία αδιάσπαστη συνέχεια της ενιαίας κρατικής
υπόστασης της παλαιάς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Υποστηρίζοντας την ανωτέρω θέση,
οι βυζαντινοί έθεταν σε αντικειμενική βάση την αξίωσή τους για παγκόσμια
ηγεμονία, ανάλογη με εκείνη που εκπροσωπούσε η Ρώμη. Οι βυζαντινοί υποστήριζαν
ότι η παλαιά Ρώμη είχε πάψει να υπάρχει ως πολιτειακή μονά-δα, παραχωρώντας τη
θέση της στην Κωνσταντινούπολη στην κυριαρχική επιβολή και τις σχετικές αξιώσεις
της πρώτης. Για τον ίδιο λόγο, οι βυζαντινοί ισχυρίζονταν την «ενότητα δικαίου»
μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης.
Όπως επισημαίνεται,[81]
αυτή η ενότητα δικαίου δεν είναι ασφαλώς δυνα-τόν να νοηθεί ως αμετάβλητη
παρουσία των ίδιων θεσμών, αλλά ως αδιατά-ρακτη συνέχιση ενός και του αυτού
συστήματος ρύθμισης των νομικών σχέσεων, ως πολιτισμικού αγαθού, χωρίς μεταβολή
της βασικής του φυσιο-γνωμίας. Το δίκαιο δεν παραμένει στατικό, ενώ κάθε
μεταβολή συνήθως συνιστά απλώς μία φάση στην -αδιάκοπη και οπωσδήποτε
αναμενόμενη- εξελικτική πορεία του υπάρχοντος συστήματος. Σπανιότερες είναι οι
περι-πτώσεις που αιφνίδιες θεσμικές μεταβολές οδηγούν σε βαθιά ανατροπή της
παλαιότερης έννομης τάξης με την εγκαθίδρυση νέας.
Στο πλαίσιο αυτό, διαρκής ήταν η
μέριμνα του βυζαντινού νομοθέτη να καλλιεργεί την πεποίθηση ότι διατηρούνταν
σχεδόν ανέπαφο το ανέκαθεν ισχύον ρωμαϊκό δίκαιο. Έτσι, αποτελεί κοινό τόπο στα
βυζαντινά νομο-θετικά κείμενα, ιδίως εκείνα της μέσης περιόδου, η αναδρομή στην
παλαιό-τερη ρωμαϊκή νομοθεσία και η επίκλησή της.
VI. Η δημόσια διοίκηση τον 3ο αιώνα.
Την πιο πάνω περίοδο παρατηρείται
το φαινόμενο ανώτατα στελέχη της γραφειοκρατικής μηχανής να είναι σημαντικοί
συγγραφείς νομικών έργων, γεγονός που προσέδιδε κύρος και αξιοπιστία στην
κρατική διοίκηση. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση μίας ισχυρής
υπαλληλικής ιεραρχίας, που στελέχωνε την κεντρική αλλά και επαρχιακή μηχανή, υπό
την ανώτατη ενοποιό εξουσία του ίδιου του αυτοκράτορα.
Και η Κρήτη, μαζί με τις άλλες
επαρχίες (provinciae) στελεχώνονται από
τέτοιους ειδικά καταρτισμένους γραφειοκράτες, που καθιστούν αποτελεσμα-τικότερη
και αρτιότερη τη λειτουργία της κρατικής μηχανής. Στο πλαίσιο αυτό, οι επαρχίες
κατανέμονται σε διοικήσεις (dioceses), οι διοικήσεις σε
διοικητικές περιφέρειες (praefecti
praetorio).
Η προσήλωση των στελεχών της
υπαλληλικής ιεραρχίας και της κρατικής μηχανής στις νομικές σπουδές, βοήθησε
στην ανέλιξή τους σε ανώτατα κρατικά αξιώματα, ακόμη και σε βαθμό συμμετοχής
τους στο concilium
principis, που ανήκε στο άμεσο
αυτοκρατορικό περιβάλλον. Αξιόλογοι υπάλληλοι αναλάμβαναν τη θέση του
advocatus
fisci ή του βοηθού του σε ένα
από τα αυτοκρατορικά γραφεία, ακολουθώντας στη συνέχεια διοικητική καριέρα σε
ανώτατα επίπεδα. Με τη σειρά τους, όμως οι εξειδικευμένης εκπαίδευσης αυτοί
γραφειοκράτες-νομικοί, προσέφεραν τα μέγιστα στις νομοθετικές κωδικοποιήσεις του
Διοκλητιανού, για τις οποίες έγινε ήδη λόγος.
ΜΕΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ
ΠΡΩΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
(330 –
824/826)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
I. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ
1. Η κατάσταση της
Κρήτης.
1.1. Γενικά. Η βυζαντινή επαρχία.
Όπως κατά τον 3ο αιώνα, έτσι και κατά τους επόμενους της πρώτης αυτής βυζαντινής
περιόδου του νησιού, ελάχιστα πράγματα μάς είναι γνωστά για την εσωτερική
κατάσταση της Κρήτης, ως επαρχίας του βυζαντινού imperium. Το γεγονός αυτό
οφείλεται, όπως έχει ήδη επισημανθεί, στην έλλειψη αξιόλογων πηγών, γενικά
ιστο-ρικών ή ειδικά δικαιικών, που να συνδέονται με το νησί μας. Για το λόγο
αυτό, η βυζαντινή αυτή περίοδος χαρακτηρίζεται ως μία από τις πλέον σκοτεινές
φάσεις της όλης ιστορίας της Κρήτης.
Αναμφίβολα, γενικής ισχύος και
χαρακτήρα σημαντικές αποφάσεις της κεντρικής βυζαντινής διοίκησης, εφαρμόζονταν
κατά τρόπο ενιαίο και στην Κρήτη, δεδομένο που μάς επιβάλλει να εξετάσουμε το
νομοθετικό καθεστώς της ως ενταγμένο στη συνολική έννομη τάξη της βυζαντινής
αυτοκρατορίας. Έτσι, στο νησί κατ’ αρχήν ίσχυσε η γενική κρατική νομοθεσία, που
εξυπηρε-τούσε τις συνολικές ανάγκες όλης των επαρχιών της αυτοκρατορίας?
παράλ-ληλα, όμως, είναι βάσιμο να πιστεύουμε ότι οι ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες,
οι παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα καθώς και οι κοινωνικές ή συναλλακτικές
πρακτικές, θα δημιούργησαν τις συνθήκες ανάδειξης και λειτουργίας δικαι-ικών
θεσμών με αμιγώς τοπικό χαρακτήρα. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να γίνει δεκτό
ότι οι γενικής εφαρμογής κανονιστικές ρυθμίσεις, θα υποχωρού-σαν μπροστά στους
τοπικούς αυτούς θεσμούς.
Άλλωστε, την πρώιμη αυτή βυζαντινή
περίοδο, κατά την οποία δεν είχε εμπεδωθεί σε υψηλότερο βαθμό η εφαρμογή και
ομογενοποίηση του βυ-ζαντινού δικαίου, κάθε επαρχία διατηρούσε πολλά στοιχεία
της παλαιότερης τοπικής διοικητικής οργάνωσης και του ιθαγενούς εθιμικού της
δικαίου.[82]
Η απόσταση από το κέντρο της αυτοκρατορίας προκάλεσε αναπόφευκτα την ανάγκη
ενίσχυσης των εξουσιών που ασκούσαν οι τοπικοί διοικητές των μεγάλων επαρχιών,
οι οποίοι επειδή για τον ίδιο λόγο διατηρούσαν ισχυρούς τοπικούς στρατούς,
αναδεικνύονταν όχι σπάνια σε φιλόδοξους διεκδικητές ακόμη και του αυτοκρατορικού
στέμματος. Έτσι, επαναστάσεις που είχαν σαν αντικειμενικό σκοπό την ανατροπή του
αυτοκράτορα και τον σφετε-ρισμό της κεντρικής εξουσίας, ξεκινούσαν τις
περισσότερες φορές από τις διάφορες βυζαντινές επαρχίες (βλ. σχετικά με την
επανάσταση του Καρύκη, στο δεύτερο μέρος του παρόντος).
Εν προκειμένω, πιο συγκεκριμένα
και αναφορικά με την Κρήτη, επιγρα-φές προερχόμενες από τη Γόρτυνα[83]
μας επιτρέπουν το ασφαλές συμπέρα-σμα ότι το ‘Κοινόν των Κρητών’ (ή ‘Κοινόν των
Κρηταιέων’), θεσμός τοπικής αυτοδιοίκησης για τον οποίο ήδη μιλήσαμε,
λειτούργησε με την προηγούμενη μορφή και ανάλογες αρμοδιότητες, μέχρι
τουλάχιστον το τέλος του 4ου αιώνα, «προσαρμοσμένος βέβαια στις νέες συνθήκες
της εποχής».[84]
Αργότερα όμως ο ίδιος θεσμός μετονομάσθηκε σε ‘Κοινόν της των Κρητών
επαρχίας’,[85]
έχοντας ως έδρα του τη Γόρτυνα.[86]
Κατά την περίοδο αυτή, το Κοινό αποκτά μιαν επιπλέον ειδοποιό διαφορά στη
λειτουργία του, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια: αφενός μεν, η συνέλευσή του
δεν απαρτίζεται από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους των πόλεων, αλλ’ από τους
άρχοντες και τους οικονομικά και πολιτικά επιφανείς πολίτες του νησιού, αφετέρου
δε η προσέλευση στο Κοινό είναι πλέον για τα μέλη του υποχρεωτική, με εξαίρεση
την ανώτερη τάξη των praefectorii.[87]
Ως προς τις αρμοδιότητές του, από
τα ψηφίσματα του Κρητικού Κοινού,[88]
που χρονολογούνται όλα κατά το τέλος του 4ου αιώνα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι
το Κοινό συγκαλεί ο διοικητής ή οι άρχοντές του, προ-κειμένου να αποφασίσει την
έκδοση τιμητικών ψηφισμάτων για επιφανείς Ρωμαίους αξιωματούχους.[89]
Ο ηγέτης του Κοινού, που έφερε τον τίτλο «Αρχιερεύς» ή «Πρωτεύων»Ηγέτης, διήνυε
ετήσια θητεία, με δυνατότητα εκ νέου αναλήψεώς της.
Εφαρμόσθηκε βεβαίως και στη
μεγαλόνησο το βυζαντινό σύστημα κρατικής οργάνωσης, που ήταν πολυσχιδές και είχε
δομή γραφειοκρατική. Οι κρατικές υπηρεσίες, ιδίως οι στρατιωτικές και
οικονομικές, επανδρώ-νονταν με πολυάριθμους υπαλλήλους, καθώς η ανάγκη
διατήρησης της κυριαρχίας των βυζαντινών στα αχανή εδάφη της αυτοκρατορίας τους
απαιτούσε τη συντήρηση και οργάνωση ενός ογκώδους στρατού αλλά και πολλών
διοικητικών υπαλλήλων. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώθηκε η τερά-στια βυζαντινή
κρατική μηχανή, η οποία για την επιβίωσή της στηριζόταν αφενός μεν στην επιβολή
πολυάριθμων -όχι σπάνια και δυσβάστακτων- φόρων, και αφετέρου στην άρτια
οργάνωση των φορολογικών και εισπρα-κτικών μηχανισμών. Η παρέμβαση του κράτους
σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας ήταν ολοκληρωτική. Σκοπός
του κρατικού ελέγχου ήταν καταρχήν η διείσδυση της κεντρικής διοίκησης στα
κοινωνικο-οικονομικά πλέγματα της βυζαντινής κοινωνίας, έτσι ώστε να απορροφάται
η μέγιστη δυνατή φοροδοτική ικανότητα των πολιτών.
Πρέπει όμως να υπογραμμισθεί ότι
έντονα παράπονα κατοίκων των επαρχιών, που οφείλονταν κατά κανόνα στην
οικονομική καταπίεση και την αυταρχική συμπεριφορά κρατικών υπαλλήλων,
περιενδύνονταν πολλές φορές τη μορφή ένταξης σε μαχητικές θρησκευτικές κινήσεις,
με δογματικές θέσεις οι οποίες απέκλιναν σημαντικά από την επίσημη θρησκευτική
πολιτική του βυζαντινού κράτους. Το στοιχείο αυτό, δεν πρέπει να υποτι-μηθεί:
τέτοιες θρησκευτικές διαμάχες, σε συνδυασμό με τοπικούς εθνικι-σμούς, οδήγησαν
αργότερα στην απώλεια σημαντικών εδαφών από τον κορμό της αυτοκρατορίας, όταν οι
πληθυσμοί τους θεώρησαν ότι εισβολείς σεβάστηκαν περισσότερο τις θρησκευτικές
τους επιλογές, από τη σχετική ακαμψία της κεντρικής διοίκησης. Εμφατικό προς
τούτο παράδειγμα απο-τέλεσε η εύκολη απώλεια της Αιγύπτου και της Συρίας από
τους Άραβες, επαρχίες οι οποίες, ακολουθώντας τη μονοφυσιτική εκδοχή του
χριστιανι-σμού, αισθάνθηκαν παραγκωνισμένες μετά τις αποφάσεις της Δ΄
Οικου-μενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος.
1.2. Σεισμοί, λοιμοί, πειρατικές
επιδρομές και εμφύλια κινήματα. Συχνοί σεισμοί μαρτυρείται ότι συνέβησαν τους αιώνες της
πρώτης βυζαντινής περιόδου της Κρήτης, προκαλώντας εκτεταμένες καταστροφές στα
οικοδο-μήματα του νησιού αλλά και θύματα στον πληθυσμό.[90]
Ως κυριότεροι από αυτούς μπορούν να αναφερθούν ο σεισμός της 21ης Ιουλίου του
365,[91]
όπως και ο ισχυρός σεισμός της 6ης Σεπτεμβρίου 448, επί αυτοκράτορα Θεοδο-σίου Β’ (408-450), που
επέφερε μεγάλες ζημιές? μεταξύ αυτών, και την κατάρρευση ενός ογκώδους κτιρίου,
με δώδεκα θόλους, στη Γόρτυνα.[92] Μάλιστα, ήταν τέτοιας έκτασης η γενικότερη
αυτή καταστροφή, που δημι-ούργησε την ανάγκη υλικής συνδρομής των Κρητών από την
Βασιλεύουσα. Τέλος, «φοβερώτατος»[93] σεισμός μαρτυρείται ότι έλαβε χώρα στις 7
Απριλίου του 795.
Πολύ
μεγάλων κοινωνικών επιπτώσεων ήταν και οι κατά καιρούς επιδη-μίες που έπληξαν το
Βυζάντιο αλλά και ειδικά την Κρήτη την περίοδο αυτή. Δύο τέτοιες μεγάλες
επιδημίες αναφέρονται ιδιαίτερα. Η πρώτη είναι ασφαλώς η γνωστή στην
ιστοριογραφία ως «πανούκλα του Ιουστινιανού». Επρόκειτο για επιδημία βουβωνικής
πανώλους, η οποία ξεκίνησε από την Αίγυπτο, χτύπησε όλη τη Μεσόγειο και ξέσπασε
την άνοιξη του έτους 542 στην Κωνσταντινούπολη.[94] Η πανώλη αυτή, που κόπασε
στα τέλη του 6ου αιώνα, προκαλώντας εκατομμύρια θύματα και αποδεκατίζοντας το
γηγενή αγροτικό πληθυσμό του μεσαιωνικού ελλαδικού χώρου, είχε τεράστιες
επιπτώσεις στην οικονομική και κοινωνική δομή του Βυζαντίου, αφού υπο-λογίζεται
ότι συνέβαλε σημαντικά στη μείωση του πληθυσμού των παρα-μεσόγειων επαρχιών της
αυτοκρατορίας κατά ποσοστό 40%![95]
Ειδικότερα, θεωρείται ότι η
Ιουστινιάνεια πανώλη εκδηλώθηκε στη μεσογειακή λεκάνη με δεκαεφτά περίπου
επιδημικά κύματα, δημιουργώντας μια οξύτατη δημογραφική κρίση που ανάγκασε τη
Βυζαντινή Αυτοκρατορία να αναδιπλώσει τα οικουμενικά της οράματα[96]. Αναφέρεται ακόμη η πανώλη
που χτύπησε το νησί τα έτη 746-747, επί Αρχιεπισκόπου Ανδρέα του Ιερο-σολυμίτη,
και η οποία προκάλεσε μεγάλο αριθμό θυμάτων.[97]
Περί το τέλος της πρώτης
βυζαντινής περιόδου, ανακύπτουν συχνές πειρατικές επιδρομές από τους Άραβες
(Σαρακηνούς), γεγονός που προκά-λεσε ιδιαίτερη ανασφάλεια στους Κρήτες. Οι
Άραβες κατά την περίοδο εκείνη αποτελούσαν ανερχόμενη ναυτική δύναμη, ήταν
λοιπόν αναμενόμενο την προσοχή τους να ελκύσει η Κρήτη, ως νησί μεγάλο και
εύφορο, με εξαιρετική στρατηγική θέση στη Μεσόγειο θάλασσα. Ως τέτοιες
καταστρο-φικές επιδρομές αναφέρονται από τις πηγές (με τρόπο, όμως, όχι εντελώς
αδιαμφισβήτητο) κατά τα έτη 654, 671 και 674. Περί της τελευταίας επιδρομής
πληροφορούμαστε από τον χρονογράφο Θεοφάνη ότι δύο Άραβες αρχηγοί αποβιβάστηκαν
και διαχείμασαν στην Κρήτη. Οι πηγές δεν αναφέ-ρουν, ωστόσο, αντίστοιχες
αμυντικές κινήσεις του βυζαντινού στόλου για την προστασία του νησιού και την
απόκρουση των επιδρομέων. Είναι συνε-πώς εύλογο να υποθέσουμε ότι το βυζαντινό
πολεμικό ναυτικό είχε υποτο-νική ή μηδαμινή παρουσία στο νότιο Αιγαίο. Το
γεγονός της ελλιπούς αυτής προστασίας της Κρήτης και των άλλων νησιών επέτρεπε
στους Άραβες να επιτίθενται σχεδόν ανεξέλεγκτα στην Κρήτη.
Κλιμάκωση των επιδρομών αυτών
παρατηρείται κατά τις αρχές του 8ου αιώνα, επί βασιλείας του χαλίφη Al-Walid. Ο
φόβος για τις διαρκείς αραβικές επιδρομές είναι φανερός στα έργα του αγίου
Ανδρέα, Αρχιεπι-σκόπου Κρήτης κατά την περίοδο 712-740, στον Βίο του οποίου
αναφέρεται ότι στην πολιορκία του βυζαντινού οχυρού του «Δριμέως» ενίσχυσε ηθικά
τους Κρήτες.[98]
Επιπλέον, στο εγκώμιο του ίδιου αγίου προς τους Αγίους Δέκα Μάρτυρες
μνημονεύεται ναυμαχία κατά την οποία ο αραβικός στόλος καταστράφηκε.
Οι Ίσαυροι κατέβαλαν σημαντική
στρατιωτική προσπάθεια να περιορί-σουν την δραστηριότητα των Αράβων στο Αιγαίο,
γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα και την προστασία της Κρήτης. Ωστόσο, κατά την
βασιλεία της Ειρήνης της Αθηναίας (775-780) και του Άραβα χαλίφη Harun-Al-Rasid
(766-809), οι αραβικές επιδρομές στην Κρήτη πύκνωσαν. Είναι λοιπόν ευεξήγητη η
περιέλευση της Κρήτης το 824/826 στους Άραβες, αφού το νησί βρέθηκε
απροετοίμαστο υλικά και ηθικά να αντισταθεί στις κατακτητικές τους βλέψεις.[99]
Η κακοδιοίκηση της βυζαντινής
επαρχίας και η επιβολή πολλαπλών και δυσβάστακτων φορολογικών βαρών σε βάρος
της, προβλήματα για τα οποία γίνεται πιο κάτω εκτενέστερος λόγος, έκανε τους
Κρήτες να δυσανασχετούν κατά της κεντρικής βυζαντινής διοίκησης, κάποτε και να
συμμετέχουν, για αυτόν ή άλλους λόγους, σε επαναστατικά κινήματα. Αναφέρεται,
για παρά-δειγμα, ότι περί το έτος 727 και επί Λέοντος Γ’ του Ίσαυρου, ένας
Κρητικός ονόματι Κοσμάς, κινήθηκε με στόλο και μαζί με άλλους στασιαστές κατά
της Κωνσταντινούπολης, έχοντας μάλιστα ο ίδιος ανακηρυχθεί και «βασιλιάς» από
τους κινηματίες. Η στάση αυτή, στην οποία συμμετείχαν και οι Κυκλάδες,
οργανώθηκε υπό την ηγεσία των Ελλαδιτών στασιαστών Στέ-φανου και Αγαλλιανού,
τουρμάρχη του τελευταίου του Αιγαίου. Οι στασια-στές, όμως, κατανικήθηκαν από το
ναυτικό του Λέοντα. Και ο μεν Αγαλ-λιανός, μη θέλοντας να παραδοθεί,
αυτοκτόνησε.[100]
Σε όσους στασιαστές όμως παραδόθηκαν στο Λέοντα απονεμήθηκε χάρη, εκτός από τους
Στέφανο και Κοσμά, οι οποίοι αποκεφαλίσθηκαν.
1.3. Οι κωνσταντίνειες διοικητικές
μεταρρυθμίσεις: η Κρήτη στο πλαίσιο του Ιλλυρικού.
Ι. Δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς
οι οποίοι αποδίδουν τον υπερχιλιετή βίο της βυζαντινής αυτοκρατορίας σε πάγια
πλεονεκτήματα που διέθετε το πολίτευμα και η οργάνωση της διοικήσεώς της. Σε
σημαντικό βαθμό ωστόσο τα στοιχεία αυτά δεν συνιστούσαν παρά διοικητική
κληρονομιά του στιβαρού ρωμαϊκού κράτους, θεσμική συνέχεια του οποίου αποτέλεσε
το βυζαντινό.
Δεν εννοούμε βεβαίως ότι το
τελευταίο διατήρησε χωρίς σημαντική εξελικτική προσαρμογή τον τρόπο διοικητικής
οργάνωσης που παρέλαβε από τη σχετική ρωμαϊκή παράδοση. Και τούτο καθώς, όσα
στοιχεία κρίνονταν εκάστοτε από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες ως
απαρ-χαιωμένα ή παρωχημένα, υπόκεινταν σε διαρκείς βελτιώσεις, προσαρμογές ακόμη
και σε πλήρη εξοβελισμό, με κεντρικό πάντοτε στόχο την διαιώνιση της επιβιώσεως
του κράτους μέσα από τις εκάστοτε εσωτερικές ή εξωτερικές
αντιξοότητες.
ΙΙ. Ειδικότερα, τον 4ο αιώνα ο
Μέγας Κωνσταντίνος αποφασίζει την ανα-διοργάνωση του ρωμαϊκού κράτους σε νέες
διοικητικές βάσεις,[101]
με τη διαίρεσή του στις τέσσερις Επαρχότητες (Praefecturae Praetorio) της Ανατολής, του
Ιλλυρικού, της Ιταλίας και της Γαλατίας (Orientis – Illyrici – Italiae - Galliarum). Οι Επαρχότητες
υποδιαιρέθηκαν σε συνολικά δώδεκα Διοικήσεις (Dioceses) και οι τελευταίες σε
Επαρχίες. Με την αναδιάρθρωση αυτή, το σύστημα οργανώσεως και διοικήσεως του
ρωμαϊκού κράτους απέκτησε έναν περισσότερο συγκεντρωτικό και ιεραρχικά πιο
δομημένο χαρακτήρα.
Η Κρήτη αποσπάσθηκε από την
Επαρχία της Κυρηναϊκής, στην οποία ήταν ενταγμένη μέχρι τότε, και προσαρτήθηκε
στο φυσικό γεωγραφικό της πλαίσιο, δηλαδή στην Επαρχότητα του Ιλλυρικού
(αργότερα: Ανατολικού Ιλλυρικού).[102]
Το Ιλλυρικό (Praefectura Praetorio per Illyricum), ειδικότερα, περι-ελάμβανε δύο
διοικήσεις: τη Μακεδονία (με δικαιοδοσία στις περιοχές Μακεδονία, Ήπειρο, Ελλάδα
και Κρήτη) και τη Δακία.[103]
Ο Κωνσταντίνος -προβλέποντας διορατικά ότι οι απόγονοί του θα αναδιένειμαν το
ρωμαϊκό κράτος μετά το θάνατό του- στην πραγματικότητα αναγκάστηκε να
προσαρ-μόσει το σχήμα διχοτόμησης της επικράτειας, που είχε προηγουμένως
εφαρμόσει ο Διοκλητιανός, στις συνθήκες και προτεραιότητες της εποχής
του.
Πράγματι, το Σεπτέμβριο του έτους
337, λίγο μετά το θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου, οι τρεις επιζώντες γιοί του -δηλαδή ο Κωνσταντίνος ο Β΄, ο
Κωνστάντιος Β΄ και ο Κώνσταντας- τριχοτόμησαν την αυτοκρατορία, μοιρά-ζοντας τα
εδάφη της μεταξύ τους. Απόφαση που ωστόσο αποδείχθηκε βρα-χύβια, αφού στις αρχές
του 340 ο μεγαλύτερος γιος, Κωνσταντίνος Β΄, όταν επιχείρησε να εκτοπίσει τον
Κώνσταντα, απέτυχε βρίσκοντας το θάνατο. Έτσι, η μεν Ανατολή παρέμεινε στον
Κωνστάντιο Β΄, ενώ η ρωμαϊκή Δύση περιήλθε στον Κώνσταντα, στη δικαιοδοσία του
πρώτου υπήχθη και το Ανατολικό Ιλλυρικό, όπου βεβαίως ανήκε και η Κρήτη.
Αργότερα ωστόσο η Κρήτη ακολούθησε
την πολιτική και εκκλησιαστική τύχη του Ανατολικού Ιλλυρικού, όταν αυτό, όπως θα
διαπιστώσουμε, απο-σπάστηκε από το δυτικό ρωμαϊκό κράτος και προσαρτήθηκε στην
Ανατολή, υπαγόμενο έκτοτε στη δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης.
Σε κάθε όμως περίπτωση, οι πιο
πάνω διοικητικές αλλαγές δεν επηρέα-σαν την εσωτερική ζωή του νησιού, ούτε
επέφεραν στους ρυθμούς της δραματικές αλλαγές.[104]
Η εικόνα την οποία μάς εμφανίζουν οι ελάχιστες διασωθείσες πηγές για την Κρήτη
της πρώτης βυζαντινής περιόδου παρου-σιάζει μια ήσυχη βυζαντινή επαρχία,
απομακρυσμένη από την κεντρική σκηνή της βυζαντινής διοίκησης και πολιτικής. Οι
ίδιες μαρτυρίες της εξεταζόμενης περιόδου ασχολούνται με την Κρήτη κατά κανόνα
μόνον για να μνημονεύσουν φυσικές καταστροφές ή σεισμούς που ταλαιπώρησαν την
ακύμαντη κατά τα άλλα καθημερινότητα των κατοίκων του νησιού.[105]
1.4. Στοιχεία για την εσωτερική
πολιτική κατάσταση της Κρήτης.
Ι. Φαίνεται συνεπώς ότι η
εσωτερική διοικητική οργάνωση της Κρήτης παρέμεινε κατά τους αιώνες της πρώτης
βυζαντινής περιόδου όμοια κατά βάση με εκείνην που είχε θεμελιώσει ο Μ.
Κωνσταντίνος. Έτσι, κατά την ίδια χρονική φάση, διοικητής της Κρήτης ήταν ένας
ύπατος, που ανήκε στην αριστοκρατική κοινωνική τάξη των συγκλητικών.[106]
Λόγω όμως της συγκεντρωτικής δομής
του βυζαντινού κράτους, παρατη-ρείται βαθμιαία παρακμή στη λειτουργία των
αυτοδιοικητικής φύσεως θεσμών, που λειτουργούσαν στις διάφορες κρητικές πόλεις
(όπως ήταν το ‘Κοινόν’ των Κρητών), αφού οι τελευταίες έχασαν σε σημαντικό βαθμό
τη διοικητική και οικονομική ανεξαρτησία τους.
Μεγάλο μέρος των αρμοδιοτήτων που
ασκούσαν παλαιότερα οι βουλές των κρητικών πόλεων, περιέρχονται πλέον στη
δικαιοδοσία του κεντρικού διοικητή της επαρχίας, ο οποίος αργότερα προσαποκτά
και το δικαίωμα να διορίζει τους τοπικούς άρχοντες. Συνεπώς, δεν πρέπει να μας
ξενίζει το γεγονός ότι, από τον 6ο αιώνα και μετά, απουσιάζει οποιαδήποτε
ιστορική μαρτυρία για τη λειτουργία των κρητικών βουλών.
Λίγο διαφορετικά ήταν τα πράγματα
όσον αφορά τη λειτουργία του ‘Επαρχιακού Συμβουλίου’, που έδρευε στη Γόρτυνα και
αποτελούσε εξέλιξη του ‘Κοινού’ των κρητικών πόλεων της ελληνιστικής περιόδου.
Όπως παρα-τηρείται,[107]
η συμμετοχή στις συνεδριάσεις του εν λόγω τοπικού Συμβουλίου ήταν υποχρεωτική
για τους πολίτες των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, που εκπροσωπούνταν στη σύνθεσή
του. Αλλά και η λειτουργία του διοικητικού αυτού θεσμού εξασθενεί σταδιακά, με
πιθανό απώτατο χρονικό όριο του βίου τον 7ο περίπου αιώνα.[108]
ΙΙ. Η παρακμή των αστικών κέντρων
του νησιού της ερευνώμενης περιό-δου, πρέπει να εντοπισθεί στους εξής κυρίως
λόγους:
(α) Στη βαθμιαία απώλεια της
διοικητικής και οικονομικής ανεξαρτησίας των πόλεων, καθώς οι διοικητές των
επαρχιών αφαίρεσαν σημαντικούς οικονομικούς πόρους από τις
πόλεις,
(β) Στην αποφυγή αναλήψεως εκ
μέρους των εύπορων πολιτών οικονο-μικών υποχρεώσεων, οι οποίες παλαιότερα
κάλυπταν σοβαρό μέρος των δημοσιονομικών εξόδων των πόλεων. Όλο και περισσότεροι
πλούσιοι πολί-τες, στις οικονομικές εισφορές των οποίων στηρίζονταν οι πόλεις
για την παροχή πολλών και σημαντικών υπηρεσιών, εξασφαλίζουν πλέον με διά-φορα
μέσα απαλλαγές από τις οικονομικές υποχρεώσεις προς τις πόλεις τους. Το γεγονός
όμως αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι φτωχότεροι πολίτες να επιβαρύνονται περισσότερο
οικονομικά και να είναι ακόμη πιο απρόθυμοι να αναλάβουν τις διάφορες
λειτουργίες.
Όλα αυτά οδήγησαν σταδιακά μέχρι
τον 7ο αιώνα στην οικονομική παρακμή και τον κίνδυνο εξαφανίσεως αυτής ακριβώς
της τάξεως των πολιτών, πάνω στην οποία στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό τα
οικονομικά των πόλεων και το επίπεδο των υπηρεσιών που παρείχαν στους πολίτες
τους.
ΙΙΙ. Από τον Συνέκδημο του
Ιεροκλέους Γραμματικού (έτ. 535 περίπου) ―ένα έργο πολιτικής γεωγραφίας που
προοριζόταν για την υποστήριξη του έργου των κρατικών υπαλλήλων, όταν αυτοί
αποστέλλονταν να αναλάβουν υπηρεσία σε διάφορα σημεία της βυζαντινής
αυτοκρατορίας[109]-
αναφέρονται κατά την περίοδο αυτή οι εξής 22 πόλεις της Κρήτης:[110]
? Γορτύνη, που ήταν η έδρα της
Μητροπόλεως Κρήτης και η πρωτεύουσα του νησιού. Η Γόρτυνα κυριαρχεί στην περιοχή
της Μεσαράς, ως ένα πολύ αξιόλογο αστικό, διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο. Η
κυριαρχία της Γόρτυνας θεμελιώθηκε στα ρωμαϊκά χρόνια, με αποτέλεσμα κατά την
πρώτη βυζαντινή περίοδο οι παλαιότερες γειτονικές πόλεις να λειτουργούν στη σκιά
και ακτινοβολία της Γόρτυνας. Η πρωτεύουσα της Κρήτης, με λιμάνι της τα Μάταλα,
όχι μόνον οχυρωνόταν από ισχυρά τείχη αλλά και περιλάμβανε στο αστικό της ιστό
εντυπωσιακά οικοδομήματα, όπως λουτρά, διοικητήριο, θέατρα, ιππόδρομο, αλλά και
μεγαλοπρεπείς χριστιανικούς ναούς, οικοδομη-μένους στον αρχιτεκτονικό ρυθμό της
βασιλικής. Από αυτούς, ως σπουδαιό-τερος θεωρούνταν ο αφιερωμένος στον πρώτο
επίσκοπο του νησιού Άγιο Τίτο,[111]
? Ίνατος, που ευρισκόταν στα ανατολικά
παράλια της Κρήτης, κοντά στη σημερινή Ζάκρο της Σητείας,
? Βίεννα, η σημερινή
Βιάννος,
? Ιεράπετρα,
? Καμάρα, στον κόλπο Μεραμπέλλου,
? Άλλυγγος,
? Χερσόνησος, στην επαρχία
Πεδιάδος,
? Λύκτος, στην περιοχή Ξειδά
Πεδιάδος,
? Αρκαδία, κοντά στο χωριό Αρκάδι
Μονοφατσίου,
? Κνωσός, νοτιοανατολικά του
Ηρακλείου,
? Σούβριτα, κοντά στο χωριό Θρόνο της
επαρχίας Αμαρίου,
? Οάξιος, όπου και το ομώνυμο σήμερα
χωριό της επαρχίας Μυλοποτά-μου,
? Ελεύθερνα, κοντά στο σημερινό χωριό
Πρινές της επαρχίας Μυλοποτά-μου,
? Λάμπαι, κοντά στο σημερινό χωριό
Λαμπινή της επαρχίας Αγ. Βασι-λείου,
? Άπτερα, κοντά στο σημερινό χωριό Καλά
Χωράφια της επαρχίας Από-κορώνου,
? Κυδωνία, εκεί όπου ευρίσκονται σήμερα
τα Χανιά. Η Κυδωνία διατή-ρησε επί αιώνες -και πάντως μέχρι την έναρξη της
αραβικής περιόδου- την ιδιαίτερα αξιόλογη θέση της, τόσο ως αστικό και εμπορικό
κέντρο, όσο και ως εξαγωγικό λιμάνι.[112]
? Κίσαμος, εκεί όπου ευρίσκεται σήμερα
η κωμόπολη Καστέλι της επαρχίας Κισάμου. Η Κίσαμος ήταν αρχικά το επίνειο της
Πολυρρηνίας, μετά όμως την παρακμή της τελευταίας στα ρωμαϊκά χρόνια, η Κίσαμος
ακολούθησε, ήδη από τον 4ο αιώνα και πάντως μέχρι τον 7ο αιώνα, τη δική της
αστική, εμπορική και ναυτιλιακή ανάπτυξη.
? Καντανία, εκεί όπου ευρίσκεται σήμερα
η Κάντανος της επαρχίας Σελίνου,
? Έλυρος, κοντά στο χωριό Ροδοβάνι της
επαρχίας Σελίνου,
? Αραδήν ή Φοινίκη, εκεί όπου σήμερα
ευρίσκεται το ομώνυμοι χωριό Αράδαινα της επαρχίας
Σφακίων.
? Κλαύδος (πρόκειται για το νησί
Γαύδος).
Ωστόσο, ο ανωτέρω κατάλογος δεν θα
πρέπει να θεωρείται πλήρης, αφού, για παράδειγμα, απουσιάζει από αυτόν η πόλη
Συΐα (δηλαδή η σημερινή Σούγια Σελίνου), η οποία από άλλες πηγές είναι
βεβαιωμένο ότι λειτουρ-γούσε ως ένας πλήρως ανεπτυγμένος οικισμός, ενδεχομένως
μάλιστα να αποτελούσε και αξιόλογο διοικητικό κέντρο της Κρήτης.[113]
1.5. Επιδρομές κατά της Κρήτης –
Ζητήματα αμυντικής οχύρωσης.
Ι. Όπως ήδη ειπώθηκε, η ειρηνική
ζωή της Κρήτης άλλαξε δραματικά από τον 7ο αιώνα και μετά, όταν οι Κρήτες είχαν
πλέον να αντιμετωπίσουν επιδρομές Σλάβων (αναφέρεται μία το έτος 623) και Αράβων
(Σαρακηνών) πειρατών, που είχαν οι συχνότερες και καταστρεπτικότερες. Πρώτη
γνωστή αραβική επιδρομή μνημονεύεται το έτος 654 ενώ ακολούθησαν και άλλες,
δημιουργώντας πλέον μία μόνιμη αμυντική ανασφάλεια στους κατοίκους του
νησιού.
Είναι απορίας άξια η έλλειψη
οποιωνδήποτε ιστορικών μαρτυριών που να κάνουν λόγο για αμυντική θωράκιση του
νησιού από το βυζαντινό στόλο και παροχή εκ μέρους της κεντρικής στρατιωτικής
διοίκησης οποιασδήποτε προ-στασίας, αδράνεια που φαίνεται ότι αποθράσυνε τους
Σαρακηνούς πειρατές.
Νέες αραβικές επιδρομές
αναφέρονται τις πρώτες δεκαετίες του 8ου αιώνα. Οι επιθέσεις αυτές είναι πολύ
πιθανό να οδήγησαν και σε κατάληψη ενός μέρους του εδάφους της Κρήτης. Οι
πειρατές, μη βρίσκοντας σοβαρή αντίσταση, ήταν προφανές ότι θα εκμεταλλεύονταν
ολοένα και περισσότερο την πλεονεκτική θέση της Κρήτης, ως ένα νέο τους
ορμητήριο στην καρδιά της ανατολικής Μεσογείου - τόσο άλλωστε ενδιαφέρουσας από
ναυτιλιακής και εμπορικής πλευράς.
Περαιτέρω, αποφασιστικής
γεωπολιτικής και στρατιωτικής σημασίας για την εξέλιξη των πραγμάτων που
αφορούσαν την Κρήτη, στάθηκε η δημι-ουργία ανεξάρτητων αραβικών κρατών στην
Ισπανία, τη Βόρεια Αφρική και την Αίγυπτο, καθώς τώρα η Κρήτη δεν αποτελούσε
παρά έναν κεντρικό στόχο στον ιερό πόλεμο που εξαπέλυσαν οι Άραβες κατά της
βυζαντινής αυτοκρατορίας.[114]
ΙΙ. Είναι γνωστό ότι η ασφαλής
πολιτική οργάνωση και διοίκηση του βυζαντινού κράτους βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό
στη στιβαρή στρατιωτική του μηχανή, καθώς ολοένα και περισσότεροι ήταν οι εχθροί
που περιστοί-χιζαν απειλητικά την αυτοκρατορία. Οι επιδρομές είτε από
οργανωμένους εχθρούς είτε από περιστασιακούς πειρατές, ήταν συνεχείς και
απαιτούσαν διαρκή εγρήγορση για την άμυνα όχι μόνον των επαρχιών αλλά συχνά
ακόμη και αυτής της πρωτεύουσας.
Το γεγονός αυτό εξηγεί το λόγο για
τον οποίο η στρατιωτική τέχνη των βυζαντινών αναπτύχθηκε σε ιδιαίτερα υψηλό
βαθμό, όπως γνωρίζουμε πλην άλλων και από τα συναφή εγχειρίδια. Μεταξύ των
τελευταίων, περίοπτη θέση κατέχει το Στρατηγικόν του αυτοκράτορα Μαυρικίου
(539-602), μία από τις καλύτερα σωζόμενες πραγματείες για το στρατό της εποχής.
Ανάλογο περιεχόμενο είχαν τα Τακτικά
(900 περίπου)[115]
του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ καθώς και το Στρατηγικόν του παλιού στρατιωτικού
Κεκαυ-μένου (11ος αι.).
Όπως βάσιμα συνάγεται από το Στρατηγικόν του Μαυρικίου, κάθε επαρχία
-άρα και το νησί της Κρήτης- διέθετε οργανωμένες αξιόμαχες τοπικές στρατιωτικές
δυνάμεις, οι άνδρες των οποίων μάθαιναν τη χρήση περισσότερων όπλων για την
αποτελεσματικότερη άμυνα της επαρχίας τους από τις εχθρικές επιδρομές.
Η στρατιωτική θητεία αποδεικνυόταν
σημαντικό δημόσιο βάρος, ιδίως στις επαρχίες των συνόρων, όπου σε περιπτώσεις
επιδρομών ενεργο-ποιούνταν τοπικές ‘εθνοφρουρές’. Σκοπός τους, η αποτροπή των
επιδρομέων από την λεηλασία και καταστροφή της σοδειάς της περιοχής καθώς και
την αρπαγή κοπαδιών των κατοίκων.
Τον 8ο αιώνα οι Ίσαυροι
αποφασίζουν να θωρακίσουν την αυτοκρατορία αναδιοργανώνοντας και τελειοποιώντας
το παλαιότερο πολιτικο-στρατιωτικό σύστημα των θεμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, κάθε
επαρχία (θέμα) προστατευ-όταν από μόνιμα στρατιωτικά συντάγματα ή θέματα, που
στρατολογούνταν από ντόπιους, υπό την εξουσία ενός στρατηγού. Ο τελευταίος
διοριζόταν απευθείας από τον αυτοκράτορα και ήταν ταυτόχρονα επικεφαλής της
πολιτικής διοίκησης αλλά και αρχηγός του στρατού στην επαρχία του. Συνεπώς, ο
θεσμός των θεμάτων αποτέλεσε μία ανατροπή της διοικητικής πρακτικής του
Διοκλητιανού, κατά την οποία πολιτική και στρατιωτική εξουσία έπρεπε να
χωρίζονται.
Τα θέματα υποδιαιρούνταν σε δύο ή
τρεις τουρμαρχίες ή μέρη, υπό τον τουρμάρχη ή μεράρχη. Κάθε τούρμα
υποδιαιρούνταν, για σκοπούς στρατιω-τικούς, σε τρεις μοίρες, κάθε μία υπό έναν
δρουγγάριο. Τέλος, κάθε μοίρα διαιρούνταν σε δέκα ομάδες ή τάγματα, κάθε ένας δε
σχηματισμός από αυτούς τελούσε υπό τις διαταγές ενός κόμη.
Προορισμός του θεματικού στρατού
ήταν να εμποδίζει τις ξένες εισβολές, με την ενίσχυση που παρείχαν και οι
κοντινοί θεματικοί στρατοί. Η άμυνα όμως των παραλίων ήταν ανατεθειμένη σε
μονάδες του βυζαντινού στόλου, που χρησιμοποιούσαν το υγρό πυρ μόνον για να
απομακρύνουν τους πολιορκητές.
Κύριο στοιχείο της βυζαντινής
στρατηγικής τέχνης ήταν η φρόνηση και η οικονομία δυνάμεων, καθώς ουδέποτε
γνώριζαν από πού θα δεχθούν επίθεση στα σύνορα της αχανούς αυτοκρατορίας.
Διαρκής ήταν η μέριμνα για την προφύλαξη από ενέδρες ή και εμφύλιους
αιφνιδιασμούς, ακόμη και με ενέργειες που δεν μπορούσαν πάντοτε να
δικαιολογηθούν ηθικά (για παρά-δειγμα, συχνή ήταν η πρακτική της αποστολής
ενοχοποιητικών γραμμάτων σε στρατηγούς, με σκοπό τη δημιουργία προστριβών με
τους ανωτέρους τους).
Οι βυζαντινοί φρόντιζαν να
μαθαίνουν καλά την πολεμική νοοτροπία και τακτική των σημαντικότερων και πιο
μόνιμων εχθρών τους, ώστε να μπορούν στο εξής να τους απωθούν
αποτελεσματικότερα.
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, το
βυζαντινό ναυτικό ποτέ δεν έτυχε φροντίδας του κράτους ανάλογης με τα χερσαία
στρατεύματα, γεγονός που εξηγεί τη διαχρονικά ευάλωτη άμυνα της Κρήτης αλλά και
άλλων νησιών του Αιγαίου στις πειρατικές κυρίως επιδρομές. Τα στρατιωτικά
εγχειρίδια ελάχιστα αναφέρουν σχετικά, από τα οποία δεν μπορούμε να
διαμορφώ-σουμε μία στοιχειώδη εικόνα της βυζαντινής ναυτικής τέχνης. Άλλωστε,
τους πρώτους αιώνες, όταν όλη η Μεσόγειος ήταν μία βυζαντινή λίμνη, η σχετική
ανάγκη δεν εμφανιζόταν τόσο επιτακτική. Παρόλα αυτά, γνωρί-ζουμε ότι ένα από τα
σημαντικότερα αμυντικά όπλα των βυζαντινών στη θάλασσα ήταν το υγρό πυρ, η
ακριβής σύνθεση του οποίου παραμένει και σήμερα ένα μυστικό.[116]
Την ανάγκη για ενίσχυση του
βυζαντινού ναυτικού κατέδειξε η ολοένα αυξανόμενη δύναμη των Αράβων, που
στηριζόταν στον σπουδαίο στόλο τους. Έτσι, επί Ηρακλείου (7ος αι.), καταφάνηκε η
ανάγκη για τη στρατιω-τική αξιοποίηση των ναυτικών δρόμων, που μπορούσαν να
διευκολύνουν καλύτερα την άμυνα. Δημιουργήθηκαν δύο ναυτικά θέματα, των
Κιβυρραιω-τών, στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας, και το θέμα του Αιγαίου, που
το αποτελούσε ένα μέρος από τις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά,
συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης. Το κάθε θέμα είχε για διοικητή έναν δρουγγάριο,
ανώτατος δε αρχηγός και των δύο δρουγγαρίων ήταν ο ‘στρατηγός των
καραβισιιάνων’.
Βασική πολεμική μονάδα του
βυζαντινού ναυτικού ήταν ο ‘δρόμων’, που μπορούσε να περιλάβει από εκατό έως
τριακόσιους άντρες, ενώ γρηγο-ρότερα πλοία ήταν οι ‘πάμφυλοι’, οι ‘ναυαρχίδες’
και οι ‘γαλέρες’.
Η στασιαστική ωστόσο συμπεριφορά
των ανωτέρω αξιωματούχων απέ-ναντι σε αυτοκράτορες, ώθησε τους τελευταίους στην
ολέθρια απόφαση να αποδυναμώσουν τη βυζαντινή ναυτική δύναμη. Αυτό είχε σαν συνέπεια να εμφανιστούν
τον 9ο αιώνα πάλι αραβικοί στόλοι, οι οποίοι, αφού πρώτα κυρίεψαν την Σικελία,
να καταλάβουν στη συνέχεια και την Κρήτη, την οποία κατέστησαν ορμητήριό τους
απειλώντας όλα τα παράλια του Αιγαίου.
Η Κρήτη, ως ενταγμένη στην
Επαρχότητα του Ιλλυρικού, τμήμα του οποίου αποτελούσε και η Ελλάδα, ανήκε αρχικά
και αυτή στο θέμα Ελλάδος. Αργότερα όμως, με τη διάσπαση του θέματος αυτού σε
περισσότερα, η Κρήτη θα πρέπει να αποτέλεσε ξεχωριστό θέμα. Μνημονεύεται μάλιστα
στο Βίο του αγίου Στεφάνου του Νέου ο Θεοφάνης Λαρδότυρος, ως ‘άρχοντας,
στρατηγός και αρχισατράπης της Κρήτης’ (περ. 764/765), ενώ περί τα μέσα του 9ου
αιώνα, το τακτικό Uspenskij αναφέρεται ταυτόχρονα
σε ‘στρατηγό Κρήτης’ και ‘άρχοντα Κρήτης’ (για το ίδιο ζήτημα, βλ. περισσότερα
στο δεύτερο μέρος του παρόντος).
ΙΙΙ. Η κεντρική ωστόσο κρατική
διοίκηση παραμέλησε γενικότερα τις βυζαντινές επαρχίες, μεταξύ αυτών και την
Κρήτη, καθώς χαρακτηριστικό στοιχείο της όλης διοικητικής και οικονομικής
οργάνωσης του Βυζαντίου αποτέλεσε η προνομιακή μεταχείριση της
Κωνσταντινούπολης[117].
Η τακτική αυτή είχε ως φυσικό επακόλουθο τη σταδιακή απώλεια του κύρους του
βυζαντινού κράτους στη μεγαλόνησο.
Επιπλέον, η κακοδιοίκηση και η
επιβολή πολλαπλών φορολογικών βα-ρών έκανε τους Κρήτες να δυσανασχετούν και να
επαναστατούν διαρκώς.[118]
Αξιοσημείωτη ως προς τούτο είναι η πληροφορία που μας παρέχει ο βυζαντινός
χρονογράφος Θεοφάνης,[119]
σύμφωνα με την οποία το έτος 732 ο αυτοκράτορας Λέων Γ’ ο Ίσαυρος επέβαλε ειδικά
στην Κρήτη και τη Σικε-λία βαρύτατη φορολογία, προκειμένου να ισοσκελισθεί ο
προϋπολογισμός του κράτους: «και όσα
μεν επί Λέοντος του ασεβούς κακά χριστιανοίς συνέβη… και περί των πολιτικών
διοικήσεων αισχρού κέρδους και φιλαρ-γυρίας επινοία κατά Σικελίαν και Καλαβρίαν
και Κρήτην…».[120]
Όπως σχετικά πιθανολογείται: «Ο λόγος
ήταν ίσως εκδικητικός. Η Κρήτη, που έμενε με φανατισμό προσηλωμένη στην ορθόδοξη
παράδοση, ακολούθησε κατά την εικονομαχική κρίση εικονόφιλη πολιτική και
προσχώρησε στη στάση των Ελλαδικών το 727 κατά του εικονομάχου
αυτοκράτορα».[121]
Ωστόσο, τα γεγονότα της
εικονομαχίας ελάχιστη απήχηση είχαν στην ίδια την Κρήτη - αν και είναι γνωστό
πόσο κατατάραξαν την Κωνσταντινούπολη καθώς και άλλα μεγάλα τμήματα της
υπόλοιπης αυτοκρατορίας. Μοναδική απτή συνέπεια της εικονομαχικής εμφύλιας
έριδας για την Κρήτη, ήταν η βίαιη αφαίρεση του Ανατολικού Ιλλυρικού, στο οποίο
ανήκε και η ίδια, και η οριστική του ενσωμάτωση στη δικαιοδοσία του θρόνου της
Κωνσταντινού-πολης.
2. Η βυζαντινή
απολυταρχία.
2.1. Η Κωνσταντινούπολη ως κέντρο
της αυτοκρατορίας. Πολιτικές, διοικητικές, οικονομικές και στρατιωτικές
συνέπειες.
Ι. Στις 11 Μαΐου του έτους 330[122]
τελούνται από τον Μ. Κωνσταντίνο τα επίσημα εγκαίνια της ‘Νέας Ρώμης’ -που
καθιερώθηκε τελικά να ονομάζεται ‘Κωνσταντινούπολη’-, ως νέας πρωτεύουσας της
ρωμαϊκής αυτοκρατο-ρίας.[123]
Η μεταφορά του πολιτικού, διοικητικού, οικονομικού και στρατιω-τικού κέντρου του
αχανούς ρωμαϊκού κράτους στη στρατηγική θέση της Ανατολής,[124]
όπου είχε από αιώνες πριν ιδρυθεί η άσημη αρχαιοελληνική αποικία με το όνομα
‘Βυζάντιον’,[125]
αποδείχθηκε κατά τους επόμενους αιώ-νες γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας, αφού
έμελλε να οδηγήσει στη βαθιά μεταμόρφωση της φυσιογνωμίας του ρωμαϊκού κράτους
και την ανάδειξή του σε μια υπερχιλιόχρονη θεοκρατική αυτοκρατορία.
Από τη στιγμή της ιδρύσεώς της ως
πρωτεύουσας, η Κωνσταντινούπολη θα αποτελέσει το σημαντικότερο και πλουσιότερο
αστικό κέντρο όλης της αυτοκρατορίας, μία ισχυρότατη πολιτική έδρα από την οποία
εκπορεύονταν οι σπουδαιότερες διοικητικές, οικονομικές και στρατιωτικές
αποφάσεις με εφαρμογή σε όλο το εύρος του βυζαντινού κράτους, σε όλους σχεδόν
τους τομείς της κρατικής δραστηριότητας. Για τον ίδιο λόγο, η Πόλη αναδείχθηκε
σύντομα σε επίκεντρο της πολιτιστικής, πνευματικής και εκκλησιαστικής ζωής της
αυτοκρατορίας, επηρεάζοντας αναλόγως τη μελλοντική πολιτική και πολιτιστική
ανάπτυξη της ανθρωπότητας.
Έτσι, η κατοχή της
Κωνσταντινούπολης ήταν αποφασιστικός παράγοντας για όποιον επεδίωκε να
κυβερνήσει όλη την αυτοκρατορία. Ακολουθούσαν σε σημασία αρχικά οι δυτικές
πόλεις Ρώμη, Καρχηδόνα και Μεδιόλανο (Μιλάνο), αργότερα δε οι ανατολικές
Αλεξάνδρεια και Αντιόχεια.
Ο διοικητικός και οικονομικός
αυτός υπερσυγκεντρωτισμός της αυτοκρα-τορίας οφειλόταν όχι απλώς στα γεωγραφικά
και στρατηγικά πλεονεκτήματα της πρωτεύουσας αλλά κυρίως στην απολυταρχική και
συγκεντρωτική πολιτική δόμηση όλης της αυτοκρατορίας, που είχε ως υπέρτατο
θεσμικό της κέντρο τον αυτοκράτορα και την διοικητική υπαλληλική ιεραρχία η
οποία τον περιστοίχιζε.
ΙΙ. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας
θεωρούνταν, μαζί με τα καθήκοντα, τις δικαιοδοσίες και το σύνολο των εξουσιών
του, ως φυσική και άμεση συνέχεια των ρωμαίων αυτοκρατόρων, αντίληψη η οποία
τους επέβαλε και την υποχρέωση να διατηρήσουν τη μέχρι τότε ζωντανή ρωμαϊκή
πολιτική και πολιτιστική κληρονομιά.
Τους πρώτους αιώνες ο αυτοκράτορας
προσαγορευόταν ‘Αύγουστος’ ή ‘Imperator’? ακολούθως όμως, από
την εποχή του Ηρακλείου και μέχρι την πτώση της βασιλεύουσας, διαμορφώθηκε
σταδιακά ο επισημότερος τίτλος «πιστός Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων»,
προσαγόρευση που ―με τη συνδρομή και του έντονα συμβολιστικού τυπικού της αυλής―
υπογράμμιζε το θεοκρατικό χαρακτήρα του Βυζαντίου.[126]
Λόγω του απολυταρχικού χαρακτήρα
του πολιτεύματος, οι εκάστοτε προσωπικές πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις,
καθώς και η ατομική ιδιοπροσωπία ή ο δυναμισμός του αυτοκράτορα, διαμόρφωναν
καθοριστικά το γενικότερο πολιτικο-ιδεολογικό κλίμα που επικρατούσε στην
αυτοκρα-τορία, επηρεάζοντας με τον τρόπο αυτό τη ζωή των εκατομμυρίων υπηκόων
της όπως και τις διπλωματικές, στρατιωτικές και πολιτιστικές σχέσεις με τους
γείτονες.
Καθώς ήδη από την εποχή του
Διοκλητιανού η σύγκλητος άρχισε να περιορίζεται σε έναν μάλλον διακοσμητικό
ρόλο, το πολίτευμα προσέλαβε χαρακτήρα καθαρά απολυταρχικό, υπό την απόλυτη
εξουσία και έλεγχο του μονάρχη.[127]
Ο ίδιος ασκούσε την ύπατη νομοθετική εξουσία, διενεργούσε πλήρη έλεγχο στα
οικονομικά του κράτους, διόριζε και απέλυε χωρίς όριο όλους τους κρατικούς
λειτουργούς, σύμφωνα με την ανέλεγκτη κρίση του. Επιπλέον, αναγνωριζόταν ως ο
ανώτατος διοικητής του συνόλου των στρα-τιωτικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας,
διατηρώντας όμως παράλληλα το συμβολικό τίτλο του Μεγάλου Αρχιερέα, ως προς τα
θρησκευτικής φύσεως ζητήματα.
Θα ήταν ωστόσο ανακριβής η
εντύπωση ότι, για τους πιο πάνω λόγους, το σύνολο των απολυταρχικών
αυτοκρατορικών εξουσιών ήταν παντελώς χωρίς όρια: τα τελευταία ετίθεντο από τους
αρχέγονους θεμελιώδεις νόμους του ρωμαϊκού λαού ή τις γενικές φυσικο-δικαιικές
αρχές ηθικού χαρακτήρα, που γίνονταν καθολικά αποδεκτές στην εφαρμογή τους από
τα εν γένει μέλη της ρωμαϊκής κοινωνίας.[128]
Ο ίδιος ο αυτοκράτορας εμφορούνταν συχνά από την πεποίθηση ότι ασκούσε τις
εξουσίες του ως εκπρόσωπος μεν του Θεού, προς όφελος όμως του ρωμαϊκού λαού, το
γενικό συμφέρον του οποίου έπρεπε να αποτελεί σταθερό στόχο της αυτοκρατορικής
πολιτικής.[129]
Προς επίρρωση των ανωτέρω δεν
πρέπει άλλωστε να λησμονείται, αφενός μεν ότι ο θρόνος ήταν συχνά αιρετός και
όχι απαραίτητα κληρονο-μικός, αφετέρου δε ότι ο λαός ή και ο στρατός κρατούσαν
πάντοτε το δικαίωμα της εξέγερσης κατά του μονάρχη.[130]
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο λαός ή ο στρατός ανέτρεψαν αυτοκράτορες -όπως
μεταξύ άλλων ήταν οι Φωκάς, Λέων ο Ίσαυρος και Λέων ο Αρμένιος και άλλοι-
ανακηρύσσοντας άλλους ως αντικαταστάτες τους στο θρόνο.[131]
Λόγω της κληρονομικότητας που
διείπε την αυτοκρατορική διαδοχή, η βυζαντινή ιστορία είναι λογικό να
υποδιαιρείται, μεταξύ άλλων, και με κριτήριο τις βασιλικές δυναστείες. Την
πρώιμη βυζαντινή περίοδο οι δυνα-στείες δεν είχαν τη μακροβιότητα που αργότερα
χαρακτήρισε τις οικογένειες των Ηρακλειδών, Ισαύρων, Μακεδόνων, Κομνηνών και
Παλαιολόγων.
2.2. Οικονομικό
υπόβαθρο.
Ι. Γενικά. Όπως έχει εύστοχα
παρατηρηθεί, η ιστορία του Βυζαντίου είναι, πρώτα απ’ όλα, η ιστορία της
οικονομικής του πολιτικής και η ιστορία του εμπορίου του Μεσαίωνα.[132]
Σε τούτο βοήθησε καθοριστικά το γεγονός ότι η γεω-στρατηγική καρδιά του
Βυζαντίου, που εκτεινόταν από το Βόσπορο με την Κωνσταντινούπολη μέχρι την
Κρήτη, συμπεριλαμβάνοντας τη Μικρά Ασία, το Αιγαίο και τις βόρειες ακτές της
Αφρικής, ήταν μία σφύζουσα ζώνη, με ναυτιλία και εμπόριο σε μία διαρκή κίνηση,
με πλούσια οικονομικά και εμπορικά αποτελέσματα.
Τα διάφορα εμπορικά προϊόντα
έρχονταν από μακρινούς δρόμους της Άπω Ανατολής, διανύοντας από ξηράς με
καραβάνια απέραντους ασιατικούς δρόμους. Από την Ερυθρά Θάλασσα και την Αίγυπτο
περνούσαν ακολούθως στην ηπειρωτική Ευρώπη, κυρίως μέσω των θαλάσσιων δρόμων της
Ανατο-λικής Μεσογείου, παρέχοντας την ευκαιρία, μεταξύ άλλων, και στους δεινούς
θαλασσοπόρους Κρήτες να πλουτίσουν ασκώντας εκτεταμένες ναυτιλιακές
δραστηριότητες.
Κύρια θαλάσσια οδός κατά τους
μέσους αιώνες ήταν αυτή που ένωνε την Αίγυπτο και την Αφρική με την Κρήτη, τη
Σικελία και τη Μονεμβασία. Πολλά προϊόντα έρχονταν στην Κωνσταντινούπολη και από
εκεί προ-ωθούνταν από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Τραπεζούντα και τη Ρωσία. Μέσα
από τους ίδιους δρόμους, τα ονομαστά τότε χρυσοΰφαντα μεταξωτά του Βυζαντίου
διακινούνταν στην Ανατολή, στη βορεινή χώρα των Χαζάρων καθώς και στα δυτικά
έθνη.
Μπαχαρικά, βότανα, αλόη,
μοσχοκάρφια, πιπέρι, ακατέργαστο μετάξι και άλλες σπάνια εμπορικά προϊόντα ή
πρώτες ύλες κατέφθαναν από την Κίνα και τα βάθη της Ανατολής (Ινδία, Αφγανιστάν,
κεντρική Περσία κ.λπ.) προς επεξεργασία συνήθως στα εργοστάσια της Τύρου και της
Βηρυτού, προ-ωθούνταν δε στη συνέχεια, μέσα από τους πιο πάνω εμπορικούς
δρόμους, στους λαούς της Μεσογείου και της Ευρώπης, φθάνοντας μέχρι και τη
μακρινή Μεγάλη Βρετανία ή Σκανδιναβία.
Το αυτοκρατορικό νόμισμα
προτιμούνταν ως ‘σκληρό’ μέσο συναλλαγής από τους εμπόρους όλων των φυλών της
Ανατολής, γεγονός που βοηθούσε στην εξάπλωση του βυζαντινού
εμπορίου.
Πρόβλημα μόνιμο κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο
αποτελούσε η έντονη πειρατική δραστηριότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδίως μετά
το 824/826, όταν η Κρήτη έγινε μέχρι το 961 ορμητήριο των αδίστακτων Σαρακηνών
πειρατών. Οι κίνδυνοι που παρουσίαζε το θαλασσινό εμπόριο φαίνονταν περισσότερο
στο έργο των Ισαύρων ‘Νόμος Ροδίων
Ναυτικός’, που αποτε-λούσε το σημαντικότερο ναυτιλιακό εμπορικό κώδικα της
περιόδου. Ο κώδικας αυτός όριζε μεταξύ άλλων ότι ο έμπορος και ο ιδιοκτήτης του
πλοίου όφειλαν να συνεργάζονται και να μοιράζονται την κάθε απώλεια του φορτίου,
παρόλο που και οι επιβάτες μπορούσαν να είναι και εκείνοι μέλη του ίδιου
συνεταιρισμού. Δεν θα πρέπει άλλωστε συναφώς να λησμονείται ότι οι καταιγίδες,
οι πειρατές και οι λανθασμένοι χάρτες έκαναν τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις πολύ
αβέβαιες και επικίνδυνες.
Ο μεγαλύτερος εμπορικός οίκος της
Κωνσταντινούπολης ήταν το ίδιο το παλάτι, που μονοπωλούσε το εμπόριο των
μεταξωτών. Άλλωστε, εμπορικές δραστηριότητες ασκούσαν και οι αυτοκράτορες ή οι
ευγενείς, ενώ ορισμένες φορές χρηματοδότης κρατικών ή και στρατιωτικών
δραστηριοτήτων ήταν η Εκκλησία. Μεγαλύτερα χρηματικά κέρδη απέφερε η καλλιέργεια
και εκμε-τάλλευση της έγγειας ιδιοκτησίας, όπου η διαμεσολάβηση του κράτους ή οι
διάφορες δημοσιονομικές, φορολογικές ή δασμολογικές επιβαρύνσεις ήταν
ελαστικότερες από ότι στην εμπορική δραστηριότητα.
Το κράτος ασκούσε έλεγχο στο
εμπόριο και στη βιομηχανία χάρη σε ένα σύστημα συντεχνιών, όπως μπορούμε να
γνωρίζουμε από το Επαρχικόν Βιβλίον, εγχειρίδιο που συντάχθηκε περί το 900 και
μάς σώζει μία ιδέα σχε-τικά με το πώς δούλευε όλο το σύστημα. Αρμόδιος για όλα
τα θέματα αυτά ήταν κατά κανόνα ο Έπαρχος, σε ορισμένες δε περιπτώσεις και ο
κοιαίστωρ.
Κάθε βιομηχανία είχε τη συντεχνία
της, κανένας δε δεν μπορούσε να ανήκει σε δύο συντεχνίες συγχρόνως. Η συντεχνία
αγόραζε συλλογικά τις πρώτες ύλες που χρειαζόταν για τη βιομηχανία της και τις
μοίραζε στα μέλη της, που πουλούσαν τα είδη που έφτιαχναν σε ορισμένο δημόσιο
χώρο και με κέρδος καθορισμένο από το γραφείο του Επάρχου. Καθορισμένες ήταν
ακόμη οι ώρες εργασίας όπως και οι μισθοί των εργατών. Η τιμωρία για οποιαδήποτε
παράβαση των κανονισμών της συντεχνίας ήταν η διαγραφή από τα μητρώα της,
γεγονός που σήμαινε ότι ο παραβάτης δεν μπορούσε πια να εργαστεί.
Ωστόσο, από τον 10ο αιώνα και μετά
εγκαθιδρύεται η ναυτιλιακή παντο-κρατορία των Βενετών, η οποία ξεκίνησε με την
επικράτησή τους στην Αδριατική, περιλαμβάνοντας κυρίως όπλα, δούλους, ξυλεία και
χοντρά μάλλινα υφάσματα. Οι δυτικοί πρέσβεις ταξίδευαν προς την
Κωνσταντινού-πολη συνήθως με πλοία της Βενετίας, τα οποία, εκτός από το εμπόριο,
εκτελούσαν και ταχυδρομικές υπηρεσίες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το έτος
1180 ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη περίπου 60.000 δυτικοί, γεγονός που προκάλεσε
ακολούθως οξύτατες αντι-δράσεις των βυζαντινών και ανάκληση των όποιων προνομίων
είχαν δοθεί σε Ιταλούς. Αυτό όμως δεν μπόρεσε να ανασχέσει την τραγική εξέλιξη
που σηματοδότησε η Δ΄ Σταυροφορία, με την καταστροφή της αυτοκρατορίας το 1204.
Άλλωστε, από τον 11ο ήδη αιώνα η ιταλική παρέμβαση στο εμπόριο της Ανατολικής
Μεσογείου επιτάχυνε τη συνεχή υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος, γεγονός που
αποτέλεσε σημαντική αιτία για την παρακμή και πτώση του Βυζαντίου.
ΙΙ. Φορολογικό σύστημα. Κατά την
πρώτη βυζαντινή περίοδο η οικονο-μία του νησιού έχει χαρακτήρα κυρίως
γεωργοκτηνοτροφικό, χωρίς ωστόσο να απουσιάζει η ανάπτυξη της ναυτιλίας και του
διαμετακομιστικού εμπο-ρίου. Αλλά και εδώ τα προβλήματα ήταν πολλά και μεγάλα,
καθώς η κοινω-νία της Κρήτης είχε -όπως άλλωστε γενικότερα όλη βυζαντινή
κοινωνία- έντονα ταξική διάρθρωση, με τον απλό λαό και τους αγρότες να είναι
δουλοπάροικοι στην εκμετάλλευση των φεουδαρχών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με το
νομοθέτημα «Γεωργικός Νόμος» των
Ισαύρων καταβλήθηκε προσπάθεια να εξομαλυνθεί η έντονη ταξική συγκρό-τηση και να
εμπεδωθεί μία δικαιότερη αντιμετώπιση των αγροτών του Βυζαντίου, με κύριο μέσο
την φορολογική ελάφρυνση των τελευταίων.
Κατά την περίοδο αυτή, οι
δημοσιονομικές πηγές εσόδων, ήταν κυρίως δύο:
(α) Η κύρια φορολογία,
δηλαδή το σύνολο των τακτικών
και έκτακτων φόρων (χρηματικών
ή σε είδος), δασμών και τελών. Οι τακτικοί άμεσοι φόροι
αποτελούσαν τη μειοψηφία των φορολογικών εσόδων. Μεταξύ αυτών, δεσπόζουσα θέση
είχε ο ‘κεφαλικός’ φόρος, ο
οποίος επιβλήθηκε την εποχή του Διοκλητιανού ενώ αργότερα μετονομάσθηκε σε
‘καπνικόν’. Επειδή η πλειοψηφία
των πολιτών ασχολείται με τη γεωργία και κτηνοτροφία, επαγγέλματα που βαρύνονται
με φόρο εισοδήματος, οι γεωργοί βαρύνονται με τον ‘γεωργικό κτηματικό φόρο’, που είναι
φόρος επί της γεωργικής παραγωγής, ενώ παράλληλα υπάρχει και ο φόρος που βαρύνει
τις ‘βοσκές’.
(β) Οι ‘λειτουργίες’ (honores) και οι ‘αγγαρείες’ (munera), δηλαδή η ευρύτατη
χρησιμοποίηση των δωρεάν υπηρεσιών των πολιτών και της περιουσίας τους για την
ικανοποίηση ιδιαίτερων κρατικών και αστικών σκοπών. Η σημασία των υπηρεσιών
αυτών για τη δημόσια οικονομία ειδικά του πρώιμου Βυζαντίου ήταν πολύ μεγάλη,
διότι έτσι το βυζαντινό κράτος εξασφάλιζε έμμισθους υπαλλήλους και σημαντικούς
χρηματικούς πόρους για την κάλυψη των φορολογικών του αναγκών.[133]
Ειδικότερα, βάση του
βυζαντινού φορολογικού συστήματος αποτέλεσε το ‘σύστημα της jugatio-capitatio’, το οποίο εισήγαγε ο Διοκλητιανός. Στα πλαίσια του
συστήματος αυτού, τόσο η γη, όσο και η αυτόνομη, εξαρτημένη ή δούλη ανθρώπινη
εργασία, εκτιμώνταν με ισοδύναμες και ισότιμες μονάδες, που ονομάζονταν για μεν
τη γη ‘ζυγόν’ (jugum), για δε την εργασία
‘κεφαλή’ (caput) ως προς τον άνθρωπο και
τα ζώα. Το άθροισμα της iugatio (= σύνολο των juga -
ζυγών) και της capitatio (σύνολο των
capita - κεφαλών) αποτελούσε το σύνολο των φορολογικών
υποχρεώσεων ενός αγροκτήματος ή μίας περιοχής.[134]
Αν και το ζυγόν όπως και η κεφαλή αποτελούσαν ιδεατές μονάδες που αντιστοιχούσαν
σε ίση αξία έργου ή εισοδήματος, μπορούσαν ωστόσο να αναφέρονται σε διαφορετικά
φορολογητέα αντικείμενα. Όπως διαπιστώνουμε από κείμενα της εποχής, η
καλλιέργεια διακρίνεται σε ‘σπόριμον’ (= αρόσιμη) γη πρώτης και
δεύτερης ποιότητας, αμπελώνες ή ελαιόδενδρα (‘γύρους ελαιών’) πρώτης και δεύτερης
ποιότητας κ.ο.κ. Κάθε ζυγόν αντιστοιχεί σε διαφορετική έκταση γης: 1 ζυγόν
αντιστοιχούσε προς 20 jugera σπόριμης γης πρώτης ποιότητας ή 40 jugera δεύτερης ή ορεινής γης, ή 60 jugera τρίτης ποιότητας κ.ο.κ.
Προς διευκόλυνση της φορολογήσεως
συντάχθηκαν ‘κτηματολόγια’,
όπου καταγράφονταν τα αποτελέσματα της αποτιμήσεως της γης και της
εργατικής δύναμης ανθρώπων και ζώων και σε ‘ζυγά’ και ‘κεφαλές’. Τα κτηματολόγια
ήταν τριών ειδών:
- Τοπικά: ήταν αναλυτικά κτηματολόγια
που περιελάμβαναν τα ονόματα των φορολογουμένων, το όνομα του χωριού τους και
στη συνέχεια με κριτή-ριο την ποιότητά τους τις γαίες τους σε jugera, ακόμη τους
αμπελώνες, τα ελαιόδενδρα με κριτήριο την ποιότητά τους, τους πάροικους
οικογενειακώς, τους δούλους και τα ζώα.
- Συνοπτικά: ήταν τα κτηματολόγια των
επάρχων του πραιτωρίου και περιελάμβαναν τις πόλεις κάθε επαρχίας με τον αριθμό
των φορολογικών τους μονάδων.
- Κεντρικό: περιελάμβανε τον αριθμό των
φορολογικών μονάδων κατά επαρχίες.
Τα τοπικά κτηματολόγια
συντάσσονταν βάσει δηλώσεων των ίδιων των φορολογουμένων, που δήλωναν την έκταση
και ποιότητα γης, ανθρώπους και ζώα. Οι δηλώσεις αυτές ανανεώνονταν κάθε πέντε
(5) χρόνια. Ειδικοί υπάλληλοι, αφού επαλήθευαν το περιεχόμενο των ανωτέρω
δηλώσεων, απο-τιμούσαν στη συνέχεια τη φορολογητέα ύλη σε ζυγά και κεφαλές.
Ιδιαίτερη κατηγορία υπαλλήλων επέβλεπε την τακτική καταβολή των φόρων, έχοντας
τη δυνατότητα να εισηγηθούν την προσαρμογή του φόρου στις πραγματικές
δυνατότητες των φορολογουμένων, μετά από εκτίμηση εξωτερικών τεκμη-ρίων. Με το
σύστημα αυτό καταβαλλόταν προσπάθεια να συλληφθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή
ακρίβεια η φορολογητέα ύλη, ώστε το προϊόν των πολλαπλών φόρων να αντιμετωπίζει
κατά το δυνατόν τις τεράστιες κρατικές δαπάνες[135].
Οι βυζαντινοί φόροι ήταν
πολυάριθμοι και απέβλεπαν τόσο σε σκοπούς ταμιευτικούς, όσο και σε κοινωνικούς,
δηλαδή στη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών με τη συμβολή των
φορολογουμένων στις κρατικές δαπάνες ανάλογα με τις οικονομικές τους
δυνατότητες.
Διακρίνονταν ως
εξής:
(α)
Άμεσοι φόροι: Οι άμεσοι φόροι διακρίνονταν
περαιτέρω, για λόγους δικαιοσύνης, σε:
- Γενικούς. Οι γενικοί φόροι βάρυναν
ανεξαίρετα όλους τους φορολογου-μένους. Τέτοιοι ήταν:
? Η ‘αννώνα’: Ο φόρος αυτός καταβαλλόταν
αρχικά σε είδος, κατόπιν έγινε μεικτός και καταβαλλόταν σε είδος και χρήμα.
Προοριζόταν για την τροφοδοσία του στρατού και της
Κωνσταντινούπολης.
? Η ‘εσθής’ (canon vestium): προοριζόταν για την
κάλυψη των αναγκών επενδύσεως και εξαρτήσεως του στρατού.
? Η ‘εισφορά ίππων’ (equorum collatio): για την κάλυψη
στρατιωτικών αναγκών σε άλογα.
? Ο ‘χρυσός τιρώνων’ (aurum tironicum): ήταν ουσιαστικά το
σε χρήμα τμήμα της φορολογικής στρατολογίας ή ο παντελής εξαργυρισμός της.[136]
- «Φόρους τάξεων». Διακρίνονταν σε
«τακτικούς» και «έκτακτους».
Τακτικοί φόροι
τάξεων ήταν:
? Η ‘εισφορά γης’ και η ‘ευχετήρια εισφορά’, που βάρυναν τους
συγκλη-τικούς.
? Το ‘χρυσάργυρο’, που βάρυνε τους
εμπορευόμενους και τους βιο-τέχνες.[137]
Έκτακτοι φόροι
τάξεων ήταν:
? Η ‘προσφορά χρυσού’, την οποία όφειλαν
να δίνουν οι συγκλητικοί στον αυτοκράτορα σε εξαιρετικές εορταστικές
ευκαιρίες.
? Το «στεφανικόν χρυσίον», που αποτελούσε
εισφορά των βουλευτών των πόλεων ανάλογη προς την προσφορά χρυσού των
συγκλητικών, που η παράδοσή του συνοδευόταν συνήθως από έναν πανηγυρικό, τον
«στεφανικό λόγο», όπως τον
ονόμαζαν[138].
(β)
Έμμεσοι φόροι: Στην κατηγορία των έμμεσων
φόρων ανήκαν πολυ-άριθμοι φόροι, μεταξύ των οποίων και:
? Οι ‘φόροι
αγοραπωλησιών’.
? Τα ‘διαπύλια’ και ‘διαγώγια τέλη’.
? Οι φόροι μεταβιβάσεως ακινήτου
περιουσίας, ειδικότερα οι φόροι μεταβιβάσεως ακίνητης περιουσίας βουλευτή
σε πρόσωπο που δεν ανήκε στο βουλευτήριο της πόλης, κ.ά.
Περαιτέρω, οι τελωνειακοί δασμοί
ανέρχονταν συνήθως σε 12,5% επί της αξίας (ad valorem) των εισαγόμενων ειδών.[139]
Υπεύθυνοι για την είσπραξη των τελωνειακών δασμών ήταν αρχικά οι comites
commerciorum και από τα τέλη του 5ου αιώνα οι κομμερκιάριοι.
Τον βυζαντινό φορολογούμενο δεν
βάρυναν, όμως, μόνον οι ανωτέρω παντοειδείς φόροι και δασμοί, αλλά και ολόκληρη
σειρά τελών, όπως:
(α) Τέλη για την έκδοση εγγράφων
διορισμού σε δημόσια θέση,
(β) Τέλη λόγω
προαγωγής,
(γ) Τέλη εκδόσεως
πιστοποιητικών,
(δ) Τέλη αντιγράφων δικαστικών
αποφάσεων,
(ε) Τέλη για την παροχή
συγκεκριμένης υπηρεσίας εκ μέρους κρατικών αρχών,[140]
κ.λ.π.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, με
τις ‘λειτουργίες’ και ‘αγγαρείες’ (munera) γινόταν ευρύτατη χρήση των
δωρεάν υπηρεσιών των πολιτών και της περιουσίας τους για την ικανοποίηση
ιδιαίτερων κρατικών και αστικών σκοπών.
Το φαινόμενο αυτό αποτελούσε
συνέχεια των αρχαίων λειτουργιών και είχε ήδη από το 2ο αιώνα προσλάβει μεγάλη
έκταση, οργανώθηκε δε συστηματικά κατά την περίοδο των Σεβήρων για να αποτελέσει
ένα από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα του ρωμαϊκού
κράτους.
Οι υπηρεσίες τις οποίες καλούνταν
να προσφέρουν οι πολίτες διακρί-νονταν στις εξής δύο
κατηγορίες:
(α) Υπηρεσίες που συνεπάγονταν την
απονομή ενός τίτλου στον πολίτη (honores),
(β) Υπηρεσίες που επιβάλλονταν
χωρίς απονομή τίτλου (munera).
Η ανωτέρω διαφορά είχε κατά τα
πρώτα ρωμαϊκά έτη πρακτική σημασία. Ο τίτλος, η τιμή (dignitas) που συνόδευε τις
υπηρεσίες γινόταν συχνά αιτία, ώστε οι πλούσιοι πολίτες να αναλαμβάνουν
εθελοντικά και χωρίς εξαναγκα-σμό τις τιμητικές υπηρεσίες (honores). Αντίθετα,
οι απλές υπηρεσίες (munera) εκτελούνταν πάντοτε με κρατικό εξαναγκασμό.[141]
Από τον 3ο όμως αιώνα και μετά οι
πολίτες παρουσιάζουν μία απροθυμία για την παροχή εθελοντικών υπηρεσιών, οι δε
απλές υπηρεσίες (munera) απέβησαν σε σύνηθες και τακτικό μέσο για την
εξυπηρέτηση κρατικών αναγκών.
Οι «λειτουργίες» αφορούσαν στην
παροχή υπεύθυνων ή ηγετικών υπηρεσιών προς την κοινότητα, σε αντίθεση προς τα
munera που απαιτού-σαν σωματικές εργασίες ή γενικότερα καταβολή σοβαρής
προσωπικής απασχόλησης.
Munera, λ.χ.,
ήταν:
- η τήρηση των λογιστικών βιβλίων
της κοινότητας,
- η είσπραξη φόρων,
- η κηδεμονία ανήλικων
ορφανών
- προμήθεια λαδιού για την
πόλη,
- ανάληψη δαπανών για τους
ιπποδρομιακούς αγώνες, κ.λ.π.
Μεικτό χαρακτήρα είχε η ανάληψη ορισμένων κοινοτικών
λειτουργη-μάτων, όπως η «δεκαπρωτία», η «εικοσιπρωτία» κ.λ.π., που είχαν τη
μικτή συνέπεια να καταβάλονται παράλληλα η προσωπική απασχόληση καθώς και τα
απαιτούμενα οικονομικά έξοδα.
Η χρονική περίοδος παροχής των
ανωτέρω υπηρεσιών ήταν ετήσια, οι δε υπόχρεοι υπηρετούσαν εκ περιτροπής, με
χρονικό διάστημα να μεσολαβεί μεταξύ της πρώτης και δεύτερης αναλήψεως υπηρεσίας
την τριετία ή πεντα-ετία.
ΙΙΙ. Φορολογική πολιτική του
Ιουστινιανού. Επί της βασιλείας του Ιουστι-νιανού διοργανώθηκε σε νέες βάσεις η
οικονομική και δημοσιονομική οργά-νωση του βυζαντινού κράτους. Κύρια διαφορά του
νέου συστήματος σε σχέση με το παλαιό, ότι τη συγκεντρωτική δημοσιονομική οργάνωση του
κράτους της πρωτοβυζαντινής περιόδου, στα πλαίσια της οποίας δύο ή τρεις
υπηρεσίες καλύπτουν όλη τη σχετική κρατική δραστηριότητα, τώρα πλέον
διαδέχεται μεγάλη σειρά νέων υπηρεσιών, οι οποίες αναλαμβάνουν τις αρμο-διότητες
των παλαιότερων οικονομικών οργάνων. Τέτοιες κρατικές οικονο-μικές υπηρεσίες
ήταν:
(α) Το
λογοθέσιο του Γενικού, που
φροντίζει για την κατανομή της φορο-λογικής επιβαρύνσεως στις διάφορες
διοικητικές περιφέρειες του κράτους, την είσπραξη των φόρων και τη διοίκηση
των αρμόδιων υπαλλήλων.
(β) Το
λογοθέσιο του στρατιωτικού, που
ήταν αρμόδιο για τη μισθο-δοσία,
καταυλισμό και ανεφοδιασμό του στρατού, την τήρηση των στρατιω-τικών καταλόγων
και την κατασκευή ή συντήρηση στρατιωτικής σημασίας γεφυρών και
φρουρίων.
(γ) Το
λογοθέσιο του δρόμου, με
αρμοδιότητα τη διαχείριση των δώρων που δίνονταν στις ξένες πρεσβείες και την
καλή λειτουργία του κρατικού ταχυδρομείου (cursus
publicus).
(δ) Το
λογοθέσιο των αγελών, που
φρόντιζε για την προμήθεια των ίππων και των αναγκαίων για το στρατό άλλων
ζώων.
Γενικός
προϊστάμενος όλων των κρατικών οικονομικών υπηρεσιών ήταν το χαρτουλαριάτο του σακελλίου. Τη
γενική εποπτεία και έλεγχο των οικονομικών υπηρεσιών ασκούσε ο σακελλάριος, του οποίου η
υπηρεσία απεκαλείτο χαρτουλαριάτο
του σακελλίου. Ο σακελλάριος ήταν υπεύθυνος και για τη μεταφορά των
χρημάτων καθώς και για τις δαπάνες των εκστρα-τευτικών
δυνάμεων.
Ως προς
την είσπραξη φόρων και τελών κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, το κράτος
διαιρούνταν σε διοικήσεις,
φορολογικές δηλαδή περιφέρειες, με ένα διοικητή ως επόπτη. Σε κάθε διοίκηση
υπάλληλοι του λογοθεσίου του γενικού προέβαιναν στην είσπραξη των φόρων. Οι
φόροι εισπράττονταν σε δύο δόσεις: τον Μάιο και τον
Σεπτέμβριο.
Στα τέλη,
όμως, της μεσοβυζαντινής εποχής εισάγεται η συνήθεια της εκμισθώσεως των
φόρων, που είχε φρικτές συνέπειες και για το κράτος αλλά, προ πάντων, για τους
φορολογουμένους, που το κράτος παρέδιδε ανυπεράσπιστους στα χέρια ανηλεών
εκμεταλλευτών.
Το
φορολογικό σύστημα της μεσοβυζαντινής περιόδου διαφέρει ση-μαντικά από το
πρωτοβυζαντινό. Η φορολόγηση, που λάμβανε υπ' όψη της τόσο την έκταση όσο και
την ποιότητα της γης και το είδος καλλιέργειας (αρόσιμη γη, λιβάδια, αμπέλια),
γινότανε όχι όπως στην πρωτοβυζαντινή εποχή, κατά ζυγά ή κεφαλές, αλλά κατά
«μοδίους», το δε ύψος της
υπολο-γιζότανε σε ποσοστό της αξίας των μοδίων.
Ειδικότερα, η γεωκτησία
μετριόταν σύμφωνα με τους εξής τρόπους:
(α) «εν κατατομαίς», δηλαδή έπειτα από
αναγωγή της υπό μέτρηση εκτάσεως σε κανονικά γεωμετρικά σχήματα των οποίων
τα μερικά εμβαδά προστίθεντο και έδιναν το ζητούμενο
σύνολο,
(β) «κατά το ολόγυρον» ή «δια περιορισμού», δηλαδή κατόπιν
μετρήσεως της περιφερείας του κτήματος, με ορισμένες μονάδες μετρήσεως (ουργιές
ή σχοινιά των 10 ή 12 ουργιών), διαιρέσεως του γινομένου δια τέσσερα και
αφαιρέσεως από το πηλίκον του ενός δεκάτου. Το αποτέλεσμα της μετρή-σεως «εμοδίζετο», δηλαδή αναγόταν σε
ανάλογο αριθμό μοδίων, άρα ανά-λογο αριθμό φορολογικών μονάδων[142].
Ο μόδιος, όμως, δεν αντιστοιχούσε προς
ενιαία μονάδα επιφανείας, αλλά προς μονάδα ανάλογη κάθε φορά προς την
ποιότητα της μετρούμενης γης. Έτσι, για γη χωραφιών πρώτης και δεύτερης
ποιότητας ο μόδιος ήταν ίσος με 200 τετρ. ουργιές (προς 4,44 -
Ακολουθούσε η φορολόγηση της γης
ή καλλιέργειας που υπολογιζόταν συνήθως στο 1:24 ή 4 1/6% της αξίας της και
ανερχόταν κατά μόδιο σε ένα, μισό ή ένα τρίτο νομίσματος για χωραφιαία γη
πρώτης, δεύτερης και τρίτης κατηγορίας αντίστοιχα, σε τρία νομίσματα για
λιβάδια πρώτης κατηγορίας και σε 3-10 νομίσματα για τις διάφορες κατηγορίες
αμπελιών.
Με αυτόν
τον τρόπο, η φορολογία γης και καλλιέργειας στη μεσοβυ-ζαντινή εποχή για να
προσδιορίσει την αξία της μονάδας επιφανείας στηρι-ζόταν σε δύο παράγοντες:
την έκταση και την ποιότητα, διαφορετικές για κάθε κατηγορία φορολογήσιμης γης[143].
Τα
ελαιόδενδρα φορολογούνταν κατά γύρους και μέσο όρο φορολογίας 4
νομίσματα ανά 100 δένδρα. Η φορολογία των ζώων υπολογιζόταν σε ορι-σμένο ποσοστό
επί της αξίας τους και ειδικά για τα πρόβατα σε ένα νόμισμα ανά εκατό πρόβατα.
Δεδομένου ότι η μέση αξία εκατό προβάτων ήταν δώδεκα νομίσματα, η φορολογία
τους ανερχότανε στο 1/12 νομίσματος ή 8 1/2%. Για τα μεγάλα ζώα, βουβάλια,
φορβάδες, βόδια, ο φόρος ήταν 1/3 νομίσματος περίπου ανά κεφαλή ζώου, επί μέσης
αξίας ζώου τεσσάρων νομισμάτων, δηλαδή 1/12 της αξίας ή 8
1/2%.
Στη
φορολόγηση προσώπων η βυζαντινή φοροτεχνική διέκρινε τους φορολογουμένους
(παροίκους) σε τρεις κατηγορίες: «ζευγαράτους», με υπολογιζόμενη
φορολογική αξία 24 νομίσματα, «βοϊδάτους» με δώδεκα νομίσματα
και «ακτήμονες» ή «πεζούς» (χωρίς δηλαδή ζώα) με έξι. Η
φορολογική επιβάρυνση των κατηγοριών αυτών ήταν ένα, μισό και ? νομί-σματος
αντίστοιχα, δηλαδή 1:24 ή 4 1/6%[144].
Ζήτημα
αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο ο βυζαντινός αυτοκράτορας καθόριζε την κατά μόδιο
φορολογική οφειλή και συνεπώς και το συνολικό ποσό που όφειλαν να καταβάλουν οι
διάφορες φορολογικές περιοχές μέχρι το τελευταίο χωριό. Οι πληροφορίες των πηγών
και στη μεσοβυζαντινή, όπως και στην πρωτοβυζαντινή περίοδο, δεν είναι σαφείς.
Πιθανότατα συνέβαινε και στη μεσοβυζαντινή ό,τι υποθέσαμε και για την
πρωτοβυζαντινή: η αυτοκρατορική κυβέρνηση υπολόγιζε το περίπου σύνολο των
κρατικών δαπανών και βάσει αυτού καθοριζόταν ο φόρος που έπρεπε να καταβάλουν οι
μεγάλες και μικρές περιφέρειες και, τέλος, κάθε φορολογούμενος
χωρι-στά.
Το
κτηματολόγιο της μεσοβυζαντινής εποχής περιελάμβανε τις γαίες κάθε
φορολογουμένου, με ένδειξη του χωριού του, το ποσό του φόρου και το όνομα
του. Ακολουθούσε η αναγραφή των «ιδιοστάτων», των γαιών δηλαδή που δεν ανήκαν
φορολογικά στο χωριό, των «κλασμάτων», των χέρσων γαιών που είχαν
περιέλθει στο δημόσιο και των «ανεκδότων», των γαιών δηλαδή που για πρώτη φορά
καταγράφονταν στο κτηματολόγιο. Το σύνολο των ψηφίων (= φορολογικών ποσών)
μιας περιοχής αποτελούσε το ακρό-στιχό
της, δηλαδή τη φορολογική της υποχρέωση.
Κατά το
τέλος της μεσοβυζαντινής εποχής εμφανίζεται και άλλη μορφή κτηματολογίου, το
πρακτικό. Περιλαμβάνει ακριβή
περιγραφή των γαιών μεγάλης ιδιοκτησίας με κατάλογο των παροίκων, των
οικογενειών τους και των ζώων που είχαν.
Οι άμεσοι
φόροι της μεσοβυζαντινής εποχής ήταν:
(α) Ο
έγγειος φόρος, του οποίου το
ύψος και τον τρόπο υπολογισμού είδαμε ήδη,
(β) Το
καπνικό ή φόρος εστίας, που ήταν οικιακός
φόρος. Το καπνικό διαβαθμιζόταν σε 2-6 μιλιαρήσια (1/6-1/2) νομίσματος)
ανάλογα, προφανώς, με το ύψος της περιουσίας του φορολογουμένου, και
(γ) Η
συνωνή που ήταν ποσοστιαίο
απαργυρισμένο παρακολούθημα της φορολογικής επιβαρύνσεως της έγγειας
περιουσίας του φορολογουμένου.
(δ) Το
δικέρατο, που επιβλήθηκε από
τον Λέοντα Γ' εκτάκτως για την επισκευή των τειχών της
Κωνσταντινούπολης, και
(ε) Το
εξάφολλο, που ήταν φόρος για
αντιμετώπιση κοινωνικών αναγκών, που επιβλήθηκε ίσως και αυτός από τον Λέοντα
Γ'. Ενίοτε οι φόροι αυτοί εισπράττονταν μαζί και ονομάζονταν δικερατοεξάφολλο.
(στ) Το
εννόμιο, που ήταν φόρος επί των
ζώων. Το ύψος του φόρου αυ-τού καθοριζόταν με τον τρόπο που αναφέραμε
προηγουμένως και ανερχό-ταν, όπως είδαμε, σε 8 1/2%.
(ζ) Τα
παρακολουθήματα, που ήταν
τακτικές ή έκτακτες παροχές για τους φορολογικούς υπαλλήλους και,
τέλος,
(η) Οι
επήρειες ή αγγαρείες, η υποχρέωση δηλαδή
παροχής προσωπικής εργασίας ή καταβολής «αντισηκώματος» για απαλλαγή από
αυτές[145].
Οι έμμεσοι
φόροι της μεσοβυζαντινής εποχής ήταν τα κομμέρκια, τέλη δηλαδή διαπύλια ή
διαγώγια, και οι δασμοί. Τα
προνόμια, όμως, που από το τέλος της μεσοβυζαντινής εποχής παραχωρήθηκαν στους
ξένους, ελάττωσαν την απόδοση των φόρων αυτών και συνεπώς και τη σημασία
τους.
IV. Δημόσιες δαπάνες. Σχετικά με
τις δημόσιες δαπάνες, στο Βυζάντιο, όπως εξάλλου και σε άλλα απολυταρχικά κράτη,
αποφασιστικό κριτήριο για το είδος και το μέγεθος των δημόσιων δαπανών
αποτελούσε η βούληση του αυτοκράτορα, ο οποίος μπορούσε να επιφέρει ουσιώδεις
αυξομειώσεις σε διάφορα κονδύλια δαπανών. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι άλλοι
μεν από αυτούς διαθέτουν τα δημόσια έσοδα για στρατιωτικούς σκοπούς, άλλοι όμως
για την οικοδόμηση μεγαλοπρεπών κτιρίων. Συνολικά οι δαπάνες του βυ-ζαντινού
κράτους μπορούσαν να διακριθούν[146]
σε:
? κυρίως διοικητικές
δαπάνες
? στρατιωτικές
δαπάνες
? διπλωματικές
δαπάνες
? δαπάνες του παλατιού
και της αυλής
? εκκλησιαστικές
δαπάνες
? δαπάνες φιλανθρωπίας
και κοινωνικής αλληλεγγύης
? δαπάνες δημόσιας
εκπαίδευσης
? δαπάνες υπέρ της
Κωνσταντινούπολης.
V. Νομισματική πολιτική. Ως προς
το νόμισμα, στο Βυζάντιο επικρα-τούσε ο μονομεταλλισμός, με βάση όμως το χρυσό
και όχι τον άργυρο.[147]
Η κυριότερη νομισματική μονάδα ήταν ο ‘σόλιδος’ (solidus), που καθιερώθηκε
από τον Μ. Κωνσταντίνο. Το νόμισμα αυτό ονομαζόταν κατ’ αρχάς ‘χρυσούν’ ή ‘χρύσινον’ ή και απλώς ‘νόμισμα’, από δε τον 13ο αιώνα και
μετά ‘υπέρπυρον’.
Κυκλοφορούσαν, ακόμη, αργυρά,
χάλκινα και λογιστικά νομίσματα. Αργυρά νομίσματα ήταν το ‘μιλιαρέσιον’ (12 μιλιαρέσια = 1
χρυσό) και το ‘κεράτιον’ (24
κεράτια = 1 χρυσό), χάλκινα δε η ‘φόλλις’ (114 φόλεις = 1 χρυσό).
Λογιστικά νομίσματα ήταν η ‘λίτρα
χρυσού’ (ίση προς 72 νομίσματα), η ‘λίτρα αργύρου’ (ίση προς 5 νομίσματα)
και το ‘κεντηνάριον’ (ισούμενο
προς 100 λίτρες χρυσού).
2.3. Ο βυζαντινός στην καθημερινή
του ζωή.
Ι. Γενικά. Ως μάλλον ανεπαρκείς
πρέπει να θεωρούνται οι πηγές που είναι σε θέση να μας δώσουν αξιόπιστες
πληροφορίες για το πώς κυλούσε η καθημερινότητα των βυζαντινών, ιδίως των
κατοίκων της Κρήτης. Και τούτο διότι οι βυζαντινοί χρονογράφοι και ιστορικοί,
ακολουθώντας και αυτοί τη συνήθεια της εποχής, περιέγραφαν με πολλές και
ποικίλες λεπτομέρειες τη ζωή των αυτοκρατόρων, της αυλής, των αριστοκρατών και
των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, σπανιότερα όμως το βίο των αγροτών, των
εμπό-ρων ή των κολλήγων. Ό,τι μαθαίνουμε για τους τελευταίους προέρχεται κυρίως
από εκκλησιαστικά κείμενα, όπως ήταν τα συναξάρια των διαφόρων αγίων ή τα
ποικίλα μαρτυρολόγια, που κατέγραφαν λεπτομέρειες από τα μαρτύρια των
αγίων.
Όπως είναι προφανές, ο λαϊκός βίος
δεν παρέμεινε αναλλοίωτος στην εκτενέστατη χρονική διάρκεια που διήρκεσε το
φαινόμενο ‘Βυζάντιο’, υφι-στάμενος και αυτός τις πολλές και ποικίλες αλλαγές
συνθηκών, που επήλθαν επηρεάζοντας όλη την αυτοκρατορία. Σε κάθε όμως περίπτωση,
ο βυζαντι-νός ήταν ο πιο πολιτισμένος εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους, με
συνείδηση της χριστιανικής του ταυτότητας αλλά και της ελληνορωμαϊκής
πολιτιστικής του καταγωγής.
ΙΙ. Πολιτιστική και φυλετική
πολυμορφία. Ο λαϊκός βίος των βυζαντινών δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίζεται από
ομοιομορφία, καθώς άλλαζε προσο-μοιάζοντας με το ιδιαίτερο πολιτιστικό υπόβαθρο
της κάθε εθνικής ή φυλετικής ομάδας, σε επιρροή από τα πατροπαράδοτα ήθη της
κάθε πόλης ή χωριού. Η εθνολογική σύνθεση της αυτοκρατορίας ήταν πάντοτε
περίπλοκη, αφού μετά το Διάταγμα του Καρακάλλα (212 μ.Χ.), η ιδιότητα του
Ρωμαίου πολίτη ανήκε σε Έλληνες, Ιλλυριούς, Σκύθες, Ασιάτες, Χαμίτες, Σημίτες,
Άραβες κ.λπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι, λόγω των ανεξέλεγκτων επιγαμιών, υπήρξαν
ακόμη και αυτοκράτορες με αραβική, αρμενική ή συριακή κατα-γωγή. Γενικότερα οι
βυζαντινοί δεν είχαν παρά ελάχιστες φυλετικές προκα-ταλήψεις, καθώς το αίμα τους
ήταν πολύ ανακατεμένο. Δέχονταν οποιον-δήποτε για συμπολίτη τους, αρκεί αυτός να
μην ακολουθούσε αιρετικές δοξασίες. Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης
προέρχονταν από όλες τις φυλές, αν και η βυζαντινή αριστοκρατία συνήθιζε να
τονίζει τη ρωμαϊκή της καταγωγή. Κάθε αλλοδαπός που προσηλυτιζόταν και γινόταν
υπήκοος του βυζαντινού κράτους, μπορούσε να παντρευτεί οποιαδήποτε βυζαντινή,
ανεξάρτητα από την καταγωγή και των δύο.
Οι βυζαντινές αρχόντισσες παντρεύονταν χωρίς δισταγμό με Φράγκους ή
ανατολίτες.
ΙΙΙ. Κοινωνική διαστρωμάτωση. Η
δομή της βυζαντινής κοινωνίας συνθέ-τονταν, σε γενικές πάντοτε γραμμές, από
τρεις τάξεις: την αριστοκρατική, τη μεσαία και την κατώτερη. Αν και ο
Διοκλητιανός είχε θεσπίσει διάταγμα που υποχρέωνε να ακολουθούν όλοι το
επάγγελμα του πατέρα τους (ο στρατι-ωτικός να γίνει και αυτός στρατιωτικός, ο
γιος του υπαλλήλου υπάλληλος κ.ο.κ.), εντούτοις ο δυναμισμός των κοινωνικών
συνθηκών δεν επέτρεψε για πολύ την εφαρμογή της στατικής και εξωπραγματικής
αυτής ρύθμισης. Έτσι, σταδιακά παιδιά υπαλλήλων έγιναν κληρικοί, εργατών
δημόσιοι υπάλληλοι και η ζωή ακολουθούσε το δικό της δρόμο. Οι βυζαντινοί ήταν
πάντοτε φιλόδοξοι και προσπαθούσαν να εξελιχθούν οικονομικά και κοινωνικά,
επιλέγοντας για το σκοπό της κοινωνικής ανόδου ακόμη και το γάμο. Δεν ήταν
σπάνιο το φαινόμενο να προορίζουν οι οικογένειες τα δίδυμα αγόρια τους το ένα
για το στρατό και το άλλο για την εκκλησία.
IV. Οι βυζαντινοί αγρότες. Στην
ύπαιθρο υπήρχαν δύο ειδών κοινότητες χωριών, οι ελεύθερες και οι υπόδουλες. Οι
χωρικοί των υπόδουλων κοινοτήτων ή δουλοπάροικοι ήταν προσκολλημένοι στις
γεωργικές ή ποιμενικές δραστηριότητες, αποδίδοντας τη συγκομιδή ή τα
κτηνοτροφικά προϊόντα στον γαιοκτήμονά τους. Ο τελευταίος ήταν και ο φορολογικά
υπεύθυνος απέναντι στο κράτος. Αν και κατά κανόνα τα παιδιά των δουλο-παροίκων
γίνονταν και αυτά δουλοπάροικοι, όπως ο πατέρας τους, είχαν εντούτοις τη
δυνατότητα να αλλάξουν επάγγελμα και να γίνουν έμποροι, υπάλληλοι ή κληρικοί.
Υπήρχαν ωστόσο και ελεύθεροι αγρότες που όμως παρέμεναν και αυτοί προσκολλημένοι
στη γη τους, καθώς η κεντρική εξου-σία δεν ευνοούσε την εγκατάλειψη και ερήμωση
της υπαίθρου. Σημαντικό κρατικό μέτρο προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η συνολική
φορολόγηση ολόκληρων κοινοτήτων. Έτσι, αυτές είχαν κάθε συμφέρον να κρατούν τα
μέλη τους στους κόλπους τους, διότι όταν ένα από αυτά δεν πλήρωνε, την έλλειψη
υποχρεούνταν να καλύψουν με πρόσθετη δημοσιονομική επιβά-ρυνση οι υπόλοιποι.
Ο Ρωμανός Α΄ (919-944) -όπως και
διάφοροι άλλοι αυτοκράτορες- προσπάθησε να επιβάλλει με το νόμο του ‘περί
προτιμήσεως’, μόνον φτωχοί γεωργοί να αγοράζουν τη γη των φτωχών, ο δε αγοραστής
να ανήκει στην κοινότητα του χωριού, την δε προτεραιότητα στην αγορά της
μεταβιβα-ζόμενης γης να έχουν οι συγγενείς του φτωχού. Τα μέτρα αυτά είχαν σαν
αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός κοινοτιστικού πνεύματος αλληλεγγύης. Ωστόσο, σε
πολλές περιπτώσεις τη δυνατότητα προτιμήσεως την είχαν μόνον πλούσιοι, με
αποτέλεσμα να καταλήγει σε αυτούς η γη. Υπήρχαν ακόμη περιπτώσεις που η σοδειά
καταστρεφόταν, με αποτέλεσμα οι μικροϊδιοκτήτες, μη μπορώντας να ανταποκριθούν
σε άλλες τους υποχρεώ-σεις, να χάνουν ακόμη και την ελευθερία τους υπέρ των
μεγαλογαιοκτη-μόνων. Έτσι δημιουργείτο ένας φαύλος κύκλος, με κατάληξη οι
μικροϊδιο-κτήτες να γίνονται ολοένα και σπανιότεροι, όσο προχωρούσαν οι αιώνες.
Για το λόγο αυτό, οι Ίσαυροι προσπάθησαν να καταργήσουν την δουλοπαροικία, μέτρο
που όμως αποδείχθηκε ατελέσφορο, καθώς οι Μακεδόνες αναγκά-σθηκαν να την
αναγνωρίσουν πάλι ως νόμιμη.
Ιδιαίτερη κατηγορία γαιοκτημόνων
αποτελούσαν οι παλαίμαχοι στρατι-ώτες, τους οποίους το κράτος αντάμειβε για τις
υπηρεσίες τους με δωρεές εκτάσεων γης. Δημιουργήθηκε έτσι μία κληρονομική τάξη
στρατιωτών ιδιο-κτητών γης.
Σημαντικός γαιοκτήμονας τέλος
αναδεικνυόταν η Εκκλησία ή οι κληρικοί της, ως αποδέκτες δωρεών ή και
κληρονομιών ακινήτων ή και κινητών χρηματικών αξιών, οι οποίες επενδύονταν πάλι
σε γη (εκτενέστερα περί αυτού, βλ. στο δεύτερο μέρος του παρόντος, όσα
αναπτύσσονται σχετικά με το βίο και τη δράση του Ιωάννη Ξένου). Μάλιστα, οι
φορολογικές απαλλαγές που συνηθιζόταν να εισάγονται υπέρ των ανωτέρω, επιβάρυνε
υπέρμετρα σε βάρος των υπόλοιπων τη δημοσιονομική κατανομή βαρών, προκαλώντας
δυσαρέσκεια.
Από τον Αγροτικό Νόμο (8ος αι.) μπορούμε να
σχηματίσουμε μία εικόνα της ζωής στις βυζαντινές αγροτικές κοινότητες. Κάθε
κοινότητα περιέβαλαν κήποι, οπωροφόρα, αμπελώνες και διάφορες καλλιέργειες (κατά
κανόνα, δημητριακά). Πιο έξω βρίσκονταν οι κοινόχρηστες βοσκές, οι οποίες
μπο-ρούσαν να καταστούν ιδιωτική καλλιεργήσιμη από όποιον τις εκχέρσωνε και
μετέτρεπε σε αρόσιμες γαίες. Οι αγροζημίες υπόκειντο σε σοβαρές ποινές, όπως και
οι ζωοκλοπές.
Το βυζαντινό κράτος είχε
προσπαθήσει να επιβάλει αυστηρή αστυνό-μευση των αγροτικών περιοχών για την
επικράτηση της τάξης, ωστόσο οι συχνές επιδρομές οδηγούσαν συχνά σε ερήμωση και
φτώχεια των εκτός των τειχών πόλεων αγροτικών περιοχών. Τούτο συνέβαινε κυρίως
με τα νησιά του Αιγαίου, τα οποία σπάνια ήταν προστατευμένα από τους
ληστοπειρατές.
Σε κάθε περίπτωση, η
Κωνσταντινούπολη λάβαινε μέτρα ώστε να μη διακοπή ο επισιτισμός της. Δεν θα ήταν
εδώ παράταιρο να σημειωθεί το πόση ανάγκη είχε για την επιβίωσή της η πρωτεύουσα
ολόκληρης αυτοκρα-τορίας από την αγροτική οικονομία της υπαίθρου. Έτσι,
σιτοβολώνες όπως η Αίγυπτος η Θεσσαλία ή η Θράκη αποκτούσαν άκρως ζωτική σημασία
για την επιβίωση της Κωνσταντινούπολης.
V. Καθημερινή ζωή. Στοιχείο της
βυζαντινής καθημερινότητας ήταν η θρησκευτική ευλάβεια, σε βαθμό ορισμένες φορές
πραγματικά δυσπερί-γραπτο. Οι πηγές βρίθουν από τις μαρτυρίες αγίων ή απλών
ανθρώπων, που το μόνο το οποίο τους ενδιάφερε ήταν η ‘μέλλουσα’ και όχι η
παρούσα ζωή. Οι βυζαντινοί διακρίνονταν από ένα πραγματικό πάθος για τις
θεολογικές συζητήσεις, στις οποίες επιδίδονταν όχι επιφανειακά αλλά με εμβρίθεια
και ακρίβεια, ώστε να οδηγούνται συχνά και σε διωγμούς προσωπικούς ή θεο-λογικών
τους αντιπάλων, όταν διαφωνούσαν για δογματικά ζητήματα.
Οι δογματικές συζητήσεις των
χριστιανών του Βυζαντίου δεν συνιστού-σαν ανώδυνες θεωρητικές συζητήσεις, αλλά
προέκταση των καθημερινών λατρευτικών τους υποχρεώσεων και ζητήματα πρώτης
προτεραιότητας για τους ίδιους. Οι βυζαντινοί δεν συζητούσαν απλώς αλλά, σε
ορισμένο βαθμό, ζούσαν με και για το δόγμα. Έτσι, οι απλές παγανιστικές χαρές
των αρχαίων Ελλήνων είχαν δώσει τη θέση τους σε μία υπερβατική-μεταφυσική
αντίληψη της ζωής, που συχνά αποκτούσε χαρακτήρα καταθλιπτικό, επισκιάζοντας την
καθημερινότητα. Συγγραφείς που δεν είχαν ουσιαστική σχέση με την Εκκλησία -όπως
ο φιλόσοφος Μιχαήλ Ψελλός- θεωρούσαν τη θρησκεία ως κάτι δεδομένο και, από
πολλές πλευρές, αδιαμφισβήτητο, δεχόμενοι να απολογούνται απέναντι σε όσους τους
κατηγορούσαν για ανάρμοστο ενδια-φέρον προς τα αρχαιοελληνικά γράμματα. Ακόμα
και το χιούμορ ορθο-λογιστών ή αντιπάλων του εκκλησιαστικού κατεστημένου ήταν
τόσο βαθειά επηρεασμένο από την περιρρέουσα θρησκευτική ατμόσφαιρα,
αποδει-κνύοντας ότι η απαλλαγή από την επιρροή της ήταν σχεδόν αδύνατη.
Από μία άλλη οπτική γωνία, η
βυζαντινή ιστορία αποτελεί μία πραγμα-τική πανσπερμία εκκλησιαστικών διενέξεων,
που όχι μόνον κατά περιόδους αποδυνάμωσαν σημαντικά την άμυνα της αυτοκρατορίας
αλλά ίσως και να ευθύνονται για την πρώτη άλωση (1204) ή την τελική (1453).
Άλλωστε, επρόκειτο για μία -τυπικά αλλά και ουσιαστικά- θεοκρατική
αυτοκρατορία.
Μέσα στο κλίμα αυτό, τα μοναστήρια
-ανδρικά ή γυναικεία, χωρίς να λείπουν και τα μικτά- ήταν πολυάνθρωπα, έλκοντας
ανθρώπους όχι μόνον βαθειά θρησκευόμενους αλλά και απογοητευμένους από τη ζωή ή
και πολιτικούς εξόριστους. Η ζωή στα μοναστήρια δεν ήταν πάντοτε δύσκολη: οι
μοναχοί απολάμβαναν υψηλής κοινωνικής εκτίμησης, σχεδόν όλοι αποζητούσαν τη
συντροφιά τους, ενώ οι μονές σπανίως δεν ήταν οικονομικά εύρωστες, ώστε να
απαλλάσσουν τους τροφίμους τους από το άγχος της οικονομικής επιβίωσης.
Σημαντικές μοναχικές
προσωπικότητες, μεταξύ αυτών και ο όσιος Νίκων ο ‘Μετανοείτε’, που έδρασε κυρίως
στην Κρήτη και στην Πελοπόννησο, άσκησαν σημαντική επιρροή στα δημόσια πράγματα
της εποχής τους, σε υψηλά πολιτικά ή στρατιωτικά πρόσωπα. Ακόμη και έγγαμοι
αυτοκράτορες, όπως ο Νικηφόρος Φωκάς, ζούσαν και συμπεριφέρονταν σαν ασκητές,
ακολουθώντας έναν τρόπο ζωής που ήταν προφανής επιλογή τους. Οι θρη-σκευτικές
συζητήσεις ήταν το κυριότερο θέμα συνομιλίας, συχνά και διαμάχης, σε πολλά
αυτοκρατορικά γεύματα. Αλλά μαζί με τη θρησκευτικό-τητα ιδιαίτερα εξαπλωμένη
ήταν και η δεισιδαιμονία καθώς και η εμμονή με τα λείψανα αγίων. Σκοτεινότερο
αποτέλεσμα της δεισιδαιμονίας ήταν η ‘ανακάλυψη’ παντού δαιμόνων και διαβόλων,
από τις επενέργειες των οποίων δικαιολογούνταν πολλά γεγονότα, αντί βεβαίως της
προσφυγής στους νόμους της φυσικής ή της απλής λογικής.
Όπως όμως είναι γνωστό, πέραν όμως
των ανωτέρω, οι βυζαντινοί επιδίδονταν με ιδιαίτερη επιτυχία στη μηχανορραφία,
τη σκληρότητα για την επίτευξη των φιλοδοξιών τους και τη θεσμική διαφθορά. Για
το λόγο αυτόν, άλλωστε, λίγοι ήταν οι αυτοκράτορες που τελείωσαν το βίο τους με
φυσικό τρόπο. Ωστόσο, αν κρίνουμε από την εμμονή της ιστοριογραφία στην
εξιστόρηση των αρνητικής σημασίας γεγονότων, ενάρετες συμπεριφορές αφοσίωσης στο
καθήκον και το σεβασμό των θεσμών, δεν αποτελούσαν αντικείμενο ιδιαίτερου
ενδιαφέροντος.
Ο όχλος της Κωνσταντινούπολης,
όταν ξυπνούσαν τα πάθη του, ήταν ικανός για την αγριότερη συμπεριφορά και
τιμώρηση όσων νόμιζε εχθρούς του. Έκπτωτοι αυτοκράτορες ή ανώτατοι λειτουργοί,
που είχαν πέσει στη δυσμένειά του, ιδίως όσοι είχαν προηγουμένως προκαλέσει είτε
με τη δημόσια στάση τους είτε δεν είχαν κολακεύσει τα πάθη του όχλου, μπορού-σαν
να υποστούν απερίγραπτα μαρτύρια από τις φανατικές αγέλες των
Κωνσταντινουπολιτών. Αλλά και γενικότερα, ο βυζαντινός λαός ήταν συνηθισμένος σε
πράξεις δημόσιας βίας, λόγος και για τον οποίο σύνηθες μέτρο ποινικής καταστολής
ήταν ο ακρωτηριασμός. Άλλωστε, η ποινή αυτή που με τα σημερινά μέτρα μας
φαίνεται φρικτή, την εποχή εκείνη θεω-ρούνταν επίσημα ως μάλλον φιλάνθρωπη,
ακριβώς διότι υποκαθιστούσε την ακόμη πιο φρικτή ποινή του βίαιου θανάτου.
Υπήρχε όμως πάντοτε η δυνατότητα είτε εξορίας των πολιτικών ή άλλων αντιπάλων
του αυτοκρά-τορα ή και γενικότερα του καθεστώτος, με τον εγκλεισμό τους σε
μοναστήρι, όπου η ζωή δεν θύμιζε απαραίτητα φυλακή είτε η επιβολή χρηματικής
ποινής μέχρι και δήμευση, που άφηνε μεν ζωντανό τον καταδικασμένο, έστω και σε
απόλυτη οικονομική ένδεια.
Από την άλλη πλευρά, οι βυζαντινοί
επιδίδονταν με ιδιαίτερη φροντίδα στην κοινωνική φιλανθρωπία, όπως τούτο
προκύπτει από το μεγάλο αριθμό πτωχοκομείων, νοσοκομείων, ορφανοτροφείων ή άλλων
ευαγών ιδρυμάτων, που λειτουργούσαν σε όλη την αυτοκρατορία, κάτω από την πολύ
εκτετα-μένη κοινωνική μέριμνα της Εκκλησίας και των λειτουργών της. Ένας
ολόκληρος στρατός αποτελούμενος από κληρικούς όλων των βαθμίδων είχε σαν
καθημερινή του φροντίδα την περίθαλψη των ενδεών ή όποιων άλλων συμπολιτών
βρίσκονταν σε κατάσταση οικονομικής δυσπραγίας ή υγειο-νομικής ανάγκης, γεγονός
που βέβαια μείωνε τους κοινωνικά περιθωριο-ποιημένους βυζαντινούς και άμβλυνε
τις όποιες κοινωνικές εντάσεις.
Αυτός όμως ήταν ένας από τους
λόγους για τους οποίους οι βυζαντινοί αισθάνονταν υπερήφανοι που ήταν πολίτες
της αυτοκρατορίας, εκτιμώντας ιδιαίτερα όσους διέπρεπαν στην καλλιέργεια των
γραμμάτων. Αγαπούσαν ακόμη ιδιαίτερα την φυσική ή καλλιτεχνική ομορφιά,
θεωρώντας ότι ήταν μέρος της θεϊκής δόξας και βοηθούσε πολύ στην προσωπική τους
μυστική έκσταση: για το λόγο λοιπόν αυτό, δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει το
γεγονός ότι ανήγειραν τα μοναστήρια τους στιες ωραιότερες φυσικές τοπο-θεσίες.
Για τον βυζαντινό η φυσική ομορφιά
και η θρησκευτική πίστη συνδέ-ονταν άρρηκτα μεταξύ τους, τροφοδοτώντας η μία την
άλλη. Σκοπός της αρχιτεκτονικής τους ήταν η εξύψωση των ανθρώπινων αισθημάτων
πάνω από την καθημερινότητα προς την ουράνια ομορφιά και την ανόθευτη πίστη στη
θεϊκή μεγαλοπρέπεια. Με αυτόν αλλά και άλλους τρόπου, οι βυζαντινοί προσπαθούσαν
όχι μόνον να αντιμετωπίσουν τις μεταφυσικές τους αναζητή-σεις αλλά και να
αμυνθούν απέναντι σε μία καθημερινότητα και έναν κόσμο αβέβαιο και σκληρό, έναν
βίο που χαρακτηριζόταν από ανασφάλεια για τις διαρκείς εξωτερικές επιθέσεις και
επιδρομές Ούννων, Περσών, Βουλγάρων, Βενετών, Σαρακηνών και Αράβων κ.ο.κ.[148]
Η αθωότητα των αρχαίων είχε χαθεί,
είχε επικρατήσει παντού μία μυστικοπάθεια, φιλύποπτη για τις αντίθετες
δογματικές ή ηθικές απόψεις, ενώ οι βυζαντινοί είχαν ένα «πνεύμα ήτανε δηκτικό,
την εξυπνάδα τους την έδειχναν μονάχα με το σαρκασμό και την κοροϊδία… σε έναν
κόσμο σκοτει-νό και ταραγμένο η μεγάλη αυτή αυτοκρατορία, η τελευταία κοιτίδα
του πολιτισμού, συνεχώς κλονιζόταν μπροστά στους βαρβάρους και δεν συνερ-χότανε
παρά μονάχα για να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις… Οι προφητείες που ήταν
γραμμένες σε όλη την Κωνσταντινούπολη, σε κίονες και σε σοφά βιβλία, όλες την
ίδια ιστορία έλεγαν, για τις ημέρες που δεν θα υπήρχαν πια αυτοκράτορες, για τις
τελευταίες ημέρες της Πόλης, για τις τελευταίες ημέρες του πολιτισμού».[149]
2.4. Γλώσσα και ύφος των
πηγών.
Η γλωσσική πολυμορφία των διάφορων
βυζαντινών φυλών δημιούργησε, όπως ήταν φυσικό, μία ανάλογη σύγχυση και δυσκολία
στην εκφορά των γραπτών μαρτυριών. Ειδικότερα, μιλούνταν τρεις κυρίως γλωσσικοί
τύποι.
Κατ’ αρχάς, η λαϊκή γλώσσα της
εποχής, γλώσσα της καθημερινής βιοπάλης στην αγορά, στους αγρούς και στο λιμάνι,
που ήταν αφρόντιστη, ασύντακτη και με πολλές γραμματικές ελλείψεις. Δεύτερη
μορφή, ήταν μία μικτή γλώσσα, απλή αλλά όχι κομψή, γεμάτη λέξεις μικτής
καταγωγής, λατινικές, σλαβικές και ανατολίτικες. Τέλος, οι μορφωμένοι μιλούσαν
και έγραφαν συνήθως ελληνικά, που τους αιώνες 11ο και 12ο ήταν πολύ κοντά στα
κλασικά αρχαιοελληνικά κείμενα. Σταδιακά και αργότερα η γλώσσα αυτή
καλλιεργήθηκε σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, ώστε να μείνει μέχρι σήμερα
αξεπέραστη για τη ραφινάτη ομορφιά της.
Τον 4ο ήδη αιώνα, οι ρητορικοί
λόγοι του Ιωάννη Χρυσοστόμου είναι γραμμένοι σε γλώσσα και ύφος γεμάτα μεγαλείο
και σπάνια ομορφιά. Από τους συγγραφείς που θα μας απασχολήσουν αξίζει εδώ να
μνημονευθεί ο Λέων Διάκονος του τέλους του 10ου αιώνα, που συνέταξε μία από τις
πιο καλογραμμένες βυζαντινές ιστοριογραφίες. Αξιόλογοι ιστοριογράφοι πρέπει να
θεωρηθούν οι Μιχαήλ Ψελλός (11ος αι.), Μιχαήλ Ατταλειάτης, Άννα Κομνηνή (η
σπουδαιότερη γυναίκα ιστορικός του Βυζαντίου), οι χρονο-γράφοι Κεδρηνός, Ζωναράς
και Γλυκάς. Ακολούθησαν βεβαίως και άλλοι ιστορικοί, η αναφορά τους όμως εδώ
κρίνεται περιττή διότι το έργο τους αφορά την περίοδο κατά την οποία η Κρήτη δεν
βρισκόταν πλέον στα βυζαντινά χέρια.
Οι βυζαντινοί ιστορικοί, παρά τις
όποιες μεροληψίες τους υπέρ του ενός ή του άλλου αυτοκράτορα ή στρατηγού, αλλά
και παρά τις προσωπικές τους πικρίες από μη ευδοκίμηση των φιλοδοξιών τους λόγω
ενός τυχόν παραγκω-νισμού τους, θεωρείται, ωστόσο, ότι κινούνται σε
ικανοποιητικό επίπεδο αντικειμενικότητας και ύφος ιστορικής συγγραφής, σε
σύγκριση με άλλο-εθνείς ομοτέχνους τους. Διαθέτουν ευφυή κρίση και
αναλυτικότητα, προσεγ-γίζοντας συχνά τα γεγονότα τους στις πραγματικές
διαστάσεις και αιτίες τους και χωρίς να αρκούνται εύκολα στα επιφαινόμενα.
Εμφανίζονται ενη-μερωμένοι τόσο ως προς τα έργα των προγενεστέρων τους,
διερευνώντας όμως απαιτητικά και τις σύγχρονες πηγές από τις οποίες αντλούν τις
πληρο-φορίες τους.
Μάλλον χαλαρότερα είναι τα
πράγματα ως προς τους βιογράφους ή συναξαριστές, οι οποίοι συχνά παρασέρνονται
σε ένα υποκειμενικό θαυμα-σμό για τους βιογραφούμενους. Μεγάλη παραγωγή
συναξαριών παρατη-ρείται ιδίως από τον 8ο αιώνα και μετά, με την έκρηξη της
εικονομαχίας, καθώς πάμπολλοι συγγραφείς ήταν πρόθυμοι να εξιστορίσουν τα
μαρτύρια ή τους διωγμούς των εικονόφιλων.
Ξεχωριστής τάξεως πηγές ιστορικών
μαρτυριών είναι τα διάφορα γεωγραφικά ή ταξιδιωτικά έργα (με σπουδαιότερο ίσως
όλων την ογκώδη ‘Χριστιανική Τοπογραφία’ του εμπόρου Κοσμά Ινδικοπλεύστη,[150]
με κατα-γωγή από την Αλεξάνδρεια), καθώς και τα ποικίλα στρατιωτικά, νομικά και
διοικητικά εγχειρίδια, που ήταν κατά κανόνα γραμμένα από επαγγελματίες του
είδους. Ονομαστά λεξικά ήταν αυτό του Σουΐδα καθώς και η ‘Μυριό-βιβλος’, αλλιώς
‘Βιβλιοθήκη’, του Μεγάλου Φωτίου, που επρόκειτο για μία συλλογή από περιλήψεις
των κλασικών και βυζαντινών πεζογράφων, που μελέτησε ο Φώτιος μέσα σε ένα
έτος.
Ιδιαίτερη τέλος άνθιση είχε
γνωρίσει κατά τη βυζαντινή περίοδο το είδος της επιστολογραφίας, με ένα πλήθος
επιστολικών κειμένων να έχουν δια-σωθεί, που να μας διαφωτίζουν για τις αιτίες
ιστορικής σημασίας γεγονότων ή αφορμές διαφόρων νομικών και διοικητικών
αποφάσεων, ιδίως μάλιστα όταν οι επιστολές αυτές προέρχονταν από πρόσωπα με
αξιοσημείωτη θεσμι-κή θέση στη βυζαντινή κρατική μηχανή. Πολλές επιστολές
εμπεριέχουν έγγραφα του κράτους, άλλες αφορούν τη διοίκηση της εκκλησίας,
περι-έχοντας προσωπικές πληροφορίες. Για παράδειγμα, οι επιστολές του πρέσβη
Λέοντα Χοιροσφάκτη (9ος αι.) παρουσιάζουν ιδιαίτερο κοινωνικό
ενδια-φέρον, δίνοντάς μας μία εικόνα του τρόπου επίσημης επικοινωνίας των
βυζαντινών.
3. Η Εκκλησία της
Κρήτης κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο.
3.1. Η εκκλησιαστική διοργάνωση
του Ανατολικού Ιλλυρικού και η Εκκλησία της Κρήτης. Περί το τέλος του 4ου αιώνα
η τοπική Εκκλησία της Κρήτης ήταν, όπως όλες τότε οι τοπικές εκκλησίες,
‘αυτοκέφαλη’, δηλαδή διοικητικά ανεξάρτητη από οποιαδήποτε άλλη χριστιανική
εκκλησία.[151]
Η Κρήτη πιο συγκεκριμένα αποτελούσε ιδιαίτερη μητρόπολη με περισσότερες
επισκοπές,[152]
αυτοδιοικούμενη από τη δική της επαρχιακή σύνοδο. Η Κρητι-κή σύνοδος συνεδρίαζε
και λάμβανε τις αποφάσεις της υπό την προεδρία του ‘πρώτου’ της, δηλαδή του
μητροπολίτη Γορτύνης.[153]
Το Ανατολικό Ιλλυρικό[154]
(praefectura praetorio per Illyricum), όπως είδαμε, περιελάμβανε δύο διοικήσεις
: την Μακεδονική, με δικαιοδοσία στις περιοχές Μακεδονία, Ήπειρο, Ελλάδα και
Κρήτη,[155]
και την Δακική. Τα ανωτέρω πρότυπα ακολούθησε και η διάρθρωση της εκκλησιαστικής
διοίκη-σης,[156]
με αποτέλεσμα η Μακεδονική διοίκηση να συστήσει ιδιαίτερη εκκλη-σιαστική
ενότητα, την ‘εξαρχία της Μακεδονίας’.
Η εξαρχία της Μακεδονίας, με
πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη,[157]
υποδιαι-ρούνταν στις έξι μητροπόλεις της Θεσσαλονίκης, Λαρίσης, Κορίνθου,
Νικοπόλεως, Δυρραχίου και Γορτύνης Κρήτης.[158]
Κάθε μία από τις μητρο-πόλεις αυτές είχε την δική της τοπική επαρχιακή σύνοδο,
ενώ ο μητρο-πολίτης Θεσσαλονίκης, υπό τον τίτλο του ‘εξάρχου Μακεδονίας’,[159]
προήδρευε της συνόδου της εξαρχίας Θεσσαλονίκης, που συγκροτούνταν από όλους
τους μητροπολίτες και επισκόπους του Ανατολικού Iλλυρικού, συνεδριάζοντας μία
φορά το έτος.[160]
Ιδιαίτερα σημαντική, στα πλαίσια
οργανώσεως και λειτουργίας της εξαρχίας της Μακεδονίας, ήταν η θέση της τοπικής
αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κρήτης, αφού αυτή «εθεωρείτο ως μία των μεγάλων
αρχαίων αποστο-λικών εκκλησιών και απ’ αυτών των πρώτων του χριστιανισμού χρόνων
κατέλαβε τιμητικήν θέσιν μεταξύ των εκκλησιών του Ιλλυρικού».[161]
Οι πηγές[162]
για την περίοδο από τον 4ο μέχρι και τον 7ο αιώνα μαρτυ-ρούν ότι στην τάξη
πρωτοκαθεδρίας του Ανατολικού Ιλλυρικού ο ‘Μητρο-πολίτης Κρήτης’ κατείχε αρχικά
την 7η θέση, αργότερα (μέχρι αρχές του 6ου αιώνα) αναβαθμίστηκε στην 5η θέση,
ενώ μέχρι το τέλος του 7ου αιώνα ανέ-βηκε στην 3η θέση, καταλαμβάνοντας
υψηλότατη εκκλησιαστική ιεραρχική θέση, αμέσως μετά τους Μητροπολίτες
Θεσσαλονίκης και Κορίνθου.
Το Ανατολικό Ιλλυρικό παρέμεινε
αρχικά ανεξάρτητο μέχρι το 535[163]
μεταξύ της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης, υπαγόμενο στη χαλαρή εξαρχική δικαιοδοσία του Θεσσαλονίκης,[164]
αν και «μετά την Δ΄ Οικου-μενική Σύνοδο (451) αναπτύχθηκαν συστηματικότερα οι
εκκλησιαστικές σχέσεις μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Ανατολικού Ιλλυρικού, είναι
δε πολύ χαρακτηριστικό ότι κατά τις πρώτες δεκαετίες του Ακακιανού σχί-σματος
(484-519) οι επίσκοποι του Ανατολικού Ιλλυρικού συντάχθηκαν με το θρόνο της
Κωνσταντινουπόλεως και εναντίον του παπικού θρόνου».[165]
Το έτος 535, με διάταγμα του
Ιουστινιανού, το Ανατολικό Ιλλυρικό υπήχθη στην πνευματική εποπτεία του παπικού
θρόνου και αποτέλεσε παπι-κό βικαριάτο, με βικάριο τον έξαρχο Θεσσαλονίκης.[166]
Η υπαγωγή αυτή διήρκεσε μέχρι το 732/733, όταν με απόφαση του εικονομάχου
αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ του Ίσαυρου (717-741) το Ανατολικό Ιλλυρικό αποσπάσθηκε
βίαια από τη δικαιοδοσία του παπικού θρόνου, λόγω της παπικής στάσης στο ζήτημα
της εικονομαχίας,[167]
και υπήχθη πλέον οριστικά στη δικαιοδοσία του θρόνου της
Κωνσταντινούπολης.
Το γεγονός αυτό αποτέλεσε στο εξής
σημείο τριβής[168]
μεταξύ των δύο θρόνων, ιδιαίτερα την περίοδο της εσωτερικής διάσπασης της
Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης με αφορμή το ζήτημα περί την κανονικότητα της
διαδοχής του Ιγνατίου από τον πατριάρχη
Φώτιο. Τα εκκλησιαστικά προβλή-ματα της Κωνσταντινούπολης έδωσαν την ευκαιρία
στον πάπα Ρώμης Νικόλαο Α΄ (858-867) να θέσει με οξύτητα το ζήτημα των
διεκδικήσεών του στο Ανατολικό Ιλλυρικό προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ και τον
πατρι-άρχη Φώτιο, θεωρώντας τη δικαίωσή τους ως προϋπόθεση για την εκ μέρους του
αναγνώριση της κανονικότητας της εκλογής του Φώτιου. Το ίδιο θέμα έθεσαν και οι
αντιπρόσωποί του στην Πρωτοδευτέρα σύνοδο της Κων-σταντινούπολης (861) αλλά και
σε όλες τις συνοδικές συναντήσεις της περιόδου εκείνης, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Τη θέση που η Μητρόπολη Κρήτης
κατά καιρούς κατέλαβε στην τάξη πρωτοκαθεδρίας των Εκκλησιών του Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως, μετά την υπαγωγή της στη δικαιοδοσία του, πληροφορούμαστε
από τα λεγό-μενα τακτικά[169]
(notitia episcopatuum), δηλαδή τους καταλόγους πρωτοκα-θεδρίας των μητροπόλεων,
αρχιεπισκοπών και επισκοπών του οικουμενικού πατριαρχείου. Συγκριτική μελέτη των
τακτικών του Πατριαρχείου μέχρι τον 8ο αιώνα μας εκληροδότησε ο αείμνηστος
Γεράσιμος Ι. Κονιδάρης στο μνη-μονευθέν ήδη κλασικό έργο του Αι Μητροπόλεις και
Αρχιεπισκοπαί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η ‘τάξις’ αυτών. Από τους εκεί
πίνακες πληροφορούμαστε ότι, κατά το τακτικό του Λέοντος Ισαύρου (περίπου 733
μ.Χ.) ο Μητροπολίτης Γορτύνης (: ‘Μητροπολίτης Κρήτης’) κατείχε την 9η θέση, με
11 επισκοπές στην εκκλησιαστική του δικαιοδοσία, κείμενος μεταξύ του 8ου
Μητροπολίτη Νικομηδείας και του 10ου Μητροπολίτη Νικαίας, προηγούμενος μάλιστα
του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, ο οποίος παλαιότερα ήταν σε ανώτερη θέση στο
πλαίσιο του Ανατολικού Ιλλυρι-κού.[170]
3.2. Επίσκοποι και επισκοπές της
Κρήτης. Για την ύπαρξη, τη χρονική περίοδο αρχιερατείας και γενικότερα την
εκκλησιαστική ή γενικότερη δράση των Κρητών ιεραρχών, αξιόπιστες πληροφορίες
μπορούμε να αντλήσουμε από ένα ποικίλο σύνολο διάφορης προέλευσης πηγών,[171]
όπως είναι η ίδια η Καινή Διαθήκη, τα πρακτικά των εκκλησιαστικών (ιδίως
των οικουμενικών) Συνόδων, τα
τακτικά,[172]
τα διάφορα μοναστηριακά ή πατριαρχικά έγγραφα (σιγίλλια), τα αγιολογικά ή
υμνολογικά κείμενα, οι ετερόκλητης καταγωγής ιστορικές μαρτυρίες (επιγραφές,
βούλες κ.λπ.).
Βεβαίως, σπανιότερες είναι οι
απώτερης χρονικής προελεύσεως πηγές, χωρίς αυτό και να σημαίνει ότι οι
μεταγενέστερες είναι ικανοποιητικά πλου-σιότερες. Πολλών όμως πηγών η αξιοπιστία
αμφισβητείται με σοβαρά ή λιγότερο πειστικά επιχειρήματα. Όπως είναι προφανές,
τα επιστημονικά κριτήρια του κάθε μελετητή είναι πλέον υπεύθυνα για την
αξιολόγηση και ερμηνεία των ετερόκλητων αυτών, άμεσων ή έμμεσων, πληροφοριών,
κατά τρόπο ώστε τα συμπεράσματα να ανταποκρίνονται στην πιθανότερη και
πειστικότερη εκδοχή της ιστορικής αλήθειας, μακριά από εντελώς μετέωρες ή
αβέβαιες πιθανολογήσεις.
Οι επισκοπές (και αντίστοιχες
εκκλησιαστικές επαρχίες) της Κρήτης, υπό τον Μητροπολίτη Γορτύνης (μετέπειτα
Κρήτης), ανέρχονταν αρχικά σε 18, αργότερα σε 12 και τελικά σε 8. Ο επίσκοπος
Γορτύνης, ειδικότερα, έφερε κατά καιρούς τον τίτλο του μητροπολίτη,
αρχιεπισκόπου και προέδρου της τοπικής επαρχιακής συνόδου. Από την εποχή του
Τίτου και μέχρι το τέλος της Α΄ βυζαντινής περιόδου είχε ως έδρα του την
Γόρτυνα, πρωτεύουσα τότε πόλη του νησιού, ενώ κατά από τη Β΄ βυζαντινή περίοδο
της Κρήτης μετεγκαταστάθηκε, όπως στο οικείο μέρος θα δούμε, στον Χάνδακα
(σημε-ρινό Ηράκλειο). Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονείται το συχνό, σε όλη τη
μακραίωνα γενική αλλά και την τοπική κρητική εκκλησιαστική ιστορία, φαινόμενο οι
επισκοπές να μην μένουν θεσμικά αμετάβλητες, αλλά να αλλάζει η έκταση ή η
ονομασία τους, να ενώνονται μαζί με άλλες πλησιό-χωρες επισκοπές ή να
υποδιαιρούνται σε περισσότερες. Μερικές από αυτές περιπίπτουν σε παρακμή,
απορφανίζονται από το ποίμνιό τους και διατη-ρείται μόνον ο ψιλός τους τίτλος
για να τις θυμίζει, ενώ άλλες υψώνονται από επισκοπές σε αρχιεπισκοπές ή
μητροπόλεις.
Ο επίσκοπος Γορτύνης αποκαλείται
κατά καιρούς και αρχιεπίσκοπος, μητροπολίτης, πρόεδρος ή απλώς Γορτύνης ή
Κρήτης.[173]
Μέχρι την αραβο-κρατία εδρεύει στη Γόρτυνα, ενώ κατά τη δεύτερη βυζαντινή
περίοδο μετα-κομίζει στο Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο), όπου μεταφέρθηκε και η
πρωτεύουσα.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, όπως
αυτές προκύπτουν από συνδυασμό των πηγών[174],
κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο επίσκοποι Γορτύνης διετέλε-σαν
οι:
- Απόστολος Τίτος (α΄ αιώνας
μ.Χ.), οι μόνες ασφαλείς πληροφορίες[175]
περί του οποίου προέρχονται από την Καινή Διαθήκη. Προς αυτόν απευθύνει περί το
έτος 63/64 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος την Επιστολή προς Τίτον, γράφοντάς του
«τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα λείποντα επι-διορθώση και καταστήσης
κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξά-μην».[176]
Ως «πρεσβύτεροι» θεωρούνται εδώ οι επίσκοποι, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από τη
συνέχεια της Επιστολής, στην οποία ορίζονται τα προ-σόντα των υποψηφίων
αρχιερέων: «δει γαρ τον επίσκοπον ανέγκλητον είναι ως Θεού οικονόμον».[177]
Σύμφωνα με πολύ μεταγενέστερο αγιολογικό κείμενο, που χρονολογείται περί τον 6ο
μ.Χ. αι.: «Κεχειροτόνηκεν δε [ο Άγιος
Τίτος] επισκόπους εν Κνωσσώ και εν Ιεραπύτνη, εν Κυδωνία και εν Χερρονήσω, εν
Ελευθερινή και εν Λάμπη, εν Κισάμω και εν τη Καντανώ».[178]
- Ερμαίος ο πρεσβύτερος,[179]
ο οποίος χειροτονήθηκε από τον Τίτο (β΄ ήμισυ 1ου αι.).[180]
- Φίλιππος (179-190 μ.Χ.).
Διετέλεσε επίσκοπος Γορτύνης επί αυτο-κράτορα Μάρκου Αυρηλίου, την δε ύπαρξή του
μαρτυρεί ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας.[181]
- Κύριλλος, ο οποίος μαρτύρησε το
έτος 304.[182]
- Αρτάκιος, το όνομα του οποίου
(«Κρήτης Αρτάκιος») περιέχεται σε κατάλογο των επισκόπων οι οποίοι φέρεται ότι
συμμετείχαν στην Α΄ οικου-μενική σύνοδο.[183]
Ωστόσο, όπως σωστά παρατηρείται,[184]
η παρουσία του Αρτακίου στις εργασίες της Α΄ οικουμενικής συνόδου (Νίκαια, 325)
δεν μπορεί να θεωρηθεί βέβαιη, όχι μόνον διότι τα διάφορα χειρόγραφα των
σχετικών καταλόγων είναι μεταγενέστερα, με πολλά σφάλματα και αντι-φάσεις, αλλά
και διότι το όνομα του Αρτακίου σώζεται σε έναν μόνον κατάλογο, γεγονός που δεν
επιτρέπει τη διασταύρωση της μαρτυρίας αυτής με άλλες πηγές. Για τον Αρτάκιο δεν
έχουν διασωθεί άλλες πληροφορίες.
- Μύρων (μέσα 4ου αι.).[185]
Κατά τον Δετοράκη,[186]
αρχιεράτευσε μεταξύ 250-350 μ.Χ. Καταγόταν από την πόλη Ραύκο, τον σημερινό Άγιο
Μύρωνα, και ήταν πολύ γνωστός για την αρετή, τη φιλανθρωπία αλλά και τα θαύματα
που τελούσε. Ο Μύρων είναι πιθανό[187]
να διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Κρήτης, μετά βεβαίως το 313 μ.Χ. και «πιθανώς κατά το
β΄ τέταρτο του 4ου μ.Χ. αιώνος».[188]
- Παύλος (αρχές 4ου αι.).[189]
- Ικόνιος (431 μ.Χ.). Συμμετείχε
μαζί με τους επισκόπους Χερρονήσου, Λάμπης και Κνωσού στην Γ΄ οικουμενική
σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε στην Έφεσο το 431 για την καταδίκη του Νεστορίου.[190]
- Μαρτύριος (μέσα 5ου αι. μ.Χ.).
Συμμετείχε στις εργασίες της Δ΄ οικουμενικής συνόδου (Χαλκηδόνα, 451 μ.Χ.).
Συνυπέγραψε μαζί με άλλους επισκόπους της Κρήτης την περίφημη επιστολή[191]
προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ (457-474).[192]
- Συνέσιος (463), η ύπαρξη του
οποίου μαρτυρείται σε επιγραφή.[193]
- Θεόδωρος (536-553 μ.Χ.
τουλάχιστον). Ο αρχιεπίσκοπος αυτός Γορτύνης είναι γνωστός αφενός μεν από
επιγραφή,[194]
αφετέρου δε από τη συμμετοχή του στην Ε΄ οικουμενική σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε
στην Κωνσταντινούπολη το έτος 553.[195]
- Εκκλησιόδωρος (? 624), γνωστός από επιτύμβια επιγραφή στους αγίους
Δέκα,[196]
αφετέρου δε από τη συμμετοχή του στην Ε΄ οικουμενική σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε
στην Κωνσταντινούπολη το έτος 553.[197]
- Παύλος, αρχιεπίσκοπος Γορτύνης
(655). Είναι γνωστός από τις δύο επιστολές που του έστειλε ο πάπας Βιταλιανός το
έτος 668, διατάζοντάς τον αφενός μεν να
επαναφέρει τον επίσκοπο Ιωάννη στην επισκοπή Λάππας,[198]
από την οποία η σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης τον είχε καθαιρέσει παράνομα,
αφετέρου δε να επιστρέψει στην επισκοπή Λάππας τις μονές Παλαιά και Αρσίλι, οι
οποίες παρανόμως είχαν αφαιρεθεί από την δικαιο-δοσία του Ιωάννη.[199]
Επιπλέον, μνεία περί αυτού γίνεται στο Βίο του εν αγίοις ημών και θαυματουργού
Σπυρίδωνος, επισκόπου γενομένου πόλεως Τριμυθούντων, συντάκτης του οποίου υπήρξε
ο επίσκοπος Πάφου Θεό-δωρος.[200]
- Ευμένιος (β΄ μισό 7ου αι.). Περί
του βίου του γνωστού αυτού αγίου[201]
της Κρήτης (η μνήμη του εορτάζεται στις 18 Σεπτεμβρίου) στοιχεία αντλούμε από
συναξάρια και την υμνογραφία του. Πιθανολογείται[202]
ότι μεσολάβησε στην Κωνσταντινούπολη για την επίλυση διαφορών μεταξύ των
συμβασιλέων αδελφών του Κωνσταντίνου Δ’ του Πωγωνάτου (668-685
μ.Χ.).
- Βασίλειος Α΄. Συμμετέσχε με
σημαίνουσα θέση[203]
στις ΣΤ΄ (680 μ.Χ.) και Πενθέκτη (692 μ.Χ.) οικουμενικές συνόδους, οι οποίες
συγκλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.[204]
- Ανδρέας Κρήτης, ο Ιεροσολυμίτης
και υμνογράφος. Αν και, όπως παρα-τηρείται, ο Ανδρέας υπήρξε «ο διασημότερος των
αρχιεπισκόπων Κρή-της»,[205]
εν τούτοις στοιχεία για τον βίο του αντλούμε μόνον από εγκωμιαστι-κούς για τον
ίδιο λόγους[206]
ή από συναξάρια. Το παλαιότερο από αυτά συνέγραψε ο «πατρίκιος και κυέστωρ»
Νικήτας, κατά το β΄ μισό του 9ου αι.[207]
Ο Ανδρέας γεννήθηκε στη Δαμασκό
της Συρίας και έζησε μεταξύ των ετών 660 και 740. Μεγάλο χρονικό διάστημα της
ζωής του πέρασε στην Κωνσταντινούπολη όπου, λόγω της πολύπλευρης προσωπικότητάς
του, δια-κρίθηκε σε διάφορες εκκλησιαστικές διοικητικές θέσεις. Στη Βασιλεύουσα
κλήθηκε από τον τότε πατριάρχη Ιεροσολύμων να συμμετάσχει στην ΣΤ΄ Οικουμενική
Σύνοδο (680-681). Εκεί ο Ανδρέας χειροτονήθηκε διάκονος του Οικουμενικού
Πατριαρχείου και ανέλαβε τη διεύθυνση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, μεταξύ των οποίων
ήταν και το ορφανοτροφείο της Κωνσταντι-νούπολης «Άγιος Παύλος».[208]
Στα καθήκοντα των ορφανοτρόφων ανήκαν η
διαχείριση της περιουσίας του ιδρύματος και η επιτροπεία και κηδεμονία των
ανηλίκων τροφίμων του ορφανοτροφείου.[209]
Από την Κωνσταντινούπολη
χειροτονήθηκε επίσκοπος στην Κρήτη και αργότερα, περί το 710/711, αρχιεπίσκοπός
της. Ο Ανδρέας διακρίθηκε όχι μόνον για το πλουσιότατο ποιμαντικό και
φιλανθρωπικό του έργο,[210]
στο οποίο περιλαμβανόταν και η ανακαίνιση πολυάριθμων ναών, αλλά τις επιδόσεις
του στην υμνογραφία, με ειδικότητα τη σύνθεση κανόνων υμνο-γραφίας.[211]
Αξιομνημόνευτος υπήρξε και ο μακροχρόνιος αμυντικός αγώνας του Ανδρέα μαζί με το
ποίμνιό του κατά των συνεχών επιδρομών των Σαρακηνών. Να σημειωθεί εδώ ότι
σημαντικές πληροφορίες για την επίθεση των Αράβων κατά της Κρήτης οφείλουμε στον
Βίο του αγίου Ανδρέα.[212]
Στο διάταγμα του Λέοντα Γ΄ του Ίσαυρου (717 – 741), με το οποίο διατασσόταν η
απομάκρυνση των ιερών εικόνων από τους ναούς και η καταστροφή τους, ο Ανδρέας αντιτάχθηκε υποστηρίζοντας την τιμητική
τους προσκύνηση. Ειδικότερα, στους λόγους του για την προσκύνηση των ιερών
εικόνων[213]
και για την περιτομή του Χριστού, υποστηρίζει ότι η χρήση τους είναι παλαιά
παράδοση.[214]
Τέλος, να σημειωθεί και εδώ ότι επί Ανδρέου Κρήτης έγινε η προσάρτηση των
εκκλησιαστικών επαρχιών του Ανατολικού Ιλλυρικού (Ηπείρου, Μακεδονίας,
Θεσσαλίας, Ελλάδος, Κρήτης κ.λπ.) στο Οικου-μενικό Πατριαρχείο, με ταυτόχρονη
αφαίρεσή τους από την δικαιοδοσία του πάπα Ρώμης (περί το 730-732). Ο Ανδρέας
απεβίωσε στην Ερεσσό της Λέσβου, καθώς ταξίδευε από την Κωνσταντινούπολη προς
την Κρήτη και ανακηρύχθηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.[215]
- Ηλίας Α΄ (787). Συμμετέσχε στην
Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο[216]
(βλ. και πιο κάτω).
- Γεώργιος (τέλη 8ου αι.)[217]
- Βασίλειος (τέλη 9ου αι.)[218]
Συμμετοχή Κρητών επισκόπων σε
Συνόδους[219]
πιθανολογείται από την πρώτη, ήδη, Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε από
τον Μ. Κων-σταντίνο στη Νίκαια της Βιθυνίας
το έτος 325, χωρίς δυστυχώς να τηρηθούν πρακτικά της.[220]
Η εν λόγω Σύνοδος συγκροτήθηκε από 318 πατέρες, οι οποίοι εκπροσώπησαν όλες
σχεδόν τις επαρχίες του κράτους. Στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο μαρτυρείται, από
έμμεση όμως πηγή,[221]
συμμετοχή του αρχιεπισκόπου Κρήτης Αρτακίου, ιεράρχη για τον οποίο δεν έχουν
σωθεί άλλες πληροφορίες.
Βέβαιη θεωρείται στη Σύνοδο της
Σαρδικής (343-344) των Κρητών Επισκόπων Σύμφορου Ιεράπυδνας,[222]
Κυδώνιου Κυδωνίας,[223]
Εύκισσου Κισάμου[224]
και Μουσώνιου Ηρακλείου.[225]
Την πληροφορία περί της συμμε-τοχής τους αντλούμε από λατινικό κατάλογο των
πατέρων της Συνόδου αυτής, που προέρχεται
από τα οικεία πρακτικά.[226]
Όπως διαπιστώνουμε, απουσιάζει από τα ανωτέρω ονόματα ο Επίσκοπος Γορτύνης,[227]
ο οποίος, ως αρχιεπίσκοπος Κρήτης συμμετείχε σε όλες τις μετέπειτα Συνόδους,
στις οποίες μαρτυρείται συμμετοχή Κρητών Επισκόπων, δηλαδή στις Οικου-μενικές
Συνόδους Γ΄ έως και την Ζ΄.[228]
Παραμένει άγνωστο αν και ποιοι
ιεράρχες της Κρήτης συμμετείχαν στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (συγκλήθηκε το 381
στην Κωνσταντινούπολη και ασχολήθηκε με την αίρεση του επισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως Μακε-δονίου),[229]
καθώς ούτε και σε αυτήν τηρήθηκαν πρακτικά. Είναι όμως βέ-βαιο ότι συμμετείχαν
στις εργασίες της επίσκοποι του Ιλλυρικού.[230]
Στη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο,[231]
οι εργασίες της οποίας έλαβαν χώρα στην Έφεσο το 431 μ.Χ., συμμετείχαν, σύμφωνα
με τον κατάλογο των πρακτικών της Συνόδου,[232]
οι Κρήτες επίσκοποι Ικόνιος Γορτύνης, Ανδήριος Χερρο-νήσου,[233]
Παύλος Λάμπης[234]
και Ζηνόβιος Κνωσού.
Στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο,[235]
που συγκλήθηκε το έτος 451 στη Χαλκη-δόνα της Μ. Ασίας, συμμετείχαν, σύμφωνα
πάλι με τον κατάλογο των πρακτικών της,[236]
οι Κρήτες επίσκοποι Μαρτύριος Γορτύνης, Γεννάδιος Κνωσού, Δημήτριος Λάμπης,
Κύριλλος Σουβρίτου,[237]
Ευσέβιος Απολλω-νιάδος,[238]
Ευφράτης Ελευθερνών[239]
καθώς και ο πρεσβύτερος Χρυσόγονος, εκπροσωπώντας τον επίσκοπο Καντάνου[240]
Παύλο («επέχων τον τόπον Παύλου
Καντάνων»). Τις διάφορες πράξεις της Συνόδου αυτής ο αρχιεπί-σκοπος
Κρήτης υπογράφει ανάμεσα στην 39η και την 48η θέση.[241]
Στην Ενδημούσα Σύνοδο,[242]
η οποία συγκλήθηκε το έτος 536 στην Κωνσταντινούπολη, συμμετείχαν από την Κρήτη
οι επίσκοποι Θεόδωρος Γορτύνης καθώς και ο αρχιμανδρίτης Πολυχρόνιος, ηγούμενος
κρητικής μονής.[243]
Τις διάφορες πράξεις της Συνόδου αυτής ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης υπογράφει ανάμεσα
στην 31 θέση.[244]
Στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο,[245]
η οποία συγκλήθηκε το έτος 553 στην Κωνσταντινούπολη, συμμετείχε από την Κρήτη
μόνον ο Γορτύνης Θεόδω-ρος.[246]
Τις διάφορες πράξεις της Συνόδου αυτής ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης υπογράφει στην 31
θέση.[247]
Στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η
οποία συγκλήθηκε τα έτη 680/681 στην Κωνσταντινούπολη με πρωτοβουλία του
αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ΄ του Πωγωνάτου (668-685) και του πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Γεωργίου (679-686), συμμετείχαν από την Κρήτη ο μητροπολίτης
της, επίσκοπος Γορ-τύνης Βασίλειος, καθώς και οι επίσκοποι Λάμπης Ιωάννης και
Καντάνου[248]
Γρηγόριος.[249]
Τις διάφορες πράξεις της Συνόδου αυτής ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης υπογράφει ανάμεσα
στην 9η και στην 11η θέση.[250]
Στην Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο,
η οποία συγκλήθηκε τα έτη 691/692 στην Κωνσταντινούπολη, συμμετείχαν από την
Κρήτη ο μητρο-πολίτης της επίσκοπος Γορτύνης Βασίλειος, καθώς και οι επίσκοποι
Κυδωνίας Νικήτας, Χερρονήσου Σισίννιος και Κισάμου Θεόπεμπτος.[251]
Τις διάφορες πράξεις της Συνόδου αυτής ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης υπογράφει στην 14η
θέση[252].
Στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η
οποία συγκλήθηκε το έτος 787 στη Νίκαια, η Κρήτη εκπροσωπήθηκε με πολυάριθμο
ιερατείο. Συμμετείχαν από την Κρήτη ο μητροπολίτης της επίσκοπος Γορτύνης Ηλίας
και οι επίσκοποι Λάμπης Επιφάνιος, Ηρακλειουπόλεως Θεόδωρος, Κνωσού Αναστάσιος,
Κυδωνίας Μελίτων, Κισσάμου Λέων, Σουβρίτων Θεόδωρος, Φοίνικος[253]
Λέων, Αρκαδίας[254]
Ιωάννης, Ελευθέρνης Επιφάνιος, Καντάνου Φωτεινός και Χερσονήσου Σισσίνιος.[255]
Πλην των ανωτέρω δώδεκα επισκόπων, στην ίδια Σύνοδο συμμετείχαν και δυο
ηγούμενοι μονών της Κρήτης: ο Θέογνις, ηγούμενος της μονής του Αποστόλου
Τιμοθέου και ο Πέτρος, ηγούμενος της μονής του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου.[256]
Τις διάφορες πράξεις της Συνόδου αυτής ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης υπογράφει στην 14η
θέση.[257]
4. Η κατάκτηση της
Κρήτης από τους Άραβες (824/826).
4.1. Γενικά. Η κατάληψη της Κρήτης
από τους Άραβες, αν και χρονικά υπήρξε η συντομότερη από τις κατακτήσεις που
υπέστη η μεγαλόνησος, αφού διάρκεσε μέχρι το έτος 961 μ.Χ., δηλαδή
περίπου 137 έτη, απο-δείχθηκε, λόγω ακριβώς των καταστροφικών της
συνεπειών, γεγονός μείζο-νος σημασίας όχι μόνο για το νησί αλλ’ επί πλέον για το
Βυζάντιο συνολικά. Έτσι, και από την περίοδο της Αραβοκρατίας[258]
της Κρήτης, ελάχιστα στοι-χεία διασώζονται.
Οι Σαρακηνοί έρχονται στο νησί το
έτος 824/825 από την ισπανική Ανδαλουσία, και υπό την ηγεσία του αρχηγού της
Κόρδοβας Αμπού Χαψ Ομάρ (Abu Hafs Umar Aysi), κατακτούν την Κρήτη με ιδιαίτερη ευκολία,[259]
οργανώνοντας ένα αραβικό κράτος. Το αραβικό αυτό κράτος στήριζε την επιβίωσή του στην πειρατεία και
την οικονομική καταπίεση του ιθαγενούς πληθυσμού.[260]
Συναφής είναι μαρτυρία του
Γεωργίου Κεδρηνού, από το έργο του Σύνοψις
ιστοριών, έκδ. Βόννης, τόμ. Ι-ΙΙ, 1838 (εδώ τόμ. ΙΙ, σ. 92), όπου
σημειώνεται για τον αρχηγό των Αράβων Αμπού Χαψ Ομάρ: «Ήκε δε ποτε και εις Κρήτην, ταύτην
καταδραμών και ανδραποδισάμενος ως ενήν και την της νήσου καταμαθών αρετήν και
χάριν, "τούτο" έφη προς τους υπηκόους, ‘ιδού γη ρέουσα γάλα και
μέλι’».
Το ισχυρότερο οχυρό των Αράβων
στην Κρήτη ήταν η πρωτεύουσά τους Χάνδαξ (al-Chandax = τάφρος στα αραβικά), που βρισκόταν στη θέση της
σημερινής πόλεως του Ηρακλείου.[261]
Το ιδιότυπο αραβικό εμιράτο, το οποίο ιδρύθηκε στην Κρήτη, αναδείχθηκε για τα
επόμενα εκατόν σαράντα χρόνια σε ένα αδίστακτο ορμητήριο, που επιδόθηκε στη
ληστοπειρατεία των πλοίων και των παραλίων της Μεσογείου, καθώς και την
οικονομική καταπίεση του γηγενούς κρητικού πληθυσμού. Μεταξύ των σημαντικότερων
και σκληρό-τερων επιδρομών αναφέρονται η προσβολή των παραλίων της Μυτιλήνης και
του Άθωνα (862), της Χαλκιδικής (866) και της Αδριατικής θάλασσας
(872).
Η πτώση του νησιού στους
Άραβες είχε συνέπειες μεγάλης οικονομικής και στρατιωτικής σημασίας τόσο για το
Βυζάντιο, όσο και για τους θαλάσσι-ους εμπορικούς δρόμους της ανατολικής λεκάνης
της Μεσογείου. Η Κρήτη κατέστη ένα τεράστιο, ασφαλές και απόρθητο ορμητήριο των
αραβικών επιδρομών οι οποίες εκδηλώνονταν σε όλη την γύρω περιοχή.
Η αραβική διοίκηση της
Κρήτης είναι υποτυπώδης, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την επικράτηση της βίας,
που εκδηλώνεται με καταστροφές και εξισλαμισμούς.[262]
Επιπλέον, η τυχοδιωκτική και αρπακτική διάθεση των Αράβων τους κατευθύνει σε
ληστοπειρατικές επιχειρήσεις και στο εξωτερικό του νησιού,[263]
ενώ σημαντικό έσοδο για τους Άραβες αποτελεί η επ’ αμοιβή και για λογαριασμό
άλλου κράτους ανάληψη πολεμικών επιχειρήσεων.
Μετά από όλα αυτά, δεν
είναι τυχαίο ότι, οι όποιες διασωθείσες ιστορικές μαρτυρίες αφορούν σχεδόν
αποκλειστικά στις πειρατικές επιδρομές των Αράβων και στις πολεμικές
επιχειρήσεις των Βυζαντινών τουλάχιστον να τις
περιορίσουν.
Μνημονεύονται δύο τέτοιες
επιδρομές, που έλαβαν αμφότερες χώρα επί αυτοκράτορα Θεοφίλου (829-842): η πρώτη
εναντίον των μικρασιατικών παραλίων και κατά των μονών του όρους Λάτρους? η
δεύτερη, κατά της Λέσβου. Λόγω των πολυάριθμων αραβικών επιδρομών, με ορμητήριό
τους την Κρήτη, η μεγαλόνησος προσέλαβε την περίοδο εκείνη την προσωνυμία
‘θεόλεστος’.[264]
Όπως είναι εύλογο, η τραγική αυτή
κατάσταση δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορο το Βυζάντιο, το οποίο έκτοτε
προσπαθούσε διαρκώς να ανακατα-λάβει την Κρήτη. Τέτοιες απόπειρες μαρτυρούνται
να έγιναν επί αυτοκρά-τορα Μιχαήλ (820-829), που έστειλε αρχικά στην Κρήτη τους
στρατηγούς Φωτεινό και Κρατερό, οι οποίοι ηττήθηκαν κατά κράτος, ενώ ακολούθησε
η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση υπό τον Ωορύφα, που όμως δεν είχε
ουσιαστικότερη κατάληξη.
Με την Κρήτη υπό τον αραβικό ζυγό,
μεταβλήθηκε σε σημαντικό βαθμό η ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και ευρύτερα στην
ανατολική Μεσόγειο. Οι θαλάσσιοι δρόμοι δεν ήταν πλέον ασφαλείς γεγονός που
επέφερε δυσμε-νέστατες συνέπειες στην οικονομία του Βυζαντίου. Πέραν βεβαίως
αυτού, η στρατιωτική και αμυντική ισχύς της αυτοκρατορίας δέχθηκε καθοριστικό
πλήγμα, τόσο ουσιαστικό όσο και σε επίπεδο γοήτρου. Οι πειρατικές επιδρομές των
Αράβων σε βάρος των νησιών ή παραθαλάσσιων πόλεων του Αιγαίου πολλαπλασιάστηκαν,
πλήττοντας όχι μόνον τις τοπικές οικονο-μίες[265]
αλλά και την οικονομική αιμοδοσία της Κωνσταντινούπολης.
Σημαντικό μέρος των εσόδων των
Αραβοκρητών πειρατών προέρχονταν από τα ‘αλάγια’, περί των οποίων κάνει λόγο ο
Ιωάννης Καμενιάτης. Επρό-κειτο για συμφωνίες μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων με
αντικείμενο την εκατέρωθεν ανταλλαγή αιχμαλώτων. Πηγή ως προς αυτό αποτελεί το
σχε-τικό με την άλωση της Θεσσαλονίκης (904) από τον εξωμότη Σαρακηνό Λέοντα
Τριπολίτη έργο του Ιωάννη Καμενιάτη, λόγιου κληρικού και ‘Κου-βουκλεισίου’ που
έζησε τον 10ο αιώνα.
Ο Καμενιάτης την περίοδο της άλωσης ήταν ιερέας στη
Θεσσαλονίκη και είχε συλληφθεί αιχμάλωτος, ενώ αργότερα απελευθερώθηκε με λύτρα.
Στο έργο του αποτύπωσε με πιστότητα γεγονότα των οποίων υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας
και έδωσε πολύτιμες πληροφορίες για τα πράγματα της περιόδου που έζησε. Γράφει
μεταξύ άλλων ο Ι. Καμενιάτης:
«?λλ'
?τε
δ?
π?ντες
ε?ς
μερ?δας
γεν?μενοι
π?λιν
μετ?
τ?ν
σκ?λων
τα?ς
ναυσ?
συνηλ?θησαν
(?μφω
γ?ρ
κα?
τα?τα
σ?ν
τ?
πλ?θει
διενεμ?θησαν),
τ?τε
δ?
τ?ν
βαρβ?ρων
ο?
τ?ν
Κρ?την
ο?κο?ντες
ο?κ
?λ?γους
?νο?ντο,
πολ?
χρυσ?ον
?π?ρ
α?τ?ν
καταβαλ?σθαι
μ?
παραιτο?μενοι,
ο?χ
?πλ?ς
ο?δ'
?ς
?τυχεν,
?λλ?
κ?ρδους
τιν?ς
?π?θεσιν
?αυτο?ς
?κ
το?του
περιποιο?μενοι. 73.6
?δεισαν
γ?ρ
πολυπλασ?ονα
τ?ν
διδομ?νων
λαβε?ν,
?ν?κα
?ν
καταλλαγ?ς
?π?λθοι
καιρ?ς,
?π?τε
το?ς
?μοφ?λους
α?τ?ν,
το?ς
παρ?
τ?ν
?ωμα?ων
χειρωθ?ντας,
?κδ?χονται. 73.7
ο?δ?
γ?ρ
?ς
?ν
το?ς
κατ?
Συρ?αν,
ο?τω
κα?
το?τοις
?
τ?ν
α?χμαλ?των
?πολ?τρωσις
?κτελε?ται,
?λλ'
?πεκρ?τησεν
?ν
το?τοις
παλαι?ν
?θος
χρ?ν?
βεβαιωθ?ν,
?να
κα?
τ?ν
β?ρβαρον,
?στις
ποτ? ?ν,
χ?ριν
το?
κατεχομ?νου
κομ?ζωνται,
κα?
τ?ν
?π?ρ
α?το?
δοθε?σαν
τιμ?ν
?παιτ?σιν
ε?ς
τ?
διπλ?σιον. 73.8
δι? τοι
το?το
πολλο?ς
ο?
Κρ?τες
τ?ν
α?χμαλ?των
?ν?σαντο,
τ?ν καθ'
?μ?ς
συμφορ?ν
κ?ρδους
συνεισφορ?ν
?αυτο?ς
?φευρ?μενοι. 73.9
?πρ?χθη
δ?
τα?τα
?φ'
?λαις
?μ?ραις
δ?κα,
?ε?
τ?ν
?θ?δων
νη?ν
μετασκευαζουσ?ν
το?ς
?νουμ?νους
κα?
πρ?ς
τ?ν
?δ?αν
π?λιν
μεταγουσ?ν. 73.10...
74.4 ?δη
δ?
τ?ς
δωδεκ?της
?μ?ρας
?ρχομ?νης,
λ?γω
δ?
τ?ς
πρ?ς
τ?ν
Κρ?την
?φ?ξεως,
το?
πλο?ς
?πηρξ?μεθα. 74.5
μετ?χθημεν
δ?
πρ?ς
τ?ν
?ντικρ?
ν?σον,
?τις
?ι?ς
καλε?ται?
κα?
π?λιν
?κε?θεν
?ναχθ?ντες
?ν
τ?
τ?ς
ν?σου
π?ρατι
προσωρμ?σθημεν 74.6
?ν
?
κα? ?δρευ-σ?μενοι
κα?
μικρ?ν τι
τ?
τ?π?
προσμε?ναντες
?ς κατ’
ο?ρ?ν
ε?δον
γεγον?τα
τ?ν
?νεμον,
?π?πλευσαν
?κε?θεν
κατ?
μ?σον
?θ?ναντες
το?
πελ?γους 76.6
πολλ?
γ?ρ
πλε?ω
χιλ?ων
ψυχ?ν
?φασκον
ε?ναι
κατ?
τ?ν
να?ν
?κε?νην,
?κ τε
τ?ν
βαρβ?ρων
κα?
τ?ν
α?χμαλ?των
τ?ν
?ν
τ?
Κρ?τ? κατ'
α?τ?ν
ε?σενε-χθ?ντων
κα?
τ?ν
?κ
τ?ς
?ηθε?σης
προστεθ?ντων
α?τ?ας,
?ς
τοσο?τον
?π?χειν
βαπτισθ?ναι
τ?ν
?λκ?δα
?σον
μι?ς
παλαιστ?ς
τ?
μ?τρον
?στ?ν. 76.7
ο?
συνεχ?ρησε
δ?
το?το
?
τ?ν
?φαν?ν
γν?στης
κα?
τ?ν
κρυφ?ων
?ξεταστ?ς
κ?ριος,
?λλ'
?ς
ε?δε
τ?ς
καρδ?ας
?π?ντων
π?σης
μ?ν
χρηστ?ς
?πειπο?σας
?λπ?δος,
α?τ?
δ?
μ?ν?
τ?ν
?μηχαν?αν
?μφανιζο?σας
τ?
π?ντα
δυναμ?ν?
μ?ν?
τ?
βο?λεσθαι,
?π?βλεψεν
?π'
α?το?ς. 76.8.
κα?
ε?ς
πραε?αν
μ?ν
α?ραν
τ?ν
καταιγ?δα,
ε?ς
γαλ?νην
δ?
τ?ν
τ?ν
κυμ?των
καταστορ?σας
τραχ?τητα,
?σωσεν
α?το?ς
?κ
τοσο?του
κινδ?νου,
π?σιν
?μφα?νων,
κα?
μ?νον
ο?χ?
βο?ν
δεικν?ων
τ?
πρ?γματα,
?πως
??εσθαι
δ?ναται
?
τ?ν
θαυμασ?ων
θε?ς
το?ς
?ν
?ληθε??
κα?
φ?β? ?πικαλουμ?νους
α?τ?ν. 78.1.
Ο?
δ? γ'
?ν
Κρ?τ? ?ξ
?μ?ν
διαιρεθ?ντες
?ν
τα?ς
?λλαις
ναυσ?
τα?ς
?φ'
?κ?στου
τ?που
διεσπ?ρησαν καθ'
?λης
τ?ς
παραλ?ας
Συρ?ας? 78.2.
ο?ς
κα? ?νο?μενοι
πολλο?
τ?ν
?μπ?-ρων
κα?
π?λιν
μεταπιπρ?σκοντες
κατ?
διαφ?ρους
τ?πους
?ν
?λλ?λοις
μ?χρι
κα?
ν?ν
α?το?ς
?νταμε?βουσιν,
?ς
κα?
α?τ?ν
φθ?σαι
τ?ν
Α?θιοπ?αν
τιν?ς
?ξ
α?τ?ν
κα?
το?ς
τ?ν
?κροτ?την
μεσημβρ?αν
κατοικο?ντας
βαρβ?ρους».
Στο πλαίσιο της διαδικασίας των
αλλαγίων, οι Αραβοκρήτες είχαν επιβάλλει στους Βυζαντινούς την πρακτική όχι
μόνον να παίρνουν έναν μου-σουλμάνο αντί για κάθε χριστιανό που παρέδιδαν, αλλά
ταυτόχρονα και να εισπράττουν τη διπλή τιμή από αυτήν που είχαν πληρώσει για να
αποκτή-σουν τον χριστιανό αιχμάλωτό τους. Για το λόγο αυτό, πολλοί
Θεσσαλο-νικείς αιχμάλωτοι που αγοράστηκαν στην Κρήτη προορίζονταν για
μετα-πώληση στους Βυζαντινούς, στη διπλάσια τιμή και σημαντικότατο κέρδος.
Παρατηρείται σχετικά[266]
ότι αυτή ήταν τακτική που οι Άραβες της Κρή-της ακολουθούσαν συστηματικά, όπως
προκύπτει και από ανάλογη πληρο-φορία του Βίου του αγίου Πέτρου, επισκόπου
Άργους. Στην εν λόγω πηγή μαρτυρείται ότι οι Άραβες της Κρήτης έρχονταν κάθε
έτος στο Άργος, όπου πουλούσαν έναντι πολλών λύτρων μεγάλο αριθμό
αιχμαλώτων.
Η πειρατική παρουσία των
Αραβοκρητών στο χώρο του Αιγαίου άκρως εκφοβιστική των ναυτιλλόμενων και
παραλυτική για την ανάπτυξη της σχετικής δραστηριότητας. Όπως
μαρτυρείται:
«Καί Κρ?τες δέ
πειρατικα?ς ναυσί
χρώμενοι… νήσοις καί πόλεσι καί κώμαις τα?ς παραλίοις
νυκτός ?νεδρεύοντες
καί τούς παρατυγχάνοντας ληιζό-μενοι, ο?ς μέν
τ?ν γρύξαι
τολμώντων ?ργον
?ποιο?ντο μαχαίρας,
τούς δ’ ?σοι
κατεπτηχότες ε?ποντο
σιγ?,
ε?λκον
ε?ς δουλείαν
ο?κτρ?ς»
(Πέτρου επισκόπου Άργους, Βίος).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Α΄. Πολιτειακές Πηγές.
1. Το νομοθετικό έργο
του Ιουστινιανού.
1.1. Γενικά. Ανεκτίμητης αξίας για
τη θεσμική εξέλιξη του βυζαντινο-ρωμαϊκού κράτους αποδείχθηκε το μεγάλο
κωδικοποιητικό, αλλά και νομο-παραγωγικό έργο του αυτοκράτορα Ιουστινιανού
(527-565).[267]
Κατά την περίοδο της ανόδου του στο θρόνο, η παλαιότερη κωδικοποίηση του
αυτο-κράτορα Θεοδοσίου (346-395), ήταν ήδη προφανές ότι είχε ολοκληρώσει τον
δικαιικό της κύκλο, υποκαθιστάμενη από πολυνομία διατάξεων, που επέφεραν ως
αποτέλεσμα τη διάβρωση των θεσμών και τη δυσλειτουργία των διοικητικών δομών του
κράτους.
Ειδικότερα, ο Θεοδοσιανός Κώδικας
(Codex
Theodosianus, 438/439)[268]
προκαλούσε πλέον σύγχυση στους εφαρμοστές του δικαίου, καθώς περιείχε όλες τις
constitutiones των ετών 306-435,
ακόμη και εκείνες που είχαν στο μεταξύ καταργηθεί.[269]
Η σύγχυση αυτή επιτεινόταν από τη θέσπιση νέων διατάξεων μετά την έκδοση του
Θεοδοσιανού Κώδικα, οι οποίες δεν ήταν σαφές αν και σε ποιο βαθμό είχαν
καταργήσει παλαιότερες. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο Θεοδοσιανός
Κώδικας, μαζί με τους δύο προδρόμους του Γρηγοριανό και Ερμογενειακό Κώδικες
(Codex
Grego-rianus, 291 μ.Χ. - Codex
Hermogenianus, 295),[270]
αποτελούσαν για τους εφαρμοστές του δικαίου τις σημαντικότερες πηγές της ύστερης
αρχαιότητας σε Ανατολή και Δύση, έχοντας μάλιστα ενταχθεί μέχρι την περίοδο του
Ιουστινιανού στα διδακτικά προγράμματα των νομικών σχολών.[271]
Η κωδικοποίηση των αυτοκρατορικών
διατάξεων -που επιτεύχθηκε μετά από άρση των αντιφάσεων, τις οποίες αυτές
εμπεριείχαν- άρχισε σχεδόν αμέσως από την ανάληψη της διακυβέρνησης του κράτους
από τον Ιουστι-νιανό.[272]
Σπουδαίο έργο στη φάση αυτή αποτέλεσε η εκπόνηση του Πανδέκτη, δηλαδή η κωδικοποίηση του
jus.[273]
Ο ορισμός της κατάλληλης νομοπαρασκευαστικής επιτροπής καθώς και η ανάληψη του
σχετικού εγχει-ρήματος, αναγγέλθηκε με την constitutio
Deo auctore. Ως πρόεδρος της επιτροπής ορίστηκε ο Τριβωνιανός, ως ο
Quaestor sacri palatii (δηλαδή, ο Υπουργός Δικαιοσύνης) κατά την περίοδο
εκείνη.[274]
Την ίδια εποχή αναλήφθηκε και η
προσπάθεια σύνταξης των Εισηγήσεων
από τριμελή επιτροπή, επίσης υπό την προεδρία του Τριβωνιανού. Οι Ειση-γήσεις
έμελλε να αποτελέσουν ένα επίσημο διδακτικό εγχειρίδιο, συνταγ-μένο με πρότυπο
το αντίστοιχο έργο του κορυφαίου νομομαθούς Γάϊου.
Διαφορετικός ήταν ο τρόπος με τον
οποίο εκτιμήθηκε το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού στην Ανατολή, στην οποία
αποτέλεσε έκτοτε το θεμέλιο των δικαιικών της θεσμών, σε σχέση με τη Δύση. Στην
τελευταία το ίδιο έργο περιέπεσε σε λήθαργο από τον οποίο εξήλθε τον 11ο αιώνα,
υπό την επίδραση του νομικού ρεύματος των γλωσσογράφων, που θεώρησαν την
ιουστινιάνεια κωδικοποίηση ως μία ενέργεια σωστική για το ρωμαϊκό δίκαιο.[275]
1.2. Κώδικας (Codex). Με την κατάρτιση του
σπουδαίου αυτού νομο-θετικού έργου σκοπήθηκε η χρηστική κωδικοποίηση σε μία
ενιαία συλλογή της αυτοκρατορικής νομοθεσίας. Ο Κώδικας αποτέλεσε αντικείμενο
εργα-σιών δεκαμελούς νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν επτά
ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί, ένας καθηγητής της Νομικής Σχολής της
Κωνσταντινούπολης και δύο δικηγόροι, διορισμένοι στο ανώτατο δικαστή-ριο της
πρωτεύουσας. Η ομάδα αυτή εργασίας συστήθηκε με την constitutio Haec της 13ης Φεβρουαρίου
528.
Το κείμενο του Κώδικα στηρίχθηκε
στους προγενέστερους ομολόγους του Γρηγοριανό, Ερμογενειανό και Θεοδοσιανό. Η επιτροπή αρχικά αποκά-θαρε
το σύνολο του αρχικά συλλεγέντος υλικού από περιττά μέρη, καταργη-μένες
ρυθμίσεις ή άχρηστες επαναλήψεις διατάξεων. Το υλικό που απέμεινε μετά την
ανωτέρω επίπονη διαδικασία, κατατάχθηκε με τη σειρά του σε ευρύτερες θεματικές
ενότητες, οι οποίες ακολούθως και αυτές υποδιαιρέ-θηκαν σε περισσότερα
αντικείμενα, βάσει κοινών ρυθμιστικών κριτηρίων.[276]
Με τον τρόπο αυτό, το σύνολο του παλαιότερου νομοθετικού υλικού ελέγχθηκε
υπεύθυνα και συστηματικά και διαρθρώθηκε σε πιο ομογενο-ποιημένα μέρη, μετά από
άρση των ενδογενών αντιφάσεων και εναρμόνιση των επί μέρους τμημάτων του
περιεχομένου του.
Ο Κώδικας (Codex
vetus), αποτελούμενος από
δώδεκα βιβλία στην τελική του μορφή, τέθηκε σε ισχύ στις 16 Απριλίου 529, αφού προηγουμένως
κυρώθηκε με την Constitutio Summa
rei
publicae. Παράλληλα,
καταργή-θηκαν ρητά όσες ρυθμίσεις ίσχυαν παλαιότερα, εκτός αν είχαν προνομιακό
περιεχόμενο.[277]
Επειδή βεβαίως η παραγωγή
νομοθετικών διατάξεων δεν σταμάτησε με την ψήφιση του ιουστινιάνειου Κώδικα, το έτος 534 κατέστη επιτακτική η
αναθεώρηση και ενημέρωσή του, σε νέα, δεύτερη έκδοση, υπό τον ενημερω-μένο τίτλο
Codex
Justinianis repetitate praelectionis (16 Νοεμβρίου 534, κυρώθηκε με την
constitutio
Cordi). Η αναθεωρημένη αυτή
μορφή προέκυψε ως καρπός εργασιών μίας πενταμελούς επιτροπής, με πρόεδρο πάλι
τον Τριβωνιανό και μέλη τούς Δωρόθεο, καθηγητή στη Νομική Σχολή της Βηρυτού, και
τρεις δικηγόρους της πρωτεύουσας (Μηνά, Κωνσταντίνο και Ιωάννη).[278]
Και ο νέος Κώδικας υποδιαιρούνταν σε δώδεκα
‘Βιβλία’ και κάθε Βιβλίο σε ‘Τίτλους’.[279]
Αυτή η δομή και διάρθρωση αποκάλυπτε σαφείς επιρροές από τους παλαιότερους
κώδικες Θεοδοσιανό (αναφορικά με το
δημόσιο δίκαιο) και Γρηγοριανό (ως
προς το ιδιωτικό και ποινικό δίκαιο). Είναι χαρα-κτηριστικό ότι η κατάταξη των
νόμων μέσα στους Τίτλους είναι χρονο-λογική, καθώς την ίδια σειρά ακολουθούσε
και ο Θεοδοσιανός
Κώδικας.
Το κείμενο του Κώδικα, για το οποίο υιοθετήθηκε η
λατινική γλώσσα (πλην ορισμένων διατάξεων, που αποδίδονταν στα ελληνικά),
διδασκόταν στο πέμπτο έτος των νομικών σχολών της Κωνσταντινούπολης, για τις
οποίες πιο πάνω έγινε λόγος.
1.3. Πανδέκτης (Digesta, Pandectae). Με τη σύνταξη
του Πανδέκτη επι-διώχθηκε η
συγκέντρωση σε ένα ενιαίο συστηματικό έργο αποσπασμάτων από έργα παλαιών ρωμαίων
νομομαθών. Στην πραγματικότητα, με τον Πανδέκτη αντικαταστάθηκε μια παρόμοια
παλαιότερη συλλογή, η οποία υπό την ονομασία ‘Αναφορικός Νόμος’ είχε δει το φως της
δημοσιότητας επί των αυτοκρατόρων Θεοδοσίου του Β΄ και Βαλεντινιανού του Γ΄
(426).
Η σύνταξη του Πανδέκτη αναγγέλθηκε με την constitutio
Deo auctore, τον Δεκέμβριο του έτους 530. Υπό την προεδρία του
Τριβωνιανού στη νομο-παρασκευαστική επιτροπή συμμετείχαν ως μέλη τέσσερεις
αντικήνσορες: οι Θεόφιλος και Κρατίνος της Νομικής Κωνσταντινουπόλεως, Δωρόθεος
και Ανατόλιος της Βηρυτού. Ο Πανδέκτης κυρώθηκε με τη δίγλωσση (σε
λατινική και ελληνική γλώσσα)
constitutio
Tanta / Δέδωκεν (16-12-533).[280]
Κατά την κρατούσα άποψη, το υλικό
του Πανδέκτη -προερχόμενο στο σύνολό
του από έναν τεράστιο αριθμό έργων ρωμαίων νομομαθών της κλα-σικής, προκλασικής
και μετακλασικής περιόδου-[281]
διαιρέθηκε σε τρία μέρη, που μοιράστηκαν για ειδικότερη περαιτέρω επεξεργασία σε
ισάριθμες επιτροπές. Το πρώτο μέρος περιλάμβανε το ‘jus civile’, το δεύτερο το ‘jus honorarium’ και το τρίτο τις
‘quaestiones’ και τα
‘responsa’. Αργότερα,
προ-στέθηκε ως τέταρτο μέρος η
‘appendix’. Μετά από νέα
επεξεργασία του υλικού, τα αποσπάσματα οργανώθηκαν σε επιμέρους θεματικές
ενότητες.
Στην τελική του μορφή, ο Πανδέκτης αποτελείται από πενήντα Βιβλία, που υποδιαιρούνται -πλην των
Βιβλίων 30, 31 και 32- σε Τίτλους και
αυτοί σε Αποσπάσματα (‘δίγεστα’).
Κάθε Αποσπάσματος προηγούνται: (α) το όνομα του αντίστοιχου νομομαθούς
συγγραφέα, (β) το έργο του τελευταίου, από το οποίο ελήφθη το Απόσπασμα, και (γ)
η ακριβής παραπομπή στο συγκεκριμένο έργο.
Το σύνολο του υλικού προερχόταν
από έργα 39 συγγραφέων της περιόδου των ετών 100 π.Χ. έως 250 μ.Χ., στους
οποίους συγκαταλέγονταν όχι μόνον όσοι νομομαθείς είχαν το jus respondendi[282] αλλά και όσους περιλάμβανε ο ‘Αναφορικός Νόμος’. Ωστόσο, τα μισά
περίπου αποσπάσματα από το τελικό κείμενο του Πανδέκτη ανήκουν σε έργα του
Παύλου και του Ουλπιανού.
Ζήτημα ξεχωριστής βαρύτητας -που
προκάλεσε αργότερα σειρά ενδιαφε-ρόντων ερμηνευτικών προβλημάτων- αποτέλεσε η
δυνατότητα η οποία ανα-γνωρίσθηκε στην εισηγητική επιτροπή του Πανδέκτη να
παρεμβαίνει στο κείμενο των υπό κωδικοποίηση αναφορών, εισάγοντας σε αυτές ‘παρεμβλή-ματα’ (interpolationes). Το κυριότερο
ζήτημα που απασχόλησε τη νομική επιστήμη[283]
αφορούσε ο βαθμός και η έκταση κατά την οποία, λόγω των παρεμβλημάτων,
αλλοιώθηκε η αρχική μορφή των επεξεργασθέντων νομι-κών έργων.
Κατά μία μάλλον υπερβολική άποψη,
η έκταση των παρεμβλημάτων ήταν τέτοια, ώστε το τελικό περιεχόμενο του Πανδέκτη
να διασώζει σε πολύ μικρό βαθμό την αρχική μορφή των νομικών έργων. Σύμφωνα με
την κρατούσα ωστόσο γνώμη, το τελικό κείμενο δεν προέβη σε εκτεταμένη αλλοίωση
των αυθεντικών αναφορών.[284]
Η κυρωτική του Πανδέκτη constitutio Tanta /
Δέδωκεν κατέστησε υπο-χρεωτική την
αντικατάσταση των παλαιότερων αναφορών και την εφαρμογή των αναθεωρημένων μορφών
της, όπως είχαν στον Πανδέκτη, ορίζοντας ότι όποιος τολμούσε είτε ως διάδικος να
εμφανίσει σε δικαστήριο τις παλαιές διατάξεις είτε ως δικαστής να κάνει χρήση
τους, θα διωκόταν για πλαστο-γραφία.
Ωστόσο, πρέπει να θεωρείται ως
μάλλον προφανής η αναποτελεσματικό-τητα της ανωτέρω κυρωτικής απειλής, αφού η
πραγματοποίησή της προϋπέ-θετε πως το κείμενο του Πανδέκτη θα ήταν προσιτό στους
νομικούς ή εν γένει εφαρμοστές του δικαίου της (απέραντης!) ρωμαϊκής
επικράτειας. Η πρακτική αυτή δυσχέρεια αφορούσε βεβαίως πάντοτε κάθε νομοθετικό
έργο, γεγονός που εξηγεί την ευρύτατη κυκλοφορία μεταξύ των βυζαντινών
νομο-μαθών διαφόρων τύπων νομικών ‘επιτομών’ ή ‘συνόψεων’.[285]
Το πλήρες κείμενο του Πανδέκτη μας είναι γνωστό από τον
χειρόγραφο κώδικα (Littera) Florentina ή Codex
Florentinus, ο οποίος είναι
γραμμένος σε περίπου 900 δίστηλα φύλλα, δεμένα σε δύο τόμους, με πιθανότερο τόπο
σύνταξής του την Κωνσταντινούπολη (537;).[286]
1.4. Εισηγήσεις (Institutiones). Η σύνταξη
των Εισηγήσεων -ενός συστη-ματικού
εγχειριδίου, προορισμένου για διδασκαλία σε αρχάριους σπουδα-στές των νομικών
σχολών- οφείλεται στον Τριβωνιανό και τους αντικήν-σορες Θεόφιλο και Δωρόθεο.
Για την επιτυχή ολοκλήρωση της εντολής τους, τα μέλη της νομοπαρασκευαστικής
επιτροπής βασίστηκαν κυρίως στο ομότιτλο έργο του Γάϊου, επαναλαμβάνοντας το
περιεχόμενό του κατά τα δύο τρία περίπου. Επιπλέον, υπόψη ελήφθησαν και ανάλογα
έργα νομο-μαθών της κλασικής περιόδου. Οι Εισηγήσεις έχουν συνταχθεί με τρόπο ώστε
τους σπουδαστές να διδάσκει ο ίδιος ο αυτοκράτορας.
Το όλο έργο, που υποδιαιρέθηκε
τελικά σε τέσσερα Βιβλία, κυρώθηκε στις 21 Νοεμβρίου 533, με την constitutio Imperatoriam majestatem. Το πρώτο Βιβλίο των Εισηγήσεων περιέχει
γενικές έννοιες, δίκαιο της προσω-πικής κατάστασης και οικογενειακό δίκαιο. Το
δεύτερο, είναι αφιερωμένο στο εμπράγματο δίκαιο και τη διαδοχή εκ διαθήκης, το
τρίτο στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και τις δικαιοπραξίες, ενώ το
τέταρτο περιείχε την ύλη των αδικοπραξιών, τη δικονομία και το ποινικό
δίκαιο. Κάθε ‘Βιβλίο’ είναι
υποδιαιρεμένο σε ‘Τίτλους’ και κάθε Τίτλος σε περισσό-τερες ‘Παραγράφους’.
Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι η
μορφή διδακτικού εγχειριδίου, που είχαν οι Εισηγήσεις, δεν εμπόδισε τη χρήση του
περιεχομένου τους ως ισχύοντος την εποχή τους δίκαιο. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι
γνωστότερο χειρόγραφο, που διέσωσε το κείμενο των Εισηγήσεων, είναι ο Codex
Taurinensis (10ος αι.).
1.5. Νεαρές (Novellae). Ιδιαίτερα
αξιόλογη ήταν η πρωτότυπη νομοθετική παραγωγή του Ιουστινιανού, που έμεινε
ιστορικά γνωστή με την ονομασία ‘Νεαρές’ (Διατάξεις). Το μεγαλύτερο μέρος
τους συντάχθηκε στην ελληνική γλώσσα, ως συνέπεια του αντικειμενικά
διαπιστωμένου γεγονότος ότι στο ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας τα λατινικά
υποχωρούσαν ολοένα και περισσότερο.[287]
Σύμφωνα με το πνεύμα της
νομοθετικής πολιτικής του Ιουστινιανού, όπως αυτό προκύπτει από το περιεχόμενο
και τη στοχοθεσία των Νεαρών, η
νομιμότητα κάθε ενέργειας των υπηκόων της αυτοκρατορίας έπρεπε να κρίνεται βάσει
συγκεκριμένης ρητής νομοθετικής διάταξης.
Σημαντική είναι η Συλλογή των 168 Νεαρών (575), που
αποτελείται από Νεαρές όχι μόνον του Ιουστινιανού αλλά και διαδόχων του.[288]
Οι μισές από αυτές ρύθμιζαν ζητήματα της κεντρικής και περιφερειακής οργάνωσης
του βυζαντινού κράτους και τις αρμοδιότητες των οργάνων του, την οργάνωση της
απονομής της δικαιοσύνης μέσω των δικαστηρίων, την κατάρτιση των δικαιοπρακτικών
εγγράφων και τις αρμοδιότητες των συμβολαιογράφων, τη δημοσιονομική και
φορολογική πολιτική. Σημαντικός αριθμός Nεαρών είναι
αφιερωμένος στη ρύθμιση ζητημάτων ιδιωτικού, οικογενειακού και κληρο-νομικού
δικαίου. Τέλος, μία σειρά Νεαρών
καλύπτει ζητήματα των σχέσεων κράτους και εκκλησίας, οργάνωσης και διοίκησης της
τελευταίας, καθώς και του ειδικού προσωπικού και περιουσιακού δικαίου των
κληρικών και μονα-χών.
1.6. Η διδασκαλία του δικαίου -
Αντικήνσορες. Το δίκαιο κατά την περί-οδο που εξετάζουμε διδάσκεται στις νομικές
σχολές της Κωνσταντινούπολης και της Βηρυτού. Σημαίνοντες ‘αντικήνσορες’
(antecessores), δηλαδή καθη-γητές
των νομικών σχολών (νομοδιδάσκαλοι), αναδείχθηκαν οι Θεόφιλος, Δωρόθεος,
Θεόδωρος, Ισόδωρος, Ανατόλιος, Θαλελαίος, Κρατίνος και Σαλαμίνιος.[289]
Οι νομικές σπουδές κάλυπταν πέντε
έτη. Με το πρώτο έτος να είναι αφιε-ρωμένο στη διδασκαλία των Εισηγήσεων, οι
παραδόσεις των αντικηνσόρων βασίζονταν και στα άλλα δύο μέρη της ιουστινιάνειας
κωδικοποίησης, δηλαδή στον Πανδέκτη και τον Κώδικα.
Οι αντικήνσορες άρχιζαν τη
διδασκαλία τους με μία λεπτομερή εισαγωγή στο εξεταζόμενο λατινικό νομικό χωρίο,
ενέργεια που θεωρούνταν απαραί-τητη αφού οι περισσότεροι φοιτητές των νομικών
σχολών δεν κατανοούσαν τη λατινική γλώσσα, στην οποία ήταν γραμμένη η
κωδικοποίηση (Εισηγή-σεις, Πανδέκτης και Κώδικας). Η εισαγωγή αυτή καλούνταν
‘ίνδηξ’ (index), από το ρήμα indicare (= δηλώνω, δείχνω).
Παράλληλα γινόταν η ‘προ-θεωρία’, δηλαδή η παροχή επεξηγήσεων απαραίτητων για
την κατανόηση του ερμηνευόμενου κειμένου. Αν το ερμηνευόμενο χωρίο ανήκε στον
Κώδι-κα, προηγούνταν αναπαράσταση του ιστορικού που αποτέλεσε την αφορμή για την
έκδοση της συγκεκριμένης αυτοκρατορικής διάταξης. Εφόσον προη-γούνταν εισαγωγή
και επεξήγηση, οι σπουδαστές επιχειρούσαν ανάλυση του υπό εξέταση νομικού
εδαφίου.
Από τα έργα των αντικηνσόρων,
αξίζει να μνημονευθούν εδώ τα εξής:
(α) Τα Ινστιτούτα του Θεοφίλου (533-534), που αφορούσαν τη
διδασκαλία των ιουστινιάνειων Εισηγήσεων.[290]
Η συλλογή σώζεται στον Codex
Parisi-nus
graecus 1366, ενώ
ερμηνευτική τους επεξεργασία περιέχει η Glossa
Taurinensis.
(β) Ερμηνευτικά σχόλια στον Πανδέκτη, τα οποία περιέχονται στον
‘ίνδη-κα’ και τις ‘παραγραφές’ που συνέταξε ο αντικήνσορας Στέφανος (6ος αι.).[291]
(γ) Ερμηνεία του Κώδικα, που συνέταξαν οι Θαλλελαίος, Ισίδωρος, Ανα-τόλιος και Στέφανος.[292]
Το πρώτο έργο αυτό περιλαμβάνει ‘ίνδηκα, ‘παρα-γραφές’ και μία ‘κατά πόδα’
ερμηνεία’, ενώ εκείνο του Ισιδώρου περιέχει ‘ίνδηκα’.
Ο θεσμός των αντικηνσόρων διαρκεί
όσο και η βασιλεία του Ιουστι-νιανού, μετά το θάνατο του οποίου εξαφανίζονται,
ως συνέπεια του περιο-ρισμού της κρατικά οργανωμένης νομικής παιδείας.
1.7. Το δημόσιο δίκαιο. Εκτός από
ιδιωτικό δίκαιο, το Corpus
Juris
Civilis περιείχε και
διατάξεις δημόσιου χαρακτήρα, που αφορούσαν την οργάνωση του κράτους και της
διοικήσεως, το εκκλησιαστικό δίκαιο, τη δικονομία και το ποινικό δίκαιο.[293]
Ανάλογο περιεχόμενο -αφιερωμένο
στο χώρο της διοικητικής επιστήμης και την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης- είχε
το έργο του Ιωάννη Λυδού, Περί αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας
(περίπου 552).[294]
Στη γεωγραφική οργάνωση της
δημόσιας διοίκησης αναφέρεται ο Συνέκ-δημος του Ιεροκλή, περιέχοντας πίνακα των 64
επαρχιών και των 923 πόλεων της αυτοκρατορίας (έτους 535).[295]
Τέλος, ρυθμίσεις διοικητικού,
ποινικού αλλά και ιδιωτικού δικαίου περιλαμβάνει το κανονιστικού περιεχομένου
κείμενο υπό τον τίτλο Νόμοι των Ομηριτών
(σημερινή Υεμένη), με πιθανό συντάκτη τους τον αρχι-επίσκοπο Τεφρών
Γρηγέντιο. Το έργο φαίνεται να συντάχθηκε στη Συρία τον 6ο αι, αναφέρεται όμως
στους θεσμούς που ίσχυαν στις νοτιοαραβικές πόλεις.[296]
1.8. Αξιολόγηση του νομοθετικού
έργου του Ιουστινιανού. Όπως παρατη-ρείται,[297]
το κωδικοποιητικό έργο του Ιουστινιανού δεν βρήκε ιδιαίτερα μεγάλη απήχηση στους
συγχρόνους του, ίσως επειδή οι πραγματικές και ουσιαστικές καινοτομίες
θεσπίστηκαν με ξεχωριστούς νόμους. Στο δυτικό μεσαίωνα, αντίθετα, θεωρήθηκε ως
μία ενέργεια σωστική για το ρωμαϊκό δίκαιο.
Αργότερα, στους νεότερους χρόνους,
διατυπώθηκε κατά του Ιουστι-νιανού η μομφή ότι με τα «παρεμβλήματα» παραποίησε
τα κλασικά έργα των ρωμαίων νομικών. Η αλήθεια είναι ότι με την κωδικοποίηση
επήλθαν μεταβολές στα κείμενα αυτά, αλλά με τις ιουστινιάνειες μεταβολές δεν
σκοπήθηκε τόσο η αναμόρφωση του δικαίου από δογματική άποψη όσο, κυρίως, η άρση
αντιφάσεων, η σταθερότητα, η σαφήνεια και η εξασφάλιση της δυνατότητας να
χρησιμοποιηθούν τα κείμενα αυτά στην πρακτική. Είναι οπωσδήποτε φανερό πως με
την κωδικοποίηση καταδικάστηκαν σε εξαφά-νιση τα πρωτότυπα της κλασικής ρωμαϊκής
φιλολογίας, αφού ο Πανδέκτης περιέλαβε μόνον αποσπάσματα από τα σχετικά έργα -
και όχι από όλα. Και πάλι όμως δεν μπορεί να κατηγορηθεί γι’ αυτό ο
Ιουστινιανός, εφόσον δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα κείμενα θα είχαν περισωθεί
στο σύνολό τους, αν δεν είχε μεσολαβήσει η κωδικοποίηση.
2. Η νομοθετική
παραγωγή κατά την περίοδο
μετά το θάνατο του
Ιουστινιανού μέχρι τους Μακεδόνες.
2.1. Γενικά. Σε σύγκριση με τη
νομοθετική παραγωγή που προηγήθηκε, η αντίστοιχη της εξεταζόμενης εδώ περιόδου
θεωρείται σαφώς υποδεέστερη, τόσο από πλευράς ποσότητας, όσο και ποιότητας του
περιεχομένου της. Το γεγονός αυτό επηρέασε, κατ’ επέκταση, το επίπεδο οργάνωσης
και λειτουρ-γίας των ίδιων των πολιτειακών θεσμών, οι οποίοι υπέστησαν ανάλογη
παρακμή και διάβρωση. Ακόμη και το αυθεντικό κείμενο του Corpus Juris Civilis είχε καταστεί ιδιαίτερα δυσεύρετο για τους νομικούς,
κάτι που παράλληλα προδίδει την περιορισμένη χρήση και διάδοσή του.
Στην παρακμιακή αυτή εξέλιξη, σε
σχέση με την προηγούμενη νομική και πολιτιστική παραγωγή, συνέτεινε, μεταξύ
άλλων, και η παύση της λειτουργίας της Νομικής Σχολής Βηρυτού, μετά τον
καταστρεπτικό σεισμό του έτους 551, ενώ αμφίβολο παραμένει μέχρι σήμερα αν όντως
συνέχισε τη λειτουργία της η αντίστοιχη Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως.[298]
Ως αντιπροσωπευτικά κείμενα της
νομικής ερμηνευτικής φιλολογίας της εν λόγω περιόδου, μπορούν να αναφερθούν τα
έργα των σχολαστικών Θεόδωρου Ερμοπολίτη (από την Ερμόπολη Θηβαΐδας της Άνω
Αιγύπτου) και Αθανασίου Εμεσηνού (καταγόμενου από τα Έμεσα Συρίας, που
δικηγο-ρούσε στην Αντιόχεια, πρωτεύουσα της Συρίας). Αμφότεροι συνέταξαν το
τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα από μία επιτομή Νεαρών, με χρηστικό χαρακτήρα
και σκοπό. Από αυτές, αξίζει ιδιαίτερα να σταθούμε στο έργο του Αθανασίου.
Το ‘Σύνταγμα’, όπως ονομάζει ο ίδιος την
επιτομή του, είναι γραμμένο σε απλή νομική γλώσσα, με σκοπό τη σαφέστερη
κατανόηση του περιεχομένου του. Το έργο υποδιαιρείται σε 23 τίτλους, στους
οποίους είναι κατανεμημένη ανά θεματική ενότητα η νομοθετική ύλη των 160
εμπεριεχόμενων Νεαρών. Οι περισσότεροι τίτλοι συνοδεύονται από παράτιτλα, με
παραπομπές σε συναφή κεφάλαια.
Οι θεματικές ενότητες αφορούν
ζητήματα όπως το καθεστώς της Εκκλη-σίας και των θρησκευμάτων, η απονομή της
δικαιοσύνης, η οργάνωση και λειτουργία της διοίκησης, το οικογενειακό και
κληρονομικό δίκαιο, το δίκαιο των ενοχών και το λειτούργημα των συμβολαιογράφων,
το δίκαιο της προσωπικής και επαγγελματικής κατάστασης διαφόρων τάξεων
(υπεξού-σιων, δούλων, γεωργών, στρατιωτών κ.λπ.).
Το έργο του Αθανασίου Εμεσηνού
σώζεται ακέραιο σε δύο μόνον χειρό-γραφα: τους Κώδικες Θ. 65 της Μονής Μεγίστης Λαύρας
Αγίου Όρους, καθώς και τον Parisinus Graecus 1381.
Υπογραμμίζεται ότι νεότερες
νομοθετικές συλλογές της βυζαντινής περι-όδου επηρεάστηκαν σε καθοριστικό βαθμό
από το συνολικό έργο του Αθανασίου Εμεσηνού. Τέτοιες συλλογές ήταν η
Collectio
Ambrosiana, η
Collectio
Tripartita, ο Νομοκάνων
σε 14 Τίτλους, η Αυξημένη Εισαγωγή, η Ecloga
ad
Prochiron
mutata, η Επιτομή
Νόμων και το Αυξημένον Πρό-χειρον.[299]
Σαν γενική παρατήρηση για την
αξιολόγηση των νομικών πρωτοβουλιών της περιόδου αυτής, μπορεί να διατυπωθεί ότι
τα παλαιότερα νομικά κείμενα ήταν πλέον δυσχερώς κατανοητά και, άρα, σχεδόν μη
εφαρμόσιμα.[300]
Το πρόβλημα όμως αυτό μπορούσε να επιλυθεί μόνον μέσω μίας νεότερης, σύγχρονης
και πάντως χρηστικότερης κωδικοποιήσεως της πράγματι ισχύ-ουσας νομοθεσίας. Με
τη νομοθετική συλλογή, που έλαβε τον ονομασία ‘Εκλογή’ και στόχευσε στη θεραπεία της
πιο πάνω αδήριτης ανάγκης, θα ασχοληθούμε πιο κάτω.
Το έργο των σημερινών δικηγόρων,
ως νομικοί παραστάτες της εποχής εκείνης, ασκούσαν οι σχολαστικοί, οι οποίοι,
όπως ήδη σημειώθηκε, ανελάμβαναν και διδακτικά καθήκοντα.[301]
2.2. Νεαρές και λοιπή νομοθετική παραγωγή.
Από την περίοδο αυτή αξίζει να μνημονευθούν τέσσερις Νεαρές των ετών 612, 617, 629 και 629,
που προέρχονται από την περίοδο της βασιλείας του Ηρακλείου.[302]
Αντικεί-μενο των Νεαρών αυτών στάθηκε
το νομικό καθεστώς των κληρικών καθώς και άλλα εκκλησιαστικής φύσεως
ζητήματα.
Θέματα σχετικά με την αποδεικτική
δικονομική διαδικασία καθώς και το δίκαιο του γάμου, ήλθαν να ρυθμίσουν Νεαρές της αυτοκράτειρας Ειρήνης
(780-790, 797-802) καθώς και των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου ΣΤ΄ Ίσαυ-ρου
(780-797) και Λέοντος Ε΄ Αρμενίου (813-820). Επρόκειτο για νομο-θετικά κείμενα
με πρόδηλη την επιρροή του εκκλησιαστικού δικαίου.[303]
2.3. Νομικές συλλογές για την
κάλυψη πρακτικών αναγκών. Σε κάθε εποχή πάγια ήταν η ανάγκη για την έκδοση
χρηστικών συλλογών, που θα εξυπηρετούσαν πρωτίστως πρακτικές καθημερινές ανάγκες
των εφαρμοστών του δικαίου. Τέτοιο χαρακτήρα είχαν κατά την περίοδο αυτή τα έργα
Ροπαί και Περί βαθμών
συγγενείας.
Το πρώτο, που συντάχθηκε περί τα
τέλη του 6ου αιώνα, είναι ένα συμπίλημα σε ελληνική παράφραση όλων των διατάξεων
του Corpus Juris Civilis, οι οποίες αναφέρονται στη μέτρηση του χρόνου τις
προθεσμίες κ.λπ., αλλά και στις έννομες συνέπειες της παρέλευσης των αντίστοιχων
χρονικών διαστημάτων. Το Ροπαί
υποδιαιρείται σε ενότητες κατά μονάδες του χρόνου, αρχίζοντας από τις πιο μικρές
(όπως «περί ροπής», δηλαδή στιγμής, «περί ώρας», «περί ημέρας» κ.ο.κ.) μέχρι τις
πιο μεγάλες («περί 100 ετών»). Το έργο αυτό σώζεται σε ιδιαίτερα πλούσια
χειρόγραφη παράδοση, κατά κανόνα όμως μέσα σε ευρύτερα συλλεκτικά έργα με ευρεία διάδοση. Ο
συγ-γραφέας των Ροπών παραμένει άγνωστος μέχρι σήμερα.
Η πραγματεία Περί βαθμών συγγενείας στηρίζεται στις
‘Εισηγήσεις’ του Θεοφίλου. Παρουσιάζει όλους τους δυνατούς συνδυασμούς
συγγενικού δεσμού, μέχρι και τον 6ο βαθμό. Το έργο είχε ιδιαίτερη πρακτική
χρησιμό-τητα στην εφαρμογή της νομοθεσίας περί γαμικών κωλυμάτων, λόγος και
για τον οποίο σώζεται σε μεγάλο αριθμό χειρογράφων.
2.4. Η Εκλογή και η appendix της. Η Εκλογή (Μάρτιος 741)[304]
αποτέλεσε νομοθετικό έργο των αυτοκρατόρων Λέοντα Γ΄ Ίσαυρου[305]
και του γιου του Κωνσταντίνου Ε΄ (718-775). Με την έκδοση της Εκλογής επιδιώχθηκε η συγκέντρωση σε μία
χρηστική και γλωσσικά προσιτή κωδικοποιητική συλ-λογή των βασικών, πράγματι
ισχυουσών, τότε διατάξεων δικαίου. Και τούτο, χωρίς την -τουλάχιστον ρητά
εκπεφρασμένη- βούληση των συντακτών της να αντικατασταθεί με αυτήν το μέχρι τότε
ισχύον (ιουστινιάνειο και λοιπό) δίκαιο, εκτός μόνον από τις παλαιότερες
ρυθμίσεις, που έπρεπε να εναρμονισθούν με τις επικρατούσες τότε συνθήκες.[306]
Έχοντας πρακτικούς
προσανατολισμούς, η Εκλογή σύγκειται
από τους ακόλουθους 18 Τίτλους:
? οικογενειακό και κληρονομικό
δίκαιο: γαμικές σχέσεις, κληρονομική
διαδοχή, επιτροπεία, απελευθέρωση (τίτλοι 1-8),
? ενοχικό και εμπράγματο δίκαιο:
αγοραπωλησία, δάνειο, παρακαταθήκη,
μίσθωση, εμφύτευση (τίτλοι 9-13),
? δικονομία: μάρτυρες, συμβιβασμός (τίτλοι
14-15),
? ειδικά ζητήματα περιουσιακής
φύσεως: λάφυρα πολέμου κ.λ.π.
(τίτλοι 16-18),
? ποινικό δίκαιο (τίτλος 17).
Η Εκλογή, ωστόσο, δεν προέβη μόνον σε, εν
τινι μέτρω, συστηματο-ποίηση του παλαιότερου δικαίου, αλλά περιείχε και πρόσφατο
τότε δίκαιο, το οποίο είτε είχαν ήδη θεσπίσει οι ίδιοι οι Ίσαυροι είτε
θεσπίστηκε για πρώτη φορά με την Εκλογή. Υπό την έννοια αυτή, η Εκλογή εισήγαγε και νέες ρυθμίσεις,
αμφίβολο όμως σε ποια μεταρρυθμιστική έκταση. Καινο-τομία, για παράδειγμα,
θεωρήθηκε η -για πρώτη φορά- καθιέρωση της κρατικής μισθοδοσίας των δικαστών και
των δικαστικών υπαλλήλων, ώστε να περιορισθεί η παρατηρούμενη εκτεταμένη
χρηματική διαφθορά των λειτουργών αυτών από τους διάδικους
ιδιώτες.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε η Εκλογή στο ποινικό δίκαιο (ποινάλιος
των εγκληματικών κεφαλαίων), που καταλαμβάνει το 1/3 του όλου όγκου της, με
προσπάθεια εξαντλητικής ρύθμισης των σχετικών ζητημάτων. Η αντεγκλη-ματική
πολιτική της Εκλογής στόχευε αφενός στη δίκαιη τιμωρία των ποινι-κών παραβατών
και τη διόρθωση, βελτίωση ή αποτροπή (τας των πλημ-μελούντων ορμάς
ανακόπτεσθαι) από τη διάπραξη νέων παραβάσεων, και αφετέρου στη διόρθωση των
παραβατών «εις το φιλανθρωπότερον».[307]
Η ποινική πολιτική που διαπνέει το
περιεχόμενο της Εκλογής δεν από-στασιοποιείται από την περιπτωσιολογική παράδοση
του ρωμαϊκού δικαίου, λόγος και για τον οποίο το έργο αυτό δεν περιέχει γενικό
μέρος ή γενικές ποινικές αρχές. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, η απαρίθμηση των
εγκλημά-των και ποινών είναι πλήρως εξορθολογισμένη και συστηματοποιημένη, το δε
πνεύμα των κυρωτικών διατάξεων είναι επηρεασμένο από το χριστιανικό ανθρωπισμό.
Η τελευταία παρατήρηση βρίσκει
έρεισμα στην κατάργηση απάνθρωπων ποινών της παλαιότερης ρωμαϊκής νομοθεσίας -
όπως ήταν η σταύρωση, η καύση, ο πνιγμός κ.λπ. Διατηρήθηκαν όμως ως ποινές η
ρίψη του δράστη στην πυρά και ο απαγχονισμός με ‘φούρκα’ για τη διάπραξη,
αντιστοίχως, των εγκλημάτων του εμπρησμού σε κατοικημένη περιοχή και της
ληστείας μετά φόνου.[308]
Και όχι μόνον αυτό: συχνές είναι στην Εκλογή ποινές που επιβάλλουν
ακρωτηριασμό (χεριού, μύτης κ.λπ.), γεγονός που ώθησε σημαν-τική μερίδα των
ιστορικών του δικαίου να μιλήσει όχι για ‘φιλανθρωπία’ αλλά στην πραγματικότητα
για ‘εκβαρβαρισμό’ των ποινικών ρυθμίσεων της Εκλογής.
Ηπιότερο πλέον χαρακτήρα είχε
αποκτήσει και η ποινή της εξορίας (deportatio), που δεν συνοδευόταν
πλέον από δήμευση της περιουσίας του εξόριστου. Ως ποινές επιβάλλονταν -είτε
αυτοτελώς είτε με παρεπόμενο χαρακτήρα- το κούρεμα και η μαστίγωση, σε αρκετές
περιπτώσεις επί ελαφρότερων εγκλημάτων (πορνεία, παραβίαση ασύλου
κ.λπ.).
Οι χρηματικές ποινές επίσης δεν
ήταν άγνωστες στην Εκλογή: σε αρκετές
περιπτώσεις επιβαλλόταν στο δράστη η καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού στο
θύμα του, πέρα από την αποκατάσταση της ζημίας.
Η σημασία του ποινικού δικαίου της
Εκλογής ήταν τέτοια ώστε να επηρεάσει
ακόμη και το μετέπειτα νομοθετικό έργο των Μακεδόνων. Για τον ίδιο λόγο,
σώζονται σήμερα περί τα 100 χειρόγραφα της Εκλογής, ως αντιπροσωπευτικό δείγμα
μιας ευρείας χειρόγραφης παράδοσης. Στην ευρεία διάδοση της Εκλογής συνετέλεσε το απλό, εύληπτο και
σαφές του περιεχο-μένου της, γεγονός που ώθησε στην υιοθέτησή της και από
γειτονικούς λαούς, όπως μαρτυρούν μεταφράσεις της στα σλαβικά, αρμενικά και
αρα-βικά.[309]
Ως θεσμικό συμπλήρωμα της Εκλογής εκλαμβάνεται από την επιστήμη
της ιστορίας του δικαίου η ‘Appendix’ αυτής: πρόκειται για
ένα σύνολο πολιτειακού και εκκλησιαστικού περιεχομένου διατάξεων, δημιούργημα
της καθημερινής πρακτικής ανάγκης να καλυφθούν κανονιστικά πεδία ευρύτερα του,
μάλλον περιορισμένου, ρυθμιστικού βεληνεκούς της Εκλογής, με νομοθετικό υλικό
παρμένο από το ιουστινιάνειο Corpus Juris Civilis.
Το περιεχόμενο της Appendix είναι ταξινομημένο ανά
θεματικές ενότη-τες, με εκτεταμένες αναφορές τόσο σε ποινικοδικαικά θέματα
(«ποινάλιος κατά αιρετικών, μανιχαίων και των λοιπών αιρέσεων και κατά
επαοιδών και φαρμακών», «περί φονέων και γοήτων») όσο και σε τομείς
του αστικού δικαίου, ιδίως το οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο («περί
εγγυών και αντιφωνήσεων», «περί όρων και οροθεσίων αγρών»,
«περί της των βαθμών συγγενείας», «περί παίδων φυσικών, νόθων
και γνησίων»).
2.5. Γεωργικός Νόμος (‘Νόμος Γεωργικός
κατ’ εκλογήν εκ του Ιουστι-νιανού βιβλίου’). Πρόκειται για συλλογή διατάξεων με σαφή
πρόθεση του εκδότη τους να προστατευθεί με ποινικά μέσα η έγγεια ιδιοκτησία, η
γεωργία και η κτηνοτροφία.[310]
Πιθανότερος χρόνος συντάξεως του Γεωρ-γικού Νόμου φέρεται το τέλος του 7ου με
τις αρχές του 8ου αιώνα.
Αν και
ο Γεωργικός Νόμος δεν καινοτομεί σε
σχέση με το παλαιότερο ιουστινιάνειο δίκαιο, ωστόσο, κατά τον Pieler,[311]
σειρά διατάξεων του εν λόγω νομοθετήματος εμφανίζει σημαντική απόκλιση από τις
αντίστοιχες του ρωμαϊκού δικαίου, ως προερχόμενες από μεταγενέστερο νομολογιακό
υλικό. Η χειρόγραφη παράδοση του Γεωργικού Νόμου αριθμεί πάνω από 100
αντίτυπα.
2.6. ‘Νόμος Ροδίων Ναυτικός’.[312] Λόγω της ναυτικής ισχύος που όφειλε εκ των
πραγμάτων να διαθέτει, όχι μόνον για λόγους άμυνας αλλά και οικονομικής
κυριαρχίας στους θαλάσσιους δρόμους της Μεσογείου, το βυζαντινό κράτος προέβη
στην αρτιότερη οργάνωση των σχετικών με το πολεμικό και εμπορικό ναυτικό
δικαιικών θεσμών. Ο Νόμος Ροδίων
Ναυ-τικός αποτέλεσε τη σημαντικότερη συλλογή διατάξεων ναυτικού δικαίου
καθόλη τη βυζαντινή περίοδο. Το περιεχόμενό του είχε κατά βάση εθιμικό
χαρακτήρα, με κύρια αφετηρία τη νήσο Ρόδο, που υπήρξε ανέκαθεν σπου-δαίο κέντρο
στις εμπορικές συναλλαγές της ανατολικής ιδίως λεκάνης της Μεσογείου.[313] Οι διατάξεις του νομοθετήματος αυτού
θεωρούνται ως προοδευτικότερου χαρακτήρα σε σχέση με το παλαιότερο ρωμαϊκό
δίκαιο, διακρίνονται δε από ευλυγισία και προσαρμοστικότητα στις συνθήκες και
ανάγκες της αγοράς.
Όπως
παρατηρείται, κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο επι-σκέπτονταν συχνά
το νησί μέλη της αριστοκρατίας και της πλούσιας αστικής τάξης. Μέσω της σχολής
της ρητορικής που άκμαζε στη Ρόδο, εξάγονταν τα προϊόντα της πνευματικής
παραγωγής και, μαζί, με αυτά γίνονταν γνωστοί και οι κανόνες του ροδιακού
ναυτικού δικαίου.[314]
Ο Νόμος Ροδίων Ναυτικός καλύπτει ένα ευρύ
φάσμα θεσμών του ναυτι-κού δικαίου, όπως είναι το ναυτικό δάνειο, η θαλάσσια
μεταφορά, οι προ-ϋποθέσεις της απόρριψης φορτίου και η κατανομή των ζημιών σε
περίπτωση αβαρίας, όπως και η διάσωση μέρους του φορτίου από ναυάγιο και το ύψος
των ευρέτρων.
2.7. ‘Εκλογάδιον’ (Ecloga
aucta). Πρόκειται για συστηματικό έργο με ενιαία
κατάστρωση της ύλης, που περιέχεται (δυστυχώς με ελλείψεις) στον κώδικα
Vindobonensis juridicus graecus 2, παράλληλα με το κείμενο
της Εκλογής. Το Εκλογάδιον μαρτυρά έντονες τάσεις επιστροφής στο ιουστινιά-νειο
δίκαιο, από το οποίο είναι εμφανέστατα επηρεασμένο.[315]
Το Εκλογάδιον -που έχει την εξωτερική μορφή
μίας επίσημης νομοπαρα-σκευαστικής εργασίας- εκπονήθηκε βάσει του ισχύοντος
δικαίου και με σκοπό όχι την ανατροπή αλλά συμπλήρωση των διατάξεων της Εκλογής. Είναι ωστόσο πολύ αμφίβολο εάν
και σε ποια έκταση ίσχυσε στην πράξη.
2.8. ‘Στρατιωτικός Νόμος’. Το κανονιστικό αυτό κείμενο ανήκει
-όπως και το 'Στρατηγικόν' του Μαυρικίου, που
συντάχθηκε περί τις αρχές του 7ου αι.-[316] στη χορεία των βυζαντινών στρατιωτικών
εγχειριδίων, με το νομικό ενδιαφέρον να έγκειται κυρίως στις εμπεριεχόμενες
διατάξεις στρατιωτικού ποινικού δικαίου. Ο μεγάλος αριθμός σωζόμενων χειρογράφων
αντιτύπων του Στρατιωτικού Νόμου (55 κώδικες έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα,
προερχό-μενοι κυρίως από τον 11ο αιώνα) μάς επιτρέπει το ασφαλές συμπέρασμα περί
της ευρύτατης χρήσεώς του.
Το
πρώτο μέρος του Στρατιωτικού Νόμου, που φέρει τον τίτλο ‘Περί στρατιωτικών
επιτιμίων εκ των Ρούφου και των τακτικών’, αποτελείται από 15 κεφάλαια και
είναι αφιερωμένο κυρίως στην ποινική οργάνωση του στρατεύματος. Το δεύτερο
σύγκειται από 18 κεφάλαια υπό τον τίτλο ‘Ποινά-λιος Στρατιωτικός’. Το
τρίτο, τέλος, μέρος επιγράφεται ‘Έτι περί στρατιω-τικών καταστάσεων εκ του
μθ΄ βιβλίου των διγέστων τίτλου ιστ΄’.[317]
Στο
σημείο αυτό δεν θα ήταν άσκοπο να αναφερθούμε λίγο εκτενέστερα στο ‘Στρατηγικόν’ του βυζαντινού στρατηγού
Μαυρικίου (582-602), για το οποίο έγινε πιο πάνω λόγος.[318] Ο Μαυρίκιος συστήνει στον
στρατηγό «θεοφιλία και δικαιοσύνη, επιμέλεια και αγρυπνία», κυρίως όμως
εμπιστο-σύνη στη θεία πρόνοια. Τρεις παράγραφοι, που περιέχονται στο Βιβλίον Α΄
του Στρατηγικού και είναι αφιερωμένες στο στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, προβλέπουν
ένα κανονιστικό πλαίσιο για τις περιπτώσεις αρνήσεως εκτελέ-σεως διαταγής,
λιποταξίας και δειλίας ενώπιον του εχθρού.
2.9. ‘Τακτικόν του Uspenskij’ (845
περίπου).[319]
Ανήκει και το τακτικό αυτό στη γνωστή χορεία παρεμφερών έργων, που περιέχουν
πίνακες με την ιεραρχική τάξη των διαφόρων αξιωμάτων.[320]
Το γεγονός ότι η Κρήτη περιλαμβάνονταν και στο Τακτικόν Uspenskij, αποτελεί μια
επιπλέον ένδειξη της αβεβαιότητας που επικρατούσε σχετικά με το καθεστώς του
νησιού, διότι είναι προφανές ότι οι βυζαντινοί, παρά τις αποτυχημένες απόπειρές
τους ανακατάληψης της Κρήτης, ουδέποτε παραιτήθηκαν από τις διεκδίκησή
της.
Ο βυζαντινολόγος Γ. Σπυριδάκης,
βασιζόμενος στο εν λόγω τακτικό αλλά και σε αγιολογικά κείμενα της περιόδου της
εικονομαχίας, υποστήριξε ότι η Κρήτη ήταν ‘θέμα’ την περίοδο εκείνη.[321]
Και τούτο με το επιχείρημα ότι ο Λέων Γ’ Ίσαυρος, μετά την απόκρουση των Αράβων
και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης, θα ανέδειξε και την Κρήτη σε θέμα υπό
στρατηγό, για να μπορεί να υπερασπίζεται τον εαυτό της, λόγω της απομακρυσμένης
θέσης της.
Β΄. Εκκλησιαστικές
Πηγές.
1. Γενικά - Ορολογικά. Σε αντίθεση
με την Πολιτεία, στο χώρο της Εκκλησίας δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για
συστηματικού χαρακτήρα ‘κωδικοποιήσεις’, αλλά μάλλον για γενικά συμπιληματικά
έργα.[322]
Μονα-δική ίσως εξαίρεση μπορεί να θεωρηθεί η συστηματικότερη παραγωγή,
ταξινόμηση και επικύρωση ιερών κανόνων από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο
(Κωνσταντινούπολη, 692).[323]
Πιο συγκεκριμένα, το βυζαντινό
δίκαιο της Εκκλησίας έχει διττή προ-έλευση, περιλαμβάνοντας διατάξεις τόσο
πολιτειακής[324]
όσο και αμιγώς εκκλησιαστικής προέλευσης. Οι τελευταίες είναι όσες προέρχονται
από εκκλησιαστικά νομοθετικά όργανα? στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις
ονομάζονται ‘ιεροί κανόνες’. Το σύνολο των διατάξεων που ρυθμίζουν το βίο της
Εκκλησίας (ανεξάρτητα του εάν αυτές έχουν πολιτειακή ή εκκλησια-στική προέλευση)
αποτελεί την ύλη του εκκλησιαστικού/κανονικού δικαίου. Η χρονικά πρώτη πηγή του
εκκλησιαστικού δικαίου είναι η Αγία
Γραφή, δηλαδή η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη (περί των οποίων
εκτενέστερα βλ. πιο κάτω).
Με τον πολλαπλασιασμό όμως των
οπαδών της νέας θρησκείας και με τη δημιουργία χριστιανικών κοινοτήτων -δηλαδή
των εγκατεσπαρμένων σε όλη σχεδόν την έκταση της ρωμαϊκής και βυζαντινής
αυτοκρατορίας τοπικών επισκοπών- άρχισαν να παρουσιάζονται έννομες σχέσεις που
δεν μπορούσαν να αντιμετωπισθούν μόνο με τους κανόνες της Αγίας Γραφής.
Περαιτέρω, έγινε φανερό ότι η
Εκκλησία, ως νομικός οργανισμός, έπρεπε να ιδρύσει, συγκροτήσει και θέσει σε
λειτουργία τα δικά της δικαιοπαραγω-γικά όργανα, που θα θέσπιζαν τους
κατάλληλους κανόνες για τη ρύθμιση της διοικητικής οργάνωσης του εκκλησιαστικού
οργανισμού.[325]
Τα όργανα αυτά ήταν κυρίως οι σύνοδοι, οικουμενικές και
τοπικές.
Χρονικά προηγήθηκαν οι τοπικές
σύνοδοι, αρχίζοντας από το 2ο αιώνα με τη μορφή συναντήσεων πλησιόχωρων
επισκόπων μίας ευρύτερης περιοχής. Σκοπός τους ήταν η επίλυση των αναφυόμενων
δογματικών ζητη-μάτων, όπως και η άσκηση της εκκλησιαστικής διοικήσεως επί
ζητημάτων ευρύτερης σημασίας, που υπερέβαιναν την στενή δικαιοδοσία του τοπικού
επισκόπου. Ο θεσμός των συνόδων γνώρισε ιδιαίτερη ακμή τους αιώνες 4ο και 5ο,
όταν ζητήματα μείζονος σημασίας απαίτησαν την προσοχή του συνολικού
εκκλησιαστικού σώματος.
Οι οικουμενικές σύνοδοι
συγκαλούνταν από τον αυτοκράτορα με αφορμή ένα μείζονος σημασίας δογματικό ή
άλλο εκκλησιαστικό ζήτημα, εφόσον αυτό ήταν μεγάλης σημασίας για την Εκκλησία
και, κατ’ επέκταση, για την Πολιτεία. Οι οικουμενικές σύνοδοι αναγνωρίσθηκαν για
το λόγο αυτό ως οι ανώτατοι φορείς της νομοθετικής, διοικητικής και δικαστικής
εξουσίας στην Εκκλησία.
Οι αποφάσεις των συνόδων
διακρίνονται σε δογματικές, που ονομάζονται ‘όροι’, και νομοθετικές, που
καλούνται ‘ιεροί’ ή ‘εκκλησιαστικοί’ κανόνες.
Περί τον 6ο αιώνα εμφανίζονται στο
χώρο της εκκλησιαστικής νομοθε-τικής παραγωγής οι λεγόμενοι «νομοκάνονες»:
πρόκειται για συλλογές που περιείχαν κατά τρόπο συνδυαστικό νόμους
εκκλησιαστικού περιεχομένου και κανόνες. Εδώ ας σημειωθεί ότι νόμοι και κανόνες
είχαν εξομοιωθεί, από άποψη τυπικής ισχύος, με την έκδοση της ιουστινιάνειας Νεαράς 131, κεφ.1. Με την εν λόγω Νεαρά, που εκδόθηκε τα μέσα Μαρτίου του
545, ορίστηκε ότι οι κανόνες των τεσσάρων οικουμενικών συνόδων που είχαν μέχρι
τότε συγκληθεί (Νικαίας, Κωνσταντινουπόλεως, Εφέσου και Χαλκηδόνος) επέχουν
‘τάξιν νόμων’. Με τον τρόπο αυτό, το σύνολο των νομοθετικού περιεχομένου
αποφάσεων των συνόδων εντάχθηκε τυπικά στην έννομη τάξη της πολιτείας.
Το γεγονός της ισοτιμίας νόμων και
κανόνων σήμαινε ότι ρυθμίσεις του κανονικού δικαίου μπορούσαν να τροποποιηθούν
με αντίστοιχες πολιτεια-κών διατάξεων, όπως και πράγματι συνέβη με
ιουστινιάνειες Νεαρές. Για τον ίδιο
λόγο, ζητήματα του κανονικού δικαίου δεν τύγχαναν πολιτειακής ρύθμισης αλλά
αφήνονταν στη νομοθετική αρμοδιότητα της Εκκλησίας. Έτσι, η Εκλογή των Ισαύρων περιέλαβε ελάχιστες
εκκλησιαστικού περιεχο-μένου διατάξεις, αφήνοντας χώρο ελεύθερο στην
Εκκλησία.
2. Οι αγιογραφικές βάσεις του
κανονικού δικαίου. Η διαχρονική και πυκνή αναφορά των βυζαντινών πηγών του
κανονικού δικαίου στα βιβλία της Αγίας
Γραφής -δηλαδή την Παλαιά και
ιδίως την Καινή Διαθήκη-[326]
καθώς και την Ιερά Παράδοση, μάς υποχρεώνει να αποδεχτούμε τις συλ-λογές των
ιερών αυτών κειμένων ή των εν γένει ιερών χριστιανικών παραδό-σεων, ως
αδιάπτωτης σημασίας και ισχύος πηγές του εν γένει βυζαντινού κανονικού δικαίου,
έστω και αν η ερμηνευτική προσέγγιση ή η πολιτική και ιδεολογική τους χρήση,
έγινε κατά καιρούς με τους πιο διαφορετικούς τρόπους.
Ειδικότερα, η Καινή Διαθήκη (όπως καθιερώθηκε στην
τελική της μορφή στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα μ.Χ.), αποτελείται από ένα
σύνολο 27 βιβλίων, που διακρίνονται:
? στα τέσσερα Ευαγγέλια: (α) κατά
Ματθαίον, (β) κατά
Μάρκον, (γ) κατά
Λουκάν, και (δ) κατά
Ιωάννην (τα τρία πρώτα ονομάζονται και ‘συνο-πτικά’).
? τις ‘Πράξεις των
Αποστόλων’
? τις ‘Επιστολές του Αποστόλου Παύλου’: προς
Ρωμαίους, προς Κοριν-θίους Α΄ και Β΄, προς Γαλάτας, προς Εφεσίους, προς
Φιλιππησίους, προς Κολοσσαείς, προς Θεσσαλονικείς Α΄ και Β΄, προς Τιμόθεον Α΄
και Β΄, προς Τίτον, προς Φιλήμονα και προς Εβραίους,
? τις Καθολικές Επιστολές: Ιακώβου, Πέτρου Α΄
και Β΄, Ιωάννου Α΄, Β΄ και Γ΄ και Ιούδα, και
? την ‘Αποκάλυψη του
Ιωάννη’.
Παρά το ενωτικό σύστημα
‘ομοταξίας’ και ‘συναλληλίας’ που ίσχυσε μεταξύ κράτους και εκκλησίας σε όλη την
μακραίωνα βυζαντινή περίοδο, η Εκκλησία κατόρθωσε σε μεγάλο βαθμό (όχι όμως
πάντοτε!) να διατηρήσει τη θεσμική και ιδεολογική της αυτονομία, θεσπίζοντας
ίδια όργανα για την επιτέλεση ανάλογων και παράλληλων με το κράτος νομικών
λειτουργιών (νομοθετικών, εκτελεστικών και δικαστικών). Τούτο κατέστη επιτακτικά
αναγκαίο από τους πρώτους κιόλας αιώνες, δεδομένου ότι ο εκκλησιαστικός
οργανισμός ήταν από την πλευρά του διοικητικά συναρθρωμένος από έναν μεγάλο
αριθμό τοπικών εκκλησιών, επισκοπών, μητροπόλεων και διαφόρων άλλων
αποκεντρωμένων μορφωμάτων, που εμφάνιζαν τις δικές τους ξεχω-ριστές σε σχέση με
το κράτος ανάγκες οργάνωσης, διοίκησης και λειτουρ-γίας.
Λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της
Εκκλησίας ως πνευματικού οργανι-σμού, ήταν προφανές ότι οι ανάγκες αυτές δεν
μπορούσαν να καλυφθούν από τη λειτουργία κοσμικών αλλά εκκλησιαστικών οργάνων,
τα οποία ευρίσκονταν πλησιέστερα στις οργανωτικές και ιδεολογικές ιδιοτυπίες του
εκκλησιαστικού οργανισμού. Οι ποικίλων μορφών και συγκρότησης εκκλη-σιαστικές
σύνοδοι,[327]
ασκώντας το σύνολο των πιο πάνω λειτουργιών, αποδείχθηκαν ιστορικά ως τα πλέον
κατάλληλα εκκλησιαστικά όργανα για να ανταποκριθούν στις σχετικές θεσμικές και
ειδικές νομικές ανάγκες.
3. Οικουμενικές σύνοδοι. Ανώτατες
μορφές συλλογικής αποφασιστικής αρμοδιότητας της Εκκλησίας αποτέλεσαν οι εξής
επτά οικουμενικές σύνο-δοι,[328]
με κύριο αντικείμενο μεταξύ άλλων και την παραγωγή νομοθετικού
έργου:
? Α΄ Οικουμενική Σύνοδος
(συγκλήθηκε από τον Μ. Κωνσταντίνο στη Νίκαια της Βιθυνίας, το έτος 325), που
θέσπισε 20 ι. κανόνες.[329]
? Β΄ Οικουμενική Σύνοδος
(Κωνσταντινούπολη, 381), με 7 κανόνες,
? Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος (Έφεσος,
431), με 8 κανόνες,[330]
? Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος
(Χαλκηδόνα, 451), που ψήφισε 30 ι. κανόνες.
? Πενθέκτη ή ‘εν Τρούλλω’ Οικουμενική Σύνοδος
(Κωνσταντινούπολη, 691),[331]
η οποία συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ τον ‘Ρινό-τμητο’ στην
αίθουσα του Τρούλλου των ανακτόρων, προβαίνοντας στην έκδοση 102 ι. κανόνων.[332]
Η συμβολή της συνόδου αυτής στη διαμόρφωση του ορθόδοξου κανονικού δικαίου
υπήρξε πολύ μεγάλη, καλύπτοντας μία
ευρύτατη κλίμακα θεμάτων του συνόλου, σχεδόν, των επιπέδων της εκκλη-σιαστικής
πνευματικής ζωής.
Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να
αποδοθεί στον 2ο κανόνα αυτής, με τον οποίο επικυρώθηκαν οι Αποστολικοί κανόνες,
οι κανόνες των τοπικών συνόδων και των αγίων Πατέρων, καθιστάμενοι έτσι ισόκυροι
με τους κανό-νες των οικουμενικών συνόδων.[333]
Για
τους ανωτέρω λόγους, που αφορούν τη συστηματική επεξεργασία ενός ογκώδους αλλά
και υψηλής ποιότητας νομοκανονικού υλικού, μπο-ρούμε, νομίζω, να μιλούμε για την
κατάρτιση της μοναδικής επίσημης, μέχρι σήμερα, ‘κωδικοποίησης’ της Ορθόδοξης
Εκκλησίας. Παράλληλα, όμως -όπως εύστοχα παρατηρεί ο αείμνηστος καθηγητής της
ιστορίας του βυζαντι-νού δικαίου Κωνσταντίνος Πιτσάκης- το ευρύ νομοκανονικό
έργο της Πενθέκτης οικουμενικής συνόδου επέφερε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα μία
‘εκνομίκευση’ του κανονικού δικαίου.[334]
? Ζ΄ οικουμενική σύνοδος (Νίκαια,
787),[335]
που ψήφισε 22 ι. κανόνες.[336]
Η σύνοδος αυτή είναι γνωστή και ως ‘Β΄
εν Νικαία’ οικουμενική σύνοδος.
4. Τοπικές σύνοδοι. Ωστόσο, ως
χρονικά πρώτες συνοδικές μορφές (αρχής γενομένης από το 2ο αιώνα) εμφανίστηκαν
στην εκκλησιαστική ιστορία οι τοπικές σύνοδοι. Αυτές αποτελούσαν συναντήσεις των
πλησιό-χωρων επισκόπων μιας ευρύτερης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, με σκοπό τη
λήψη (δογματικών, νομοθετικών, δικαστικών ή διοικητικών) αποφάσεων τοπικού
εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος.
Η σύγκληση των σημαντικότερων
τοπικών συνόδων μαρτυρείται γενό-μενη κατά τους αιώνες 4ο και 5ο. Πρόκειται για
τις συνόδους:
? της Άγκυρας (314), που θέσπισε
εικοσιπέντε ιερούς κανόνες,
? της Νεοκαισαρείας (319), που εξέδωσε
δεκαπέντε ιερούς κανόνες,
? της Γάγγρας (340), που θέσπισε εικοσιένα
κανόνες,
? της Αντιόχειας (341), που ψήφισε
εικοσιπέντε κανόνες,
? της Σαρδικής (σημερινής Σόφιας,
343), που θέσπισε εικοσιένα ιερούς κανόνες,
? της Λαοδικείας (380), που
θέσπισε εξήντα κανόνες,
? της τοπικής συνόδου
Κωνσταντινουπόλεως ‘επί Νεκταρίου’ (394), με μία κανονική
απόφαση,
? της Καρχηδόνας (ή Καρθαγένης,
419), που θέσπισε ή επικύρωσε εκατόν τριάντα τρεις ι. κανόνες.[337]
Οι ιεροί κανόνες των τοπικών
συνόδων επικυρώθηκαν με τον β΄ κανόνα της οικουμενικής συνόδου, που είναι γνωστή
ως ‘Πενθέκτη’ ή ως ‘Σύνοδος εν Τρούλλω’ (7ος αιώνας).
5. Κανόνες εκκλησιαστικών πατέρων.
Με τον ίδιο κανόνα επικυρώθηκαν ακόμη οι λεγόμενοι Αποστολικοί κανόνες (4ος αι.)
και οι κανόνες των Πατέρων της Ανατολικής Εκκλησίας (3ος αι. και εξής). Οι
τελευταίοι είναι νομοκανονικές λύσεις ή αποφάνσεις που έδωσαν εκκλησιαστικοί
συγγραφείς σε ζητήματα που προέκυψαν στην πράξη.
Όπως επισημαίνεται, το περιεχόμενο
των κανόνων αυτών εφαρμοζόταν εθιμικά -πολύ καιρό πριν την επικύρωσή τους- από
τις χριστιανικές κοινό-τητες της εποχής.
? Διονύσιος επίσκοπος Αλεξανδρείας
(† 264/265),
? Κυπριανός επίσκοπος Καρχηδόνος
(Καρθαγένης, † 258),
? Γρηγόριος επίσκοπος
Νεοκαισαρείας († περίπου 270),
? Πέτρος επίσκοπος Αλεξανδρείας (†
311),
? Αθανάσιος επίσκοπος Αλεξανδρείας
(† 373),
? Βασίλειος επίσκοπος Καισαρείας
(† 378),
? Τιμόθεος επίσκοπος Αλεξανδρείας
(† 385),
? Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός
επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως († περίπου 390),
? Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης
(πιθανώς † 395),
? Αμφιλόχιος επίσκοπος Ικονίου (†
μετά το 394),
? Θεόφιλος επίσκοπος Αλεξανδρείας
(† 412),
? Κύριλλος επίσκοπος Αλεξανδρείας
(† 444),
? Γεννάδιος επίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως († 471).[338]
6. Μοναχικοί Κανόνες. Ιδιαίτερη
νομοκανονική αξία πρέπει να αναγνω-ριστεί και στους μοναχικούς κανόνες, οι
οποίοι όριζαν τον τρόπο οργά-νωσης, διοίκησης και λειτουργίας των μοναχικών
κοινοβίων και των μοναχών.[339]
Ως σπουδαιότεροι από αυτούς θεωρούνται όσοι συντάχθηκαν από τον ιδρυτή του
κοινοβιακού συστήματος μοναχικού βίου αββά Παχώμιο († 346)[340],
αλλά και τον επίσκοπο Καισαρείας Μέγα Βασίλειο († 379), ο οποίος θεωρείται και ο
συστηματικός νομοθέτης του καθόλου κοινοβιακού πολιτεύματος.
Αν και οι κανόνες αυτοί δεν
επικυρώθηκαν -όπως συνέβη με εκείνους των τοπικών συνόδων ή πατέρων της
Εκκλησίας από τον 2ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου- το κύρος
εντούτοις που απολάμβαναν οι Παχώμιος, Βασίλειος ή άλλοι ασκητές πατέρες μεταξύ
των εκκλησιαστικών και ιδίως των μοναχικών κύκλων, είχε ως αποτέλεσμα τη
γενίκευση εν τη πράξει της εφαρμογής των εν λόγω μοναστικού περιεχομένου
κανόνων. Και όχι μόνον αυτό. Η υψηλή αναγνώριση που απολάμβανε με τη σειρά του ο
μοναχισμός μεταξύ των λαϊκών μελών της Εκκλησίας -για τα οποία οι μοναχοί
αποτελούσαν πρότυπα ενάρετης βιοτής- είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση της
εφαρμογής των μοναχικών κανόνων και στους τελευταίους, που δεν έφεραν βεβαίως τη
μοναχική ιδιότητα.
7. Εκκλησιαστικές κωδικοποιήσεις.
Κωδικοποιήσεις εκκλησιαστικών κανονικών διατάξεων και εθίμων αποτέλεσαν την
περίοδο αυτή οι Κανόνες εκκλησιαστικοί
των Αγίων Αποστόλων (αρχές 4ου αιώνα), συλλογή προερχό-μενη από την Αίγυπτο,
και οι Διαταγές των Αγίων Αποστόλων,
έργο ψευδεπί-γραφο, με πιθανή προέλευση την Αντιόχεια (περίπου 380).[341]
Οι Διαταγές των Αγίων Αποστόλων επικυρώθηκαν από τον κανόνα 2 της Πενθέκτης
Οικουμενικής Συνόδου.[342]
Απόδοσή τους στη νεοελληνική γλώσσα έγινε το 1730 από τον Γεώργιο
Τραπεζούντιο, καθηγητή στην Ηγεμονική Ακαδημία του Βουκουρεστίου.[343]
8. Notitiae episcopatuum
(‘Κλήσεις των μητροπολιτών’). Από τα τέλη περίπου του 4ου αιώνα εμφανίζονται ως
ιδιαίτερα αξιόλογη εκκλησιαστική πηγή οι ‘κλήσεις των μητροπολιτών’: επρόκειτο
για καταλόγους των εκκλη-σιαστικών διοικητικών υποδιαιρέσεων, με μαρτυρίες για
τις την ονομασία, τάξη και διάρθρωση των διαφόρων επισκοπών, μητροπόλεων ή
αρχιεπι-σκοπών και εν γένει την οργανωτική δομή της Εκκλησίας. Οι κατάλογοι
αυτοί χρησίμευαν για τη διαπίστωση -κατά τη σύνταξη των πινάκων όσων αρχιερέων
συμμετείχαν στις τοπικές και οικουμενικές συνόδους- της ιεραρχικής τάξης των
επισκοπικών περιφερειών.
Οι κλήσεις των μητροπολιτών συχνά
αναθεωρούνταν με μεταβολές στην ιεραρχική τάξη, την ίδρυση νέων μητροπόλεων ή
επισκοπών, κατάργηση άλλων κ.λπ. Το γεγονός αυτό μάς επιτρέπει να συναγάγουμε
συμπεράσματα για τις ανά περιόδους εκκλησιαστικές ή και πολιτειακές μεταβολές
στη διοικητική δομή της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στις αρχαιότερες διασω-θείσες
κλήσεις μητροπολιτών ανήκει ο ‘Ψευδο-Επιφάνιος’, κατά την εποχή του αυτοκράτορα
Ηρακλείου (610-641), ενώ οι τελευταίες χρονολογούνται περί τον 15ο-16ο αιώνα.
Μέχρι σήμερα είναι γνωστές 21 διαφορετικές «κλήσεις».[344]
9. ‘Συναγωγή κανόνων εκκλησιαστικών εις ν΄
τίτλους διηρημένη’.[345]
Πρό-κειται για συμπιληματική συλλογή κανόνων (corpus canonum), με συντάκτη της τον μετέπειτα πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Γ΄ Σχολα-στικό.[346]
Το έργο αυτό στηρίχθηκε σε παλαιότερο, ομοειδούς περιεχομένου, που σήμερα
θεωρείται χαμένο.[347]
Γνώμονας του Ιωάννη στην κατάρτιση
του ανωτέρω έργου ήταν η θερα-πεία πρακτικών αναγκών της Εκκλησίας, μέσα από μία
συστηματική και εύχρηστη συλλογή.[348]
Η 'Συναγωγή κανόνων' ήταν διαρθρωμένη σε 50 τίτλους (μέρη), που περιείχαν
σε συστηματική κατάταξη τους κανόνες των οικουμενικών και τοπικών συνόδων της
Ανατολής, τους αποστολικούς κανόνες, καθώς και 68 κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου
(από τη δεύτερη και τρίτη επιστολή του).
10. Σύνταγμα κανόνων σε 14 τίτλους.[349]
Συντέθηκε στην Κωνσταντινού-πολη τον 6ο αι., πιθανότατα από τους πατριάρχη
Ευτύχιο και τον μοναχό (μετέπειτα επίσης οικουμενικό πατριάρχη) Ιωάννη Δ΄
Νηστευτή. Το κείμενό της -αποτελούμενο από 14 τίτλους, υποδιαιρούμενους σε
κεφάλαια- είχε εκτενέστερο περιεχόμενο από την 'Συναγωγή' του Ιωάννη Σχολαστικού αλλά
και διαφορετική εσωτερική διάρθρωση.
11. Σύνοψις κανόνων. Η πρωτοτυπία της εν
λόγω συλλογής έγκειται στο ότι περιέχει όχι αυτούσια τα κείμενα των κανόνων αλλά
περιληπτική απόδοσή τους. Ως συντάκτης της Συνόψεως κανόνων αναφέρεται από
ορισμένα χειρόγραφα ο «Στέφανος ο Εφέσιος», χωρίς να είναι δυνατή με ακρίβεια η
ταύτιση του συγκεκριμένου προσώπου.[350]
12. Collectio XXV
capitulorum
(επικεφαλίδα:
‘Διατάξεις νόμων πολιτικών εκ των Νεαρών
Ιουστινιανού βασιλέως συνηγορούσαι και επικυρούσαι τους των αγίων πατέρων
εκκλησιαστικούς κανόνας’). Η κανονική αυτή συλλογή διαρθρώνεται σε 25 κεφάλαια.
Από αυτά, τα 21 πρώτα προέρχονται από το Βιβλίο Ι του ιουστινιάνειου Κώδικα και
τα τέσσερα τελευταία από ιουστινιά-νειες Νεαρές.[351]
13. Collectio LXXXVII capitulorum
(επικεφαλίδα:
‘Εκ των μετά τον κώδι-κα θείων νεαρών
διατάξεων του της ευσεβούς λήξεως Ιουστινιανού διάφοροι διατάξεις συνάδουσαι
εξαιρέτως τοις θείοις και ιεροίς κανόσι, και εκ περιουσίας την οικείαν ισχύν
νέμουσαι’). Η συλλογή, έργο και αυτή του Ιωάννη Σχολαστικού,
σύγκειται από 87 κεφάλαια, με εκκλησιαστικές διατάξεις πολιτειακής
προελεύσεως.
14. Collectio tripartita (τριμερής) ή
Collectio constitutionum ecclesiasti-carum. Και η εν λόγω συλλογή ως
αντικείμενο είχε τη ρύθμιση εκκλησια-στικής φύσεως νομικών ζητημάτων.
Καταρτίστηκε μεταξύ των ετών 580 και 619, από τον
'Ανώνυμο-Εναντιοφανή'.[352]
15. Collectio Ambrosiana. Η συλλογή αυτή
-με περιεχόμενο ιουστινι-άνειες Νεαρές,
εκκλησιαστικού χαρακτήρα-
προσωνυμείται από το μοναδικό χειρόγραφο που την κατέστησε γνωστή, τον
Codex Ambrosianus L 49
sup.
(484).[353]
16. Νομοκάνων εις ν΄ τίτλους. Όπως μαρτυρά και ο τίτλος του, πρόκειται
για συλλογή μικτού περιεχομένου (νομο-κάνονας), με διατάξεις δηλαδή τόσο
πολιτειακής όσο και εκκλησιαστικής φύσεως. Συντάχθηκε στην Αντιόχεια επί
Ιουστίνου Β΄ (565-578) ή, κατ' άλλη γνώμη, επί αυτοκράτορα Μαυρικίου (582-602).
Με το
ανωτέρω έργο εγκαινιάσθηκε εφεξής το είδος των ‘νομοκανόνων’, όπως όμως
παρατηρείται, αργότερα λησμονήθηκε η ετυμολογία της λέξης και χρησιμοποιήθηκε ο
ίδιος όρος (ή ο όρος ‘νομοκάνονον’) ακόμα και για συλλεκτικά έργα που περιείχαν
αποκλειστικά εκκλησιαστικής προέλευσης διατάξεις.[354] Πολύ αργότερα καθιερώθηκε ο
όρος ‘Πηδάλιον’.
Ο
άγνωστος συντάκτης του Νομοκάνονος εις ν΄ τίτλους, λαμβάνοντας ως βασικό
πρότυπο τη Συναγωγή σε 50 τίτλους του Ιωάννη Σχολαστικού -με την οποία
ήδη ασχοληθήκαμε- πρόσθεσε
ιουστινιάνειες διατάξεις, ειλημ-μένες από την Collectio LXXXVII capitulorum, καθώς και άλλα
κανονι-στικά κείμενα (‘Πανδέκτης’ του αντικήνσορα Δωροθέου, ‘Κώδικας’ του
αντικήνσορα Ισιδώρου, ‘Νεαρές’ της συλλογής του Αθανασίου
Εμεσηνού).
17. Νομοκάνων εις ιδ΄ τίτλους. Το ιδιαίτερα σημαντικό κανονιστικό αυτό
κείμενο συντάχθηκε στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετείται χρονολογικά επί της
βασιλείας του Ηρακλείου († 641). Προέκυψε από τον εμπλουτισμό του Συντάγματος
εις ιδ΄ τίτλους (που ήδη εξετάσαμε) με διατάξεις της ιουστινιάνειας νομοθεσίας,
οι οποίες ρύθμιζαν εκκλησιαστικά ζητήματα.[355]
Οι
υποδιαιρέσεις των 14 τίτλων του ανωτέρω νομοκάνονα ανέρχονται σε 238 συνολικά
κεφάλαια. Σε κάθε κεφάλαιο προηγείται η απαρίθμηση των ιερών κανόνων και
ακολουθούν οι πολιτειακές διατάξεις.
18. Κανονολόγοι συγγραφείς. Στην παρούσα συνάφεια, αξίζει να
υπομνη-στεί το σημαντικό κανονικό έργο του Θεόδωρου Στουδίτη (759-826),
ηγου-μένου της Μονής Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη, ενός όχι μόνον θεωρη-τικού
αλλά και μαχητικού υπερασπιστή της προσκυνήσεως των εικόνων, κατά την ταραγμένη
περίοδο της εικονομαχίας.
Οι
κανόνες που συνέταξε ο Θεόδωρος αφορούν κυρίως το εξομολογητικό έργο των
κληρικών και την επιβολή κανονικών ‘επιτιμίων', δηλαδή εκκλη-σιαστικών ποινών
σχετικά με τη διάπραξη εκκλησιαστικής φύσεως παρα-πτωμάτων από λαϊκούς ή και
ειδικά από μοναχούς. Περιστασιακά κανονικές αναφορές ανευρίσκονται και στα δύο
κλασικά έργα του Θεόδωρου Στουδίτη, τη Μικρή και τη Μεγάλη
Κατήχηση, προσφιλή αναγνώσματα ακόμα και σήμερα στις κατά τόπους ορθόδοξες
μονές, ιδίως αυτές του Αγίου Όρους, οι οποίες διατρανώνουν συχνά την πιστότητά
τους στο μοναχικό πνεύμα του συντάκτη τους. Αλλά κανονικό περιεχόμενο πρέπει να
θεωρηθεί ότι έχουν και πολλές αναφορές του συνόλου των έργων του Θεόδωρου
(μεταξύ αυτών, και η Διαθήκη του) ειδικά όσον αφορά την οργάνωση του
καθόλου μοναχι-κού βίου (ενδεικτική, για παράδειγμα, η θεσμική εισαγωγή της
διάκρισης των μοναχών σε ‘μικρόσχημους’ και
‘μεγαλόσχημους’).
Στον
πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Δ΄
το Νηστευτή (582-595) αποδίδει η παλαιότερη, τουλάχιστον, παράδοση μία
σειρά συμπιληματικών έργων της εξομολογητικής φιλολογίας, όπως μεταξύ άλλων
είναι και το Κανονάριον.[356] Διήκουσα αρχή του εν λόγω
έργου αποτελεί η εξατομίκευση των εκκλησιαστικών επιτιμίων με κριτήριο τις
ειδικές αντικειμενικές ή προσωπικές του εξομολογούμενου περιστάσεις, υπό τις
οποίες αυτός τέλεσε τις αποδοκιμαζόμενες από τους ιερούς κανόνες πράξεις. Ο
πρακτικός χαρα-κτήρας αυτών των συλλογών είχε ως αποτέλεσμα την ευρύτατη διάδοσή
τους, σε όλα τα μήκη και πλάτη της βυζαντινής αυτοκρατορίας αλλά και στο
χριστιανικό κόσμο εκτός των ορίων αυτής.
Κανόνες σχετικά με την ηθική
και πνευματική ζωή των πιστών (φέρεται ότι) συνέθεσε και ο πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος Α΄
ο Ομο-λογητής (806-815),
κατανεμημένους σε διάφορες συλλογές υπό τις ονομα-σίες ‘τυπικόν’, ‘συντάξεις’,
‘διατάξεις’, ‘κεφάλαια περί διαφόρων υποθέ-σεων’ κ.λπ.[357] Το γεγονός ωστόσο ότι τα
ανωτέρω έργα αγνοούνται από τους μεγάλους κανονολόγους του 12ου αιώνα (Αριστηνό,
Ζωναρά και Βαλσα-μώνα), εγείρει εύλογες αμφιβολίες για την πατρότητα,
τουλάχιστον, των ανωτέρω συμπιληματικών έργων.
Γ΄. Απονομή της
δικαιοσύνης.
1. Γενικά. Ελάχιστα δυστυχώς
στοιχεία μάς είναι γνωστά για την οργά-νωση της απονομής της βυζαντινής
δικαιοσύνης, δηλαδή τον τρόπο λειτουρ-γίας των βυζαντινών δικαστηρίων και των
μελών τους. Για το λόγο αυτό, κάθε σωζόμενη ιστορική μαρτυρία αποκτά ξεχωριστή
αξία.
Επικεφαλής της δικαστικής
ιεραρχίας ήταν και εδώ ο αυτοκράτορας, ως η ανώτατη αρχή του όλου κρατικού
μηχανισμού - χωρίς βεβαίως να έχει εφαρμογή την εξεταζόμενη περίοδο η αρχή της
διακρίσεως των εξουσιών.
2. Επαρχιακά δικαιοδοτικά όργανα.
Ιδιαίτερα όργανα απονομής της δικαιοσύνης προβλέπονταν ανά ‘επαρχίες’,
‘διοικήσεις’ και ‘υπαρχίες’. Σε πρώτο βαθμό δίκαζαν οι διοικητές των επαρχιών
και σε δεύτερο εκείνοι των διοικήσεων (βικάριοι) ή των υπαρχιών (έπαρχοι
πραιτωρίων).
Δικαστικά όμως καθήκοντα επί
πολιτικών και ποινικών υποθέσεων, ασκούσαν και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι είτε
αυτοτελώς είτε ύστερα από εξουσιοδότηση με βάση ειδικές
διατάξεις.
3. Εκκλησιαστικά δικαστήρια
(‘audientia
episcopalis’). Από την εποχή ήδη
του Μ. Κωνσταντίνου μαρτυρείται η ύπαρξη και λειτουργία εκκλησια-στικών οργάνων
με αρμοδιότητα την επίλυση διαφορών ακόμη και ιδιωτικού (αστικού, κυρίως
οικογενειακού και κληρονομικού) ή ποινικού δικαίου. Η ιδιότυπη αυτή δικονομική
αρμοδιότητα της Εκκλησίας επί υποθέσεων κοσμικού χαρακτήρα, καθιερώθηκε να
ονομάζεται audientia episcopalis (ή episcopale judicium).
Απαρχή του θεσμού θεωρήθηκε η
εντολή του Αποστόλου Παύλου προς τα μέλη των απανταχού πολυάριθμων χριστιανικών
κοινοτήτων, να απευθύ-νονται για την επίλυση των διαφορών τους όχι στις κρατικές
αλλά στις οικείες τους εκκλησιαστικές αρχές, προ πάντων δε στους επισκόπους ή
άλλους προεστώτες της τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητας.[358]
Έτσι, οι επίσκοποι στα πλαίσια του ρόλου τους, ως καθοδηγητές και προστάτες του
ποιμνίου της περιοχής τους, καλούνται από πολύ νωρίς να διευθετούν τα
μικροπροβλήματα και τις διαφορές των πιστών, για να τούς αναγνωριστεί αργότερα
δικαιοδοτική εξουσία. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ότι ο λαός εμπιστευόταν
περισσότερο τους εκκλησιαστικούς παρά τους πολιτειακούς δικαστές, προφανώς διότι
στους τελευταίους η διαφθορά είχε πάρει λυμικές διαστάσεις. Επί πλέον, η
audientia
episcopalis επέφερε μία
ευεργετική αποσυμφόρηση στο φόρτο των κοσμικών δικαστηρίων. Τέλος, πρέπει να
σημειωθεί ότι οι ποινές που επέβαλαν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια (αφορι-σμός,
αποχή από τη μετάληψη, επιτιμία κ.ά.) λειτουργούσαν περισσότερο ανασταλτικά από
τις ποινές των ανάλογων κοσμικών, με δεδομένη τη βαθιά θρησκευτικότητα και
ευλάβεια του βυζαντινού ανθρώπου.
Ο Μ. Κωνσταντίνος αρχικά επέτρεψε
τη μεταφορά κάθε εκκρεμούς δίκης, εφόσον συναινούσαν οι διάδικοι, στην
διαδικασία της audientia
episcopalis. Στην περίπτωση
αυτή, ο θεσμός είχε χαρακτήρα διαιτητικό. Αργότερα όμως η διαδικασία αυτή
τηρούνταν υποχρεωτικά, εφόσον υποβαλ-λόταν σχετικό αίτημα από ένα των
μερών.
Παράλληλα προς τα ανωτέρω
καθιερώθηκε μία μορφή προνομιακής αντιμετώπισης των κληρικών με αντικείμενο την
εκδίκαση αστικών ή ποινικών τους υποθέσεων από τα εκκλησιαστικά (και όχι τα
κοσμικά) δικαστήρια (privilegium fori).
Επί Ιουστινιανού, με τη Νεαρά 86
(έτ. 539) διευρύνεται ο συναφής ρόλος των επισκόπων και καθιερώνεται μια μορφή
εποπτείας τους για την αμερό-ληπτη εκδίκαση των υποθέσεων από τα άλλα
δικαστήρια.[359]
Τα τακτικά εκκλησιαστικά
δικαστήρια διακρίνονταν σε ‘επισκοπικά’ (που λειτουργούσαν σε επίπεδο επισκοπής
ή αρχιεπισκοπής), σε ‘επαρχιακά’ ή ‘μητροπολιτικά’ (σε επίπεδο μητροπόλεως) και
σε ‘πατριαρχικά’, που απένειμαν δικαιοσύνη στο πλαίσιο του οικείου πατριαρχείου.
Τα επισκοπικά δικαστήρια
συγκροτούνταν από τον επίσκοπο, που ήταν ο μόνος με αποφασιστική αρμοδιότητα,
και από εκκλησιαστικούς αξιωμα-τούχους της οικείας επισκοπικής περιφέρειας. Ως
επαρχιακό δικαστήριο λειτουργούσε η επαρχιακή σύνοδος, δηλαδή η συνέλευση όλων
των επισκό-πων της επαρχίας, υπό την προεδρία του οικείου μητροπολίτη. Τέλος, το
πατριαρχικό δικαστήριο συγκροτούνταν από την πατριαρχική σύνοδο, υπό την
προεδρία του πατριάρχη.[360]
Χαρακτήρα έκτακτων εκκλησιαστικών
δικαστηρίων είχαν όσα συνέρ-χονταν όχι περιοδικά αλλά όταν και μόνον παρίστατο
ανάγκη. Στην κατη-γορία αυτή ανήκαν οι οικουμενικές και τοπικές σύνοδοι για την
άσκηση της δικαστικής τους εξουσίας, καθώς και όσα δικαστήρια συγκροτούνταν με
πρωτοβουλία και επιταγή της κοσμικής αρχής, για τη διερεύνηση ορισμένης
εκκλησιαστικής διαφοράς.
Αργότερα, τα εκκλησιαστικά
δικαστήρια εμφανίζονται να αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα στον τομέα της
επίλυσης διαφορών ιδιωτικού δικαίου, και μάλιστα όχι μόνον σε υποθέσεις γαμικών
διαφορών, που είχαν υπαχθεί στην αποκλειστική δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών
οργάνων, αλλά και γενικότερα επί υποθέσεων με καθαρά περιουσιακό
αντικείμενο.
ΜΕΡΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
(961 –
1204)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ
1. ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ
ΚΡΗΤΗΣ
Διοικητική,
οικονομική, πολιτιστική και εκκλησιαστική αναδιοργάνωση.
Η ανακατάληψη της Κρήτης από το
βυζαντινό στρατό πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαρτίου του έτους 961, μετά από
συνεχείς αλλά αποτυχημένες παλαιότερες προσπάθειες. Οι Άραβες υπέστησαν
συντριπτική ήττα, που πρέπει να αποδοθεί όχι μόνον στην πολεμική ικανότητα και
ευφυΐα του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά (912-969)[361]
αλλά και στην τεράστια δύναμη πυρός ενός ογκωδέστατου στρατού και στόλου, που
είχε τεθεί στις διαταγές του. Η Κρήτη ανήκε πλέον πάλι στους Βυζαντινούς, μετά
από 137 περίπου χρόνια υποταγής της στους προερχόμενους από την ισπανική
Ανδαλουσία Άραβες.[362]
Η μελετημένη μέχρι την τελευταία
λεπτομέρεια αυτή βυζαντινή εκστρα-τεία, επιφέροντας οριστικό και νικηφόρο κατά
των Αραβοκρητών αποτέλε-σμα, κατάφερε να τονώσει αποφασιστικά το στρατιωτικό και
πολιτικό γόητρο της αυτοκρατορίας.[363]
Παράλληλα, οι βυζαντινοί αποκόμισαν τερά-στια οικονομικά και γεωστρατηγικά
οφέλη, καθώς η ήττα των αραβικών δυνάμεων μετέβαλε καθοριστικά και σε βάθος
χρόνου τη στρατιωτική και γεωπολιτική ισορροπία της ευρύτερης περιοχής της
ανατολικής Μεσογείου.
Η βυζαντινή κυριαρχία -σε
συνδυασμό με την αναφερθείσα κατάληψη και της Κύπρου το 964- αποκαταστάθηκε σε
σημαντικό βαθμό, δημιουρ-γώντας ένα ευρύτερο κλίμα σταθερότητας και ασφάλειας. Η
ναυσιπλοΐα τονώθηκε καίρια, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκε και η εμπορική ή όποια
άλλη καθημερινή οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων που ζούσαν στα νησιά του
Αιγαίου και τα παράλια της Μικράς Ασίας.
Για λόγους προληπτικής άμυνας και
αποτελεσματικότερης στρατιωτικής οχύρωσης, ο Νικηφόρος Φωκάς μετέφερε την
πρωτεύουσα του νησιού από τον Χάνδακα λίγο νοτιότερα, στο λόφο του Τεμένους,
όπου και ανήγειρε ισχυρότατο φρούριο. Αργότερα, εντούτοις, ο Χάνδακας επανήλθε
στην αρχική του αίγλη, καταφέρνοντας να επιβληθεί οριστικά ως το πολιτικό,
διοικητικό, στρατιωτικό και εκκλησιαστικό κέντρο του νησιού.[364]
Πέραν αυτού, στην Κρήτη ανεγέρθηκαν εκτεταμένα αμυντικά-οχυρωματικά έργα σε
διάφορα στρατηγικά σημεία. Οι αρχαιολογικές έρευνες έφεραν επανει-λημμένως στο
φως υπολείμματα των βυζαντινών αυτών έργων, σε πολλά σημεία του νησιού.
Παράλληλα, πολυάριθμες φρουρές επαγρυπνούσαν για τυχόν επιστροφή των Αράβων.
Παλαίμαχοι βυζαντινοί στρατιώτες εγκατα-στάθηκαν από το Φωκά σε εύφορα μέρη της
Κρήτης, όπως μαρτυρεί και το προαναφερθέν χωρίο του Λέοντος Διακόνου, στους
οποίους παραχωρήθηκαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Όπως γίνεται αντιληπτό, βασικό
μέλημα της Κωνσταντινούπολης κατά τη νέα αυτή μεταβατική περίοδο της Κρήτης,
αποτέλεσε η όσο το δυνατόν πιο ομαλή επούλωση των τραυμάτων που άφησε πίσω της η
οδυνηρή παρένθεση της Αραβοκρατίας και η χωρίς κραδασμούς θεσμική ένταξη της
Κρήτης στην παγιωμένη, στα άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, πολιτειακή και
εκκλη-σιαστική τάξη του Βυζαντίου. Γεγονός πάντως ήταν ότι οι Άραβες αλλοί-ωσαν
βίαια και σε μεγάλο βαθμό πολλές πτυχές της προηγούμενης φυσιο-γνωμίας της
Κρήτης. Προκειμένου να σωθεί, ο πληθυσμός της είχε τραπεί στην κατοίκηση μικρών
χωριών, σε ημιορεινά κατά κανόνα εδάφη. Τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα του νησιού
εγκαταλείφθηκαν από τους Κρήτες, αφού αυτά ερημώθηκαν και καταστράφηκαν από τους
επήλυδες πειρατές.
Για την ανάκαμψη της πιο πάνω
κατάστασης λήφθηκαν διοικητικά και στρατιωτικά μέτρα στενότερου ελέγχου του
νησιού από την πρωτεύουσα, η οικονομία ωστόσο του οποίου χρειάστηκε αρκετό χρόνο
για να συνέλθει από τον προηγούμενο εξουθενωτικό μαρασμό.
Ανάταξη του θρησκευτικού κλίματος
επιχειρήθηκε με την κηρυκτική και ποιμαντική δράση των ιεραποστόλων οσίων Νίκωνα
του Μετανοείτε και Ιωάννη του Ξένου, δύο σπουδαίων εκκλησιαστικών μορφών που
έζησαν και έδρασαν τους αιώνες 10ο και 11ο στην Κρήτη. Αλλά στο εκκλησιαστικό
και συγγραφικό έργο των δύο αυτών αγίων θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο οικείο
μέρος.
Δεν αποκλείεται βεβαίως αρκετοί
Κρήτες να εξισλαμίσθηκαν κατά την προηγηθείσα περίοδο. Δεν θα πρέπει όμως να
μείνει απαρατήρητο ότι μετά την Αραβοκρατία καμία πηγή δεν κάνει λόγο για
‘μουσουλμάνους Κρήτες’. Ούτε είναι δυνατό να υποτεθεί ότι ο Φωκάς θα εξολόθρευσε
όλους τους μουσουλμάνους που βρήκε στο νησί, αν μάλιστα ο αριθμός τους ήταν
μεγά-λος ή στην ύπαιθρο.[365]
Οι προσπάθειες για την γενικότερη
αναδιοργάνωση έφεραν τα μέγιστα δυνατά αποτελέσματα περί τα τέλη του 12ου αιώνα,
περίοδο κατά την οποία το νησί γνώρισε μία πολυεπίπεδη ανάπτυξη και ακμή.[366]
Αν και οι διασωθείσες μαρτυρίες
κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο της Κρήτης δεν είναι πολύ αφθονότερες,
συγκριτικά με εκείνες τις ελάχιστες της πρώτης,[367]
θα προσπαθήσουμε εντούτοις μέσα από αυτές να διαμορφώσουμε μία ορισμένη εικόνα
για την κατάσταση στο νησί, υπογραμμίζοντας πάντοτε ότι η απόπειρα αυτή
ιστορικής ανασύνθεσης στηρίζεται αναπόφευκτα, σε μεγάλο βαθμό, σε
υποθέσεις.
2. Οι ‘προνοιάριοι’
και η νέα βυζαντινή αριστοκρατία της Κρήτης.
Αν και, όπως ήδη παρατηρήθηκε,
έχει μάλλον οριστικά εγκαταλειφθεί η παλαιότερη απόλυτη άποψη, που υποστήριζε
ότι οι Άραβες είχαν κατά τον εποικισμό τους εξολοθρεύσει ή εκτοπίσει σχεδόν όλο
το γηγενή βυζαντινό πληθυσμό, γεγονός εντούτοις ήταν ότι η Κρήτη είχε υποστεί
εκτεταμένες πληθυσμιακές μεταβολές, αναπόφευκτες άλλωστε μετά από μία μακρόχρονη
και τόσο εξουθενωτική κατάκτηση. Παράλληλα, είχε εκλείψει από το νησί η
παλαιότερη βυζαντινή αριστοκρατία, γεγονός που ώθησε τον Νικηφόρο Φωκά στη
δημιουργία μίας νέας, ευγενούς αλλά και έμπιστης στην αυτο-κρατορία ηγετικής
τάξης.
Για την υλοποίηση του πιο πάνω
σταθεροποιητικού σχεδίου, ο Φωκάς προχώρησε σε διανομή μεγάλων εκτάσεων γης
μεταξύ στρατιωτών του οι οποίοι προέρχονταν από διάφορα μέρη της
αυτοκρατορίας,[368]
εφαρμόζοντας με τον τρόπο αυτόν μία πρώιμη μορφή του θεσμού της βυζαντινής
‘πρό-νοιας’. Το εν λόγω μέτρο είχε ως αντικείμενο την (προσωρινή ή και ισόβια)
παραχώρηση αγροκτημάτων ή φορολογικών απαλλαγών σε στρατιώτες, με αντάλλαγμα την
παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών άμυνας και ασφάλειας των βυζαντινών εδαφών.[369]
Οι αποδέκτες των σχετικών
προνομίων συγκρότησαν με τον καιρό την άρχουσα τάξη των μεγαλογαιοκτημόνων της
Κρήτης, η ιδιαίτερη ισχύς της οποίας οφειλόταν και στη σχετική απομόνωση του
νησιού από το βυζαντινό κέντρο. Οι ‘προνοιάριοι’ -όπως αυτοί ονομάστηκαν
αργότερα- έχοντας επωφεληθεί από την επικράτηση στο νησί ενός κλίματος τάξης, ασφάλειας και ησυχίας, απέκτησαν
βαθμιαία ιδιαίτερο κύρος, οικονομική ισχύ και επιβολή στην τοπική κοινωνία, ιδίως κατά την
εποχή της δυναστείας των Κομνηνών.[370]
3. Η Κρήτη ως
βυζαντινό ‘θέμα’.
Μέχρι τις αρχές του 8ου αιώνα η
Κρήτη συμπεριλαμβανόταν, όπως ήδη σημειώθηκε, στο ευρύτερο βυζαντινό θέμα της
Ελλάδος. Αργότερα όμως η μεγαλόνησος συγκροτήθηκε σε ιδιαίτερο θέμα, πιθανότατα
μεταξύ των ετών 718 και 732. Τη σχετική πληροφορία συνάγουμε από το αγιολογικό
κείμενο ‘Βίος του Αγίου
Στεφάνου’ (έτ. 808), στο οποίο μνημονεύονται διώξεις εικο-νόφιλων από τον
‘άρχοντα, στρατηγό και αρχισατράπη της Κρήτης’ Θεο-φάνη τον Λαρδότυρο, που
διεξήχθησαν περί τα έτη 764/765.[371]
Αρκετά αργότερα, γύρω στα μέσα του
9ου αιώνα, το ‘Τακτικό Uspenskij’ αναφέρεται ταυτόχρονα
σε ‘στρατηγό Κρήτης’ και ‘άρχοντα Κρήτης’. Ανά-λογη επιβεβαίωση μας έρχεται και
από το Τακτικό του Εσκοριάλ’[372]
(975-976), πηγή σύμφωνα με την οποία ο ‘στρατηγός Κρήτης’ κατελάμβανε την υψηλή
23η θέση, επί συνόλου 83 στρατηγών της αυτοκρατορίας, ακολου-θώντας τον στρατηγό
Κύπρου αλλά προηγούμενος των θεμάτων της Σάμου, των Κυκλάδων, του Αιγαίου
πελάγους, της Κεφαλληνίας, του Στρυμώνος και της Ελλάδος.[373]
Πρώτος γνωστός στρατηγός του
θέματος της Κρήτης, κατά τη δεύτερη αυτή βυζαντινή περίοδο, ήταν ο πατρίκιος
Βασίλειος, σύμφωνα με σωζόμενη σφραγίδα, που χρονολογείται περί το έτος 1000.[374]
Στρατηγοί του ίδιου θέματος διετέλεσαν οι πρωτοσπαθάριοι Φιλάρετος Βραχέων και
Ευμάθιος Φιλοκάλης (12ος αι.)[375]
καθώς και ο δισύπατος Μιχαήλ.
Στο πλαίσιο του βυζαντινού θέματος
της Κρήτης, είναι γνωστό ότι λειτουργούσαν 30 τούρμες, μεταξύ δε αυτών, και οι
τούρμες του ‘Καλα-μώνος’, ‘του βορείου της Μεσαρέας’ και ‘της Κνωσού’. Σε
μεταγενέστερη (έτ. 1222) πηγή αναφέρονται και οι τούρμες ‘Μυλοποτάμου’, ‘Κάτω
Συβρί-του’, ‘Απάνω Συβρίτου’, ‘Ρεθύμνου’.[376]
Από τον 12ο αιώνα και μετά, με τις
μεταρρυθμίσεις του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού (1081-1118), ο ανώτατος
διοικητικός αξιωμα-τούχος της Κρήτης φέρει τον τίτλο του ‘δούκα’ ή ‘κατεπάνω’,[377]
προσω-νυμία που διατηρήθηκε μέχρι την περιέλευση της Κρήτης στους Βενετούς.[378]
Ο δούκας ή κατεπάνω του νησιού μας, υπάκουε στον ‘μέγα δούκα’, δηλαδή τον
στρατιωτικό διοικητή και ναύαρχο των ‘κατωτικών μερών’, ήτοι της Ελλάδας και της
Πελοποννήσου. Εδώ σημειώνεται ότι δικαστικές, δημοσιο-νομικές αλλά και ορισμένες
πολιτικές αρμοδιότητες ασκούσαν στην Κρήτη το 10ο αιώνα οι ‘κριτές’, ανώτεροι
αξιωματούχοι με δικαιοδοσία σε περισ-σότερα θέματα. Αργότερα, όμως, οι
αρμοδιότητες αυτές απορροφήθηκαν από τον δούκα (ή κατεπάνω), στρατηγό του
οικείου θέματος.
Οι δούκες, πέραν των αμιγώς
στρατιωτικών, ασκούσαν και ένα ευρύτατο άλλο φάσμα πολιτικών, δικαστικών,
οικονομικών αλλά και δημοσιονομικών δικαιοδοσιών, όπως, στην τελευταία
περίπτωση, ήταν η συλλογή φόρων.[379]
Από τα μέσα όμως του 12ου αι., τα καθήκοντα του δούκα είναι μάλλον αμιγώς
δημοσιονομικά, ενώ με την ιδιότητα αυτή μνημονεύονται στις πηγές οι δούκες ή
κατεπάνω Κρήτης :
? Μιχαήλ
? Ιωάννης Ελλαδάς (1118)[380]
? Μιχαήλ Καραντηνός (1088-1089)[381]
? Νικηφόρος Διογένης (γιος του
αυτοκράτορα Ρωμανού Δ΄ του Διογένη)
? Ιωάννης Στραβορωμανός (12ος αι.)
? Αλέξιος Κοντοστέφανος (1167)
? Κωνσταντίνος Δούκας (1183)
? Στέφανος Κοντοστέφανος (1193)
? και Νικηφόρος Κοντοστέφανος
(1197), γαμπρός του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ του Κομνηνού.
Τη στρατιωτική άμυνα και οργάνωση
των θεμάτων και του θεματικού στρατού υποβοηθά σε μεγάλο βαθμό η οχύρωση των
κρητικών πόλεων, από το 10ο αιώνα και μετά. Έγινε ήδη λόγος για τα οχυρωματικά
έργα του Τεμέ-νους, η πρωτοβουλία για την κατασκευή των οποίων ανήκει στην
προλη-πτική κατά των Αράβων άμυνα που άφησε στο νησί ο Νικηφόρος Φωκάς. Μέσα
στις οχυρωμένες αυτές πόλεις διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό ο μεσαιωνικός αστικός
βίος των Κρητών, στο πλαίσιο της όλης διοικήσεως του θέματος της Κρήτης. Χάρη
στο αμυντικό αυτό σύστημα, ο βυζαντινός στρατός γίνεται ολιγομελέστερος αλλά πιο
οργανωμένος και καλύτερα εκπαιδευμένος, αφού σταδιακά επανδρώνεται και με
μισθοφόρους. Επαγγελ-ματίες πολεμιστές, ικανότεροι στη μάχη και σε αιφνίδιες
επιθέσεις, συγκρο-τούν το στρατό του θέματος, που είναι συμπαγέστερος και
αποτελεσμα-τικότερος.
Η εξέλιξη όμως αυτή επηρεάζει
άμεσα και την όλη οικονομική ανάπτυξη του νησιού. Οι αγρότες ελέγχονται από τους
δυνατούς μεγαλογαιοκτήμονες, ενώ οι αξιωματούχοι και οι μάχιμοι συγκεντρώνονται
στα κάστρα και στα φρούρια του νησιού. Τα οχυρά αυτά σταδιακά μετατρέπονται σε
κέντρα ανταλλαγής προϊόντων, κατανάλωσης, εμπορίας, μέρη από όπου με ασφά-λεια
ελέγχεται η γη της γύρω περιοχής. Οι επαρχιακές πόλεις αρχίζουν να γίνονται
δυναμικά κέντρα της τοπικής ζωής. Η οχύρωση τέτοιων κέντρων, των κάστρων
ακολουθείται μέχρι τους Παλαιολόγειους χρόνους.
Με τον πιο πάνω τρόπο
διασφαλιζόταν αποτελεσματικότερα ο έλεγχος μιας ευρύτερης περιοχής. Για το λόγο
αυτό, οι οχυρώσεις είχαν αποκτήσει στη νοοτροπία των βυζαντινών μίαν οιονεί
μεταφυσική αξία, αφού παρείχαν αυξημένη προστασία της ζωής και της ακεραιότητάς
τους, της ανεξαρτησίας και της πίστης τους, την εξασφάλιση των περιουσιών και
των σοδειών τους.
4. Η δράση των
‘δυνατών’ της Κρήτης.
Ένας από τους κύριος πολιτικούς
και στρατιωτικούς στόχους της καθι-ερώσεως του θεματικού θεσμού από την κεντρική
βυζαντινή διοίκηση, από-τέλεσε και ο περιορισμός των επεκτατικών διαθέσεων των
μεγαλογαιοκτη-μόνων. Η ισχυροποίηση των τελευταίων συνδέθηκε όχι μόνον με
κατα-χρήσεις σε βάρος των μικροκαλλιεργητών ή/και αθέμιτη οικειοποίηση δημόσιων
γαιών της αυτοκρατορίας, αλλ’ ενίοτε και με τάσεις σφετερισμού του κεντρικού
θρόνου.[382]
Η οικονομική υποβοήθηση και
θεσμική κατοχύρωση της μικρής ιδιοκτησίας επιδιώχθηκε, από την πλευρά του
κράτους, με δύο κυρίως μέτρα: αφενός μεν τη λήψη μέτρων για την -όσο αυτό ήταν
εφικτό- πάταξη της διαφθοράς και τον περιορισμό των καταχρήσεων των υπαλλήλων
της κρατικής μηχανής, οι οποίοι καταπίεζαν συνήθως τους αδύναμους, απο-φεύγοντας
κατά κανόνα να θίγουν τους οικονομικά ισχυρούς,
αφετέρου με την εκλογίκευση των
δημοσιονομικών βαρών και τη μη υπέρμετρη φορολόγηση της
μικροϊδιοκτησίας.
Άλλωστε, τα αρνητικά αυτά δεδομένα
(διαφθορά και άνιση φορολογική μεταχείριση) ήταν που εξουθένωναν τους
μικροκαλλιεργητές και τους μετέ-τρεπαν βαθμιαία σε κολλήγους, ωθώντας τους στην
παραχώρηση των κτημά-των τους στους μεγαλογαιοκτήμονες, με αντάλλαγμα την παροχή
προστα-σίας εκ μέρους των τελευταίων.[383]
Δραματική αύξηση της δύναμης και
της επιρροής των μεγαλογαιοκτη-μόνων παρουσιάζεται ιδιαίτερα κατά την εποχή των
Κομνηνών, κυρίως περί τα μέσα του 12ου αιώνα. Ολόκληρη η περίοδος αυτή
χαρακτηρίζεται από τον αδυσώπητο αγώνα ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και στις
κεντρόφυγες δυνάμεις των μεγάλων γαιοκτημόνων. Πέραν των μικρών ιδιωτικών, οι
δυνατοί μπορούσαν να οικειοποιούνται και δημόσιες εκτάσεις, η κρατική προέλευση
των οποίων έπεφτε αργότερα έντεχνα στη λήθη. Μετά από καιρό οι γαίες αυτές
προβάλλονταν σαν κληρονομιές όσων τις είχαν στην πραγμα-τικότητα παράνομα
σφετεριστεί.
Στην αύξηση της δύναμης των
δυνατών οι αυτοκράτορες προσπαθούν να αντιδράσουν με τη λήψη νομοθετικών μέτρων,
όπως είναι ο θεσμός της ‘προτιμήσεως’ και η προστασία της αγροτικής κοινότητας.
Ειδικότερα, το δίκαιο της προτιμήσεως συνίσταται στην παραχώρηση δικαιώματος
προτε-ραιότητας σε συγγενείς, συνεταίρους και γείτονες των μικροκαλλιεργητών, ως
προς τις δικαιοπραξίες και συναλλαγές που αφορούν μεταβίβαση κυριό-τητας ή νομής
(αγοραπωλησίες, δωρελές, εμφυτεύσεις, ενοικιάσεις μεγάλης διάρκειας). Περαιτέρω,
η προστασία της αγροτικής κοινότητας επιτυγχάνεται με την καθιέρωση του μέτρου
της αλληλεγγύης των μελών μίας κοινότητας στην πληρωμή των φόρων, μέλη που θα
έχουν δικαίωμα προτιμήσεως στις συναλλαγές που γίνονται μέσα στα όρια της
κοινότητας.[384]
5. Το επαναστατικό
κίνημα του Καρύκη.
Μετά όσα προηγήθηκαν, μπορούν εδώ
να κατανοηθούν καλύτερα τα κοινωνικά και οικονομικά αίτια του κινήματος του
Καρύκη. Ο φιλόδοξος αυτός στασιαστής, περί τα έτη 1090-1091, επί των ημερών του
αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), υπηρετώντας πιθανότατα μέχρι τότε
από τη θέση του δούκα ή κατεπάνω της Κρήτης, αποφάσισε να ηγηθεί τοπικής
εξέγερσης κατά της κεντρικής διοίκησης. Ως απώτερο σκοπό είχε την εγκαθίδρυση
μίας τοπικής κρατικής οντότητας, ανεξάρτητης από την κεντρική εξουσία της
Κωνσταντινούπολης.[385]
Για την επίτευξη του σκοπού του, ο Καρύκης προσπάθησε να επωφεληθεί από την
απασχόληση των στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων του βυζαντινού κράτους προς
ανά-κτηση της Χίου και της Λέσβου, τις οποίες είχε τότε καταλάβει ο τούρκος
σατράπης της Σμύρνης Τζαχάς.
Αφορμή του κινήματος του Καρύκη
εικάζεται ότι ήταν η υπέρμετρη φορολόγηση των Κρητών, καθώς, όπως εύστοχα
επισημαίνεται, «ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της εσωτερικής διαμάχης στο
Βυζάντιο, μίας διαμάχης που πολλές φορές εξελίχτηκε σε σκληρό και αδιάλλακτο
αγώνα εξουσίας ανάμεσα στην στρατιωτική αριστοκρατία των επαρχιών και στην
πολιτική γραφειοκρατία των πολυάνθρωπων αστικών κέντρων, αποτέλεσε η εξής
ιδιομορφία: στις περισσότερες περιπτώσεις ξεσπάσματος στασιαστικών κινημάτων η
πλειοψηφία των κατοίκων των επαναστατημένων περιοχών τασσόταν στο πλευρό των
‘νεωτεριστών’, ελπίζοντας σε μία απολύτρωση από την αυτοκρατορική φορολογική
καταπίεση και τις ατασθαλίες των πολυ-άριθμων φορολογικών πρακτόρων, των
‘πραιτόρων’ και των ‘αναγραφέων’, οι οποίοι είχαν καταστεί ο φόβος και ο τρόμος
των γεωργικών πληθυσμών του κράτους».[386]
Το κίνημα ωστόσο του Καρύκη, είχε
την πλέον ατυχή εξέλιξη, αφού τελικώς καταπνίγηκε από τους ίδιους τους Κρήτες
που, αν και αρχικά φάνηκε να συντάσσονται με τον στασιαστή, πανικοβλήθηκαν
ωστόσο, μόλις έμαθαν ότι πλησίαζε στο νησί ο ισχυρός βυζαντινός στόλος, υπό την
ηγεσία του μέγα δούκα Ιωάννη Δούκα.[387]
Αξιοσημείωτη συνέπεια της στάσης αυτής ήταν να στραφεί κατά τρόπο πιο άμεσο το
ενδιαφέρον του βυζαντινού κράτους στα πολλά τοπικά προβλήματα του νησιού.
Σε κάθε όμως περίπτωση, η στάση
του Καρύκη πρέπει να θεωρείται αντιπροσωπευτική μιας σειράς ανάλογων κινημάτων,
η έκρηξη των οποίων αποκάλυπτε την έλλειψη ισχυρότερου συνεκτικού δεσμού μεταξύ
των βυζαντινών επαρχιών και της Κωνσταντινούπολης, καθώς και την ανάπτυξη
φυγόκεντρων τάσεων από τους τοπικούς τους άρχοντες.[388]
Τέτοια αίτια είχε μία ακόμη
επανάσταση των Κρητών, που μαρτυρείται κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο, λόγω
υπέρμετρης, όπως εικάζεται,[389]
φορολόγησής τους. Η άρνησή τους να καταβάλουν εξουθενωτικούς φόρους στο κράτος,
ώθησε τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό
τον Πορφυρογέννητο να στείλει μία δύναμη εκατό πλοίων με επικεφαλής το
γιό του Ισαάκιο, προκειμένου να επανέλθει η τάξη στο νησί.
6. Η μυθιστορία για
τα 12 αρχοντόπουλα.
Στο πλαίσιο των πιο πάνω
κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δεδο-μένων, που χαρακτήριζαν εμφατικά την
Κρήτη κατά τη δεύτερη βυζαντινή της περίοδο, πρέπει νομίζουμε να ερμηνευθεί και,
μία σε ορισμένο βαθμό μεταγενέστερης μάλλον κοπής, μυθιστορία: σύμφωνα με τον
πυρήνα της, γόνοι 12 εξεχουσών αρχοντικών οικογενειών (‘δώδεκα αρχοντόπουλα’)
της Κωνσταντινούπολης στάλθηκαν στο νησί κατά τη δεύτερη βυζαντινή φάση του
νησιού, με κύριο σκοπό να κρατήσουν τους κατοίκους σε υποταγή και να συντελέσουν
αφενός μεν στη σύσφιγξη των δεσμών της Κρήτης με την πρωτεύουσα, αφετέρου δε στο
μπόλιασμα των γηγενών με ‘αίμα ευγενών’.[390]
Τα ανωτέρω διαθρυλούμενα δεν
προκύπτουν από αυθεντική ή πρωτότυπη πηγή, αλλά έμμεση και ορισμένως
αμφισβητούμενη ως πλαστή, όπως είναι το χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Β΄
Κομνηνού (1182).[391]
Σύμ-φωνα πάντοτε με το εν λόγω κείμενο, τα «δώδεκα αρχοντόπουλα» που ήρθαν στην
Κρήτη ήταν οι:
? Νικηφόρος Αργυρόπουλος ή Αντιστεφανίτης: ως μέλη
της οικογένειάς του αναφέρονται λόγιοι και στρατηγοί καθώς και ο αυτοκράτορας
Ρωμανός Γ’ ο Αργυρός ή Αργυρόπουλος (968-1034, βασίλευσε τα έτη
1028-1034).
? Κωνσταντίνος Βαρούχας: η οικογένειά του
εγκαταστάθηκε κυρίως στο Ρέθυμνο της Κρήτης μέχρι την τουρκική κατάκτηση του
νησιού, οπότε μετανάστευσε στην Κεφαλονιά.[392]
? Δημήτριος Βλαστός: η οικογένεια αυτή αργότερα
διακλαδίστηκε στη Ζάκυνθο, τη Χίο, την Ιστρία και τη Δαλματία, έχοντας να
επιδείξει ως απογόνους της σειρά σημαντικών λογίων και επιστημόνων.[393]
? Φίλιππος Γαβαλάς.
? Ανδρέας Μελισσηνός: από τον κλάδο της
οικογένειας αυτής, που έδρευε στη Νίκαια, προερχόταν και ο Αλέξιος
Στρατηγόπουλος, ο οποίος, ως γνωστόν, το 1261 μπόρεσε να ανακαταλάβει την
Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους.[394]
? Λέων Μουσούρος: από τη συγκεκριμένη
οικογένεια αναδείχθηκαν αργότερα σπουδαίοι τιτλούχοι στην Υψηλή Πύλη.[395]
? Μαρίνος Σκορδίλης: η οικογένεια αυτή ανέδειξε
ηγέτες επαναστάσεων εναντίον των Βενετσιάνων.[396]
? Ιωάννης Φωκάς: υπήρξε προπάτορας των ιπποτών
Καλλέργηδων.
? Ευστράτιος ή Ευστάθιος Χορτάτζης: από την εν λόγω οικογένεια
προήλθε ο συγγραφέας του περίφημου μεσαιωνικού έργου
«Ερωφίλη».
? Θωμάς Αρκολέος, Ματθαίος Καφάτος[397]
και Λουκάς Λίτινος.
Ωστόσο, ασύγκριτα πειστικότερη
φαίνεται η εκδοχή κατά την οποία οι πιο πάνω υπαρκτές τότε και ισχυρές στην
Κρήτης οικογένειες, επικαλού-μενες ένα αδιαμφισβήτητης, σήμερα, πλαστότητας
χρυσόβουλλο -η χάλκευ-ση του οποίου πρέπει να τοποθετηθεί στις απαρχές της
ενετοκρατίας- προέβαλαν προς τους Βενετούς ως χρονικά απώτατη την αριστοκρατική
τους καταγωγή, προκειμένου να μπορέσουν να σώσουν τα κεκτημένα από τη βυζαντινή
περίοδο προνόμιά τους.
Μία πιθανή κατάφαση εκ μέρους των
νέων κατακτητών ενός τέτοιου ισχυρισμού, θα απάλλασσε τα μέλη των ίδιων
οικογενειών από την τύχη των υπόλοιπων Κρητών, οι οποίοι μεταβλήθηκαν σε
κολλήγους των Βενετών, χωρίς προνόμια ή στοιχειώδη δικαιώματα. Και τούτο καθώς
οι νέοι κυρίαρχοι του νησιού δεν φαίνονταν, αρχικά τουλάχιστον, διατεθειμένοι να
αποδεχθούν τις παλαιότερες κοινωνικές τάξεις και τη διαστρωμάτωσή τους.
Αντίθετα, στο οικονομικό και κοινωνικό τους πρόγραμμα εντασσόταν η αφαίρεση των
ατομικών αγροτικών ιδιοκτησιών, η διανομή της γης του νησιού μεταξύ των Βενετών
αρχόντων, της Λατινικής Εκκλησίας και του Δημοσίου καθώς και η υπαγωγή των
κατοίκων της Κρήτης στο καθεστώς των δουλοπαροίκων.
Με την επίκληση όμως του επίμαχου
χρυσόβουλλου, οι ευγενείς οικο-γένειες των μεγαλογαιοκτημόνων Κρητών μπορούσαν
να παρουσιάζουν την έγγεια ιδιοκτησία τους ως αποκτημένη από βασιλικές δωρεές
βυζαντινών αυτοκρατόρων, άρα σαν θεσμικά πιο εγγυημένη και, κατά κάποιον τρόπο,
ως χρήζουσα σεβασμού. Το σκοπό αυτό εξυπηρέτησε προφανέστατα η κατα-σκευή του
ίδιου χρυσόβουλου λόγου την περίοδο της βενετοκρατίας, σε συνδυασμό με τη
χρονική του τοποθέτηση τον 10ο αιώνα.
Ανάλογες επιφυλάξεις εκφράζονται
και ως προς τη γνησιότητα ενός άλλου εγγράφου, σχετιζόμενου με τις έγγειες
κτήσεις της οικογένειας Σκορδίλη εγγράφου (1183;), το περιεχόμενο όμως του
οποίου θεωρείται ότι ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό σε πραγματικά γεγονότα.[398]
Σύμφωνα με το κείμενο αυτό, ο ‘Δουξ της Κρήτης’ Κωνσταντίνος Δούκας, υπακούοντας
σε αυτοκρατορική διαταγή, μετέβη στην Ανώπολη και παρέδωσε στην οικογένεια
Σκορδίλη και τα εννέα αδέλφια της τα «γονικά» τους κτήματα, με λεπτομερή όρια
που καταγράφονται στο ίδιο έγγραφο. Από το ίδιο κείμενο προκύπτει ότι, ειδικά η
οικογένεια των Σκορδίληδων, επαναπέκτησε τα προνοιακά της κτήματα, που είχε
αρχικά αφαιρέσει ο Μανουήλ Κομνηνός από όλους τους μεγαλογαιοκτήμονες της
Κρήτης.
Ανεξάρτητα από το εάν τελικά οι
βενετικές αρχές σεβάστηκαν πλήρως, ή απλώς επηρεάστηκαν καταφατικά, από το
περιεχόμενο του περίφημου χρυσόβουλλου περί των 12 αρχοντόπουλων, γεγονός πάντως
είναι ότι ορι-σμένες κρητικές οικογένειες μεγαλογαιοκτημόνων, προερχόμενες από
τους αρχικούς ‘προνοιάριους’, για τους οποίους έγινε πιο πάνω λόγος, διατή-ρησαν
και κατά την περίοδο της βενετοκρατίας την αριστοκρατική θέση που και πριν
κατείχαν στο νησί, διέσωσαν πολλά οικονομικά και άλλα προνόμιά τους αλλά και
ηγήθηκαν αργότερα επαναστάσεων κατά των βενετών.[399]
Γεγονός, τέλος, είναι ότι ακόμη
και σήμερα μεγάλες περιοχές ή τοπο-θεσίες της Κρήτης φαίνεται να έλκουν τις
ονομασίες τους από τις βυζαντινές εκείνες οικογένειες. Τέτοια μέρη είναι
? το ‘Σκορδύλο’ (ή ‘Σκορδίλλο’ ή
‘Σκορδίλω’) στη Σητεία και στον Μυλοπόταμο κοντά στο Ρέθυμνο,
? τα ‘Καλλεργιανά’ στην Κίσσαμο
κοντά στο Καστέλλι, καθώς και
? το ‘Κάλλεργο’ ή ‘Καλέργω΄ κοντά
στο Ρέθυμνο.
Υπάρχει ακόμη και μία βουνοκορφή
στα Λευκά Όρη, με την ονομασία ‘Καλλέργης’, καθώς και πολλά ακόμα μέρη που
καθρεφτίζουν τα ονόματα των αρχοντόπουλων, με την κατάληξη του τοπωνυμίου σε
-ανά (π.χ. Καλ-λεργιανά ή χρησιμοποιώντας το κτητικό του π.χ. του Καλλέργη ή του
Σκορδύλη).
Άλλωστε, οικόσημα των οικογενειών
αυτών μπορούν να βρεθούν σε εκκλησίες και μνημεία σε όλη την Κρήτη, ενώ απόγονοι
των ίδιων οικο-γενειών είναι επιφανή μέλη της σημερινής ελληνικής
κοινωνίας.
7. Η οικονομία του
νησιού.
Ι.
Αγροτική παραγωγή – Εμπορικά προϊόντα. Η αγροτική οργάνωση της Κρήτης δεν
φαίνεται την εποχή αυτή να διέφερε από εκείνη των άλλων βυζαντινών επαρχιών.[400]
Ο αγροτικός πληθυσμός διακρίνεται κατά βάση στους ελεύθερους μικρομεσαίους
ιδιοκτήτες και στους οικονομικά εξαρτη-μένους καλλιεργητές (πάροικους).[401]
Ωστόσο, από τον 11ο αιώνα και μετά οι τελευταίοι πληθύνονται δραματικά, χάνοντας
την ελευθερία τους προς όφελος της μεγάλης ιδιοκτησίας, η οποία από την πλευρά
της γιγαντώνεται ολοένα και περισσότερο.
Οι
μεγαλογαιοκτήμονες εκμεταλλεύονται τη γη τους δίνοντάς την προς καλλιέργεια
στους πάροικους αντί ετήσιας κατά κανόνα εισφοράς, που μπορούσε να είναι σε
είδος (μορτή ή δεκατεία) ή σε χρήμα (πάκτον). Ο κάθε πάροικος είχε μικρή ατομική
περιουσία (στάση) από γη, ζώα και κατοικία, ενώ μπορούσε να καλλιεργεί και γη
νοικιασμένη.[402]
Η
εξομάλυνση των πολιτικών συνθηκών, η διοικητική ανασύνταξη, κυρίως όμως η
εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας, είχε ως αποτέλεσμα την βαθμιαία ανάπτυξη
παραγωγικής οικονομίας, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι το νησί κατέστη κέντρο
του εμπορικού ενδιαφέροντος των Βενετών από τις αρχές ήδη του 12ου αιώνα.[403]
Οι Βενετοί εμπορεύονται γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, μεταφέροντας αυτά σε
άλλες πόλεις της Μεσογείου και ανοίγοντας θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους.
Η οικονομία της μεσαιωνικής Κρήτης
είχε χαρακτήρα κυρίως γεωργο-κτηνοτροφικό.[404]
Σε αυτό συνέτεινε η γεωμορφολογική διαμόρφωση του εδάφους της πλούσιας ενδοχώρας
του νησιού αλλά και το εύκρατο κλίμα, παράγοντες που αμφότεροι ευνοούσαν τόσο
την καλλιέργεια και παραγωγή ενός πλήθους γεωργικών προϊόντων όσο και τη
δυνατότητα συντήρησης κοπαδιών με ανάλογη ανάπτυξη της κτηνοτροφίας.
Ως συνηθέστερη παραγωγή
καταγράφεται αυτή των δημητριακών, κυρίως των σιτηρών, ενώ ακολουθεί η
εκτεταμένη επίδοση στην αμπελουρ-γία, με μια εικόνα αυτάρκειας να προκύπτει από
τις πηγές. Αυτός ήταν άλλωστε -δηλαδή η πλούσια παραγωγή- ένας από τους
σπουδαιότερους λόγους που η Κρήτη εξήψε τόσο έντονα το ενδιαφέρον τόσων
κατα-κτητών.[405]
Τέτοια πλούσια οικονομική δραστηριότητα προκύπτει από τη Διαθήκη του αγίου
Ιωάννη του Ξένου (αρχές 11ου αιώνα), στην οποία μαρτυρείται σημαντική
κτηνοτροφική και μελισσοκομική δραστηριότητα. Η Κρήτη ήταν άλλωστε πάντοτε
ονομαστή για το εξαιρετικής ποιότητας αρωματικό μέλι που παρήγαγε. Ακόμη, οι
Κρήτες, ως παραδοσιακά ναυτικός λαός, είχαν ανέκαθεν να επιδείξουν εξαιρετικές
επιδόσεις και στην αλιεία. Τέλος, σημαντική εξόρυξη μεταλλευμάτων σημειώνεται
στην Κάντανο αλλά και στην περιοχή της Λάππας (Αργυρούπολη).
ΙΙ. Φορολογικό
καθεστώς.[406] Κατά την περίοδο αυτή το
φορολογικό σύστημα παρέμεινε το ίδιο, όπως και κατά την πρωτοβυζαντιν εποχή, με
μια τάση εισαγωγής νέων ή εξειδικεύσεως και αυτοτέλειας παλαιών φόρων. Ως
τέτοιοι νέοι φόροι αναφέρονται: το ‘ζευγολόγιον των αροτριώντων ζώων’, το
‘μελισσοεννόμιον’, τα ‘μιτάτα’ (: η παραχώρηση καταλύματος
σε στρατιω-τικά τμήματα), τα ‘άπληκτα΄(: παροχές για τη συντήρηση
στρατοπέδου), η ‘επίθεση μονοπρόσωπων’
(: διάθεση των χρειωδών για τη συντήρηση ελα-φρών στρατιωτών ή ναυτών, η
σιτάρκηση κάστρων, οι αγγαρείες
κ.λπ.[407]
Ως προς
την είσπραξη φόρων κατά την περίοδο αυτή επικρατεί η εκμί-σθωσή τους. Οι
μισθωτές, καλούμενοι ‘πράκτορες’, μίσθωναν με πλειοδο-τικό
διαγωνισμό την είσπραξη των φόρων κατά διοικήσεις. Η διαδικασία εισπράξεως
ήταν η ίδια με αυτή της προηγούμενης εποχής.
8. Οι ‘βασιλικές
επισκέψεις’ της Κρήτης.
Ι. Ζήτημα ιδιαίτερης οικονομικής
σπουδαιότητας αποτελούσαν στη βυζαντινή Κρήτη οι λεγόμενες ‘βασιλικές
επισκέψεις’: επρόκειτο για μεγάλα και εξαιρετικά προσοδοφόρα κτήματα, που από
πλευράς ιδιοκτησίας ανήκαν στο στέμμα ή το βυζαντινό δημόσιο.[408]
Οι ‘επισκέψεις’ υπόκεινταν σε
άμεση εκμετάλλευση από το δημόσιο (είτε από το ίδιο το στέμμα είτε από ορισμένες
δημόσιες υπηρεσίες, τα λεγόμενα ‘σέκρετα’), που εισέπρατταν με διάφορους
εκπροσώπους τους τα παραγό-μενα προϊόντα ή εισοδήματά τους. Λόγω της υψηλής τους
οικονομικής συμβολής στη λειτουργία της κρατικής μηχανής, τα βασιλικά αυτά
κτήματα τύγχαναν αυξημένης νομικής εμπράγματης προστασίας και είχαν κηρυχθεί
αναπαλλοτρίωτα.
Η εκμετάλλευσή τους γινόταν με
παροίκους ή ελεύθερους καλλιεργητές, το δε αντάλλαγμα συχνά συνίστατο σε μέρος
της σοδειάς, στη βάση μίας συμφωνίας που θύμιζε σε πολλά τη σύγχρονη σύμβαση που
είναι γνωστή ως ‘επίμορτη αγροληψία’. Μετά όμως το 1170, οι βασιλικές επισκέψεις
της Κρήτης καλλιεργούνταν από τους ιδιώτες έναντι χρηματικού ενοικίου και όχι με
αντάλλαγμα σε είδος ? καρπούς.
ΙΙ. Σχετικά με τις βασιλικές
επισκέψεις της Κρήτης μάς πληροφορεί και το ακόλουθο έγγραφο της συλλογής
βυζαντινών εγγράφων η οποία σώζεται στο αρχείο της Μονής Ιωάννου του Θεολόγου
της νήσου Πάτμου, έχοντας συνταχθεί το Νοέμβριο του έτους 1196.[409]
«Δέησις ?ρσενίου,
ταπεινο? μοναχο?, καθηγουμένου τ?ς ?ν τ?
νήσ? Πάτμ? σεβασμίας
μον?ς το? ?γαπημένου, ?ποστόλου, παρθένου
κα? Θεολόγου κα? τ?ν
σύν α?τ? μοναχ?ν, ?ναξίων δούλων κα? ε?χετ?ν.
† Τολμ?ντες ο? ?νάξιοι δο?λοι κα?
ε?τελε?ς ε?χέται τ?ς κραται?ς κα? ?γίας βασιλείας σου
?ναφέρομεν, δέσποτα
?μ?ν ?γιε. ? ?ν τ? νήσ? Πάτμ? μον? ? ?π’ ?νόματι το? ?γαπημένου
?ποστόλου παρθένου
κα? Θεολόγου
?δρυμένη ε?ς πολ?ν ?ριθμ?ν
κορυφωθε?σα (?γγ?ς γ?ρ που τ?ν ?κατόν πεντήκοντα
μοναχ?ν ?ν α?τ? ?σκο?νται) μεγάλην
?χει τ?ν ?νδειαν κα? ?π? τ? ψωμ? α?τ?. ?πέκτητο γ?ρ μέρος ?ναψυχ?ς ?π? τ?ν ?πτακοσίων μοδίων
τ?ν διδομένων
α?τ? ?π? τ?ν κατ? τ?ν Κρήτην
βασιλικ?ν ?πισκέψεων,
τ?ν δ? τοιούτων
βασιλικ?ν ?πισκέ-ψεων
παραδοθεισ?ν το?ς ?ντοπίοις
παρ? το? ?οιδίμου
πατρ?ς τ?ς ?γίας σου βασιλείας
κα? τελουμένων παρ’
α?τ?ν
νομισματικ?ν (δόσε-ων)
?ξεκόπη κα? ? πρ?ς ?μ?ς γινομένη δόσις
τ?ν ?πτακοσίων μοδίων.
?τυπώθησαν
δ? ?μ?ν ?ντ’ α?τ?ν λίτραι (καινούργαι)
δύο κα? ο?κ ?χομεν ?λλαχόθεν
τ?ν ο?ανο?ν ?
νομισματικ?ν ?
γεννηματικ?ν ε?σοδον. ?στι τοίνυν
κατ? τ?ν α?τ?ν ν?σον Κρήτην
?κίνητον ?π? τ?ν βασιλικ?ν ?πισκέψεων λεγομένων
Νησί ?ν τ? τοποθεσί? το? Ψυχρο? διακείμενον,
?περ δι’ ?πομνήσεως
παρ? το? ?πισκόπου
Καλαμν?ν, το? καλουμένου
?ρ?, ζητηθ?ν α?τ? παρεδόθη,
?λλ’ ο?χ? κα? τ? κατ’ α?τ?ν ?κκλησί?, δι? χρυσοβούλλου
το? περιποθήτου
α?ταδέλφου
τ?ς βασιλείας σου,
κυρο? ?σαακίου,
το? τότε βασιλεύοντος,
?κκοπέντων
ε?ς τ? διηνεκ?ς κα? τ?ν τεσσαράκοντα
?κτ? (?μοίων) νομισμάτων,
τ?ν ζητουμένων χάριν
δημοσίου τέλους ?ποσχομένων
κα? μοναστή-ριον
πεποιηκέναι. κα? μέντοι
κα? ?κτισε μοναστήριον
?π’ ?νόματι το? ?γίου Νικήτα,
κα? προσεκάθισεν
?ν α?τ? μοναχο?ς ?σε? τέσσαρας
? κα? πέντε,
κα? κατείχετο
μ?ν τ? τοιο?τον ?κίνητον
κα? τ? μοναστήριον
παρ? το? ?πισκόπου
Καλαμν?ν, μέχρις
?ν ?ν το?ς ζ?σιν δι?γεν. ?πε? δ? ?πιβουλευθε?ς, ο?α τ? το? Θεο? κρίματα,
?φονεύθη,
τ?ς ?ν τόπ? Χορτάτζιν καλούμενον,
πλησιάζων τ? τοιούτ? ?κινήτ?, προσελθ?ν τ? τηνικα?τα δουκί Κρήτης
κα? ζητήσας
τ?ν παρ? το? ?πισκόπου ?νεγερθε?σαν τοιαύτην
μον?ν ε?ς λόγον ?φορείας κατεκράτει
σ?ν τ? μον? κα? τ? ?κίνητον.
παρακαλο?μεν ο?ν τ? ?νθεον κράτος
τ?ς ?γίας βασιλείας σου,
?πε? κα? ? μον? κα? τ? ?κίνητον ?λεύθερά ε?σ? κα? ο?δ? (τ?) δημόσιον
?χει ?κε?θεν
συνεισφορ?ν, δωρηθ?ναι δι? χρυσο-βούλλου λόγου
τ?ς ?γίας βασιλείας σου
τ? ?ν τ? νήσ? Πάτμ? καθ’ ?μ?ς σεβασμί? μον? το? ?γαπημένου Θεολόγου
τ?ν, ?ς ε?ρηται,
παρ? το? ?πισκόπου
κτισθε?σαν τοιαύτην
μον?ν σύν τ? κατ’ α?τ?ν ?κινή-τ?, ?ς ?ν στήσωμεν
ζευγαρίτζια, ?σα δυνηθ?μεν, κα? γεωργ?ται σ?τος ? μέλλων
διαρκε?ν κα? τ?ν ?ν τ? Πάτμ? μον?ν κα? τ?ν ?ν τ? ?κινήτ? ?λλ? κα? ?πέρ τ?ν ζευγαρίων
κα? τ?ν ?τέρων ζώων,
?ν ?ν δυνηθ?μεν ?θενδήποτε
?πικτήσασθαι,
μ? ζητε?σθαι ?ξ ?μ?ν τέλος ? ?π?ρ ?ν ?σως ?χει προσκαθίσαι
?γνώστων τ? δημοσί? παροικιτζίων
?π? τ? τοιούτ? ?κινήτ? ?λλ? μηδ? ?φ’ ο?αδήτινι ?π?ρεί? τούτων ?πηρεάζεσθαι.
κα? τούτου γενομένου
ο? παυσόμεθα
?περεύχεσθαι
τ?ς κραται?ς κα? ?γίας βασιλείας σου,
?ς ?ς δο?λοι ?νάξιοι τολμήσαντες
?δεήθημεν.
† Λύσις το? α?τοκράτορος
?λεξίου Γ’
Κομνηνο? ?πολυθε?σα
?π? τ? ?πομνήσει ?ρσενίου
μοναχο? κα? καθηγουμένου
τ?ς μον?ς.
? βασιλεία μου ?μα μ?ν κα? τ?ν καθ’ ?μ?ς σεβασμίαν μον?ν ?μπλατύνεσθαι θέλουσα, ?μα δ? κα? τ? ?ντ?ς δηλούμενον ?νεγερθ?ναι μοναστήριον παρ? το? θεοφιλεστάτου ?κείνου ?πισκόπου Καλαμν?ν, το? ?ρ?, μοναχικ?ς ?κολουθίας βουλομένη κρατε?ν κα? μ?<